Ο Αισχύλος ήταν Τραγικός ποιητής. Γεννήθηκε το 525 π.Χ. ή το 524 π.Χ. στην Ελευσίνα. Ήταν γόνος του ευγενούς γαιοκτήμονα Ευφορίωνα, του γένους των Κοδριδών, ενώ παρουσιάστηκε νωρίς στους δραματικούς αγώνες, κατά την 70η Ολυμπιάδα (499/496 π.Χ.), όταν διαγωνίσθηκε εναντίον των δραματικών ποιητών Πρατίνα και του Χοιρίλου. Ήταν Αθηναίος πολίτης που μετείχε στις μάχες κατά των Περσών, ενώ είχε και δυο αδέλφια, που επίσης πολέμησαν στη μάχη του Μαραθώνα, τον Αμυνία και τον Κυναίγειρο.
Ο τελευταίος μάλιστα πέθανε στον Μαραθώνα στη προσπάθεια του να κρατήσει με τα χέρια του, καθώς ήταν χειροδύναμος και πιθανότατα παλαιστής, ένα πλοίο των Περσών πριν βγει στα ανοιχτά. Αυτή η συμμετοχή του απηχεί στον θεατρικό και ποιητικό στίβο αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή της πόλεως, την ερμηνεύει ιδεολογικά, πολιτικά και φιλοσοφικά και ερμηνεύεται από αυτήν. Στο έργο του συμπυκνώνεται η έννοια του δικαίου, καθώς και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου πολίτη. Σύμφωνα με τον G. Thomson ο Αισχύλος ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και τα δράματά του είναι γεμάτα πυθαγόρειες ιδέες.
Ο ίδιος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα, στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Όλα τα προηγούμενα πρέπει να εξετάζονται μαζί με την πιθανή συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια, στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Τα έργα του Αισχύλου βρίθουν από αναφορές σε ιπτάμενα σκάφη. Αν και γραμμένα περίπου 2500 χρόνια πριν την πρώτη επίσημη πτήση αεροσκάφους, είτε αυτή ήταν του Λεονάρντο ντα Βίντσι, είτε των αδελφών Ράιτ, μας εγείρει την φαντασία όσον αφορά την τεχνολογία των αρχαίων προγόνων μας και τις γνώσεις που κατείχαν τα ιερατεία κρυμμένες από τα μάτια των αμύητων.
Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε ιστορική αφήγηση, όπως π.χ. της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, έλαβαν μέρος αεροσκάφη σε κοινή θέα τόσο των Ελλήνων όσο και των βαρβάρων, όμως, ο ποιητής μέσα στην αφήγηση
ενσωματώνει έμμεση αναφορά σε αυτά, δίνοντας μια εναλλακτική διάσταση στον αναγνώστη και προσαρμόζοντας το αθάνατο έργο του σε όλες τις μετέπειτα κοινωνίες, έτσι ώστε αυτός να διακρίνει στο έργο στοιχεία από το επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού του καιρού του. Έτσι, διαβάζοντας τους Πέρσες (στίχος 555) βλέπουμε μια αναφορά σε πλοία ομόπτερα γαλανά, που οδήγησαν τους πεζούς και τους ναύτες στον θάνατο. Και αν προκαλεί απορία το ότι τα πλοία έχουν φτερά, εξίσου εύλογη απορία πρέπει να δημιουργεί και το γεγονός ότι σκοτώνουν και πεζούς.
Ένα αεροπλάνο που πετάει, βέβαια, επάνω από την σύγκρουση δύο καραβιών, μπορεί να βάλλει εναντίον τους το ίδιο εύκολα, όσο και αν πετούσε επάνω από την σύγκρουση δύο πεζοπόρων τμημάτων και υποστήριζε τις φίλιες θέσεις. Στις Ευμένιδες (στίχοι 250-251) διαβάζουμε για τον χορό των Ευμενίδων που πετά χωρίς φτερά επάνω από τον πόντο, σαν σε πλοίο. Επίσης, το αρχαίο κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη Πόντος, για τον οποίο κατά καιρούς έχει λεχθεί από μεγάλους συγγραφείς και ερευνητές του 20ου αιώνα, ότι δεν ενέχει την έννοια της λέξης θάλασσα, αλλά καλύπτει πιθανότατα τον χώρο μεταξύ των πλανητών, δηλαδή το στρώμα της ατμόσφαιρας, της στρατόσφαιρας και του διαστρικού κενού.
Από το ίδιο πλοίο που πετά, κατεβαίνει ο Ορέστης στο έργο Χοηφόροι (στίχος 3), ο οποίος προσεύχεται στον χθόνιο Ερμή και κατέρχεται στην γη και όχι υπό της γης, όπως ίσως θα ερμήνευαν ειρωνικά οι σχολιαστές. Και ίσως να είναι το ίδιο ιπτάμενο πλοίο που σαν πολεμικό πουλί πήγε τον πατέρα του Αγαμέμνωνα με τον Μενέλαο στην Τροία, η οποία αναφέρεται στον Αγαμέμνωνα (στίχος 110) σαν Αία. Η έννοια της Αίας σαν ονομασία του πλανήτη Γή, θα αναζητηθεί σε άλλο σημείο της μελέτης μας. Τα ίδια αυτά σκάφη στον Αγαμέμνωνα (στίχοι 126-130) αναφέρονται σαν ιπτάμενοι σκύλοι.
Αν λάβουμε υπόψιν την ιδιαίτερη σχέση των αρχαίων μας προγόνων με τον Κύνα ή αστερισμό του Κυνός, η φαντασία μας μπορεί να αρχίσει να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με διαστημόπλοια από τον Σείριο, σε υλική μορφή. Ο ιπτάμενος μας σκύλος του Διός θα φανεί και πάλι στον Προμηθέα Δεσμώτη (στίχοι 1035-1036) όπου τρώει το συκώτι του Προμηθέα, θέμα το οποίο θα συναντήσουμε και σε άλλη πιο «ειδική» ενότητα της παρούσας μελέτης γύρω από τον Αισχύλο. Στις Ικέτιδες (στίχος 202) έχουμε μία αναφορά στο όρνεο του Ζηνός, πιθανώς όχι σαν τον βασιλιά αετό, αλλά με πιο μεταλλική μορφή. Συνεχίζοντας στους στίχους 213-215 έχουμε τις περιστέρες (πλειάδες) Δαναΐδες να κυνηγιούνται από τα μέχρι πρότινος συγγενικά γεράκια. Συσχετίζοντας έτσι το γεράκι με τον Απόλλωνα (Σείριο) και τις περιστέρες με τις γνωστές Πλειάδες. Αξίζει ναι παραθέσουμε και τους στίχους 499, 500 της ίδιας τραγωδίας, όπου συναντούμε τα αρπακτικά γεράκια εναντίον των δρακόντων.
Στον στίχο 546 από την ίδια τραγωδία, όπου ο Αισχύλος μας μιλά για τα βέλη του φτερωτού βοσκού, που κέντρισε την Ιώ, στο μεγάλο ταξίδι της ανά τις Ηπείρους. (Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση μεταξύ αυτής και του Δία. Τότε ο Δίας, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα.) Δεν χρειάζεται να πούμε, βέβαια, πως το αναφερόμενο ταξίδι ανάμεσα σε Ασία, Ευρώπη και Αφρική δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει από μια ....αγελάδα όπως την εννοούν οι '(παν)άξιοι' σχολιαστές των αρχαίων μας κειμένων, αλλά πράγματι η φαντασία μας θα μπορούσε να πλάσει ιπτάμενα σκάφη ...σαν πιο λογική εξήγηση. Τέλος, στις Ικέτιδες ο Αισχύλος, κάνει λόγο για ''γοργοφτερα'' (σκαφη?) (στίχος 725);
Ο χορός των Ωκεανίδων είναι πιο αποκαλυπτικός στον Προμηθέα Δεσμώτη (στίχοι 128-139), όταν λέει στον Προμηθέα ότι έφτασε σε αυτόν με φτερωτό όχημα. Μην ξεχνάμε ότι ο Προμηθέας οδηγήθηκε, άγνωστο πώς, στην κορυφή του Καυκάσου από τον Ήφαιστο, το Κράτος και την Βία, για να σταυρωθεί στον βράχο.
Οι Ωκεανίδες, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους (στίχοι 291-293), αφήνουν τον γοργό όχημα και τον αγνό αιθέρα και πατούν το πόδι τους επάνω στην γη. Βέβαια, αφού όπως λέει και ο πατέρας τους Ωκεανός (στίχοι 296-300) διένυσαν μεγάλες αποστάσεις κυβερνώντας το γοργόφτερο άρμα τους, όχι με χαλινάρια, αλλά μόνο με την σκέψη, σαν να είχαν βάλει τον αυτόματο πιλότο σε ένα σύγχρονο μεταγωγικό αεροσκάφος. Πιθανώς, όμως, το εν λόγω άρμα να είναι πιο προηγμένης τεχνολογίας από τα σημερινά αεροπλάνα, μιας και θέλει να διανύσει τον απέραντο αιθέρα (διαστρικό κενό) με τα τέσσερα ποδάρια του να πατήσουν και πάλι την φωλιά του (βάση) για να ξεκουραστεί (στίχοι 407-409). Ακόμα, έχουμε την μάχη των γερακιών με τις περιστέρες στους στίχους 868-869.
Τέλος, για να κλείσουμε το παρόν, ας δούμε την δημοφιλή ιπτάμενη αιγίδα (ασπίδα) της Αθηνάς στις Ευμένιδες (στίχος 404), αιγίδα γνωστή για τις «πτήσεις» της και από όλους τους αρχαίους Έλληνες Κλασσικούς. Τι γνώρισε ο Αισχύλος στα μυστήρια τα οποία μυήθηκε? Μήπως προσπάθησε να μας δώσει σε μορφή μύθου κάποιο παγκόσμιο συμβάν που συνέβη στο απώτατο παρελθόν, ακόμα και έξω από τη γη?
Πηγή
Ο τελευταίος μάλιστα πέθανε στον Μαραθώνα στη προσπάθεια του να κρατήσει με τα χέρια του, καθώς ήταν χειροδύναμος και πιθανότατα παλαιστής, ένα πλοίο των Περσών πριν βγει στα ανοιχτά. Αυτή η συμμετοχή του απηχεί στον θεατρικό και ποιητικό στίβο αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή της πόλεως, την ερμηνεύει ιδεολογικά, πολιτικά και φιλοσοφικά και ερμηνεύεται από αυτήν. Στο έργο του συμπυκνώνεται η έννοια του δικαίου, καθώς και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου πολίτη. Σύμφωνα με τον G. Thomson ο Αισχύλος ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και τα δράματά του είναι γεμάτα πυθαγόρειες ιδέες.
Ο ίδιος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα, στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Όλα τα προηγούμενα πρέπει να εξετάζονται μαζί με την πιθανή συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια, στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Τα έργα του Αισχύλου βρίθουν από αναφορές σε ιπτάμενα σκάφη. Αν και γραμμένα περίπου 2500 χρόνια πριν την πρώτη επίσημη πτήση αεροσκάφους, είτε αυτή ήταν του Λεονάρντο ντα Βίντσι, είτε των αδελφών Ράιτ, μας εγείρει την φαντασία όσον αφορά την τεχνολογία των αρχαίων προγόνων μας και τις γνώσεις που κατείχαν τα ιερατεία κρυμμένες από τα μάτια των αμύητων.
Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε ιστορική αφήγηση, όπως π.χ. της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, έλαβαν μέρος αεροσκάφη σε κοινή θέα τόσο των Ελλήνων όσο και των βαρβάρων, όμως, ο ποιητής μέσα στην αφήγηση
ενσωματώνει έμμεση αναφορά σε αυτά, δίνοντας μια εναλλακτική διάσταση στον αναγνώστη και προσαρμόζοντας το αθάνατο έργο του σε όλες τις μετέπειτα κοινωνίες, έτσι ώστε αυτός να διακρίνει στο έργο στοιχεία από το επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού του καιρού του. Έτσι, διαβάζοντας τους Πέρσες (στίχος 555) βλέπουμε μια αναφορά σε πλοία ομόπτερα γαλανά, που οδήγησαν τους πεζούς και τους ναύτες στον θάνατο. Και αν προκαλεί απορία το ότι τα πλοία έχουν φτερά, εξίσου εύλογη απορία πρέπει να δημιουργεί και το γεγονός ότι σκοτώνουν και πεζούς.
Ένα αεροπλάνο που πετάει, βέβαια, επάνω από την σύγκρουση δύο καραβιών, μπορεί να βάλλει εναντίον τους το ίδιο εύκολα, όσο και αν πετούσε επάνω από την σύγκρουση δύο πεζοπόρων τμημάτων και υποστήριζε τις φίλιες θέσεις. Στις Ευμένιδες (στίχοι 250-251) διαβάζουμε για τον χορό των Ευμενίδων που πετά χωρίς φτερά επάνω από τον πόντο, σαν σε πλοίο. Επίσης, το αρχαίο κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη Πόντος, για τον οποίο κατά καιρούς έχει λεχθεί από μεγάλους συγγραφείς και ερευνητές του 20ου αιώνα, ότι δεν ενέχει την έννοια της λέξης θάλασσα, αλλά καλύπτει πιθανότατα τον χώρο μεταξύ των πλανητών, δηλαδή το στρώμα της ατμόσφαιρας, της στρατόσφαιρας και του διαστρικού κενού.
Από το ίδιο πλοίο που πετά, κατεβαίνει ο Ορέστης στο έργο Χοηφόροι (στίχος 3), ο οποίος προσεύχεται στον χθόνιο Ερμή και κατέρχεται στην γη και όχι υπό της γης, όπως ίσως θα ερμήνευαν ειρωνικά οι σχολιαστές. Και ίσως να είναι το ίδιο ιπτάμενο πλοίο που σαν πολεμικό πουλί πήγε τον πατέρα του Αγαμέμνωνα με τον Μενέλαο στην Τροία, η οποία αναφέρεται στον Αγαμέμνωνα (στίχος 110) σαν Αία. Η έννοια της Αίας σαν ονομασία του πλανήτη Γή, θα αναζητηθεί σε άλλο σημείο της μελέτης μας. Τα ίδια αυτά σκάφη στον Αγαμέμνωνα (στίχοι 126-130) αναφέρονται σαν ιπτάμενοι σκύλοι.
Αν λάβουμε υπόψιν την ιδιαίτερη σχέση των αρχαίων μας προγόνων με τον Κύνα ή αστερισμό του Κυνός, η φαντασία μας μπορεί να αρχίσει να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με διαστημόπλοια από τον Σείριο, σε υλική μορφή. Ο ιπτάμενος μας σκύλος του Διός θα φανεί και πάλι στον Προμηθέα Δεσμώτη (στίχοι 1035-1036) όπου τρώει το συκώτι του Προμηθέα, θέμα το οποίο θα συναντήσουμε και σε άλλη πιο «ειδική» ενότητα της παρούσας μελέτης γύρω από τον Αισχύλο. Στις Ικέτιδες (στίχος 202) έχουμε μία αναφορά στο όρνεο του Ζηνός, πιθανώς όχι σαν τον βασιλιά αετό, αλλά με πιο μεταλλική μορφή. Συνεχίζοντας στους στίχους 213-215 έχουμε τις περιστέρες (πλειάδες) Δαναΐδες να κυνηγιούνται από τα μέχρι πρότινος συγγενικά γεράκια. Συσχετίζοντας έτσι το γεράκι με τον Απόλλωνα (Σείριο) και τις περιστέρες με τις γνωστές Πλειάδες. Αξίζει ναι παραθέσουμε και τους στίχους 499, 500 της ίδιας τραγωδίας, όπου συναντούμε τα αρπακτικά γεράκια εναντίον των δρακόντων.
Στον στίχο 546 από την ίδια τραγωδία, όπου ο Αισχύλος μας μιλά για τα βέλη του φτερωτού βοσκού, που κέντρισε την Ιώ, στο μεγάλο ταξίδι της ανά τις Ηπείρους. (Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση μεταξύ αυτής και του Δία. Τότε ο Δίας, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα.) Δεν χρειάζεται να πούμε, βέβαια, πως το αναφερόμενο ταξίδι ανάμεσα σε Ασία, Ευρώπη και Αφρική δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει από μια ....αγελάδα όπως την εννοούν οι '(παν)άξιοι' σχολιαστές των αρχαίων μας κειμένων, αλλά πράγματι η φαντασία μας θα μπορούσε να πλάσει ιπτάμενα σκάφη ...σαν πιο λογική εξήγηση. Τέλος, στις Ικέτιδες ο Αισχύλος, κάνει λόγο για ''γοργοφτερα'' (σκαφη?) (στίχος 725);
Ο χορός των Ωκεανίδων είναι πιο αποκαλυπτικός στον Προμηθέα Δεσμώτη (στίχοι 128-139), όταν λέει στον Προμηθέα ότι έφτασε σε αυτόν με φτερωτό όχημα. Μην ξεχνάμε ότι ο Προμηθέας οδηγήθηκε, άγνωστο πώς, στην κορυφή του Καυκάσου από τον Ήφαιστο, το Κράτος και την Βία, για να σταυρωθεί στον βράχο.
Οι Ωκεανίδες, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους (στίχοι 291-293), αφήνουν τον γοργό όχημα και τον αγνό αιθέρα και πατούν το πόδι τους επάνω στην γη. Βέβαια, αφού όπως λέει και ο πατέρας τους Ωκεανός (στίχοι 296-300) διένυσαν μεγάλες αποστάσεις κυβερνώντας το γοργόφτερο άρμα τους, όχι με χαλινάρια, αλλά μόνο με την σκέψη, σαν να είχαν βάλει τον αυτόματο πιλότο σε ένα σύγχρονο μεταγωγικό αεροσκάφος. Πιθανώς, όμως, το εν λόγω άρμα να είναι πιο προηγμένης τεχνολογίας από τα σημερινά αεροπλάνα, μιας και θέλει να διανύσει τον απέραντο αιθέρα (διαστρικό κενό) με τα τέσσερα ποδάρια του να πατήσουν και πάλι την φωλιά του (βάση) για να ξεκουραστεί (στίχοι 407-409). Ακόμα, έχουμε την μάχη των γερακιών με τις περιστέρες στους στίχους 868-869.
Τέλος, για να κλείσουμε το παρόν, ας δούμε την δημοφιλή ιπτάμενη αιγίδα (ασπίδα) της Αθηνάς στις Ευμένιδες (στίχος 404), αιγίδα γνωστή για τις «πτήσεις» της και από όλους τους αρχαίους Έλληνες Κλασσικούς. Τι γνώρισε ο Αισχύλος στα μυστήρια τα οποία μυήθηκε? Μήπως προσπάθησε να μας δώσει σε μορφή μύθου κάποιο παγκόσμιο συμβάν που συνέβη στο απώτατο παρελθόν, ακόμα και έξω από τη γη?
Πηγή