Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

ΛΕΣΒΟΣ : Το Ελληνικό πνεύμα δια μέσου των χιλιετηρίδων

Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου μπροστά στην είσοδο του Αδραμυττηνού κόλπου, πλησίον της μικρασιατικής ακτής, από την οποία την χωρίζουν τα στενά της Μυτιλήνης προς Α. και των ακρωτηρίων Αργένου (Κόρακα) και Λεκτού Μπαμπά) προς Β. Είναι το τρίτο σε έκταση νησί της Ελλάδος μετά την Κρήτη και την Εύβοια, έχει επιφάνια 1630 χλμ. Διοικητικά η Λέσβος αποτελεί νομό μαζί με την Λήμνο και τον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτεύουσα του νησιού και του νομού είναι η Μυτιλήνη.

Το ανάγλυφο της Λέσβου καθορίζεται από πολλούς χαμηλούς λόφους και βουνά με υψηλότερα ένα στο βόριο τμήμα (Λεπέτυμνος, 968μ.) και ένα στο νότιο (Όλυμπος, 967μ.) και από μεγάλη πεδινή έκταση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νησιού είναι το απολυθωμένο δάσος του Σιγρίου, δηλαδή απολιθωμένοι κορμοί δένδρων της Τριτογενούς περιόδου. Το νησί έχει και αρκετές ιαματικές θερμοπηγές, κυριότερες από της οποίες είναι της Θερμής, του κόλπου της Γέρας, του Πολιχνίτου (η θερμότερη της Ευρώπης), του Λισβορίου και της Εφταλούς.

Οι γνωστές από την αρχαιότητα ονομασίες του νησιού ήταν:
Πελασγία, Ίσσα, Αιθιοπία - Αίγειρα (μελαμψή), Μυτωνίς, Ιμερτή (ποθητή), Λασία (πυκνόδενδρη) και Μακαρία.

Η μυθολογία και οι παραδόσεις, σχετικά με τον αποικισμό και τους πρώτους οικιστές της Λέσβου, αποτελούν μια ένδειξη για την συγγένια των Λεσβίων με τους Θεσσαλούς και γενικότερα με τους Αιολείς.

Ως πρώτοι κάτοικοι τον νησιού , κατά την προ του κατακλυσμού εποχή που σχετίζεται με τον Δευκαλίωνα, αναφέρονται οι Πελασγοί επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ξάνθος, ο γιος του Τριόπου από το πελασγικό Άργος, τη μετέπειτα Θεσσαλία. Τα πρώτα ονόματα του νησιού, Πελασγία και 'Ισσα καθώς και η ύπαρξη ερειπίων πελασγικών τειχών σε περιοχές όπως στις θέσεις Περάδου, Κερανίων, Αρίσβης και Τσινίων δείχνουν τις ιστορικές αλήθειες που εμπεριέχονται στην μυθολογική παράδοση.  Στην μετά τον κατακλυσμό εποχή, ο Μακαρεύς ή Μάκαρ από την Αχαΐα, απόγονος του ήρωα των Αιολαίων Αιόλου εγκατέστησε νέους αποίκους στην ερημωμένη Λέσβο. Οι γιοί του, ο Ερεσός, ο Κερδόλαος, o Νέανδρος και ο Λεύκιππος, αποίκησαν τα γειτονικά νησιά. Χίο, Σάμο, Ρόδο και Κώ, τα οποία μαζί με τη Λέσβο ονομάσθηκαν Νησιά των Μακάρων.

Η κόρη του Μάκαρος Μήθυμνα παντρεύτηκε με τον εγγονό του Αιόλου και γιό του Θεσσαλού ήρωα Λάπιθου, τον Λέσβο, ο οποίος ήλθε με αποίκους στην Λέσβο, και αποκτώντας δύναμη έδωσε το όνομά του στο νησί και στις πόλεις τα ονόματα του γιου του Μάκαρος Ερεσού και των θυγατέρων του Μυτιλήνης, Μήθυμνας, Άντισσας και Αρίσβης.

διαβάστε το βιβλίο του Τάκη Χατζηαναγνώστου 210 σελίδες pdf, (Μακαρία ιστορία της Λέσβου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: Αργύρης Εφταλιότης, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Νίκος Αθανασιάδης, Κώστας Μάκιστος, Ασημάκης Πανσέληνος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Βαλέτας, Κλεάνθης Παλαιολόγος, Στρατής Παπανικόλας, η "δασκάλα με τα χρυσά μάτια")

Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, ο γιος του Λέσβου, Μύτων, υπήρξε ο πρώτος οικιστής της πρωτεύουσας του νησιού και πιθανά με αυτόν σχετίζεται η παλιά ονομασία της Λέσβου, Μυτωνίς.
Στους ίδιους μύθους περιγράφεται και ο εποικισμός της Λέσβου από μιαν άλλη ομάδα αχαϊκής καταγωγής τους πενθιλίδες, οι οποίοι φθάνουν στο νησί οδηγούμενοι από τον γιό τον Ορέστη, Πενθίλο. Από τον Πενθίλο έλκει το όνομα και την καταγωγή της, η Βασιλική οικογένεια της Μυτιλήνης οι Πενθιλίδες, οι οποί εξαφανίζονται από την πολιτική σκηνή κατά τα τέλη του 7ον π.Χ. αιώνα.

Αν και η προϊστορική εποχή στην Λέσβο δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς, είναι γνωστές δώδεκα προϊστορικές θέσεις, παραλιακές οι περισσότερες, και μόνο τέσσερις μεσογειακές. Φαίνεται ότι η περισσότερο πυκνοκατοικημένη περιοχή ήταν του κόλπου της Καλλονής και η μεγαλύτερη ακμή και διάρκεια των οικισμών, συμπίπτει με την πρώιμη εποχή του χαλκού. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες η Θερμή κατοικηθηκε κατά το 320 η 310 μέχρι το 2400 π.χ. περίπου, από ένα κλάδο του λαού που δημιούργησε τον ιδιάζοντα πολιτισμό στην δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Τροία και ο οποίος εξαπλώθικε Β.Δ. μέχρι την Θράκη και την Μακεδονία.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει πάντα τους κατοίκους του νησιού με το κοινό όνομα Λέσβιοι η Μυτιληναίοι. Πολύ νωρίς, πριν από το 700 π.χ., οι Μυτιληναίοι ήλεγχαν τις αιολικές πόλεις και συνοικισμούς της απέναντι μικρασιατικίς ακτής φτάνοντας μέχρι τα Δαρδανέλλια. Η Λέσβος μαζί με την Κύμη της Μικράς Ασίας θεωρήθηκαν τα σπουδαιότερα αιολικά κέντρα, και μητροπόλεις των τριάντα περίπου Aιολικών πόλεων της περιοχής του όρους Ίδη.

Από της πόλεις του νησιού πέντε ήταν οι σημαντικότερες η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Πύρρα, και η Ερεσός. Μια έκτη πόλη, η Αρίσβη, καταστράφηκε τον 5ο π.χ. αι. από τους Μηθυμναίους.

Η Μυτιλήνη, αφού ξεπεράσει στα τέλη του 7ου π.χ. αι. τις εσωτερικές διενέξεις και ταραχές, στις οποίες έλαβε μέρος και ο ποιητής Αλκαίος, χάρη στον σοφό Πιττακό αποκτά δημοκρατικό πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα, η οποία της επιτρέπει να αναπτυχθεί σε ισχυρή ναυτική δύναμη και να κυριάρχηση στις άλλες πόλεις του νησιού. Στα 570 π.χ. οι Μυτιληναίοι είναι οι μόνοι Αιολείς που παίρνουν μέρος στον αποικισμό της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο.

Επί Κύρου η Λέσβος γίνεται φόρου υποτελής στους Πέρσες και υποχρεώνεται να τους ακολουθήσει στις εκστρατείες τους, του Καμβύση κατά της Αιγύπτου, του Δαρείου κατά των Σκυθών και του Ξέρξη κατά της Ελλάδας.

Μετά την ναυμαχία της Μυκάλης και την ήττα των Περσών το νησί γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας αλλά αποστατεί κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και μόλις που θα γλυτώσει την πλήρη καταστροφή της από τους Αθηναίους. Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.χ., ο Λύσανδρος την υποτάσσει, αλλά το 369 π.χ. προσέρχεται και πάλι στην Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία.

Οι Πέρσες θα την καταλάβουν το 357 π.χ. και τελικά θα την απελευθερώσει το 332 π.χ. ο Μέγας Αλέξανδρος. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εξαφανίζονται από το προσκήνιο οι δύο από τις πέντε μεγάλες πόλεις, η Άντισσα και η Πύρρα, και εμφανίζετε και πάλι σαν πολυανθρωπότερη η Μυτιλήνη. Οι επιφανέστεροι Ρωμαίοι (Πομπήιος, Αγρίππας, Γερμανικός) την επισκέπτονται και τις δίνουν προνόμια και αγαθά. Γύρο στο 52 μ.Χ. το νησί δέχεται τον Χριστιανισμό από τον απόστολο Παύλο.

Οι τέχνες και τα γράμματα και κιρίως η ποίηση, άνθισαν στο νησί από την πρώιμη αρχαιότητα. Κατά την μυθολογία, στην Λέσβο απέθεσε η θάλασσα το κεφάλι του Ορφέα και την λύρα του, μετά την θανάτωσι του από τις μαινάδες στη Θράκη.

Και ο μύθος επιμένει ότι το κομμένο κεφάλι του Ορφέα συνέχισε να τραγουδάει και να χρησμοδοτεί στο μαντείο του κοντά στην Άντισσα, ενώ η λύρα υπήρχε λένε κρεμασμένη στο ναό του Απόλλωνος στην Μυτιλήνη. Από τον 7ο π.χ. αι., παράλληλα με την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, παρουσιάζετε στην Λέσβο πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, από τις σημαντικότερες στον Ελληνικό χώρο. Αν και το πολιτιστικό κέντρο αρχαίας Ελλάδας ήταν η Αθήνα, οι πόλεις της Λέσβου συνεισέφεραν μια ιδιαίτερη και σημαντική συνδρομή στο οικοδόμημα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.

Η μουσική και η ποίηση είναι οι πιο αγαπημένες ασχολίες των Λεσβίων, Ο Τέρπανδρος ο Αντισσαίος, ο Αρίων ο Μηθυμναίος, τον οποίο ο μύθος τον θέλει να ταξιδεύει τραγουδώντας, καθισμένος στην πλάτη ενός δελφινιού, και Κοιτίων ο Μυτιληναίος, συγκαταλέγονται στους περίφημους μουσικούς της αρχαιότητας.

Ο Τέρπανδρος γεννήθηκε στην Άντισσα αλλά δημιούργησε στην Σπάρτη όπου ίδρυσε μουσική σχολή και νίκησε σε μουσικούς αγώνες κατά την 26η ολυμπιάδα δηλ. το 676 – 673 π.χ. Στον Τέρπανδρο αποδίδετε η εφεύρεση της επτάχορδης λύρας η οποία ονομαζόταν «βάρβιτος=(λαγούτο η βιόλαντσέλο)», καθώς και η τελειοποίηση του «Νόμου» ενός ύμνου αφιερωμένου στην λατρεία του Απόλλωνος.

Ο Αρίων υπήρξε μεταγενέστερος του Τέρπανδρου και συνεχιστής του έργου του.
Δημιούργησε στην αυλή του Περίανδρου στην Κόρινθο και ανέδειξε το χορικό τραγούδι και ιδιαίτερα τον διονυσιακό διθύραμβο σε σύνθετο και έντεχνο ποιητικό και μουσικό είδος.

Η λυρική ποίηση εκπροσωπείται στη Λέσβο από την Σαπφώ και τον Αλκαίο. Ο Αλκαίος ο οποίος δεν έγραψε μόνο ερωτικά και συμποσιακά ποιήματα, αλλά και πολιτικά, εξορίσθηκε εξαιτίας της πολιτικής του δράσης στην Πύρρα, στην Λυδία και στην Αίγυπτο. Η Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσό, αναμείχθηκε και αυτή στην πολιτική, ακολουθώντας την παράδοση που επέτρεπε την ενεργό ενασχόληση των γυναικών της Λέσβου στα κοινά, εξορίσθηκε στην Σικελία και γύρισε για να ανοίξει στην Μυτιλήνη σχολή χορού και μουσικής.

Η Σαπφώ και ο Αλκαίος θεωρούνται οι θεμελιωτές της μελικής ποίησης, του είδούς δηλαδή εκείνου πού συνδυάζει τον έμμετρο λόγω με την συνοδεία της μουσικής υπόκρουσης. Η ποίηση του Αλκαίου διακρίνεται για την απλότητά και την δύναμή της και από μετρική άποψη σημαντική είναι η συμβολή του στην ελληνική και λατινική ποίηση.

Η ποίηση της Σαπφούς, η οποία κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στους λυρικούς ποιητές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αντλεί τα θέματά της από την καθημερινότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα και διακρίνεται για την χάρη της έκφρασης την σοφία στη σύνθεση και την δύναμη του πηγαίου αισθήματος.

Την επική ποίηση εκπροσωπούν o Λέσχης ο Πυρραίος και ο Τέλεσις o Μηθυμναίος. Ο λέσχης φέρεται ως ο συγγραφέας του έπούς "Μικρή Ιλιάς" και αν και γεννήθηκε στην Πύρρα κατά τα μέσα του 7ου π.χ. αιώνα, έζησε και έγραψε πιθανά στην Μυτιλήνη. Σύγχρονος του Λέσχη, ο Τέλεσις φέρεται ως δημιουργός έπούς με θέμα από τις Τιτανομαχίες ή Γιγαντομαχίες.
   
Ο Πιττακός θεωρείται ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.

Οι ιστορικοί Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, Μυρσίλος ο Μηθυμναίος, Χάρης o Μυτιληναίος, Ερμείας ο Μυθημναίος, οι φιλόσοφοι Θεόφραστος ο Ερέσιος, διάδοχος του Αριστοτέλη, Φανίας o Ερέσιος, Κράτυπος ο Μυτιληναίος, οι ρήτορες Αισχίνης, Ποταμών, Λεσβώναξ, ο αστρονόμος Μακρικέτας, ο κωμωδιογράφος Αλκαίος ο Μίκου, ήταν από τους διασημότερους άνδρες της αρχαίας Ελλάδας. Ο Ελλάνικος ο οποίος έζησε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, διακρίθηκε για την προσπάθειά του να ταξινομήσει το ιστορικό υλικό στο οποίο είχε πρόσβαση και να απαλλάξει την ιστορία από τα μυθολογικά στοιχεία.

Ο Χάρης, σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συμμετείχε στις εκστρατείες του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη και τις κατέγραψε μαζί με την περιγραφή των χωρών πού επισκέφθηκε, σε δέκα βιβλία. Ο μεταγενέστερος ιστορικός Μυρσίλος ο οποίος έζησε τον 3 ο π. χ. αιώνα, στα έργα του "Λεσβιακά" και "Παράδοξα ιστορικά" έδωσε πολλές πληροφορίες για την Λέσβο.

Ο Θεόφραστος , μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη Ίδρυσε μαζί με τον Αριστοτέλη, στην Αθήνα του 4ου αιώνα, την "Περιπατητική Σχολή" την οποία και διηύθυνε μετά τον θάνατο τον μεγάλου διδασκάλου τον έως το 287 π.χ.. Ακολούθησε τον Αριστοτέλη στην Λέσβο και στην Μακεδονία και συμμετείχε στις έρευνες του μεγάλου φιλοσόφου. Αναφέρονται 240 συγγράμματα του Θεόφραστου από τα οποία δυστυχώς σώζονται δύο για τα Φυτά και το έργο του "Χαρακτήρες".

Η πνευματική αυτή παράδοση θα συνεχισθεί και στα νεότερα χρόνια με εκπρόσωπούς της:
Τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, τον ιστορικό και λογοτέχνη Γεώργιο Βαλέτα, τον λογοτέχνη, δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό Στρατή Μυριβήλη, τον πεζογράφο και ακαδημαϊκό Ηλία Βενέζη, τούς λογοτέχνες Στρατή Δούκα και Αργύρη Εφταλιώτη, τον λογοτέχνη και πολιτικό Ασημάκη Πανσέληνο, τον ζωγράφο και γλύπτη Γεώργιο Ιακωβίδη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.

Στους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους η Λέσβος, απολαμβάνοντας τα προνόμια και την προστασία των αυτοκρατόρων, ζει ειρηνικά και ακμάζει μέχρι τον 8ο αι., οπότε και αρχίζουν οι καταστροφικές βαρβαρικές επιδρομές.

Σε όλη την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος φιλοξενίας επισήμων εξόριστων όπως η αυτοκράτειρα Ειρήνη, ο πατριάρχης Ιγνάτιος Ραγκαβέ, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, ο Λέων Κουροπαλάτης κ.α.

Το 1355 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος παραχώρησε το νησί στον Γενουάτη Φραγκίσκο Γατελούζο, n οικογένεια του οποίου θα κυβερνήσει το νησί για 107 χρόνια, αναδεικνύοντας την ηγεμονία της σε μια από τις σπουδαιότερες της Ανατολής. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1462 ο Μωάμεθ ο Β' με ισχυρή ναυτική δύναμη πολιορκεί την Μυτιλήνη, η οποία μετά από 16 μέρες αντίστασης, παραδίνεται.

Η Λέσβος θα μείνει υπό τουρκική κατοχή μέχρι το 1912. Σε όλη την διάρκεια της Επανάστασης το νησί, λόγω της θέσης του, ήταν τόπος συγκέντρωσης τούρκικων στρατευμάτων, ορμητήριο και καταφύγιο τον τουρκικού στόλου. Στην θαλάσσια περιοχή της Λέσβου, διεξήχθησαν πολλές ναυτικές επιχειρήσεις, όπως στην Ερεσό το 1821 και το 1824 και στο στενό Λέσβου και Μ. Ασίας το 1826. Τελικά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο στις 8 Δεκεμβρίου του 1912.

Σημαντικά αρχαία ιερά αναφέρονται στην Λέσβο, όπως του Ναπαίου Απόλλωνος, του Μαλόεντος Απόλλωνος, το Ασκληπιείο στην Μυτιλήνη, της Θερμίας Αρτέμιδος στην Θερμή, του Ποσειδώνος στην Μυτιλήνη και στην Ερεσό, της Δήμητρας και Περσεφόνης στην Μυτιλήνη, του Ηρακλή και του Δία στην Μήθυμνα, του Διόνυσου στην Άντισσα, τη Μυτιλήνη, τη Μήθυμνα και τη Βρίσα. Έχουν επίσης επισημανθεί πόλεις και άλλοι αρχαιολογικοί χώροι.

Σημαντικό και μοναδικό μέχρι στιγμής είναι το ιερό που άνεσκαψε ο Δ. Ευαγγελίδης στην Κλοπεδή, Β.Δ. τής Αγίας Παρασκευής, όπού σώζονται τα ερείπια δυο αρχαϊκών ναών. Από εκεί προέρχονται 12 ακέραια αιολικά κιονόκρανα, τα μοναδικά στην Ελλάδα, και πολλά άλλα κομμάτια, σπόνδυλοι και βάσεις κιόνων. Είναι ότι ποιο χαρακτηριστικό έχουμε από την αρχαϊκή τέχνη του νησιού.


Το ότι η επίδραση των Λεσβίων και στην αρχιτεκτονική ήταν σημαντική, φαίνεται από το γεγονός ότι από το όνομα τους, χαρακτηρίζονται είδος τοιχοποιίας (Λεσβία οικοδομία) και αρχιτεκτονικό μέλος (Λέσβιο κυμάτιο). Η πρώτη είναι το δυσκολότερο σύστημα χτισίματος με πέτρα (οι αρμοί είναι καμπύλοι και αυτό επιτυγχάνεται με μολύβδινο έλασμα-κανόνα) και εφαρμόστηκε όχι μόνο στην Λέσβο, αλλά και στην Ιωνία και στην κεντρική Ελλάδα (Δελφοί, ενώ το Λέσβιο κυμάτιο στολίζει τα πιο λαμπρά μνημεία Ιωνικού ρυθμού της αρχαιότητας.

Σημαντικά λείψανα αρχαίων πόλεων σώζονται στην Άντισσα, στην Πύρρα, στην Αρίσβη, στην Ερεσό, στα Μάκαρα, στο Ξηρόκαστρο, στα Παράκοιλα, στην Αποθήκα του κόλπου της Καλλονής, στην Μυτιλήνη, και άλλα διάσπαρτα σε ολόκληρη την Λέσβο.

Από την βυζαντινή περίοδο ελάχιστα μνημεία σώζονται στο νησί.

Σημαντικότερες είναι οι εκκλησίες τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου στους Πύργους Θερμής, του Αγίου Στεφάνου στο Μανταμάδο και τον Ταξιάρχη στο Κάτω Τρίτος. Τμήματα της βυζαντινής περιόδου σώζονται στα κάστρα Λέσβου, Μυτιλήνης, Μήθυμνας κ. α., η σημερινή μορφή των οποίων ανάγεται στην εποχή των Γατελούζων και στην Τουρκοκρατία.

Σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση οι ισχυρές κατασκευές του Οβρεόκαστρου στην αρχαία Άντισσα, της Ερεσού και της Καλλονής στην αρχαία Αρίσβη. Αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής της Τουρκοκρατίας αποτελούν το τζαμί του Μεσαγρού της Γέρας και το Γενί-Τζαμί της Μυτιλήνης.

Επίσης αξιόλογα μοναστήρια με πλούσια κειμήλια είναι του Λειμώνος, του Υψηλού, της Μυρσινιώτισσας, του Δαμανδρίου και της Περιβολής με ωραίες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Παρόμοιες τοιχογραφίες σώζονται και στις εκκλησίες του Χριστού στα Παπιανά, του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Κεραμίου και του Αγίου Νικολάου της Πέτρας.


Πηγή