«Αλίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας βάζεις να πολεμήσουμε, αυτούς που όχι για χρήματα, αλλά για την καλή τους φήμη αγωνίζονται μόνο!» είπε ο αρχηγός των Μήδων, Τιγράνης, στον στρατηγό του Ξέρξη, όταν έμαθε πως οι Έλληνες αθλητές αγωνίζονται για να λάβουν μονάχα ένα ταπεινό στεφάνι.
Αυτό όμως το ταπεινό στεφάνι από σέλινο, δάφνη ή αγριελιά, άλλαζε τη ζωή του νικητή για πάντα. Ιδιαίτερα του ολυμπιονίκη. Αποκτούσαν το δικαίωμα να στήσουν το άγαλμά τους στην Ολυμπία, και συχνά τους έστηναν άγαλμα και στην πόλη της καταγωγής τους, όπου οι συμπολίτες τους υποδέχονταν ως ήρωες και τους τιμούσαν για την υπόλοιπη ζωή τους. Λάμβαναν ένα εισόδημα από το κράτος και απαλλάσσονταν από τις φορολογικές υποχρεώσεις. Κάποιοι όμως, αγαπήθηκαν περισσότερο από τους άλλους και έμειναν στην ιστορία ως οι διασημότεροι ολυμπιονίκες.
Είναι οι μεγάλοι αστέρες της εποχής τους, πρόσωπα που θα κοσμούσαν τους τοίχους των εφηβικών δωματίων και τα εξώφυλλα των περιοδικών, αν είχαν εφευρεθεί.
Ο θρυλικός Μίλων παρέμεινε πρωταθλητής της πάλης επί 24 έτη, πέντε φορές περιοδονίκης, δηλαδή νικητής και στους τέσσερις πανελλήνιους Αγώνες του ίδιου κύκλου. Δέκα φορές νίκησε στους αγώνες των Ισθμίων, εννέα φορές στους αγώνες της Νεμέας και πέντε φορές στους Πυθικούς Αγώνες των Δελφών. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες νίκησε έξι φορές. Μία φορά το 540 π.Κ.Χ στον αγώνα των εφήβων και πέντε φορές στους αγώνες ανδρών στις Ολυμπιάδες από το 532 ως το 516 π.Κ.Χ (62η έως 66η). Αγωνίστηκε και στην επόμενη Ολυμπιάδα, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει, όχι επειδή βρέθηκε κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ήδη σαράντα ετών, με αποτέλεσμα ο νεαρός αντίπαλός του, ο Τιμασίθεος, να καταφέρει αμυνόμενος να τον εξουθενώσει.
Η δύναμή του ήταν παροιμιώδης και την ξόδευε γενναιόδωρα τόσο για να διασκεδάζει τους φίλους του με επιδείξεις, όσο και για να τους προστατέψει. Σε μία συγκέντρωση των πυθαγορείων (ήταν κι ο ίδιος οπαδός του Πυθαγόρα και ίσως γαμπρός του), άρχισε να καταρρέει η στέγη του οικοδομήματος. Ο Μίλων κρατούσε με τα χέρια του το κεντρικό δοκάρι μέχρι να διασωθούν όλοι του οι φίλοι και ύστερα κατάφερε να σωθεί κι ο ίδιος.
Στον Μίλωνα χρωστούσαν οι Κροτωνιάτες, όχι μόνο τη δόξα που έφερνε τόσα χρόνια στην κοινή τους πατρίδα, αλλά και τη νίκη τους στον πόλεμο εναντίον των Συβαριτών. Η μάχη κρίθηκε υπέρ τους, σύντομα μόλις ο Μίλων όρμησε φορώντας το ολυμπιακό του στεφάνι, ντυμένος με δέρμα λιονταριού σαν τον Ηρακλή.
Δυστυχώς, ο Μίλων δεν είχε το ένδοξο τέλος που θα του ταίριαζε. Κάποια μέρα είδε στο δάσος έναν κορμό δέντρου που είχε αφεθεί μισοσχισμένος με τις σφήνες ακόμα επάνω του. Μπήκε στον πειρασμό να δοκιμάσει τη δύναμή του και επιχείρησε να σχίσει το δέντρο με τα χέρια του. Όταν όμως οι σφήνες γλίστρησαν έξω, τα χέρια του παγιδεύτηκαν στον κορμό. Έμεινε εκεί εγκλωβισμένος και μέσα στη νύχτα τον κατασπάραξαν οι λύκοι.
Τον αποκαλούσαν γιο του Ηρακλή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γιος του Τιμοσθένη, ο οποίος ήταν ιερέας στον ναό του Ηρακλή (μπορείτε και σήμερα να δείτε τα ερείπια του ναού στο ακρωτήρι Εβραιόκαστρο).
Όταν ήταν ακόμα παιδί, ο Θεαγένης πήρε από την αγορά της Θάσου ένα χάλκινο άγαλμα και κάποιου θεού και το κουβάλησε μόνος του ως το σπίτι του. Οι συμπατριώτες του εξοργίστηκαν και πολλοί από αυτούς ήθελαν να καταδικαστεί σε θάνατο για την ιεροσυλία που διέπραξε. Ένας γέροντας όμως τους έπεισε να δείξουν επιείκεια. Ο μικρός Θεαγένης επέστρεψε το άγαλμα στη θέση του και οι Θάσιοι δεν στέρησαν την πατρίδα τους από τη μεγάλη δόξα που τους επεφύλασσε ο άτακτος μικρός.
Το 480 π.Κ.Χ, λίγους μήνες πριν την ένδοξη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεαγένης κέρδισε το πρώτο του στεφάνι στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο αγώνισμα της πυγμαχίας και στην επόμενη Ολυμπιάδα νίκησε στο παγκράτιο. Έλαβε μέρος σε πολλούς ακόμα αγώνες και στέφθηκε νικητής δέκα φορές στα Ίσθμια, εννέα φορές στα Νέμεα και τρεις φορές στα Πύθια, στα αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Μία ακόμα φορά αγωνίστηκε ως δρομέας αντοχής στη Φθία, σε αγώνες προς τιμήν του Αχιλλέα και κέρδισε την πρώτη θέση κι εκεί. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του νίκησε 1400 φορές.
Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο διασημότερος κάτοικος της Θάσου στην εποχή του, όπως συνέβαινε με τους ολυμπιονίκες. Όταν πέθανε, οι Θάσιοι έστησαν σε περίοπτη θέση το άγαλμά του για να τον τιμούν για πάντα. Υπήρχε, όμως, ανάμεσά τους κάποιος που επί χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θυμό του εναντίον του μεγάλου αυτού αθλητή. Είχε επιχειρήσει πολλές φορές να τον νικήσει στους αγώνες, χωρίς όμως επιτυχία. Πήγαινε λοιπόν κάθε τόσο μέσα στη νύχτα και χτυπούσε το άγαλμα προσπαθώντας να ξεθυμάνει, μέχρι που κάποια στιγμή, εκείνο ξεκόλλησε από τη βάση του, έπεσε επάνω του και τον σκότωσε. Οι γιοι του ζήτησαν από το δικαστήριο να τιμωρηθεί το άγαλμα, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον νεκρό τους πατέρα. Οι δικαστές αποφάσισαν να το πετάξουν στη θάλασσα.
Λίγο καιρό αργότερα, στο νησί έπεσε μεγάλη ξηρασία, και όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, οι Θάσιοι ζήτησαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία απεφάνθη πως έπρεπε να επαναφέρουν στη Θάσο όλους τους εξόριστους, όπως και έκαναν. Η ξηρασία όμως επέμενε. Σε έναν δεύτερο χρησμό, τους αποκαλύπτεται πως ξέχασαν να επαναφέρουν τον Θεαγένη. Οι ψαράδες του νησιού κατάφεραν να εντοπίσουν το άγαλμα στον βυθό και το επέστρεψαν στη θέση του. Η ξηρασία υποχώρησε και από τότε, ο Θεαγένης θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως θεραπευτής.
Ο Διαγόρας ήταν απόγονος του βασιλιά της Ιαλυσσού Δαμάγετου, της οικογένειας των Ερατιδών.
Ο πυγμάχος από τη Ρόδο υπήρξε το υπόδειγμα του ενάρετου αθλητή κι έμεινε στην ελληνική παράδοση ως γιος του θεού Ερμή. Αυτός ο «πελώριος, αγέρωχος άνδρας» έμεινε στην ιστορία, όχι μόνο για τις νίκες του, αλλά και για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Ο Πίνδαρος, στην ωδή που έγραψε υμνώντας την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Κ.Χ προσεύχεται γι’ αυτόν στον Δία:
«…δώσε τιμή στον άνδρα που αρίστευσε με την πυγμή του, και ας τον τιμούν με σεβασμό όλοι οι πολίτες κι οι ξένοι. Διότι ίσια βαδίζει στον δρόμο που μισεί η ύβρις, βαθιά σεβόμενος τη σοφία των σωφρόνων προγόνων του…»
Η ωδή αυτή είχε χαραχθεί με χρυσά γράμματα στον ναό της θεάς Αθηνάς της Λίνδου.
Ο Διαγόρας νίκησε τέσσερις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Νέμεα, τουλάχιστον μία στα Πύθια, ενώ διακρίθηκε πολλές φορές σε τοπικούς αγώνες της Ρόδου και άλλων ελληνικών πόλεων. Αλλά, και όταν πια αποσύρθηκε, η δόξα δεν τον εγκατέλειψε. Έζησε αρκετά για να δει τους γιους του να φορούν το στεφάνι της νίκης στην Ολυμπία. Το 448 π.Κ.Χ, ο Δαμάγετος νικούσε για δεύτερη φορά στο παγκράτιο και ο Ακουσίλαος στην πυγμαχία. Τα δύο αδέλφια σήκωσαν τον πατέρα τους στους ώμους, ενώ το πλήθος από τις κερκίδες τους επευφημούσε με ενθουσιασμό και τους έραινε με λουλούδια. Κάποια στιγμή ένας από τους θεατές φώναξε στον Διαγόρα: «Πέθανε, Διαγόρα, δεν πρόκειται να ανέβεις και στον Όλυμπο», που σημαίνει πως αυτό ήταν το ανώτερο επίπεδο δόξας που μπορούσε να επιτύχει ένας θνητός άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης δόξας πέθανε ο Διαγόρας μέσα στην αγκαλιά των γιων του, ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Ο σεβασμός που απολάμβανε η οικογένεια του Διαγόρα γίνεται φανερή από ένα περιστατικό που καταγράφεται κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Συνέβη τότε, σε μία ναυμαχία να συλλάβουν οι Αθηναίοι τον Δωριέα, τον τρίτο γιο του Διαγόρα, νικητή του παγκρατίου σε τρεις διαδοχικές Ολυμπιάδες και περιοδονίκη από το 432 ως το 424 π.Κ.Χ. Σύμφωνα με τη συνήθεια, θα έπρεπε είτε να ζητήσουν λύτρα για να τον απελευθερώσουν ή να τον θανατώσουν. Εκείνοι όμως τον απελευθέρωσαν αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Οι εγγονοί του Διαγόρα, Ευκλής και Πεισίροδος στέφθηκαν επίσης Ολυμπιονίκες της πυγμαχίας το 404 π.Κ.Χ.
Βιβλιογραφία:
Ελλάδος Περιήγησις VI, Παυσανίας
Στράβων VI
Ολυμπιόνικος 7, Πίνδαρος
Ηρόδοτος βιβλίο 8
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Πηγή
Αυτό όμως το ταπεινό στεφάνι από σέλινο, δάφνη ή αγριελιά, άλλαζε τη ζωή του νικητή για πάντα. Ιδιαίτερα του ολυμπιονίκη. Αποκτούσαν το δικαίωμα να στήσουν το άγαλμά τους στην Ολυμπία, και συχνά τους έστηναν άγαλμα και στην πόλη της καταγωγής τους, όπου οι συμπολίτες τους υποδέχονταν ως ήρωες και τους τιμούσαν για την υπόλοιπη ζωή τους. Λάμβαναν ένα εισόδημα από το κράτος και απαλλάσσονταν από τις φορολογικές υποχρεώσεις. Κάποιοι όμως, αγαπήθηκαν περισσότερο από τους άλλους και έμειναν στην ιστορία ως οι διασημότεροι ολυμπιονίκες.
Είναι οι μεγάλοι αστέρες της εποχής τους, πρόσωπα που θα κοσμούσαν τους τοίχους των εφηβικών δωματίων και τα εξώφυλλα των περιοδικών, αν είχαν εφευρεθεί.
Μίλων ο Κροτωνιάτης, ο πυθαγόρειος παλαιστής
Ο θρυλικός Μίλων παρέμεινε πρωταθλητής της πάλης επί 24 έτη, πέντε φορές περιοδονίκης, δηλαδή νικητής και στους τέσσερις πανελλήνιους Αγώνες του ίδιου κύκλου. Δέκα φορές νίκησε στους αγώνες των Ισθμίων, εννέα φορές στους αγώνες της Νεμέας και πέντε φορές στους Πυθικούς Αγώνες των Δελφών. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες νίκησε έξι φορές. Μία φορά το 540 π.Κ.Χ στον αγώνα των εφήβων και πέντε φορές στους αγώνες ανδρών στις Ολυμπιάδες από το 532 ως το 516 π.Κ.Χ (62η έως 66η). Αγωνίστηκε και στην επόμενη Ολυμπιάδα, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει, όχι επειδή βρέθηκε κάποιος με μεγαλύτερη δύναμη, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ήδη σαράντα ετών, με αποτέλεσμα ο νεαρός αντίπαλός του, ο Τιμασίθεος, να καταφέρει αμυνόμενος να τον εξουθενώσει.
Η δύναμή του ήταν παροιμιώδης και την ξόδευε γενναιόδωρα τόσο για να διασκεδάζει τους φίλους του με επιδείξεις, όσο και για να τους προστατέψει. Σε μία συγκέντρωση των πυθαγορείων (ήταν κι ο ίδιος οπαδός του Πυθαγόρα και ίσως γαμπρός του), άρχισε να καταρρέει η στέγη του οικοδομήματος. Ο Μίλων κρατούσε με τα χέρια του το κεντρικό δοκάρι μέχρι να διασωθούν όλοι του οι φίλοι και ύστερα κατάφερε να σωθεί κι ο ίδιος.
Στον Μίλωνα χρωστούσαν οι Κροτωνιάτες, όχι μόνο τη δόξα που έφερνε τόσα χρόνια στην κοινή τους πατρίδα, αλλά και τη νίκη τους στον πόλεμο εναντίον των Συβαριτών. Η μάχη κρίθηκε υπέρ τους, σύντομα μόλις ο Μίλων όρμησε φορώντας το ολυμπιακό του στεφάνι, ντυμένος με δέρμα λιονταριού σαν τον Ηρακλή.
Δυστυχώς, ο Μίλων δεν είχε το ένδοξο τέλος που θα του ταίριαζε. Κάποια μέρα είδε στο δάσος έναν κορμό δέντρου που είχε αφεθεί μισοσχισμένος με τις σφήνες ακόμα επάνω του. Μπήκε στον πειρασμό να δοκιμάσει τη δύναμή του και επιχείρησε να σχίσει το δέντρο με τα χέρια του. Όταν όμως οι σφήνες γλίστρησαν έξω, τα χέρια του παγιδεύτηκαν στον κορμό. Έμεινε εκεί εγκλωβισμένος και μέσα στη νύχτα τον κατασπάραξαν οι λύκοι.
Θεαγένης ο Θάσιος, ο θεός – θεραπευτής
Τον αποκαλούσαν γιο του Ηρακλή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γιος του Τιμοσθένη, ο οποίος ήταν ιερέας στον ναό του Ηρακλή (μπορείτε και σήμερα να δείτε τα ερείπια του ναού στο ακρωτήρι Εβραιόκαστρο).
Όταν ήταν ακόμα παιδί, ο Θεαγένης πήρε από την αγορά της Θάσου ένα χάλκινο άγαλμα και κάποιου θεού και το κουβάλησε μόνος του ως το σπίτι του. Οι συμπατριώτες του εξοργίστηκαν και πολλοί από αυτούς ήθελαν να καταδικαστεί σε θάνατο για την ιεροσυλία που διέπραξε. Ένας γέροντας όμως τους έπεισε να δείξουν επιείκεια. Ο μικρός Θεαγένης επέστρεψε το άγαλμα στη θέση του και οι Θάσιοι δεν στέρησαν την πατρίδα τους από τη μεγάλη δόξα που τους επεφύλασσε ο άτακτος μικρός.
Το 480 π.Κ.Χ, λίγους μήνες πριν την ένδοξη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεαγένης κέρδισε το πρώτο του στεφάνι στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο αγώνισμα της πυγμαχίας και στην επόμενη Ολυμπιάδα νίκησε στο παγκράτιο. Έλαβε μέρος σε πολλούς ακόμα αγώνες και στέφθηκε νικητής δέκα φορές στα Ίσθμια, εννέα φορές στα Νέμεα και τρεις φορές στα Πύθια, στα αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Μία ακόμα φορά αγωνίστηκε ως δρομέας αντοχής στη Φθία, σε αγώνες προς τιμήν του Αχιλλέα και κέρδισε την πρώτη θέση κι εκεί. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του νίκησε 1400 φορές.
Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο διασημότερος κάτοικος της Θάσου στην εποχή του, όπως συνέβαινε με τους ολυμπιονίκες. Όταν πέθανε, οι Θάσιοι έστησαν σε περίοπτη θέση το άγαλμά του για να τον τιμούν για πάντα. Υπήρχε, όμως, ανάμεσά τους κάποιος που επί χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θυμό του εναντίον του μεγάλου αυτού αθλητή. Είχε επιχειρήσει πολλές φορές να τον νικήσει στους αγώνες, χωρίς όμως επιτυχία. Πήγαινε λοιπόν κάθε τόσο μέσα στη νύχτα και χτυπούσε το άγαλμα προσπαθώντας να ξεθυμάνει, μέχρι που κάποια στιγμή, εκείνο ξεκόλλησε από τη βάση του, έπεσε επάνω του και τον σκότωσε. Οι γιοι του ζήτησαν από το δικαστήριο να τιμωρηθεί το άγαλμα, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον νεκρό τους πατέρα. Οι δικαστές αποφάσισαν να το πετάξουν στη θάλασσα.
Λίγο καιρό αργότερα, στο νησί έπεσε μεγάλη ξηρασία, και όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, οι Θάσιοι ζήτησαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία απεφάνθη πως έπρεπε να επαναφέρουν στη Θάσο όλους τους εξόριστους, όπως και έκαναν. Η ξηρασία όμως επέμενε. Σε έναν δεύτερο χρησμό, τους αποκαλύπτεται πως ξέχασαν να επαναφέρουν τον Θεαγένη. Οι ψαράδες του νησιού κατάφεραν να εντοπίσουν το άγαλμα στον βυθό και το επέστρεψαν στη θέση του. Η ξηρασία υποχώρησε και από τότε, ο Θεαγένης θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως θεραπευτής.
Διαγόρας ο Ρόδιος, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου
Ο Διαγόρας ήταν απόγονος του βασιλιά της Ιαλυσσού Δαμάγετου, της οικογένειας των Ερατιδών.
Ο πυγμάχος από τη Ρόδο υπήρξε το υπόδειγμα του ενάρετου αθλητή κι έμεινε στην ελληνική παράδοση ως γιος του θεού Ερμή. Αυτός ο «πελώριος, αγέρωχος άνδρας» έμεινε στην ιστορία, όχι μόνο για τις νίκες του, αλλά και για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Ο Πίνδαρος, στην ωδή που έγραψε υμνώντας την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Κ.Χ προσεύχεται γι’ αυτόν στον Δία:
«…δώσε τιμή στον άνδρα που αρίστευσε με την πυγμή του, και ας τον τιμούν με σεβασμό όλοι οι πολίτες κι οι ξένοι. Διότι ίσια βαδίζει στον δρόμο που μισεί η ύβρις, βαθιά σεβόμενος τη σοφία των σωφρόνων προγόνων του…»
Η ωδή αυτή είχε χαραχθεί με χρυσά γράμματα στον ναό της θεάς Αθηνάς της Λίνδου.
Ο Διαγόρας νίκησε τέσσερις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Νέμεα, τουλάχιστον μία στα Πύθια, ενώ διακρίθηκε πολλές φορές σε τοπικούς αγώνες της Ρόδου και άλλων ελληνικών πόλεων. Αλλά, και όταν πια αποσύρθηκε, η δόξα δεν τον εγκατέλειψε. Έζησε αρκετά για να δει τους γιους του να φορούν το στεφάνι της νίκης στην Ολυμπία. Το 448 π.Κ.Χ, ο Δαμάγετος νικούσε για δεύτερη φορά στο παγκράτιο και ο Ακουσίλαος στην πυγμαχία. Τα δύο αδέλφια σήκωσαν τον πατέρα τους στους ώμους, ενώ το πλήθος από τις κερκίδες τους επευφημούσε με ενθουσιασμό και τους έραινε με λουλούδια. Κάποια στιγμή ένας από τους θεατές φώναξε στον Διαγόρα: «Πέθανε, Διαγόρα, δεν πρόκειται να ανέβεις και στον Όλυμπο», που σημαίνει πως αυτό ήταν το ανώτερο επίπεδο δόξας που μπορούσε να επιτύχει ένας θνητός άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης δόξας πέθανε ο Διαγόρας μέσα στην αγκαλιά των γιων του, ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Ο σεβασμός που απολάμβανε η οικογένεια του Διαγόρα γίνεται φανερή από ένα περιστατικό που καταγράφεται κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Συνέβη τότε, σε μία ναυμαχία να συλλάβουν οι Αθηναίοι τον Δωριέα, τον τρίτο γιο του Διαγόρα, νικητή του παγκρατίου σε τρεις διαδοχικές Ολυμπιάδες και περιοδονίκη από το 432 ως το 424 π.Κ.Χ. Σύμφωνα με τη συνήθεια, θα έπρεπε είτε να ζητήσουν λύτρα για να τον απελευθερώσουν ή να τον θανατώσουν. Εκείνοι όμως τον απελευθέρωσαν αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Οι εγγονοί του Διαγόρα, Ευκλής και Πεισίροδος στέφθηκαν επίσης Ολυμπιονίκες της πυγμαχίας το 404 π.Κ.Χ.
Βιβλιογραφία:
Ελλάδος Περιήγησις VI, Παυσανίας
Στράβων VI
Ολυμπιόνικος 7, Πίνδαρος
Ηρόδοτος βιβλίο 8
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Πηγή