Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ παρουσιάζει τα σπουδαία ευρήματα, που αποκαλύφτηκαν στα Πευκάκια και ανάγονται στη μυκηναϊκή περίοδο
Βαρύνουσας σημασίας είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα, που έχουν έρθει στο φως στην περιοχή των Πευκακίων και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το λιμάνι της θρυλικής Ιωλκού και τις ισχυρές εμπορικές σχέσεις, που αναπτύχθηκαν με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, πριν από χιλιάδες χρόνια.
Ο οικισμός, που αποκαλύπτεται, δίνει σημαντικές πληροφορίες για το μεγαλύτερο μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, τον πλούτο της πάλαι ποτέ κραταιάς Ιωλκού και τη σπουδαία βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε, όπως μαρτυρούν, άλλωστε, τα σπουδαία ευρήματα της έρευνας.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ παρουσιάζει τον πλούτο των ευρημάτων που έχει αποκαλύψει το συνεχιζόμενο ερευνητικό πρόγραμμα συνεργασίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που προκάλεσαν τον θαυμασμό των παριστάμενων στην εκδήλωση, πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στο κτίριο Τσικρίκη.
Από το 2006 η ανασκαφή στα Πευκάκια διεξάγεται ως συστηματική από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, υπό τη διεύθυνση της δρ. Ανθής Μπάτζιου, με τη συνδρομή του Ινστιτούτου Αιγιακής Προϊστορίας (INSTAP) ενώ από το 2016 υλοποιείται το 3ο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγκεκριμένα την διδάσκουσα Ιωάννα Τουρναβίτου και την ομάδα της.
Η ανασκαφή έχει επεκταθεί σε μεγάλη κλίμακα και έχουν αποκαλυφθεί οικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν σύνθετη μορφή, με πολλαπλά μικρά δωμάτια γύρω από ένα μεγαλύτερο κεντρικό χώρο, καθώς επίσης και δρόμοι, στενοί διάδρομοι και ανοιχτοί υπαίθριοι χώροι. Η μελέτη της κεραμικής αλλά και πολλών άλλων κατασκευών, που αποτελούσαν τον εξοπλισμό των σπιτιών αναδεικνύουν τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων.
Παράλληλα, μέσα από την εξέταση των βιοαρχαιολογικών καταλοίπων, όπως είναι τα οστά των ζώων και τα κελύφη οστρακόδερμων, αντλούνται πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα ήταν σαφής η προτίμηση για το κρέας οικόσιτων ζώων, αιγοπροβάτων κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως χοίρων και βοοειδών.
Πέρα όμως από τις καθημερινές δραστηριότητες που αφορούν ένα νοικοκυριό της εποχής εκείνης, η μελέτη των ευρημάτων σε συνδυασμό με τις ειδικές αναλύσεις που πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους συνεργάτες του ερευνητικού προγράμματος, συνέβαλαν στη διάκριση χώρων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν ποικίλες βιοτεχνικές εργασίες.
Στο δυτικό άκρο της ανασκαφής εντοπίστηκε ένα σύνθετο κτιριακό σύνολο, με πέντε τουλάχιστον δωμάτια, όπου ανιχνεύτηκαν δραστηριότητες επεξεργασίας οστρακοειδών γνωστών ως πορφύρες για την παραγωγή χρώματος για βαφή υφασμάτων. «Η πορφύρα του τύπου Hexaplex Trunculus είναι ένα μαλάκιο το οποίο ευδοκιμεί στο Μεσογειακό χώρο και η εκμετάλλευση του για την παραγωγή χρωστικών ουσιών ήταν μία ιδιαίτερα διαδεδομένη δραστηριότητα, που μαρτυρείται σε πολλές θέσεις από την προϊστορική περίοδο έως και τον 20ό αιώνα, πριν την επικράτηση των τεχνητών χρωμάτων» αναφέρει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η Ανθή Μπάτζιου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας.
Στα Πευκάκια οι πορφύρες αλιεύονταν πιθανότατα με τα χέρια ή με κατάδυση στις κοντινές ρηχές, αμμώδεις ακτές, σε εκβολές ρεμάτων. Συνήθως επιλέγονταν τα μεγάλα οστρακοειδή, γεγονός που φανερώνει τη μέριμνα των αλιέων για την αναπλήρωση των φυσικών πληθυσμών για μελλοντική εκμετάλλευση.
Στη συνέχεια μεταφέρονταν στο εργαστήριο, για τη διαδικασία επεξεργασίας, η οποία περιελάμβανε την αποθήκευση για μικρό διάστημα, την θραύση από έμπειρους ανθρώπους, το βρασμό σε ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες και την παραγωγή της χρωστικής ουσίας.
«Το εργαστήριο των Πευκακίων ήταν σχεδιασμένο για μία τέτοια διαδικασία, καθώς διέθετε ένα μεγάλο χώρο, με πολλά ανοίγματα, τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στον έλεγχο της θέρμανσης, του αερισμού και του φωτός του χώρου, για καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα» αναφέρει ο αρχαιολόγος της ΕΦΑ Μαγνησίας Δημήτρης Αγνουσιώτης, στενός συνεργάτης του προγράμματος.
Στο συγκεκριμένο δωμάτιο βρέθηκε μία μεγάλη πήλινη εστία και μεγάλες λεκάνες για το βρασμό της πορφύρας, μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση λαδιού και νερού και άλλων υγρών ουσιών, πολλά μικρότερα σκεύη, καθημερινής χρήσης, τα οποία χρησιμοποιούνταν σε διάφορες εργασίες, καθώς και αρκετά χάλκινα και λίθινα εργαλεία. Παρόμοια ευρήματα εντοπίστηκαν και στους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους.
Σε άλλη θέση του οικισμού, συγκεκριμένα στη νότια περιοχή, σε μεγάλο υπαίθριο χώρο, αποκαλύφθηκαν διάφορες λίθινες κατασκευές, όπως ένας οχετός καλυμμένος με πλάκες, μία μεγάλη τράπεζα κι ένας πάγκος.
Ο εξοπλισμός αυτός σε συνδυασμό με ένα σημαντικό αριθμό ευρημάτων, όπως λίθινα εργαλεία κρούσης, μία λίθινη μήτρα και τμήματα από λίθινα χωνευτήρια, που χρησιμοποιούνταν για τη χύτευση μετάλλων και πολλά τμήματα από σκουριές χαλκού, δημιουργούν την εντύπωση ότι πιθανότατα στη θέση αυτή να λειτουργούσε ένα εργαστήριο μεταλλουργίας. «Είναι προφανές ότι η προνομιακή θέση του οικισμού ευνόησε τον έλεγχο της διακίνησης πρώτων υλών και συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία μιας παράδοσης στον τομέα της μεταλλουργίας, με τους κατοίκους να έχουν αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από τη διαρκή τους ενασχόληση με τέτοιου είδους εξειδικευμένες δραστηριότητες» επισημαίνει η κ. Μπάτζιου.
Τα Πευκάκια ελέγχουν την είσοδο στον μυχό του Παγασητικού και αποτελούν το λιμάνι και την πύλη του εμπορίου ανάμεσα στην Ιωλκό και στις υπόλοιπες μυκηναϊκές πόλεις. Μέσα από τη μελέτη του υλικού, αναγνωρίζονται οι εμπορικές επαφές του οικισμού με άλλες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου, αλλά και της Μέσης Ανατολής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη ποσότητα και η ποικιλία ψευδόστομων αμφορέων όλων των μεγεθών από μικρούς που περιείχαν αρωματικά έλαια ως τους μεγάλους μεταφορικούς αμφορείς λαδιού ή κρασιού, ορισμένοι από τους οποίους είχαν κατασκευαστεί στη Δυτική Κρήτη αλλά και στη Νότια Ελλάδα.
Εξαιρετικά ευρήματα αποτελούν και οι δύο χαναανίτικοι αμφορείς που βρέθηκαν κατά την περσινή ανασκαφική περίοδο, οι οποίοι εντάσσουν τα Πευκάκια σε ένα εμπορικό δίκτυο με την Ανατολή, πιθανότατα μέσω Κύπρου, απ’ όπου προέρχεται και ένας μεγάλος κρατήρας.
Τέλος, ιδιαίτερη θέση στις εμπορικές επαφές του οικισμού κατέχουν οι αιγινίτικες χύτρες, τα δημοφιλή μαγειρικά σκεύη από το νησί του Αργοσαρωνικού, τα οποία έφεραν πάντα τη σφραγίδα των εργαστηρίων προέλευσης και την εποχή εκείνη κατέκλυζαν τις αγορές του Αιγαίου.
«Τα Πευκάκια ήταν πολυδιάστατο οικονομικό κέντρο, με ποικίλες βιοτεχνικές και οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες, οι οποίες πιθανότατα ελέγχονταν από έναν τοπικό άρχοντα. Παράλληλα όμως, απέκτησε σταδιακά μία κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική υπόσταση, καθώς εκτός από τα προϊόντα διακινούνταν άνθρωποι, τεχνικές και ιδέες, ήθη και έθιμα» σημειώνει η προϊσταμένη της ΕΦΑ Μαγνησίας.
H συνέχιση του ερευνητικού προγράμματος, της ανασκαφής, της συντήρησης των αγγείων και των μικρών ευρημάτων και της μελέτης τόσο του κεραμικού υλικού, όσο και του υπόλοιπου υλικού από τους ειδικούς συνεργάτες της ερευνητικής ομάδας θα εμπλουτίσει τα δεδομένα για τον χαρακτήρα και τις δραστηριότητες του παράκτιου Μυκηναϊκού οικισμού των Πευκακίων και θα συμβάλλει σημαντικά στη συνολική του δημοσίευση.
Η μαγούλα στα Πευκάκια είναι ένας γνωστός προϊστορικός οικισμός στον μυχό του Παγασητικού, νότια της πόλης του Βόλου, που κατοικήθηκε από το τέλος της 4ης χιλιετίας έως και τη 2η χιλιετία π.Χ. Το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού, ο οποίος κατοικούνταν συνεχώς από το 14ο έως και το 12ο αιώνα π.Χ., αναπτύχθηκε νοτιοανατολικά της μαγούλας.
Τα Πευκάκια ήταν ο ένας από τους τρεις μεγάλους οικισμούς στην περιοχή του Βόλου, μαζί με το Διμήνι και το Κάστρο/Παλαιά, που αποτελούν το μεγαλύτερο Μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, την Ιωλκό.
Ανασκαφές στη μαγούλα πραγματοποιήθηκαν αρχικά από τον Α. Αρβανιτόπουλο το 1916, τον Δ. Θεοχάρη το 1957 και τους Δ. Θεοχάρη - Vl. Milojcic την περίοδο 1967 – ‘77. Οι σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του ‘80 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας επιβεβαίωσαν την επέκταση του οικισμού εκτός των ορίων της μαγούλας κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Πηγή
Βαρύνουσας σημασίας είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα, που έχουν έρθει στο φως στην περιοχή των Πευκακίων και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το λιμάνι της θρυλικής Ιωλκού και τις ισχυρές εμπορικές σχέσεις, που αναπτύχθηκαν με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, πριν από χιλιάδες χρόνια.
Ο οικισμός, που αποκαλύπτεται, δίνει σημαντικές πληροφορίες για το μεγαλύτερο μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, τον πλούτο της πάλαι ποτέ κραταιάς Ιωλκού και τη σπουδαία βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε, όπως μαρτυρούν, άλλωστε, τα σπουδαία ευρήματα της έρευνας.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ παρουσιάζει τον πλούτο των ευρημάτων που έχει αποκαλύψει το συνεχιζόμενο ερευνητικό πρόγραμμα συνεργασίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που προκάλεσαν τον θαυμασμό των παριστάμενων στην εκδήλωση, πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στο κτίριο Τσικρίκη.
Από το 2006 η ανασκαφή στα Πευκάκια διεξάγεται ως συστηματική από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, υπό τη διεύθυνση της δρ. Ανθής Μπάτζιου, με τη συνδρομή του Ινστιτούτου Αιγιακής Προϊστορίας (INSTAP) ενώ από το 2016 υλοποιείται το 3ο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγκεκριμένα την διδάσκουσα Ιωάννα Τουρναβίτου και την ομάδα της.
Η ανασκαφή έχει επεκταθεί σε μεγάλη κλίμακα και έχουν αποκαλυφθεί οικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν σύνθετη μορφή, με πολλαπλά μικρά δωμάτια γύρω από ένα μεγαλύτερο κεντρικό χώρο, καθώς επίσης και δρόμοι, στενοί διάδρομοι και ανοιχτοί υπαίθριοι χώροι. Η μελέτη της κεραμικής αλλά και πολλών άλλων κατασκευών, που αποτελούσαν τον εξοπλισμό των σπιτιών αναδεικνύουν τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων.
Παράλληλα, μέσα από την εξέταση των βιοαρχαιολογικών καταλοίπων, όπως είναι τα οστά των ζώων και τα κελύφη οστρακόδερμων, αντλούνται πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα ήταν σαφής η προτίμηση για το κρέας οικόσιτων ζώων, αιγοπροβάτων κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως χοίρων και βοοειδών.
Πέρα όμως από τις καθημερινές δραστηριότητες που αφορούν ένα νοικοκυριό της εποχής εκείνης, η μελέτη των ευρημάτων σε συνδυασμό με τις ειδικές αναλύσεις που πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους συνεργάτες του ερευνητικού προγράμματος, συνέβαλαν στη διάκριση χώρων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν ποικίλες βιοτεχνικές εργασίες.
Έντονη βιοτεχνική δραστηριότητα
Στο δυτικό άκρο της ανασκαφής εντοπίστηκε ένα σύνθετο κτιριακό σύνολο, με πέντε τουλάχιστον δωμάτια, όπου ανιχνεύτηκαν δραστηριότητες επεξεργασίας οστρακοειδών γνωστών ως πορφύρες για την παραγωγή χρώματος για βαφή υφασμάτων. «Η πορφύρα του τύπου Hexaplex Trunculus είναι ένα μαλάκιο το οποίο ευδοκιμεί στο Μεσογειακό χώρο και η εκμετάλλευση του για την παραγωγή χρωστικών ουσιών ήταν μία ιδιαίτερα διαδεδομένη δραστηριότητα, που μαρτυρείται σε πολλές θέσεις από την προϊστορική περίοδο έως και τον 20ό αιώνα, πριν την επικράτηση των τεχνητών χρωμάτων» αναφέρει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η Ανθή Μπάτζιου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας.
Στα Πευκάκια οι πορφύρες αλιεύονταν πιθανότατα με τα χέρια ή με κατάδυση στις κοντινές ρηχές, αμμώδεις ακτές, σε εκβολές ρεμάτων. Συνήθως επιλέγονταν τα μεγάλα οστρακοειδή, γεγονός που φανερώνει τη μέριμνα των αλιέων για την αναπλήρωση των φυσικών πληθυσμών για μελλοντική εκμετάλλευση.
Στη συνέχεια μεταφέρονταν στο εργαστήριο, για τη διαδικασία επεξεργασίας, η οποία περιελάμβανε την αποθήκευση για μικρό διάστημα, την θραύση από έμπειρους ανθρώπους, το βρασμό σε ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες και την παραγωγή της χρωστικής ουσίας.
«Το εργαστήριο των Πευκακίων ήταν σχεδιασμένο για μία τέτοια διαδικασία, καθώς διέθετε ένα μεγάλο χώρο, με πολλά ανοίγματα, τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στον έλεγχο της θέρμανσης, του αερισμού και του φωτός του χώρου, για καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα» αναφέρει ο αρχαιολόγος της ΕΦΑ Μαγνησίας Δημήτρης Αγνουσιώτης, στενός συνεργάτης του προγράμματος.
Στο συγκεκριμένο δωμάτιο βρέθηκε μία μεγάλη πήλινη εστία και μεγάλες λεκάνες για το βρασμό της πορφύρας, μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση λαδιού και νερού και άλλων υγρών ουσιών, πολλά μικρότερα σκεύη, καθημερινής χρήσης, τα οποία χρησιμοποιούνταν σε διάφορες εργασίες, καθώς και αρκετά χάλκινα και λίθινα εργαλεία. Παρόμοια ευρήματα εντοπίστηκαν και στους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους.
Βρέθηκε εργαστήριο μεταλλουργίας
Σε άλλη θέση του οικισμού, συγκεκριμένα στη νότια περιοχή, σε μεγάλο υπαίθριο χώρο, αποκαλύφθηκαν διάφορες λίθινες κατασκευές, όπως ένας οχετός καλυμμένος με πλάκες, μία μεγάλη τράπεζα κι ένας πάγκος.
Ο εξοπλισμός αυτός σε συνδυασμό με ένα σημαντικό αριθμό ευρημάτων, όπως λίθινα εργαλεία κρούσης, μία λίθινη μήτρα και τμήματα από λίθινα χωνευτήρια, που χρησιμοποιούνταν για τη χύτευση μετάλλων και πολλά τμήματα από σκουριές χαλκού, δημιουργούν την εντύπωση ότι πιθανότατα στη θέση αυτή να λειτουργούσε ένα εργαστήριο μεταλλουργίας. «Είναι προφανές ότι η προνομιακή θέση του οικισμού ευνόησε τον έλεγχο της διακίνησης πρώτων υλών και συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία μιας παράδοσης στον τομέα της μεταλλουργίας, με τους κατοίκους να έχουν αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από τη διαρκή τους ενασχόληση με τέτοιου είδους εξειδικευμένες δραστηριότητες» επισημαίνει η κ. Μπάτζιου.
Τα Πευκάκια ελέγχουν την είσοδο στον μυχό του Παγασητικού και αποτελούν το λιμάνι και την πύλη του εμπορίου ανάμεσα στην Ιωλκό και στις υπόλοιπες μυκηναϊκές πόλεις. Μέσα από τη μελέτη του υλικού, αναγνωρίζονται οι εμπορικές επαφές του οικισμού με άλλες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου, αλλά και της Μέσης Ανατολής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη ποσότητα και η ποικιλία ψευδόστομων αμφορέων όλων των μεγεθών από μικρούς που περιείχαν αρωματικά έλαια ως τους μεγάλους μεταφορικούς αμφορείς λαδιού ή κρασιού, ορισμένοι από τους οποίους είχαν κατασκευαστεί στη Δυτική Κρήτη αλλά και στη Νότια Ελλάδα.
Εξαιρετικά ευρήματα αποτελούν και οι δύο χαναανίτικοι αμφορείς που βρέθηκαν κατά την περσινή ανασκαφική περίοδο, οι οποίοι εντάσσουν τα Πευκάκια σε ένα εμπορικό δίκτυο με την Ανατολή, πιθανότατα μέσω Κύπρου, απ’ όπου προέρχεται και ένας μεγάλος κρατήρας.
Τέλος, ιδιαίτερη θέση στις εμπορικές επαφές του οικισμού κατέχουν οι αιγινίτικες χύτρες, τα δημοφιλή μαγειρικά σκεύη από το νησί του Αργοσαρωνικού, τα οποία έφεραν πάντα τη σφραγίδα των εργαστηρίων προέλευσης και την εποχή εκείνη κατέκλυζαν τις αγορές του Αιγαίου.
«Τα Πευκάκια ήταν πολυδιάστατο οικονομικό κέντρο, με ποικίλες βιοτεχνικές και οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες, οι οποίες πιθανότατα ελέγχονταν από έναν τοπικό άρχοντα. Παράλληλα όμως, απέκτησε σταδιακά μία κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική υπόσταση, καθώς εκτός από τα προϊόντα διακινούνταν άνθρωποι, τεχνικές και ιδέες, ήθη και έθιμα» σημειώνει η προϊσταμένη της ΕΦΑ Μαγνησίας.
H συνέχιση του ερευνητικού προγράμματος, της ανασκαφής, της συντήρησης των αγγείων και των μικρών ευρημάτων και της μελέτης τόσο του κεραμικού υλικού, όσο και του υπόλοιπου υλικού από τους ειδικούς συνεργάτες της ερευνητικής ομάδας θα εμπλουτίσει τα δεδομένα για τον χαρακτήρα και τις δραστηριότητες του παράκτιου Μυκηναϊκού οικισμού των Πευκακίων και θα συμβάλλει σημαντικά στη συνολική του δημοσίευση.
Συνεργασία Εφορείας Αρχαιοτήτων και Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Η μαγούλα στα Πευκάκια είναι ένας γνωστός προϊστορικός οικισμός στον μυχό του Παγασητικού, νότια της πόλης του Βόλου, που κατοικήθηκε από το τέλος της 4ης χιλιετίας έως και τη 2η χιλιετία π.Χ. Το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού, ο οποίος κατοικούνταν συνεχώς από το 14ο έως και το 12ο αιώνα π.Χ., αναπτύχθηκε νοτιοανατολικά της μαγούλας.
Τα Πευκάκια ήταν ο ένας από τους τρεις μεγάλους οικισμούς στην περιοχή του Βόλου, μαζί με το Διμήνι και το Κάστρο/Παλαιά, που αποτελούν το μεγαλύτερο Μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, την Ιωλκό.
Ανασκαφές στη μαγούλα πραγματοποιήθηκαν αρχικά από τον Α. Αρβανιτόπουλο το 1916, τον Δ. Θεοχάρη το 1957 και τους Δ. Θεοχάρη - Vl. Milojcic την περίοδο 1967 – ‘77. Οι σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του ‘80 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας επιβεβαίωσαν την επέκταση του οικισμού εκτός των ορίων της μαγούλας κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Πηγή