Η μελέτη της Σπάρτης και της κοινωνικής δομής της κρύβει αρκετές εκπλήξεις για τον ιστορικό. Εν πρώτοις πρέπει να διευκρινιστεί για ποια Σπάρτη μιλάμε, γιατί η Σπάρτη της αρχαϊκής εποχής σε πολλά σημεία διαφέρει τόσο από τη Σπάρτη των κλασσικών χρόνων, που θά ΄λεγε κανείς ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές πόλεις.
Πολύ πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, από τον 6ο ήδη αιώνα η Αθήνα εθεωρείτο το αντίθετο της Σπάρτης σε πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα η Σπάρτη από τον 6ο αιώνα και μετά, ως το τέλος της ιστορίας της δεν έχει προσφέρει τίποτα στην Τέχνη, στην Επιστήμη, στη Φιλοσοφία, στον Πολιτισμό γενικότερα.
Ουσιαστικά ποτέ της δεν έπαψε να είναι ένα άθροισμα από πέντε χωριά, που οι κάτοικοί τους διαβιούσαν συνεχώς σε καθεστώς στρατοπέδου, την πολιτείαν ομοίαν κατεστησάμεθα στρατοπέδω, λέει ο Ισοκράτης.
Η ευθυμία, τα αστεία και το χιούμορ ήταν επισήμως κατακριτέα και ελαφρώς ύποπτα. Όταν ο Αρχίλοχος ο Πάριος τόλμησε να απαγγείλει στο κοινό της Σπάρτης σατυρικό του ποίημα για το πώς έχασε σε μάχη με τους Θράκες την ασπίδα του αλλά δεν τον ένοιαξε πολύ, γιατί μια και γλύτωσε θάβρισκε άλλην, οι Εφοροι, που δεν έπαιζαν με τέτοια “ιερά” θέματα, διατάξαν αμέσως την απέλασή του.
Τη Σπάρτη διοικούσε μια σκυθρωπή και καχύποπτη ολιγαρχία, που είχε επιβάλει σε όλους την ισότητα, αλλά μιαν ισότητα στη φτώχεια, στη σκληραγωγία και στην αμάθεια. Σ’όλους ανεξαιρέτως τους Σπαρτιάτες απαγορευόταν να ταξιδεύουν έξω από την επικράτεια χωρίς ειδική άδεια, που σπανιότατα δινόταν. Ομοίως ούτε οι ξένοι μπορούσαν να μπουν και να μείνουν για πολύ στο σπαρτιατικό κράτος.
Η διοίκηση ήθελε να ξέρει κάθε κίνηση και κάθε ενέργεια των πάντων. Δεν υπήρχε δυνατότητα ατομικής ζωής και για όλες τις πράξεις του ο κάθε Σπαρτιάτης έπρεπε να παίρνει την έγκριση των κρατούντων. “Ουδείς ήν αφειμένος ως εβούλετο ζειν”, λέει ο Πλούταρχος. Όταν ο Αγησίλαος αντελήφθη κάποιους Σπαρτιάτες να κάνουν κάτι το τελείως αθώο, αλλά με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς εντολή, δεν τους είπε τίποτα αλλά τη νύχτα έστειλε κάποιους στρατιώτες και τους σκότωσαν.
Ταυτόχρονα τη διοίκηση χαρακτήριζε η απόλυτη αδιαφάνεια και μυστικότητα στις αποφάσεις και στις ενέργειες. Ο Θουκυδίδης περιγράφει εκτενώς “της πολιτείας το κρυπτόν” τονίζοντας ότι η Εκκλησία του Δήμου στη Σπάρτη είχε καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Σπανιότατα συνερχόταν, κανείς εκτός από τον εισηγητή δε ζητούσε το λόγο και οι αποφάσεις δεν παίρνονταν με ψηφοφορία παρά “δια βοής” και ήταν πάντα επικυρωτικές των προτάσεων των εφόρων. Μια και μόνη φορά μίλησε εκτός από τον εισηγητή και άλλος ένας και έγινε ψηφοφορία, αλλά και πάλι όλοι ψήφισαν ομόφωνα την εισήγηση.
Ζώντας ανάμεσα σε υποδουλωμένους πληθυσμούς, (τους περίοικους και τους είλωτες), που ήταν τουλάχιστον πενταπλάσιοι σε αριθμό, οι Σπαρτιάτες ασκούσαν συνεχή και απίστευτα σκληρή τρομοκρατία σε βάρος τους. Κάθε χρόνο οι έφοροι κήρυτταν την “Κρυπτεία” κατά των ειλώτων. Ήταν μια επιχείρηση που γινόταν κρυφά τη νύχτα με σκοπό την εξόντωση των πιο θαρραλέων και πιο ρωμαλέων (και γι΄ αυτό επικίνδυνων για το καθεστώς) ειλώτων.
Κατά το όγδοο έτος του πελοποννησιακού πολέμου συνέβη ένα απαίσιο γεγονός, που μας το μαρτυρεί ο Θουκυδίδης. Οι είλωτες όπως και οι περίοικοι είχαν στρατευθεί και είχαν πολεμήσει γενναία για τη Σπάρτη και οι έφοροι κάλεσαν όσους είλωτες διακρίθηκαν να τους ανταμείψουν. Παρουσιάστηκαν δυο χιλιάδες είλωτες.
Οι έφοροι τους στεφάνωσαν, τους άφησαν να παρελάσουν από το κέντρο της Σπάρτης και τους υποσχέθηκαν ότι θα τους ελευθέρωναν. Τη νύχτα όμως και οι δυο χιλιάδες εξαφανίστηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ με ποιόν τρόπο και σε ποιο μέρος θανατώθηκαν!
Αλλά και η θρυλούμενη ισότητα των σπαρτιατών ήταν ψέμα. Ορισμένοι, και πρώτοι οι ελέγχοντες την πολιτεία έφοροι, ήταν πιο ίσοι από τους ίσους για να θυμηθούμε τον Οργουελ. Και προνόμια μεγάλα είχαν και περιουσίες τεράστιες είχαν συγκεντρώσει, αλλά και τους δημόσιους πόρους και χρήματα σπαταλούσαν χωρίς έλεγχο.
Κι όταν κάποτε το κακό έφτασε στο απροχώρητο και βρέθηκαν κάποιοι σαν τον Αγη και τον Κλεομένη να ανασυγκροτήσουν το καθεστώς και να κάνουν αληθινή ισότητα, οι έφοροι και οι περί αυτούς πλουτίσαντες τους σκότωσαν. Κι αυτό σήμανε και το τέλος της Σπάρτης.
Το πρόβλημα είναι πως για τη Σπάρτη, την ιστορία της και την κοινωνική της δομή δεν έχει γράψει κανένας Σπαρτιάτης ούτε μία γραμμή. Όσα ξέρουμε τα έχουν γράψει ξένοι και μάλιστα Αθηναίοι ή φιλο-Αθηναίοι. Έτσι μας εντυπωσιάζουν κάποιες αντιφάσεις, όπως για παράδειγμα το ότι υπήρχε άγαλμα του Γέλωτος και είναι τουλάχιστον περίεργο να τιμάται το γέλιο σε μια σκυθρωπή πόλη, που οι άρχοντές της δε σήκωναν τα αστεία.
Πολύ σημαντικότερη όμως είναι η ανακολουθία που διαπιστώνουμε, εξετάζοντας τη θέση των γυναικών στη Σπάρτη. Θα περίμενε κανείς πως στη δημοκρατική Αθήνα οι γυναίκες θα ήταν πιο ελεύθερες παρ΄ ό,τι στην ολιγαρχική Σπάρτη. Εν τούτοις συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Στην Αθήνα η γυναίκα δεν είχε κανένα πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα. Από τη στιγμή που παντρευόταν, κι αυτό γινόταν σε πολύ μικρή ηλικία, 13-15 χρονών, αφιέρωνε τις κούκλες της στην Αθηνά ή σε άλλη θεά και έμπαινε στο σπίτι του αντρός της αν όχι σα δούλη πάντως σαν υπηρέτρια. Σπανιότατα έβγαινε από το σπίτι, (και πάντα με συνοδεία), και ποτέ της δεν έπαιρνε μέρος σε συμπόσια και γιορτές στο σπίτι της εφόσον ήταν καλεσμένοι και άντρες. Κατά κανόνα δεν μάθαινε γράμματα και φυσικά η πνευματική της ανάπτυξη ήταν πολύ περιορισμένη.
Οι πλούσιοι και οι εύποροι Αθηναίοι φαίνεται πως γρήγορα βαριόντουσαν τις νόμιμες συζύγους τους και βρίσκαν την ευχαρίστηση με δύο άλλες κατηγορίες γυναικών, τις παλλακές, “για την τέρψη του σώματος” και τις εταίρες “για την τέρψη του πνεύματος”.
Αντίθετα στη Σπάρτη οι γυναίκες είχαν πολύ μεγάλες ελευθερίες. Όχι μόνο διατηρούσαν τα δικαιώματα τους στην πατρική περιουσία αλλά μπορούσαν και παντρεμένες να αποκτήσουν δικιά τους, έτσι που τον καιρό του Άγη και του Κλεομένη τα περισσότερα χωράφια της Λακεδαίμονας ανήκαν σε Σπαρτιάτισσες.
Πολύ μεγάλες ήταν και οι σεξουαλικές ελευθερίες των γυναικών της Σπάρτης. Το λεγόμενο ότι “στη Σπάρτη δεν υπήρχαν μοιχοί” δεν έχει καμιά σχέση με την συζυγική πίστη, αλλά υποδήλωνε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπήρχε η έννοια της μοιχείας γιατί οι Σπαρτιάτισσες μπορούσαν ελεύθερα να έχουν ερωτικές σχέσεις με άλλους άντρες, παντρεμένους και μη.
Όταν μάλιστα, στο δεύτερο μεσσηνιακό πόλεμο, οι άντρες τους λείψανε πολλά χρόνια μακριά τους, οι Σπαρτιάτισσες δέχτηκαν τις ερωτικές περιποιήσεις των ειλώτων, χωρίς καμιά συνέπεια σε βάρος τους, μολονότι από όλην αυτή την ιστορία γεννήθηκαν πολλά παιδιά, οι λεγόμενοι Παρθενίαι, τους οποίους τελικά η πολιτεία, μη μπορώντας να τους εξομοιώσει με τους πατεράδες τους αλλά μη θέλοντας να τους κάνει ισότιμους με τους άλλους Σπαρτιάτες, τους ξεφορτώθηκε στέλνοντάς τους να ιδρύσουν στη Μεγάλη Ελλάδα την αποικία του Τάραντα..
Αυτή η ελευθερία εκφραζόταν και στη γυναικεία αμφίεση. Πολλούς αιώνες πριν εφευρεθεί η «μίνι» φούστα, οι Σπαρτιάτισσες φορούσαν τις φαινομηρίδες, που ήταν πολύ κοντοί χιτώνες που όχι μόνο άφηναν τους μηρούς των γυναικών σε κοινή θέα, αλλά ήταν και σχιστοί στο πλάι, περίπου ως τη μέση.
Εκτός αυτού σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσαν (οι νέες κοπέλες φυσικά) να κυκλοφορούν τελείως γυμνές. Αυτό το θέσπισε, κατά την παράδοση, ο Λυκούργος, αρχικά μόνο κατά τα στρατιωτικά γυμνάσια των νεαρών, θέλοντας έτσι να τους εξασκήσει ώστε να προσέχουν τα παραγγέλματα του «επιλοχία», όταν γύρω τους στις κερκίδες του σταδίου, στέκονταν εκατοντάδες ολόγυμνα κορίτσια.
Η ιδιάζουσα ελευθερία των γυναικών στη Σπάρτη, που σκανδάλιζε τους Αθηναίους δεν ήταν η μοναδική περίπτωση στην Αρχαία Ελλάδα. Μολονότι στις περισσότερες ελληνικές χώρες η γυναίκα ήταν πλήρως υποδουλωμένη στον άνδρα, σε ορισμένες άλλες απολάμβανε σημαντική ισοτιμία μ’ αυτόν.
Εκτός από τη Σπάρτη και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως στο Άργος, τη Γόρτυνα της Κρήτης (και σε όλη την Κρήτη γενικώς), αλλά και σε αιολικές, όπως στις πόλεις της Λέσβου, οι γυναίκες είχαν εξέχουσα θέση. Στο Άργος έχουμε το παράδειγμα της ποιήτριας Τελεσίλας που πήρε τα όπλα και πολέμησε μαζί με τους άντρες υπερασπιζόμενη την πατρίδα της. Οι Αργείοι της έστησαν άγαλμα, που την παρίστανε να φορά το κράνος ενώ στα πόδια της είχε πετάξει τα βιβλία της.
Στη Λέσβο επίσης οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ελεύθερες όχι μόνο από τις Ατθίδες αλλά κι από τις περισσότερες Ελληνίδες. Και μπορούσαν να μορφωθούν και τα δικαιώματά τους στην πατρική εξουσία διατηρούσαν και κοινωνικές δραστηριότητες είχαν. Φαίνεται πως στη δωρική και στην αιολική φυλή επιβιώσανε πολλοί θεσμοί και συνήθειες της παλαιότερης μητρογραμμικής κοινωνίας, που επικρατούσε κατά την προϊστορική εποχή στο Αιγαίο.
Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης
Πηγή
Πολύ πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, από τον 6ο ήδη αιώνα η Αθήνα εθεωρείτο το αντίθετο της Σπάρτης σε πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα η Σπάρτη από τον 6ο αιώνα και μετά, ως το τέλος της ιστορίας της δεν έχει προσφέρει τίποτα στην Τέχνη, στην Επιστήμη, στη Φιλοσοφία, στον Πολιτισμό γενικότερα.
Ουσιαστικά ποτέ της δεν έπαψε να είναι ένα άθροισμα από πέντε χωριά, που οι κάτοικοί τους διαβιούσαν συνεχώς σε καθεστώς στρατοπέδου, την πολιτείαν ομοίαν κατεστησάμεθα στρατοπέδω, λέει ο Ισοκράτης.
Η ευθυμία, τα αστεία και το χιούμορ ήταν επισήμως κατακριτέα και ελαφρώς ύποπτα. Όταν ο Αρχίλοχος ο Πάριος τόλμησε να απαγγείλει στο κοινό της Σπάρτης σατυρικό του ποίημα για το πώς έχασε σε μάχη με τους Θράκες την ασπίδα του αλλά δεν τον ένοιαξε πολύ, γιατί μια και γλύτωσε θάβρισκε άλλην, οι Εφοροι, που δεν έπαιζαν με τέτοια “ιερά” θέματα, διατάξαν αμέσως την απέλασή του.
Τη Σπάρτη διοικούσε μια σκυθρωπή και καχύποπτη ολιγαρχία, που είχε επιβάλει σε όλους την ισότητα, αλλά μιαν ισότητα στη φτώχεια, στη σκληραγωγία και στην αμάθεια. Σ’όλους ανεξαιρέτως τους Σπαρτιάτες απαγορευόταν να ταξιδεύουν έξω από την επικράτεια χωρίς ειδική άδεια, που σπανιότατα δινόταν. Ομοίως ούτε οι ξένοι μπορούσαν να μπουν και να μείνουν για πολύ στο σπαρτιατικό κράτος.
Η διοίκηση ήθελε να ξέρει κάθε κίνηση και κάθε ενέργεια των πάντων. Δεν υπήρχε δυνατότητα ατομικής ζωής και για όλες τις πράξεις του ο κάθε Σπαρτιάτης έπρεπε να παίρνει την έγκριση των κρατούντων. “Ουδείς ήν αφειμένος ως εβούλετο ζειν”, λέει ο Πλούταρχος. Όταν ο Αγησίλαος αντελήφθη κάποιους Σπαρτιάτες να κάνουν κάτι το τελείως αθώο, αλλά με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς εντολή, δεν τους είπε τίποτα αλλά τη νύχτα έστειλε κάποιους στρατιώτες και τους σκότωσαν.
Ταυτόχρονα τη διοίκηση χαρακτήριζε η απόλυτη αδιαφάνεια και μυστικότητα στις αποφάσεις και στις ενέργειες. Ο Θουκυδίδης περιγράφει εκτενώς “της πολιτείας το κρυπτόν” τονίζοντας ότι η Εκκλησία του Δήμου στη Σπάρτη είχε καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Σπανιότατα συνερχόταν, κανείς εκτός από τον εισηγητή δε ζητούσε το λόγο και οι αποφάσεις δεν παίρνονταν με ψηφοφορία παρά “δια βοής” και ήταν πάντα επικυρωτικές των προτάσεων των εφόρων. Μια και μόνη φορά μίλησε εκτός από τον εισηγητή και άλλος ένας και έγινε ψηφοφορία, αλλά και πάλι όλοι ψήφισαν ομόφωνα την εισήγηση.
Ζώντας ανάμεσα σε υποδουλωμένους πληθυσμούς, (τους περίοικους και τους είλωτες), που ήταν τουλάχιστον πενταπλάσιοι σε αριθμό, οι Σπαρτιάτες ασκούσαν συνεχή και απίστευτα σκληρή τρομοκρατία σε βάρος τους. Κάθε χρόνο οι έφοροι κήρυτταν την “Κρυπτεία” κατά των ειλώτων. Ήταν μια επιχείρηση που γινόταν κρυφά τη νύχτα με σκοπό την εξόντωση των πιο θαρραλέων και πιο ρωμαλέων (και γι΄ αυτό επικίνδυνων για το καθεστώς) ειλώτων.
Κατά το όγδοο έτος του πελοποννησιακού πολέμου συνέβη ένα απαίσιο γεγονός, που μας το μαρτυρεί ο Θουκυδίδης. Οι είλωτες όπως και οι περίοικοι είχαν στρατευθεί και είχαν πολεμήσει γενναία για τη Σπάρτη και οι έφοροι κάλεσαν όσους είλωτες διακρίθηκαν να τους ανταμείψουν. Παρουσιάστηκαν δυο χιλιάδες είλωτες.
Οι έφοροι τους στεφάνωσαν, τους άφησαν να παρελάσουν από το κέντρο της Σπάρτης και τους υποσχέθηκαν ότι θα τους ελευθέρωναν. Τη νύχτα όμως και οι δυο χιλιάδες εξαφανίστηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ με ποιόν τρόπο και σε ποιο μέρος θανατώθηκαν!
Αλλά και η θρυλούμενη ισότητα των σπαρτιατών ήταν ψέμα. Ορισμένοι, και πρώτοι οι ελέγχοντες την πολιτεία έφοροι, ήταν πιο ίσοι από τους ίσους για να θυμηθούμε τον Οργουελ. Και προνόμια μεγάλα είχαν και περιουσίες τεράστιες είχαν συγκεντρώσει, αλλά και τους δημόσιους πόρους και χρήματα σπαταλούσαν χωρίς έλεγχο.
Κι όταν κάποτε το κακό έφτασε στο απροχώρητο και βρέθηκαν κάποιοι σαν τον Αγη και τον Κλεομένη να ανασυγκροτήσουν το καθεστώς και να κάνουν αληθινή ισότητα, οι έφοροι και οι περί αυτούς πλουτίσαντες τους σκότωσαν. Κι αυτό σήμανε και το τέλος της Σπάρτης.
Το πρόβλημα είναι πως για τη Σπάρτη, την ιστορία της και την κοινωνική της δομή δεν έχει γράψει κανένας Σπαρτιάτης ούτε μία γραμμή. Όσα ξέρουμε τα έχουν γράψει ξένοι και μάλιστα Αθηναίοι ή φιλο-Αθηναίοι. Έτσι μας εντυπωσιάζουν κάποιες αντιφάσεις, όπως για παράδειγμα το ότι υπήρχε άγαλμα του Γέλωτος και είναι τουλάχιστον περίεργο να τιμάται το γέλιο σε μια σκυθρωπή πόλη, που οι άρχοντές της δε σήκωναν τα αστεία.
Πολύ σημαντικότερη όμως είναι η ανακολουθία που διαπιστώνουμε, εξετάζοντας τη θέση των γυναικών στη Σπάρτη. Θα περίμενε κανείς πως στη δημοκρατική Αθήνα οι γυναίκες θα ήταν πιο ελεύθερες παρ΄ ό,τι στην ολιγαρχική Σπάρτη. Εν τούτοις συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Στην Αθήνα η γυναίκα δεν είχε κανένα πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα. Από τη στιγμή που παντρευόταν, κι αυτό γινόταν σε πολύ μικρή ηλικία, 13-15 χρονών, αφιέρωνε τις κούκλες της στην Αθηνά ή σε άλλη θεά και έμπαινε στο σπίτι του αντρός της αν όχι σα δούλη πάντως σαν υπηρέτρια. Σπανιότατα έβγαινε από το σπίτι, (και πάντα με συνοδεία), και ποτέ της δεν έπαιρνε μέρος σε συμπόσια και γιορτές στο σπίτι της εφόσον ήταν καλεσμένοι και άντρες. Κατά κανόνα δεν μάθαινε γράμματα και φυσικά η πνευματική της ανάπτυξη ήταν πολύ περιορισμένη.
Οι πλούσιοι και οι εύποροι Αθηναίοι φαίνεται πως γρήγορα βαριόντουσαν τις νόμιμες συζύγους τους και βρίσκαν την ευχαρίστηση με δύο άλλες κατηγορίες γυναικών, τις παλλακές, “για την τέρψη του σώματος” και τις εταίρες “για την τέρψη του πνεύματος”.
Αντίθετα στη Σπάρτη οι γυναίκες είχαν πολύ μεγάλες ελευθερίες. Όχι μόνο διατηρούσαν τα δικαιώματα τους στην πατρική περιουσία αλλά μπορούσαν και παντρεμένες να αποκτήσουν δικιά τους, έτσι που τον καιρό του Άγη και του Κλεομένη τα περισσότερα χωράφια της Λακεδαίμονας ανήκαν σε Σπαρτιάτισσες.
Πολύ μεγάλες ήταν και οι σεξουαλικές ελευθερίες των γυναικών της Σπάρτης. Το λεγόμενο ότι “στη Σπάρτη δεν υπήρχαν μοιχοί” δεν έχει καμιά σχέση με την συζυγική πίστη, αλλά υποδήλωνε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπήρχε η έννοια της μοιχείας γιατί οι Σπαρτιάτισσες μπορούσαν ελεύθερα να έχουν ερωτικές σχέσεις με άλλους άντρες, παντρεμένους και μη.
Όταν μάλιστα, στο δεύτερο μεσσηνιακό πόλεμο, οι άντρες τους λείψανε πολλά χρόνια μακριά τους, οι Σπαρτιάτισσες δέχτηκαν τις ερωτικές περιποιήσεις των ειλώτων, χωρίς καμιά συνέπεια σε βάρος τους, μολονότι από όλην αυτή την ιστορία γεννήθηκαν πολλά παιδιά, οι λεγόμενοι Παρθενίαι, τους οποίους τελικά η πολιτεία, μη μπορώντας να τους εξομοιώσει με τους πατεράδες τους αλλά μη θέλοντας να τους κάνει ισότιμους με τους άλλους Σπαρτιάτες, τους ξεφορτώθηκε στέλνοντάς τους να ιδρύσουν στη Μεγάλη Ελλάδα την αποικία του Τάραντα..
Αυτή η ελευθερία εκφραζόταν και στη γυναικεία αμφίεση. Πολλούς αιώνες πριν εφευρεθεί η «μίνι» φούστα, οι Σπαρτιάτισσες φορούσαν τις φαινομηρίδες, που ήταν πολύ κοντοί χιτώνες που όχι μόνο άφηναν τους μηρούς των γυναικών σε κοινή θέα, αλλά ήταν και σχιστοί στο πλάι, περίπου ως τη μέση.
Εκτός αυτού σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσαν (οι νέες κοπέλες φυσικά) να κυκλοφορούν τελείως γυμνές. Αυτό το θέσπισε, κατά την παράδοση, ο Λυκούργος, αρχικά μόνο κατά τα στρατιωτικά γυμνάσια των νεαρών, θέλοντας έτσι να τους εξασκήσει ώστε να προσέχουν τα παραγγέλματα του «επιλοχία», όταν γύρω τους στις κερκίδες του σταδίου, στέκονταν εκατοντάδες ολόγυμνα κορίτσια.
Η ιδιάζουσα ελευθερία των γυναικών στη Σπάρτη, που σκανδάλιζε τους Αθηναίους δεν ήταν η μοναδική περίπτωση στην Αρχαία Ελλάδα. Μολονότι στις περισσότερες ελληνικές χώρες η γυναίκα ήταν πλήρως υποδουλωμένη στον άνδρα, σε ορισμένες άλλες απολάμβανε σημαντική ισοτιμία μ’ αυτόν.
Εκτός από τη Σπάρτη και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως στο Άργος, τη Γόρτυνα της Κρήτης (και σε όλη την Κρήτη γενικώς), αλλά και σε αιολικές, όπως στις πόλεις της Λέσβου, οι γυναίκες είχαν εξέχουσα θέση. Στο Άργος έχουμε το παράδειγμα της ποιήτριας Τελεσίλας που πήρε τα όπλα και πολέμησε μαζί με τους άντρες υπερασπιζόμενη την πατρίδα της. Οι Αργείοι της έστησαν άγαλμα, που την παρίστανε να φορά το κράνος ενώ στα πόδια της είχε πετάξει τα βιβλία της.
Στη Λέσβο επίσης οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ελεύθερες όχι μόνο από τις Ατθίδες αλλά κι από τις περισσότερες Ελληνίδες. Και μπορούσαν να μορφωθούν και τα δικαιώματά τους στην πατρική εξουσία διατηρούσαν και κοινωνικές δραστηριότητες είχαν. Φαίνεται πως στη δωρική και στην αιολική φυλή επιβιώσανε πολλοί θεσμοί και συνήθειες της παλαιότερης μητρογραμμικής κοινωνίας, που επικρατούσε κατά την προϊστορική εποχή στο Αιγαίο.
Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης
Πηγή