Η Ιωλκός ήταν αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στη σημερινή Μαγνησία, στους πρόποδες του Πηλίου. Βρισκόταν κοντά στην παραλία του Παγασητικού κόλπου.
Αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Β 712) και από σειρά άλλων αρχαίων συγγραφέων (Ησίοδος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Ευριπίδης κ.ά.). Ως μυθικός ιδρυτής της Ιωλκού αναφέρεται ο Κρηθέας, γιος του θεού Αιόλου, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πελίας, που διέταξε τον ανιψιό του Ιάσονα να φέρει το «χρυσόμαλλον δέρας» από την Κολχίδα, γεγονός που έγινε η αιτία για την περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία.
Τον Πελία διαδέχθηκε ο γιος του Άκαστος, που σκοτώθηκε από τον βασιλιά της Φθίας Πηλέα, όταν ο τελευταίος κυρίευσε την Ιωλκό με τη βοήθεια του Ιάσονα, πράγμα που διέκοψε τη μέχρι τότε ακμή της πόλεως, της οποίας οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Μινύες κατά τον Στράβωνα.
Στους ιστορικούς χρόνους η Ιωλκός συνέχισε να κατοικείται μέχρι και τον 2ο αιώνα π.Χ., οπότε και χρονολογούνται επιγραφές με τη λέξη «Ιώλκιοι». Η ίδρυση της Δημητριάδας σε μικρή απόσταση σήμανε τον παραμερισμό της Ιωλκού. Από τη μυθική περίοδο τελούνταν σύμφωνα με την παράδοση αθλητικοί αγώνες στην Ιωλκό, γνωστοί ως «άθλα επί Πελία», δεν είναι όμως γνωστό μέχρι πότε συνεχίσθηκαν. Οι κάτοικοι της Ιωλκού λάτρευαν περισσότερο τη θεά Άρτεμη, με το ιδιαίτερο επίθετο Ιωλκία Άρτεμις.
Ο Ναός της Ιωλκίας Αρτέμιδος βρισκόταν πιθανότατα πάνω στον λόφο του Κάστρου του Βόλου. Ο λόφος αυτός βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ανατολικά του χειμάρρου Αναύρου, του σημερινού Ξεριά, και περιβάλλεται από τείχος της βυζαντινής εποχής. Το πιθανότερο είναι ότι πάνω σε αυτό τον λόφο ήταν κτισμένη και η αρχαία Ιωλκός. Κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί λείψανα διάφορων εποχών εκεί, με τα παλαιότερα να ανάγονται στη Νεολιθική Εποχή.
Επίσης, έχουν έλθει στο φως ίχνη μυκηναϊκού μεγάρου και θολωτοί τάφοι, όπως και τάφοι της κλασσικής εποχής. Από πλευράς αντικειμένων, έχουν ανακαλυφθεί πάρα πολλές αναθηματικές, επιτύμβιες, ψηφισματικές, απελευθερωτικές και τιμητικές επιγραφές. Λείψανα του ναού της Ιωλκίας Αρτέμιδος είναι κατά τον Αρβανιτόπουλο τα αρχιτεκτονικά μέλη που ανακαλύφθηκαν σε τοίχους κατοικίας κοντά στο Κάστρο.
Επίσης, υλικό του ναού αυτού είχε ίσως χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο ενός βυζαντινού ναού, στη θέση του οποίου είναι κτισμένος σήμερα νεότερος ναός των Αγίων Θεοδώρων. Οι σεισμοί του 1956 έφεραν στο φως στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου λείψανα κτηρίου ανακτόρων, το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε από φωτιά περί το 1200 π.Χ. (πρβλ. τη μυθολογική άλωση και καταστροφή της Ιωλκού από τον Πηλέα). Γενικώς οι σεισμοί αυτοί έδωσαν την ευκαιρία να μελετηθεί στρωματογραφικά ο λόφος του Κάστρου.
Παρόλο που το Διμήνι, με τη γνωστότερη μυκηναϊκή ακρόπολη, όπως πιστεύεται, απέχει αρκετά από την ακτή ώστε να θεωρηθεί η αρχαία Ιωλκός, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται, έχει δώσει περισσότερα στοιχεία για να υποστηριχθεί αρχαιολογικά ότι πρόκειται για την αρχαία Ιωλκό.
Σε ανασκαφικές εργασίες που διενεργούνται από τη δεκαετία του 1980 έχουν αποκαλυφθεί πολλά κτήρια και άλλα στοιχεία για την άποψη ότι στο Διμήνι και την ευρύτερη περιοχή του έχουν καταδείξει και υποστηρίζουν την άποψη του χώρου ως έδρα του Βασιλείου των Μυρμιδόνων. Η ακτή την εποχή εκείνη 3500 χρόνια πριν ήταν πολύ κοντύτερα στον οικισμό απ’ ότι είναι σήμερα. Η περιοχή καταχώθηκε με τις αποθέσεις των κύριων ρεμάτων της περιοχής κατά τις 3 χιλιετίες που πέρασαν μέχρι σήμερα.
Σημαντικά ευρήματα της περιοχής είναι τα παρακάτω:
1. Θολωτός τάφος «Λαμιόσπιτο» Διμηνίου. Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling. Για την ανάδειξή του έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης.
2. Θολωτός τάφος «Τούμπα» Διμηνίου. Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» ανασκάφηκε το 1892 από το Β. Στάη. Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου (δενδροφύτευση, διάδρομοι πρόσβασης, ενημερωτικές πινακίδες) εντάσσονται στις εργασίες ανάδειξης, που αφορούν ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου.
3. Μυκηναϊκό Ανάκτορο Διμηνίου. Η έρευνα του ανακτόρου άρχισε το 1997. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες για την αποκατάσταση των τοίχων των δύο μεγάρων καθώς και των συμπληρωματικών κατασκευών (αποθηκών και εργαστηρίων) και έχει γίνει στερέωση-συντήρηση των κονιαμάτων στους τοίχους και στα δάπεδα. Έχει γίνει έρευνα με μαγνητικές και ηλεκτρικές διασκοπήσεις γύρω από το ανάκτορο, διερευνητικές τομές για την έδραση μελλοντικού στεγάστρου του μνημείου, καθώς και επέκταση του υφιστάμενου στεγάστρου προστασίας μέχρι το πρόπυλο του ανακτόρου.
Κατά μήκος της πεδιάδας από το Διμήνι προς το λιμάνι του σημερινού Βόλου έχουν αποκαλυφθεί επίσης πολλά λείψανα κεντρικού δρόμου και εκατέρωθεν πολλά τμήματα οικιών της εποχής του Αχιλλέα και του Τρωικού Πολέμου, δηλαδή γύρω στον 13ο-12ο αιώνα π.Χ.
Πηγή
Αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Β 712) και από σειρά άλλων αρχαίων συγγραφέων (Ησίοδος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Ευριπίδης κ.ά.). Ως μυθικός ιδρυτής της Ιωλκού αναφέρεται ο Κρηθέας, γιος του θεού Αιόλου, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πελίας, που διέταξε τον ανιψιό του Ιάσονα να φέρει το «χρυσόμαλλον δέρας» από την Κολχίδα, γεγονός που έγινε η αιτία για την περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία.
Τον Πελία διαδέχθηκε ο γιος του Άκαστος, που σκοτώθηκε από τον βασιλιά της Φθίας Πηλέα, όταν ο τελευταίος κυρίευσε την Ιωλκό με τη βοήθεια του Ιάσονα, πράγμα που διέκοψε τη μέχρι τότε ακμή της πόλεως, της οποίας οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Μινύες κατά τον Στράβωνα.
Στους ιστορικούς χρόνους η Ιωλκός συνέχισε να κατοικείται μέχρι και τον 2ο αιώνα π.Χ., οπότε και χρονολογούνται επιγραφές με τη λέξη «Ιώλκιοι». Η ίδρυση της Δημητριάδας σε μικρή απόσταση σήμανε τον παραμερισμό της Ιωλκού. Από τη μυθική περίοδο τελούνταν σύμφωνα με την παράδοση αθλητικοί αγώνες στην Ιωλκό, γνωστοί ως «άθλα επί Πελία», δεν είναι όμως γνωστό μέχρι πότε συνεχίσθηκαν. Οι κάτοικοι της Ιωλκού λάτρευαν περισσότερο τη θεά Άρτεμη, με το ιδιαίτερο επίθετο Ιωλκία Άρτεμις.
Ο Ναός της Ιωλκίας Αρτέμιδος βρισκόταν πιθανότατα πάνω στον λόφο του Κάστρου του Βόλου. Ο λόφος αυτός βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ανατολικά του χειμάρρου Αναύρου, του σημερινού Ξεριά, και περιβάλλεται από τείχος της βυζαντινής εποχής. Το πιθανότερο είναι ότι πάνω σε αυτό τον λόφο ήταν κτισμένη και η αρχαία Ιωλκός. Κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί λείψανα διάφορων εποχών εκεί, με τα παλαιότερα να ανάγονται στη Νεολιθική Εποχή.
Επίσης, έχουν έλθει στο φως ίχνη μυκηναϊκού μεγάρου και θολωτοί τάφοι, όπως και τάφοι της κλασσικής εποχής. Από πλευράς αντικειμένων, έχουν ανακαλυφθεί πάρα πολλές αναθηματικές, επιτύμβιες, ψηφισματικές, απελευθερωτικές και τιμητικές επιγραφές. Λείψανα του ναού της Ιωλκίας Αρτέμιδος είναι κατά τον Αρβανιτόπουλο τα αρχιτεκτονικά μέλη που ανακαλύφθηκαν σε τοίχους κατοικίας κοντά στο Κάστρο.
Επίσης, υλικό του ναού αυτού είχε ίσως χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο ενός βυζαντινού ναού, στη θέση του οποίου είναι κτισμένος σήμερα νεότερος ναός των Αγίων Θεοδώρων. Οι σεισμοί του 1956 έφεραν στο φως στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου λείψανα κτηρίου ανακτόρων, το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε από φωτιά περί το 1200 π.Χ. (πρβλ. τη μυθολογική άλωση και καταστροφή της Ιωλκού από τον Πηλέα). Γενικώς οι σεισμοί αυτοί έδωσαν την ευκαιρία να μελετηθεί στρωματογραφικά ο λόφος του Κάστρου.
Παρόλο που το Διμήνι, με τη γνωστότερη μυκηναϊκή ακρόπολη, όπως πιστεύεται, απέχει αρκετά από την ακτή ώστε να θεωρηθεί η αρχαία Ιωλκός, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται, έχει δώσει περισσότερα στοιχεία για να υποστηριχθεί αρχαιολογικά ότι πρόκειται για την αρχαία Ιωλκό.
Σε ανασκαφικές εργασίες που διενεργούνται από τη δεκαετία του 1980 έχουν αποκαλυφθεί πολλά κτήρια και άλλα στοιχεία για την άποψη ότι στο Διμήνι και την ευρύτερη περιοχή του έχουν καταδείξει και υποστηρίζουν την άποψη του χώρου ως έδρα του Βασιλείου των Μυρμιδόνων. Η ακτή την εποχή εκείνη 3500 χρόνια πριν ήταν πολύ κοντύτερα στον οικισμό απ’ ότι είναι σήμερα. Η περιοχή καταχώθηκε με τις αποθέσεις των κύριων ρεμάτων της περιοχής κατά τις 3 χιλιετίες που πέρασαν μέχρι σήμερα.
Σημαντικά ευρήματα της περιοχής είναι τα παρακάτω:
1. Θολωτός τάφος «Λαμιόσπιτο» Διμηνίου. Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling. Για την ανάδειξή του έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης.
2. Θολωτός τάφος «Τούμπα» Διμηνίου. Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» ανασκάφηκε το 1892 από το Β. Στάη. Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου (δενδροφύτευση, διάδρομοι πρόσβασης, ενημερωτικές πινακίδες) εντάσσονται στις εργασίες ανάδειξης, που αφορούν ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου.
3. Μυκηναϊκό Ανάκτορο Διμηνίου. Η έρευνα του ανακτόρου άρχισε το 1997. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες για την αποκατάσταση των τοίχων των δύο μεγάρων καθώς και των συμπληρωματικών κατασκευών (αποθηκών και εργαστηρίων) και έχει γίνει στερέωση-συντήρηση των κονιαμάτων στους τοίχους και στα δάπεδα. Έχει γίνει έρευνα με μαγνητικές και ηλεκτρικές διασκοπήσεις γύρω από το ανάκτορο, διερευνητικές τομές για την έδραση μελλοντικού στεγάστρου του μνημείου, καθώς και επέκταση του υφιστάμενου στεγάστρου προστασίας μέχρι το πρόπυλο του ανακτόρου.
Κατά μήκος της πεδιάδας από το Διμήνι προς το λιμάνι του σημερινού Βόλου έχουν αποκαλυφθεί επίσης πολλά λείψανα κεντρικού δρόμου και εκατέρωθεν πολλά τμήματα οικιών της εποχής του Αχιλλέα και του Τρωικού Πολέμου, δηλαδή γύρω στον 13ο-12ο αιώνα π.Χ.
Πηγή