Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Διόνυσος θέλησε να πάει στη Νάξο
από την Ικαρία για να μυήσει τους κατοίκους της στη λατρεία του. Μίσθωσε Τυρρηνούς πειρατές
για να τον μεταφέρουν στο νησί.
Εκείνοι δέχτηκαν με απώτερο και κρυφό
σκοπό να τον πουλήσουν σαν σκλάβο στην Ασία.
Όταν το κατάλαβε ο Διόνυσος μετέβαλε τα κουμπιά τους σε
φίδια, γέμισε το πλοίο με κισσό, το ακινητοποίησε μέσα σε γιρλάντες και έκανε
να αντιστοιχίσουν αόρατοι αυλοί.
Οι πειρατές τρελάθηκαν και έπεσαν στη θάλασσα όπου
μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια.
Ο Οβίδιος τοποθετεί το επεισόδιο στη Χίο, ενώ στον Ομηρικό
ύμνος στον Διόνυσο, ο τόπος μένει άδηλος.
Το επεισόδιο εδώ περιγράφεται και διαφορετικά με τρόπο που
θυμίζει τον Διόνυσο στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Ο Διόνυσος βρίσκεται σε μία ακρογιαλιά, όμορφος έφηβος με
μαύρα μάτια και ωραία μαλλιά, γυμνασμένο σώμα. Τυρρηνοί πειρατές θεώρησαν ότι
ήταν γιος βασιλιά και προσπάθησαν να τον
αιχμαλωτίσουν. Μα τα δεσμά έπεφταν και ο Διόνυσος χωρίς καμία προσπάθεια, ήρεμος
και χαμογελαστός παρέμενε ελεύθερος.
Ο μόνος που υποψιάστηκε την θεία ταυτότητά του ήταν ο
τιμονιέρης που παρακινούσε τους άλλους να φύγουν, όμως ο καπετάνιος περιφρονούσε
με τα λόγια του και τότε άρχισαν να συμβαίνουν
θαύματα.
Κρασί έτρεχε στο πλοίο και διάχυτη ήταν η οσμή αμβροσίας, στην
κορυφή του καταρτιού φύτρωσε κληματαριά γεμάτη με βαριά τσαμπιά σταφύλια και
κισσός περιτύλιξε το καράβι.
Οι πειρατές
φοβούμενοι ζητούσαν από τον τιμονιέρη να πιάσει
στεριά για να αφήσουν το Θεό και τότε αυτός μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι και
όρμησε στους Πειρατές. Αυτοί πηδούσαν στη θάλασσα για να γλυτώσουν και τότε ο θεός
του μεταμόρφωσε σε δελφίνια. Ο μόνος που
σώθηκε ήταν ο τιμονιέρης.
Μετανιωμένοι για το ατόπημα οι πειρατές (δελφίνια) ακολουθούν τους ναυτικούς στα ταξίδια τους.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από την πηγή