Ο Ερμής, ο προστάτης κάθε σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, μετέφερε τον Ηρακλή στην Ασία, τον πούλησε ως ανώνυμο σκλάβο και προσέφερε αργότερα το αντίτιμο των τριών ασημένιων τάλαντων στα ορφανά του Ιφιτου. Ο Eύρυτος όμως είχε απαγορεύσει στα εγγόνια του να δεχτούν οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση λέγοντας ότι μόνο το αίμα ξεπληρώνει το αίμα , τι έγινε τότε με το ασημί, μόνον ο Έρμης το ξέρει . Όπως είχε προμαντέψει η Πυθία, ο Ηρακλής αγοράστηκε από τη βασίλισσα της Λυδίας Ομφάλη, η οποία ήταν μανά στο παζάρι , την υπηρέτησε πιστά για έναν ολόκληρο χρόνο, ή τρία, εκκαθαρίζοντας τη Μικρά Ασία από τους ληστές πού την είχαν πλημμυρίσει. Η Ομφάλη αγόρασε τον Ηρακλή μάλλον για ερωμένο παρά για πολεμιστή.
Έκαναν μαζί τρεις γιους: τον Λάμο, τον Αγελαο πρόγονο του περίφημου βασιλιά Κροίσου πού ήθελε να πεθάνει στην πυρά όταν οι πέτσες κατέλαβαν τις Σάρδεις και τον Λαομεδοντα . Μερικοί αναφέρουν και έναν τέταρτο: τον Τυρρηνό ή Τυρσηνό, τον εφευρέτη της σάλπιγγας, ο οποίος οδήγησε τούς λυδούς μετανάστες στην Ετρουρία, όπου αυτοαποκλήθηκαν Τυρρηνοι φαίνεται όμως περισσότερο πιθανόν ότι ο Τυρρηνός ήταν γιος του Ατυος , μεταγενέστερου απόγονου του Ηρακλή και της Ομφάλης . Ο Ηρακλής έκανε παιδιά και με τη Μάλιδα, μια από τις σκλάβες της Ομφάλης, τον Κλειοδαιο ή Κλεόλαο και τον Αλκαίο, ιδρυτή της λυδικής δυναστείας πού έδιωξε ο Κροίσος από το θρόνο των Σάρδεων.
Στην Ελλάδα άρχισε να διαδίδεται για τον Ηρακλή η φήμη ότι έβγαλε τη λεοντή και το στεφάνι λεύκας και φόρεσε στη θέση τους διαμαντένιο περιδέραιο, χρυσά βραχιόλια, γυναικείο κεφαλόδεσμο, πορφυρό μαντίλι και μαιονικη ζωστήρα. Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι καθόταν με τέτοια αμφίεση, τριγυρισμένος από λάγνες Ιωνιδες και τραβολογούσε το μαλλί από το στιλβωμένο πανέρι ή έστριβε το νήμα , έτρεμε, όπως έλεγαν, όταν τον μάλωνε η κυρά του . Η Ομφάλη τον έδερνε κιόλας με τη χρυσή παντούφλα της αν τύχαινε να σπάσει με τα αδέξια δάχτυλά του το αδράχτι και για να διασκεδάζει τον έβαζε να της διηγείται τα κατορθώματα του κι εκείνος ούτε καν ντρεπόταν. Γι” αυτό εικονίζουν οι ζωγράφοι τον Ηρακλή ντυμένο με κίτρινο φουστάνι να τον χτενίζουν και να του περιποιούνται τα νύχια οι σκλάβες της Ομφαλης, ενώ η κυρά του φορώντας τη λεοντή καμαρώνει με το τόξο και το ρόπαλό του.
Από όλη αυτή την ιστορία η αλήθεια είναι η εξής: Ο Ηρακλής και η Ομφαλη μια φορά επισκέφθηκαν τούς αμπελώνες τού Τμώλου. Εκείνη φορούσε χρυσοκέντητο πορφυρό πέπλο, τα μαλλιά της ήταν μυρωμένα και ο Ηρακλής κρατούσε χρυσό σκιαδο ιπποτικά πάνω από το κεφάλι της. Μόλις τούς είδε ο Πάν από κάποιο ψηλό λόφο, ερωτεύθηκε αμέσως την Ομφάλη αποχαιρετώντας τη Βουνό-θεά της είπε:
Η Ομφάλη και ο Ηρακλής εν τω μεταξύ έφτασαν στην παράμερη σπηλιά όπου κατευθύνονταν και για αστείο άλλαξαν ρούχα. Εκείνη του φόρεσε μια διχτυωτή ζώνη, φοβερά στενή για τη μέση του και το πορφυρό της πέπλο. Μολονότι χαλάρωσε το πέπλο όσο γινόταν, σκίστηκε στα μπράτσα του Ηρακλή και τα λουριά των σανδαλιών της αποδείχτηκαν κοντά για να φτάσουν να δεθούν γύρω από τα πέλματα του.
Με το σούρουπο προσέφεραν θυσίες στον Διόνυσο, και αφού δείπνησαν ξάπλωσαν να κοιμηθούν σε ξεχωριστές κλίνες, επειδή ο θεός απαιτεί αυτοσυγκράτηση από τούς θιασώτες του σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά τα μεσάνυχτα ο Πάν μπήκε ακροποδητί στη σπηλιά ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι να βρει την κλίνη όπου κοιμόταν, όπως πίστευε τουλάχιστον, τυλιγμένη σε μεταξένιο πέπλο η Ομφάλη. Σήκωσε τα σκεπάσματα με τρεμάμενα χέρια και τρύπωσε από κάτω . Ξύπνησε όμως ο Ηρακλής και με μια γερή κλοτσιά τον έστειλε στην άλλη άκρη της σπηλιάς.
Ακούγοντας το δυνατό γδούπο και το ουρλιαχτό του η Ομφάλη πετάχτηκε πάνω και άρχισε να φωνάζει να ανάψουν φως. Όταν έφεραν φως εκείνη και ο Ηρακλής ξεκαρδίστηκαν μέχρι δακρύων στη θεά του μαζεμένου στη γωνιά Πάνα πού έγλειφε τις πληγές του. Έκτοτε ο Πάν αποστρέφεται την αμφίεση και προστάζει τούς Ιερείς του να παίρνουν μέρος γυμνοί στις τελετουργίες του , εκείνος διέδωσε από εκδίκηση το κουτσομπολιό ότι ο Ηρακλής άλλαζε τακτικά ρούχα με την Ομφάλη από διαστροφή και όχι βέβαια για αστείo.
Πηγή
Έκαναν μαζί τρεις γιους: τον Λάμο, τον Αγελαο πρόγονο του περίφημου βασιλιά Κροίσου πού ήθελε να πεθάνει στην πυρά όταν οι πέτσες κατέλαβαν τις Σάρδεις και τον Λαομεδοντα . Μερικοί αναφέρουν και έναν τέταρτο: τον Τυρρηνό ή Τυρσηνό, τον εφευρέτη της σάλπιγγας, ο οποίος οδήγησε τούς λυδούς μετανάστες στην Ετρουρία, όπου αυτοαποκλήθηκαν Τυρρηνοι φαίνεται όμως περισσότερο πιθανόν ότι ο Τυρρηνός ήταν γιος του Ατυος , μεταγενέστερου απόγονου του Ηρακλή και της Ομφάλης . Ο Ηρακλής έκανε παιδιά και με τη Μάλιδα, μια από τις σκλάβες της Ομφάλης, τον Κλειοδαιο ή Κλεόλαο και τον Αλκαίο, ιδρυτή της λυδικής δυναστείας πού έδιωξε ο Κροίσος από το θρόνο των Σάρδεων.
Στην Ελλάδα άρχισε να διαδίδεται για τον Ηρακλή η φήμη ότι έβγαλε τη λεοντή και το στεφάνι λεύκας και φόρεσε στη θέση τους διαμαντένιο περιδέραιο, χρυσά βραχιόλια, γυναικείο κεφαλόδεσμο, πορφυρό μαντίλι και μαιονικη ζωστήρα. Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι καθόταν με τέτοια αμφίεση, τριγυρισμένος από λάγνες Ιωνιδες και τραβολογούσε το μαλλί από το στιλβωμένο πανέρι ή έστριβε το νήμα , έτρεμε, όπως έλεγαν, όταν τον μάλωνε η κυρά του . Η Ομφάλη τον έδερνε κιόλας με τη χρυσή παντούφλα της αν τύχαινε να σπάσει με τα αδέξια δάχτυλά του το αδράχτι και για να διασκεδάζει τον έβαζε να της διηγείται τα κατορθώματα του κι εκείνος ούτε καν ντρεπόταν. Γι” αυτό εικονίζουν οι ζωγράφοι τον Ηρακλή ντυμένο με κίτρινο φουστάνι να τον χτενίζουν και να του περιποιούνται τα νύχια οι σκλάβες της Ομφαλης, ενώ η κυρά του φορώντας τη λεοντή καμαρώνει με το τόξο και το ρόπαλό του.
Από όλη αυτή την ιστορία η αλήθεια είναι η εξής: Ο Ηρακλής και η Ομφαλη μια φορά επισκέφθηκαν τούς αμπελώνες τού Τμώλου. Εκείνη φορούσε χρυσοκέντητο πορφυρό πέπλο, τα μαλλιά της ήταν μυρωμένα και ο Ηρακλής κρατούσε χρυσό σκιαδο ιπποτικά πάνω από το κεφάλι της. Μόλις τούς είδε ο Πάν από κάποιο ψηλό λόφο, ερωτεύθηκε αμέσως την Ομφάλη αποχαιρετώντας τη Βουνό-θεά της είπε:
- Από σήμερα μόνον εκείνη θα είναι η αγαπημένη μου!
Η Ομφάλη και ο Ηρακλής εν τω μεταξύ έφτασαν στην παράμερη σπηλιά όπου κατευθύνονταν και για αστείο άλλαξαν ρούχα. Εκείνη του φόρεσε μια διχτυωτή ζώνη, φοβερά στενή για τη μέση του και το πορφυρό της πέπλο. Μολονότι χαλάρωσε το πέπλο όσο γινόταν, σκίστηκε στα μπράτσα του Ηρακλή και τα λουριά των σανδαλιών της αποδείχτηκαν κοντά για να φτάσουν να δεθούν γύρω από τα πέλματα του.
Με το σούρουπο προσέφεραν θυσίες στον Διόνυσο, και αφού δείπνησαν ξάπλωσαν να κοιμηθούν σε ξεχωριστές κλίνες, επειδή ο θεός απαιτεί αυτοσυγκράτηση από τούς θιασώτες του σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά τα μεσάνυχτα ο Πάν μπήκε ακροποδητί στη σπηλιά ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι να βρει την κλίνη όπου κοιμόταν, όπως πίστευε τουλάχιστον, τυλιγμένη σε μεταξένιο πέπλο η Ομφάλη. Σήκωσε τα σκεπάσματα με τρεμάμενα χέρια και τρύπωσε από κάτω . Ξύπνησε όμως ο Ηρακλής και με μια γερή κλοτσιά τον έστειλε στην άλλη άκρη της σπηλιάς.
Ακούγοντας το δυνατό γδούπο και το ουρλιαχτό του η Ομφάλη πετάχτηκε πάνω και άρχισε να φωνάζει να ανάψουν φως. Όταν έφεραν φως εκείνη και ο Ηρακλής ξεκαρδίστηκαν μέχρι δακρύων στη θεά του μαζεμένου στη γωνιά Πάνα πού έγλειφε τις πληγές του. Έκτοτε ο Πάν αποστρέφεται την αμφίεση και προστάζει τούς Ιερείς του να παίρνουν μέρος γυμνοί στις τελετουργίες του , εκείνος διέδωσε από εκδίκηση το κουτσομπολιό ότι ο Ηρακλής άλλαζε τακτικά ρούχα με την Ομφάλη από διαστροφή και όχι βέβαια για αστείo.
Πηγή