Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Ποια ήταν η Μεροπίδα στην αρχαιότητα

Η Μεροπίδα ήταν θυγατέρα του Εύμολπου από την Κω, που είχε πατέρα τον Μέροπα. Ο Εύμολπος είχε επίσης γιο τον Άγρωνα και μια ακόμη θυγατέρα, τη Βύσσα. Όλη η οικογένεια ήταν αντικοινωνική αποφεύγοντας την συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και ασεβής, και τιμούσαν μόνον τη γη, επειδή τους έδινε πλούσιες σοδειές και καλούς καρπούς, ενώ δεν τιμούσαν τους άλλους θεούς.

Σε καμιά γιορτή των θεών δεν συμμετείχαν. Μα πάνω απ’ όλους δεν χώνευαν τη θεά της σοφίας Αθηνά, την θεά του κυνηγιού και των αγρών Άρτεμη και τον θεό του εμπορίου και των ποιμνίων Ερμή.

Σαν τους καλούσαν να γιορτάσουν την Αθηνά, ο Άγρωνας τους απαντούσε πως καθόλου δεν συμπαθούσε τη θεά γιατί ήταν γαλανομάτα, ενώ οι αδερφές του είχαν μαύρα μάτια. Επίσης καθόλου δεν ανεχόταν την κουκουβάγια, το ιερό πτηνό της Αθηνάς, γιατί είχε μάτια λαμπερά, όπως και η θεά, ενώ των αδερφάδων του ήσαν σκοτεινά.

Όταν τους καλούσαν να θυσιάσουν στην Άρτεμη, ο Άγρωνας τους έλεγε πως μισούσε τη θεά γιατί τριγύριζε στα δάση τη νύχτα. Κι όταν τους καλούσαν σπονδές να προσφέρουν στον θεό των κοπαδιών και των βοσκών, που άφθονα αγαθά τους έδιναν, τον Ερμή, ο Άγρωνας απαντούσε πως δεν μπορούσε να τιμήσει έναν μπαγαμπόντη και κλέφτη θεό.

Οι τρεις θεοί χολώθηκαν από την προσβολή και πριν προχωρήσουν σε τιμωρία τους θέλησαν να τους συνετίσουν. Πήραν τη μορφή θνητών νεανίδων η Αθηνά και η Άρτεμη και βοσκού ο Ερμής και τους επισκέφτηκαν στο σπιτικό τους.

Εκεί ο Ερμής κάλεσε τους άντρες, τον Εύμηλο και τον Άγρωνα και τον ακολουθήσουν και να πάρουν όλοι μαζί μέρος στις θυσίες και μετά στο τραπέζι με τα σφάγια των θυσιών που θα έκαναν οι βοσκοί προς τιμή του προστάτη τους Ερμή.

Μετά ο θεός προέτρεψε τη Μεροπίδα και τη Βύσσα να ακολουθήσουν τις δύο συντρόφισσές του κοπέλες για να πάρουν μέρος μαζί με τις συνομήλικές τους στις τελετές προς τιμή των δύο παρθένων θεαινών που θα γίνονταν στο ιερό άλσος του νησιού της Κω. Σαν άκουσε την προτροπή του Ερμή, οργίστηκε η Μεροπίδα και αντέδρασε με προσβλητικά λόγια και βλαστήμιες κατά της θεάς Αθηνάς.

Αντέδρασε μπροστά στην προσβολή η Αθηνά οργισμένη από τις βλαστήμιες και μεταμόρφωσε την Μεροπίδα σε κουκουβάγια και την αδερφή της Βύσσα σε γλάρο (ή στο ομώνυμο πουλί, τη βύσσα). Όταν είδε την τύχη, που είχαν οι αδερφές του, ο Άγρωνας κινήθηκε επιθετικά και θέλησε να τρυπήσει με μια σούβλα τον Ερμή. Τότε ο θεός τον μεταμόρφωσε στο πτηνό χαραδιό.

Βλέποντας την τιμωρία με τις μεταμορφώσεις των παιδιών του σε πουλιά ο πατέρας τους Εύμηλος άρχισε να διαμαρτύρεται χωρίς σέβας και γι’ αυτό ο Ερμής τον μεταμόρφωσε κι εκείνον σε νυχτοκόρακα, που όταν τον ακούνε να κράζει μέσα στη νύχτα όλοι περιμένουν κάποιο κακό να τους συμβεί.

Έτσι τιμωρήθηκαν οι ασεβείς και βλάστημοι της οικογένειας του Εύμηλου. Αυτήν την τιμωρία μας περιγράφει ο Αντωνίνος Λιβελάλις στο ακόλουθο κείμενο:

[[ Εὐμήλου τοῦ Μέροπος ἐγένεντο παῖδας ὑπερήφανοι καὶ ὑβρισταί, Βύσσα καὶ Μεροπὶς καὶ Ἄγρων. καὶ ᾤκουν Κῶν τὴν Μεροπίδα νῆσον, ἡ δὲ γῆ πλεῖστον αὐτοῖς ἐξέφερε καρπόν, ὅτι μόνην θεῶν ἐτίμων καὶ ἐπιμελῶς αὐτὴν εἰργάζοντο. οὗτοι ἀνθρώπων οὐδενὶ συνῆλθον, οὔτε εἰς ἄστυ κατιόντες οὔτε πρὸς εἰλαπίνας καὶ θεῶν ἑορτάς, ἀλλ᾿ εἰ μὲν Ἀθηνᾷ τις ἱερὰ ποιῶν ἐκάλεσε τὰς κόρας, ἀπέλεγεν ὁ ἀδελφὸς τὴν κλῆσιν· οὐ γὰρ ἀγαπᾷν ἔφη γλαυκὴν θεόν, ὅτι ταῖς αὐταῖς κόραις ὀφθαλμὸς ἐνῆν μέλας, ἐχθαίρειν δὲ παράπαν γλαῦκα τὴν ὄρνιν· εἰ δὲ καλοῖεν παρὰ τὴν Ἄρτεμιν, νυκτίφοιτον ἔλεγε μισεῖν θεόν· εἰ δὲ πρὸς Ἑρμοῦ σπονδάς, κλέπτην ἔλεγεν οὐ τιμᾷν θεόν. καὶ οἱ μὲν πλειστάκις ἐκερτόμουν. Ἑρμῆς δὲ καὶ Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρτεμις χολούμενοι νυκτὸς ἐπέστησαν αὐτῶν τοῖς οἴκοις, Ἀθηνᾶ μὲν καὶ Ἄρτεμις ἐοικυῖαι κόραις, Ἑρμῆς δὲ ποιμένος ἔχων στολήν καὶ τὸν Εὔμηλον καὶ τὸν Ἄγρωνα προσαγορεύσας παρεκάλει παρατυχεῖν εἰς δαῖτα· διδόναι γὰρ ἱερὰ μετὰ τῶν ἄλλων ποιμένων Ἑρμῇ· Βύσσαν δὲ Μεροπίδα πρὸς τὰς ὁμήλικας ἔπειθεν ἐκπέμπειν εἰς τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος. καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς· Μεροπὶς δ᾿ ὡς ἤκουσεν, ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ δὲ αὐτὴν ἐποίησεν ὀρνίθιον γλαῦκα· Βύσσα δὲ τῷ αὐτῷ ὀνόματι λέγεται καί ἐστι Λευκοθέας ὄρνις· Ἄγρων δ᾿ ὡς ἐπύθετο, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν, Ἑρμῆς δ᾿ αὐτὸν ἐποίησε χαραδριόν· Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ τὸν υἱόν, ὁ δὲ κἀκεῖνον ἐποίησε νυκτικόρακα κακάγγελον.]] 

(Αντωνίνος Λιβελάλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή, “Μεροπίς”, 15, Ἱστορεῖ Βοῖος Ὀρνιθογονίας α΄)

Η οικογένεια του Εύμηλου ήταν αντικοινωνική αποφεύγοντας την συναναστροφή με τους συνανθρώπους της. Οι αντικοινωνικοί άνθρωποι, όμως , δεν έχουν ευγενή ένστικτα, είναι άξεστοι και περισσότερο τείνουν προς τα ζώα. Έτσι η αντικοινωνικότητα της οικογένειας τους μετέτρεψε- μεταμόρφωσε από την ανθρώπινη φύση στη ζωική.

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και κάθε τάση να αποφύγει την κοινωνικότητα αποτελεί οπισθοδρόμηση. Ας αφήσουμε τον φιλόσοφό μας Αριστοτέλη να μας καθοδηγήσει:

[[ Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή.

Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία;

Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικὸν ζῷον)· ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο· είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»· αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι -την ίδια στιγμή- και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.]]

(Αριστοτέλης, “Πολιτικά”, Α 2, 5-6)


Πηγή