Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Ερμής και Έρση

Η Έρση είναι μια από τις τρεις θυγατέρες του βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα. Πρόκειται για μια μυστηριώδη μορφή των πανάρχαιων χρόνων, θεωρείται γιος της Γης και ήταν διφυής, από τη μέση και πάνω άνθρωπος κι από τη μέση και κάτω δράκοντας (φίδι).

Ο Κέκροπας νυμφεύτηκε την Άγραυλο, την θυγατέρα του Ακταίου, από την οποία απόχτησε έναν γιο, τον Ερυσίχθονα, και τρεις κόρες: την νεώτερη Άγραυλο, την Πάνδροσο και την Έρση. Τα ονόματα των τριών θυγατέρων σχετίζονται με τους αγρούς: Άγραυλος, αυτή που μένει στους αγρούς- Πάν- δροσος και Έρση (= δροσιά, κυρίως η πρωινή δροσιά) το υγρό στοιχείο το απαραίτητο για να αποδώσουν καρπούς οι αγροί.

Οι τρεις αδερφές συμμετείχαν σε τελετές και χορούς, που ήσαν αφιερωμένοι στην Αθηνά. Πρωτοχορευτής ήταν ο Ερμής παρέα με τον Πάνα, που συνόδευε με το σουραύλι του. Η Αθηνά τις αγαπούσε και είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις Κεκροπίδες.

Γι’ αυτό όταν γεννήθηκε ο Εριχθόνιος από το σπέρμα του Ήφαιστου, όταν χωρίς αποτέλεσμα επεχείρησε να ενωθεί μαζί της κι αυτό έπεσε στη Γη, η θεά της σοφίας εμπιστεύτηκε το βρέφος, βάζοντάς το σε ένα πανέρι κλεισμένο και με την εντολή να μην το ανοίξουν. Μα η Άγραυλος ήταν φιλάργυρη και νόμιζε πως μέσα στο πανέρι η θεά είχε κρυμμένο χρυσάφι.

.Από περιέργεια, λοιπόν, άνοιξαν οι αδελφές το πανέρι, αφού η Άγραυλος επέμενε, και τρόμαξαν στη θέα του μωρού, που ήταν περιτριγυρισμένο από ένα φίδι. Παραφρόνησαν από τον φόβο κι άρχισαν να τρέχουν μέχρι που έφτασαν στο βράχο της Ακρόπολης, απ’ όπου έπεσαν και σκοτώθηκαν.
Σε μια παραλλαγή του μύθου, ο Ερμής ερωτεύτηκε την Έρση.

Ήταν μια μέρα γιορτινή και οι οι τρεις αδερφές συμμετείχαν στη γιορτή της Παλλάδας. Ντυμένες με τη γιορτινή στολή και στολισμένες με λουλούδια βρίσκονταν στην κεφαλή της πομπής. Καθώς ο φτεροπόδης θεός πετούσε πάνω από την Αττική, είδε την πανέμορφη Έρση και θαμπώθηκε από το κάλλος της. Μεμιάς σκίρτησε από έρωτα η καρδιά του.

Σαν έπεσε το σκοτάδι, ο γιος της μαίας θέλησε να μπει στον παρθενικό θάλαμο της Έρσης. Μα τον είδε το άγρυπνο μάτι της Αγραύλου, που με αυστηρότητα ρώτησε ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να παραβιάσει την εστία του βασιλιά.

«Είμαι ο εγγονός του Άτλαντα, γιος του Δία και των θεών ο αγγελιοφόρος», της απάντησε. «Την αδερφή σου την Έρση ερωτεύτηκα και θέλω να γίνεις θεία του γιου μου, που θα γεννηθεί σαν γίνω εραστής της. Την βοήθειά σου, μόνο, επιθυμώ»

«Δε θα σου την αρνηθώ», είπε η Άγραυλος, «αρκεί να έχω την αντιπληρωμή μου.

Χρυσάφι θέλω μπόλικο, κι αυτό αν δώσεις στην αγκαλιά σου η Έρση θα βρεθεί. Μόνο τώρα πήγαινε και σαν φέρεις το χρυσάφι θα σου επιτρέψω να γευτείς του έρωτά σου τον καρπό».
Έμαθε η Αθηνά την απληστία της κόρης του Κέκροπα. Δεν είχε ξεχάσει πως από τη δική της απληστία φανερώθηκε το Ερυχθόνιος, που είχε κρυμμένο στο καλάθι. Θέλησε να δώσει μάθημα πικρό στην Άγραυλο.

Γι’ αυτό επισκέφθηκε την Ζήλια και της ζήτησε να χύσει το φαρμάκι της στην κόρη του βασιλιά της Αθήνας. Έτσι κι έγινε. Ζήλεψε την αδερφή της αυτή και δεν ήθελε με τίποτα να γίνει η αγαπημένη του Ερμή. Την παραφύλαγε και καμιά κίνηση της Έρσης δεν ξέφευγε από το ζηλόφθονο βλέμμα της αδερφής της.

Έτσι, σαν πήγε με το συμφωνημένο χρυσάφι ο Ερμής, η Άγραυλος στάθηκε στη θύρα της Έρσης και δεν τον άφηνε να μπει από τη ζήλια της. Τότε ο φτεροπόδης θεός την απολίθωσε και ανενόχλητος μπήκε στον παρθενικό θάλαμο της Έρσης. Έσμιξε ερωτικά μαζί της και καρπός του έρωτά τους ήταν ένας γιος, ο Κέφαλος. Λέγεται πως απόχτησαν κι άλλον γιο, τον Κήρυκο, γιατί σύμφωνα με μια επιγραφή το ιερατικό γένος των Κηρύκων θεωρούσε την Έρση και τον Ερμή γονιούς του Κηρύκου.

Για τον έρωτα του Ερμή προς την Έρση ο Οβίδιος έγραψε τους παρακάτω στίχους:

[[ Ζυγιάζοντας τα δυο φτερά ο Ερμής, στον ουρανό αναλήφθηκε κατόπι.Τη Μουνυχία βλέπει από ψηλά, το Λύκειο, των σοφών ανδρών λημέρι,της Αττικής τη γη που η Αθηνά την έχει πρώτη απ’ όλες στην καρδιά της.Έτυχε να ‘ναι η μέρα γιορτινή. Ως όριζε το έθιμο, παρθένεςανηφορίζαν μέχρι το ναό, στην κεφαλή τους κάνιστρα ανθοφόρα,τις πάναγνες και άγιες προσφορές σεβαστικά να φέρουν στην Παλλάδα.Το μάτι του τις έπιασε καθώς αντάμα κατηφόριζαν στην πόλη·δεν τράβηξε στα ίσια, μοναχά γυρόφερνε από πάνω τους σε κύκλους.Σαν το γεράκι, το γοργό πουλί, που βλέπει στο βωμό απάνω σφάγιακαι στην αρχή κρατιέται μακριά όσο οι ιερείς τριγύρω στέκουν πλήθος,κρεμιέται στον αέρα, λαχταράει την ώρα που τη λεία του θ’ αρπάξει-σε όμοια πτήση σβέλτος ο Ερμής γυρόφερνε τον ιερό το βράχομε απανωτές λοξόδρομες τροχιές χωρίς να ξεμακραίνει απ’ τις κοπέλες.Ολόφωτο τ’ αστέρι της αυγής, το πιο λαμπρό απ’ τ’ ουρανού τ’ αστέρια,ανώτερη κι απ’ τον Αυγερινό ολόχρυση στον ουρανό η σελήνη,κι απ’ όλες τις κοπέλες πιο λαμπρή στην ομορφιά εφάνταζε η Έρση,στολίδι και καμάρι της πομπής, της συντροφιάς το πιο λαμπρό αστέρι.Είδε την κόρη, τα ΄χασε ο Ερμής, κι όπως γλιστρούσε πάνω στις φτερούγεςένιωσε της αγάπης τη φωτιά- εκόρωσε σα σβουριχτό κουρσούμιπου το ‘ριξε η σφεντόνα και ταχύ με την τριβή κορώνει στον αέρακι οι φλόγες που δεν είχε στην αρχή ανάβουν καθώς παίρνει την τροχιά του.Αλλάζει την πορεία του ο θεός, αφήνει τους αιθέρες, χαμηλώνει,δε νοιάζεται ν’ αλλάξει τη θωριά- είναι θεός και μορφονιός συνάμα.Έχει τη σιγουριά της ομορφιάς μα δεν αρκείται απλώς στη σιγουριά του:στρώνει, λοιπόν, και σιάζει το μαλλί, φροντίζει τη χλαμύδα του, να πέφτειμε χάρη, να φανεί το κεντητό και το χρυσάφι γύρω στη μπορντούρα·στο χέρι του το τορνευτό ραβδί, του ύπνου ή του ξύπνου, αναλόγως,στα πόδια του δεμένα επιμελώς τα φτερωτά σανδάλια να γυαλίζουν.Σε απόμερη γωνιά του σπιτιού, με φίλντισι κι ωραία ταρταρούγατρεις κάμαρες φκιαγμένες: στη μέση η Πάνδροσος κι αντικριστά στην άλληη Άγλαυρος κοιμόταν, μεσιανή η κάμαρα που κάτεχε η Έρση.Τρεις αδερφές, και πρώτη τον Ερμή η Άγλαυρος τον είδε μες στο σπίτι,κι αρχίνισε με θάρρος να ρωτά ποιος ήταν και ποιο ήταν τ’ όνομά του,τί γύρευε και βρίσκονταν εκεί. Η απάντηση που πήρε ήταν πλήρης:«Είναι», της είπε, «του Άτλαντα εγγονός, και η Πλειώνη ήτανε γιαγιά μου·Είμαι ο ταχυδρόμος του Διός, τυγχάνω δε ταυτόχρονα και γιος του.Επιθυμώ να είμαι ειλικρινής· δείξε πως αγαπάς την αδερφή σουκαι δέξου ό,τι μέλλει να συμβεί: θα ‘ρθει παιδί και συ θα γίνεις θεία.Λόγω της Έρσης βρίσκομαι εδώ· ως εραστής ζητώ να με συνδράμεις».Τον κοίταξε η Άγλαυρος καλά- το βλέμμα της αχόρταγο σαν τότεπου είδε της Παλλάδας τα ιερά ανοίγοντας λαθραία το καλάθι.«Το αίτημά σου», απάντησε, «δεκτό, μα θα μου δώσεις μπόλικο χρυσάφι.Στο μεταξύ μη κάθεσαι εδώ»- και του ‘δειξε την πόρτα της εξόδου.Την ένιωσε η Παλλάδα από ψηλά και κάρφωσε στην Άγλαυρο τα μάτια.Έβραζε από μάνητα η θεά· ο στεναγμός που έβγαλε από μέσατης τράνταξε τα στήθια και μαζί τραντάχτηκε απάνω της η αιγίδα.‘Ηρθαν στο νου της κρίματα παλιά- η Άγλαυρος δεν ήταν που με θράσοςξεσκέπασε τα όσια κι ιερά όταν την εντολή της αψηφώνταςτόλμησε να κοιτάξει το παιδί του Ήφαιστου, το αγέννητο από μάνα;Και τώρα τί; σ’ αυτήν την ασεβή θα χρώσταγαν ο Ερμής κι η αδερφή της;Και θα γινόταν πλούσια δηλαδή με το χρυσάφι που άπληστη ζητούσε;Κι αμέσως τότε σκέφτηκε να πάει στης Ζήλιας το μουρντάρικο λημέρι,στο γλιτσιασμένο σπίτι της θεάς, κρυμμένο σε κατάβαθα κοιλάδας.Του ήλιου φως δε φτάνει εκεί ποτέ, δεν το χαϊδεύει φύσημα του αγέρα,μιζέρια το πλακώνει, παγωνιά και μαργωμένος στέκει γύρω ο τόπος,δε ξέρει θέρμη μήτε ζεστασιά και πνίγεται σε σκοτεινή αντάρα.Πήρε τη στράτα κι έφτασε ως εκεί η Αθηνά, παρθένα κι αντρειωμένη·δε μπήκε (στους ολύμπιους θεούς η είσοδος είναι απαγορευμένη),σήκωσε το κοντάρι μοναχά και κρούοντας τη θύρα με τη μύτηανοίξαν τα θυρόφυλλα μεμιάς- η Ζήλια ήταν μόνη της στο σπίτι.Έτρωγε σάρκες όχεντρας, φαΐ κατάλληλο για φθόνους και γινάτια,και με το που την είδε η Αθηνά απέστρεψε τα γαλανά της μάτια.Εκείνη ανασηκώθηκε, νωθρά, το φίδι χάμω μισοφαγωμένο,και σύρθηκε ως την πόρτα μισερή, το βήμα της βραδύ, βαριεστημένο.Πάνοπλη και ωραία η Αθηνά ορθώνονταν κατάντικρύ της, φάτσα-την είδε και στενάζοντας βαριά έκανε από ζήλια μια γκριμάτσα.Η όψη της χλομή, σαν το πανί, και το κορμί της το ‘τρωγε σαράκι,τα στήθια της ανάβλυζαν χολή κι έσταζε η γλώσσα της φαρμάκι·το βλέμμα της αλλήθωρο, λοξό, τα δόντια της στο στόμα της σαπίλα,ποτέ της δε γελάει παρεχτός όταν οι άλλοι πάθουν κάποια νίλα.Ύπνος γλυκός δε ξέρει τι θα πει, και μοχθηρή ποτέ της δε κλείνει μάτι,δε θέλει κανενός την προκοπή, και από φθόνο πάντοτε γεμάτηλειώνει όταν ο άλλος πάει μπροστά, κάνει κακό και σκάει απ’ το κακό της,τυράννια για τους άλλους και μαζί τον ίδιο τυραννάει τον εαυτό της.Έπιασε σιχασιά την Αθηνά, κι έτσι τα λόγια που είπε ήταν λίγα:«Ρίξε φαρμάκι και μαγαρισιά σε μιαν από του Κέκροπα τις κόρες-την Άγλαυρο, για κείνη σου μιλώ· τέτοια η δουλειά που έχεις να τελειώσεις».Στήριξε το κοντάρι της στη γη κι έφυγε μ’ ένα σάλτο στους αιθέρες.Η Ζήλια, με το βλέμμα το λοξό, κοίταξε τη θεά καθώς χανόταν·μουρμούριζε, την πείραζε πολύ που της θεάς θα γίνονταν η χάρη,πήρε μετά στο χέρι το ραβδί που έζωναν τους κόμπους του αγκάθιακαι κίνησε, φιγούρα σκοτεινή, πνιγμένη σε κατάμαυρη αντάρα.Στο διάβα της ολούθε χαλασμός· τσαλαπατεί τα λούλουδα στους κάμπους,μαραίνει τα χορτάρια, τις κορφές των δέντρων τσουρουφλίζει σαν το λίβα,η ανάσα της μολεύει τους θνητούς, ολάκερους λαούς και πολιτείες.Έφτασε τελικά στην Αττική κι αντίκρισε το βράχο της Παλλάδας·πόλη της τέχνης, πόλη των σοφών, τόπο γιορτής κι ατάραχης ειρήνης,όλα καλά και τίποτε κακό- και ξέσπασε σε δάκρυα οδύνης.Του Κέκροπα ζητάει το σπιτικό, στης Άγλαυρος την κάμαρα γλιστρώνταςτο χέρι της, βαμμένο με χολή, απίθωσε στης κοπελιάς τον κόρφο,της γιόμισε με αγκάθια την καρδιά τα σωθικά να της σουβλίζει ο φθόνος,το χνότο της, σα μαύρο τοξικό, το πέρασε στην Άγλαυρο φυσώνταςκαι φύτεψε τη λοίμωξη βαθιά στο αίμα, στα πνευμόνια, στο μεδούλι.Κατόπι, μη τυχόν κι η κοπελιά λαθέψει πώς της ήρθε τέτοια τρέλα,την έκανε να βλέπει ολημερίς την Έρση, τυχερή και παντρεμένημε τον Ερμή, ωραίο και θεό, κι ό,τι καλό της έτυχε της Έρσηςτο ‘κανε να φαντάζει πιο καλό. Η Άγλαυρος, βαθιά ερεθισμένη,ένιωσε την κρυφή λαβωματιά- την έτρωγε σαράκι από μέσα,μέρα και νύχτα μες στον παιδεμό, έλειωνε λίγο- λίγο απ’ το κακό τηςσα χιόνι που δειλό του ήλιου φως στάλα με στάλα πάει να το χαλάσει.Η Έρση μες στου κόσμου τα καλά- ολημερίς την καίει τούτη η σκέψη,και η φωτιά κρυμμένη, σιγανή, σα φλόγα σε χορτάρια στοιβαγμέναπου καίει από κάτω μυστικά σηκώνοντας ολόγυρα ντουμάνι.Να πέσει να πεθάνει, κάλλιο παρά να δει την άλλη στη χαρά της,ή, σα να ήταν κρίμα η χαρά, να πάει να την προδώσει στο γονιό τους.Στο τέλος τ’ αποφάσισε: εκεί θα κάθονταν εμπόδιο στο κατώφλινα μη περάσει μέσα ο Ερμής. Κι όταν εκείνος, καλοπιάνοντάς την,με λόγια της εμίλησε γλυκά, «σταμάτα πιά», αποκρίθηκε η κόρη,«γιατί δεν το κουνάω από ‘δω αν δε σε διώξω πρώτα απ’ το κατώφλι!»«Ωραία», είπε τότε ο θεός, «όπως το λες, έτσι ακριβώς θα γίνει!»και με το θεϊκό του ραβδί άνοιξε το θυρόφυλλα. Εκείνηέκανε τότε ν’ ανασηκωθεί, ωστόσο, όπως κάθονταν, τα μέληπου ήταν λυγισμένα δεν ακούν· ήταν νωθρά, βαριά σα το μολύβι.Έκανε πάλι όρθια να σταθεί τανύζοντας απάνω το κορμί τηςμα ένιωσε τα γόνατα σκληρά, μια ψύχρα την επέρασε ως τα νύχιακι οι φλέβες από αίμα αδειανές της έκοψαν ολότελα το χρώμα.Σαν τον καρκίνο, αγιάτρευτο κακό, που απλώνει τα πλοκάμια του στο σώματυλίγοντας μαζί με τα σαπρά κι εκείνα που είναι αμόλευτα ακόμα,παρόμοια του θανάτου παγωνιά τη μάργωνε κι αυτήν αγάλι- αγάλιεσφράγιζε τους πόρους της ζωής κι έκλεινε της ανάσας το κανάλι.Δε βγήκε απ’ το στόμα της μιλιά, κι αν το ‘θελε, ο κόπος της χαμένος-ήταν κλειστός ο δρόμος της φωνής, και ο λαιμός ήταν μαρμαρωμένος.Σκληρή και η θωριά της, προτομή και άγαλμα δίχως ζωής ικμάδα-το μάρμαρο ωστόσο μελανό, της φθονερής ψυχής της μελανάδα. ]] 

(Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. ΙΙ, 708- 832)


Το όνομα “Έρση” το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι και σαν μια ονομασία της Αθηνάς. Προς τιμή της Πολιάδας Αθηνάς γιόρταζαν τα Αρρηφόρια (Ερρηφόρια→Ερσηφόρια) τον Αττικό μήνα Σκιροφοριών, όπου τιμούσαν την έλευση της γονιμοποιού δροσιάς, της Έρσης, που επιτρέπει στη γη να χαρίσει στους ανθρώπους τα αγαθά της. Η γιορτή αυτή στα χρόνια των Μυκηναίων ονομαζόταν Ερσηφόρια.

Στη γιορτή συμμετείχαν τέσσερα κορίτσια, ηλικίας από 7 έως 11 χρόνων, που κατάγονταν από επιφανείς αθηναϊκές οικογένειες, που τις έλεγαν Αρρηφόρους (= φέρουσες τα μυστικά). Αυτές κατοικούσαν στο “Αρρηφόριο οίκημα” στην Ακρόπολη και τρέφονταν δημοσία δαπάνη. Τα τελετουργικά αντικείμενα ήσαν μυστικά, σύμβολα γονιμότητας.


Πηγή