Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Το έπος της απόκρυψης των αρχαιοτήτων μετά την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου

Ήδη από το 1937 είχαν αναπτυχθεί προβληματισμοί για την διάσωση των αρχαιοτήτων σε περίπτωση αεροπορικών επιδρομών. Ένα μήνα μετά την έναρξη του ελληνοιταλικού  πολέμου, στις 11 Νοέμβρη 1940, φτάνει σε όλα τα μουσεία επιστολή με τίτλο «Γενικαί τεχνικαί οδηγίαι για την προστασία των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους».

Οι οδηγίες πρότειναν δυο τρόπους: Ο ένας να καλυφτούν τα αγάλματα με σάκους γεμάτους με άμμο, αφου κλειστούν σε ξύλινα πλαίσια, και ο δεύτερος που τελικά προτιμήθηκε, ήταν να ασφαλιστούν τα αγάλματα και να θαφτούν στο πάτωμα της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων.

Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν σε επενδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα όρυγμα, σε οριζόντια θέση, να καλυφτούν με αδρανή υλικά και να σφραγιστεί το όρυγμα με πλάκα τσιμέντου. Τα χάλκινα και τα πήλινα έπρεπε να τυλιχτούν με πισσόχαρτο ή κερόχαρτο, για να αντιμετωπιστεί η πιθανή φθορά από υγρασία και να μπουν σε ασφαλή κιβώτια.

Αμέσως σήμανε συναγερμός στα μουσεία της χώρας. Σε όλα τα Μουσεία σχηματίστηκαν Επιτροπές Απόκρυψης και Ασφάλισης Αρχαιοτήτων από δικαστικούς και αρχαιολόγους , που με τους φύλακες των μουσείων και των αρχαιολογικών τόπων, τους τεχνίτες των μουσείων, τους εργάτες μερικούς εθελοντές φοιτητές και λίγους ξένους αρχαιολόγους ρίχτηκαν με αυταπάρνηση στον αγώνα για τη διάσωση του πολιτιστικού μας πλούτου.

Στο Μουσείο της Ακρόπολης τα γλυπτά φυλάχτηκαν σε διάφορες κρύπτες. Ανοίχτηκε μεγάλος λάκκος μέσα στην αίθουσα του Παρθενώνα και χωρίστηκε σε τρία διαμερίσματα. Στο τέλος του Γενάρη του 1941 ο λάκκος είχε γεμίσει από τα γλυπτά και κατασκευάστηκε μια καλυπτήρια πλάκα από  οπλισμένο σκυρόδεμα.

Οσα αρχαία δεν χώρεσαν στο λάκκο φυλάχτηκαν «εις την κρύπτην της Εννεακρούνου», στις φυλακές του Σωκράτη, «εις την κρύπτην της πύλης του Μουσείου» και «εις την κρύπτην της αυλής». Χρησιμοποιήθηκαν επίσης πάνω στο Βράχο της Ακρόπολης, κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Παρθενώνα, τέσσερα λαξευτά φρέατα, όπου τάφηκαν σε στρώσεις αρχαία, όπως επίσης τάφηκαν και «εις την λεγόμενην υπόνομον».

Στο Μουσείο του Πειραιά τα πολυτιμότερα γλυπτά καταχώθηκαν στον βαθύ ημικυκλικό αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται έξω από το μουσείο. Τα μικρότερης αξίας γλυπτά μαζί με τα κεραμικά, τα χαλκά, τα γυάλινα και τα πήλινα θάφτηκαν στο δάπεδο της νέας αίθουσας του μουσείου.

Στο Μουσείο των Δελφών τα ευμετακόμιστα αρχαία, αμάμεσά τους ο Ηνίοχος, εξασφαλίστηκαν πρώτα – πρώτα στους δυό λαξευτούς τάφους που είναι και σήμερα θεατοί στον κήπο του μουσείου. Τα υπόλοιπα φυλάχτηκαν στον υπόγειο ελληνιστικό τάφο μεταξύ του μουσείου και του ιερού.  Ο Ηνίοχος είχε χωριστεί σε δυο τμήματα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε κιβώτια με άχυρο και μπαμπάκι. Μαζί με τα μέρη του αγάλματος είχαν τοποθετηθρί και μικρά χάλκινα του Μουσείου Δελφών.

Στο Μουσείο του Κεραμικού επτά γλυπτά τάφηκαν σε δυο λάκκους που ανοίχτηκαν πίσω από τα μνημεία του Δεξίλεω και της Δημητρίας και Παμφίλης, ενώ 19 κιβώτια γεμάτα αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Μουσείο.

Ανάλογος τιτάνιος αγώνας για την διάσωση των αρχαιοτήτων, δόθηκε με απόλυτη επιτυχία, από το σύνολο των Μουσείων της χώρας. Το Νομισματικό, το Βυζαντινό, τα Μουσεία Ολυμπίας, Κορίνθου, Θηβών, Χαλκίδας, Σπάρτης, Τεγέας, Βόλου, Κέρκυρας, Κεφαλονιάς, Ρεθύμνου, Θεσσαλονίκης, Ελευσίνας, Ναυπλίου και τα υπόλοιπα.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συστάθηκε μια Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων, με υπουργική απόφαση, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου.

Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας.

«Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός.

Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου.

Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω.

«Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ’ από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.

Όταν οι Γερμανοί κατακτητές μπήκαν στην Αθήνα στις 28 Απρίλη 1941 αντίκρισαν τις άδειες αίθουσες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι προθήκες άδειες, τα αγάλματα άφαντα. Στις επίμονες ερωτήσεις των Ναζί για το που βρίσκονται τα εκθέματα έπαιρναν την μονότονη απάντηση των αρχαιολόγων: «Τα αρχαία είναι θαμμένα στη γη».

Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι απαιτούσαν να βγουν από τις κρύπτες τους τα αγάλματα γιατί θα καταστραφούν κρυμμένα. Αλλωστε ισχυρίζονταν πως ο πόλεμος τελείωσε και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη.

Οι Αρχαιολόγοι επέμεναν. Αλλωστε χρειάζονταν χρήματα για να επανέλθουν τα αρχαία στα Μουσεία και η εμπόλεμη Γερμανία δεν μπορούσε να διαθέσει. Επρεπε να περιμένουν τη λήξη του πολέμου.

Μόνο στο Μουσείο του Κεραμικού, το οποίο στέγαζε εκθέματα από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και οι Ναζί απαίτησαν και πέτυχαν το ξεθάψιμο των αρχαίων, προκειμένου οι Γερμανοί αρχαιολόγοι να συνεχίσουν να δουλεύουν. Μόλις ξεθάφτηκαν και επανεκτέθηκαν έγινε ξενάγηση Γερμανών Αξιωματικών, όπου ένας από αυτούς ενθουσιάστηκε με έναν πήλινο μελανόμορφο πίνακα και τον πήρε. Το έκθεμα δεν βρέθηκε ποτέ.

Παρά την γιγάντια προσπάθεια της διάσωσης των αρχαίων, σε έκθεση του ΕΑΜ Αρχαιολόγων που εκδόθηκε το 1946, καταγράφονται κλοπές αρχαιοτήτων από τους κατακτητές σε 37 πόλεις, κύρια στην Κρήτη και τη Θεσσαλία.

Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι έκαναν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές της Ελλάδας, στέλνοντας τα ευρήματα στη Γερμανία. Κατά την αναχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές σε αρχαιότητας.  Με πυροβολισμούς και με ξιφολόγχες κατέστρεψαν αγάλματα και αγγεία στην Ακρόπολη και τον Κεραμεικό.

Μετά την απελευθέρωση ήρθαν τα Δεκεμβριανά. Αυτό που φοβόντουσαν οι Αρχαιολόγοι να συμβεί στη διάρκεια του Πολέμου, συνέβη τον Δεκέμβρη του 1944, όταν οι Αγγλοι βομβάρδισαν με αεροπορικές επιδρομές, ανάμεσα σε άλλους στόχους και το κτίριο του Μουσείου, κυνηγώντας τον«εχθρό λαό» της Αθήνας.

Ο Διευθυντής του Εθνικού  του Χρήστος Καρούζος ανέφερε χαρακτηριστικά το 1945 στα «Ελεύθερα Γράμματα»: «Το Μουσείο μας κατορθώσαμε και το γλυτώσαμε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που ζήτησαν πολλές φορές να το μεταχειριστούν, όχι όμως και από τους ‘Ελληνες ανθρωπιστές. Αυτοί το έκαμαν φυλακή και ιατρεία για δημόσιες γυναίκες».



Δεν ήταν η πρώτη φορά


Υπάρχει προηγούμενο διάσωσης με τέτοιο τρόπο, αγαλμάτων, στην ιστορία μας. Ηταν το 86 – 85 π.Χ. όταν ο  Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιτέθηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά καταστρέφοντας και λεηλατώντας ότι βρήκε στο δρόμο του.

Τότε οι Πειραιώτες, για να γλυτώσουν τα χάλκινα αγάλματα, τα έθαψαν και παρέμειναν θαμμένα μέχρι το καλοκαίρι του 1959 που βρέθηκαν, μαζί με άλλα τρία μαρμάρινα αγάλματα, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, σε έργα αποχέτευσης στη γωνία των οδών Βας. Γεωργίου και Φίλωνος.

Σήμερα στις αίθουσες 3 – 4 του Μουσείου παρουσιάζονται τέσσερα μοναδικά και εντυπωσιακά χάλκινα αγάλματα. Ένα του Απόλλωνα, ένα της Αθηνάς και δυο της Αρτέμιδας, μαζί με ένα τραγικό προσωπείο που είχαν φυλαχτεί όλα μαζί για να γλυτώσουν από την ιερόσυλη μανία του Σύλλα.


Αξίζει , αν δεν έχετε επισκεφτεί το Μουσείο του Πειραιά, να το προγραμματίσετε.



Βιβλιογραφία :

  • Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια’-κ’.
  • Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη». 
  • Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944»




Πηγή