Οι πρώτες πληροφορίες που έλαβε ο Αλέξανδρος ήταν απογοητευτικές, καθώς οι επαναστάτες είχαν καταλάβει την Κυρούπολη και τα επτά οχυρά του Ιαξάρτη, σφαγιάζοντας τις φρουρές. H εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι η βορειοανατολική αμυντική γραμμή κατά μήκος του ποταμού είχε απολεσθεί και ήταν πλέον πολύ πιθανόν οι Σκύθες (Σάκες), που κατοικούσαν στις στέππες ανατολικά του Ιαξάρτη, να εισβάλλουν στη Σογδιανή, ενισχύοντας το Σπιταμένη, με τον οποίο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, τελούσαν σε διαρκή συνεννόηση. Από την εποχή του Δαρείου του Μεγάλου, οι Σκύθες αντιπροσώπευαν τον εφιάλτη των μεθοριακών βορειοανατολικών επαρχιών του περσικού κράτους, όντας αήττητοι στο πεδίο της μάχης.
Οι ελαφρά οπλισμένοι αυτοί ιππείς, με χαρακτηριστικό τους όπλο το ισχυρό σύνθετο τόξο, είχαν εξαιρετικά μεγάλη ακτίνα δράσης και το ενδεχόμενο να διεισδύσουν στη Σογδιανή και να ενωθούν με τις δυνάμεις του Σπιταμένη θα συνεπάγετο χρονοβόρες και εξαντλητικές επιχειρήσεις για την εκδίωξή τους. Κατά συνέπεια η μεθόριος όφειλε να αποκατασταθεί ταχύτατα, ενώ η υποχώρηση προς τα Βάκτρα και η αναμονή ενισχύσεων (κάτι που ήλπιζαν οι επαναστάστες) θα αποτελούσε ολέθριο σφάλμα.
O Αλέξανδρος δεν αποσκοπούσε απλώς στην ανακατάληψη της Κυρούπολης και των επτά οχυρών, αλλά και στη σύλληψη ή στην εξόντωση των επαναστατών, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να διαφύγουν στις στέππες και να επιστρέψουν μόλις εστρέφετο κατά του Σπιταμένη. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, ο Κρατερός διατάχθηκε να πολιορκήσει την Κυρούπολη, αποκλείοντας την πόλη με τάφρο, ανάχωμα και περίφραξη που θα προστάτευε τις πολιορκητικές μηχανές. Οι μονάδες ιππικού διατάχθηκαν να περικυκλώσουν τα δύο πλέον απομακρυσμένα οχυρά για να αποκλεισθεί κάθε προοπτική διαφυγής των επαναστατών, ενώ αποφασίστηκε να καταληφθούν εξ εφόδου τα τρία πλησιέστερα. Το πρώτο, η Γάζα, ήταν προστατευμένο με χαμηλό σχετικά ανάχωμα και καταλήφθηκε με έφοδο των πεζεταίρων, υπό την κατάληψη συνεχών και καταιγιστικών βολών των ελαφρά οπλισμένων πεζών.
Τη στιγμή της έναρξης της εφόδου, οι σφενδονήτες, οι τοξότες και οι ακοντιστές εκτόξευσαν βροχή βλημάτων βελών και ακοντίων στους υπερασπιστές του αναχώματος, ενώ έβαλαν ταυτόχρονα και οι καταπέλτες και οι λιθοβόλοι με καταστροφικές συνέπειες, λόγω της μικρής απόστασης. Οι επαναστάτες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το ανάχωμα, με αποτέλεσμα οι πεζεταίροι, χρησιμοποιώντας σκάλες, να βρεθούν ταχύτατα στην κορυφή και να διεισδύσουν στην εσωτερική περίμετρο.
H φρουρά εκτελέσθηκε και την ίδια ημέρα ο Αλέξανδρος ανακατέλαβε με τον ίδιο τρόπο το δεύτερο οχυρό και την αμέσως επομένη το τρίτο. Όπως είχε προβλέψει, οι φρουρές των δύο απομακρυσμένων οχυρών, όταν είδαν τους καπνούς από τις φλόγες της καταστροφής των άλλων και πληροφορήθηκαν την οικτρή μοίρα των υπερασπιστών τους από τους λιγοστούς επιζώντες, επιχείρησαν μαζική έξοδο για να διαφύγουν, αλλά περικυκλώθηκαν από τις μονάδες του ιππικού και κατασφάγησαν.
Έτσι, μέσα σε σαραντοκτώ ώρες, τα πέντε από τα επτά οχυρά είχαν ανακαταληφθεί. Χωρίς να χρονοτριβεί, ο Αλέξανδρος βάδισε εναντίον της Κυρούπολης, η οποία ήταν περιτειχισμένη με υψηλά τείχη και φρουρείτο από επίλεκτες δυνάμεις των επαναστατών, διατάσσοντας να πλησιάσουν οι πολιορκητικοί κριοί στα τείχη. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής επιχείρησης παρατήρησε ότι ο χείμαρρος που διέσχιζε την πόλη, διερχόμενος κάτω από τα τείχη, ήταν σχεδόν στεγνός επιτρέποντας τη διέλευση πεζών. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει μαζικά τους κριούς στην άλλη πλευρά των τειχών, ώστε να αποσπάσει την προσοχή των πολιορκημένων και να τους υποχρεώσει να συγκεντρώσουν στην πλευρά εκείνη το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους, ώστε να αξιοποιήσει την κοίτη του χειμάρρου για να εισβάλλει στην πόλη χωρίς να γίνει αντιληπτός. (4)
Πιθανότατα κατά τη διάρκεια της νύχτας ή με το πρώτο φως, αν και αυτό δεν προσδιορίζεται από τους ιστορικούς, επικεφαλής των υπασπιστών, των Αγριάνων ακοντιστών και των τοξοτών, πέρασε ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου μέσα στην πόλη, αρχικά με λίγους άνδρες και αφού κατέλαβε τις πύλες που υπήρχαν από εκείνη την πλευρά των τειχών, πέρασαν στην πόλη και οι υπόλοιποι. Μόλις οι επαναστάστες αντιλήφθηκαν τον Αλέξανδρο, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, συγκεντρώνοντας στο σημείο εκείνο μεγάλο μέρος της φρουράς, αλλά ήταν πλέον αργά, καθώς από τα τείχη που διέθεταν πλέον ελάχιστους υπερασπιστές, περνούσαν συνεχώς και νέες ενισχύσεις προς τον Αλέξανδρο, ο οποίος τραυματίσθηκε από πέτρα στο κεφάλι και το λαιμό. Τραυματίσθηκε επίσης ο Κρατερός από βέλος και πολλοί ακόμη αξιωματικοί, αλλά τελικά επικράτησαν πλήρως.
Οι απώλειες των επαναστατών έφθασαν τους 8.000 νεκρούς, ενώ άλλοι 15.000 που κατέφυγαν στην ακρόπολη αναγκάσθηκαν να παραδοθούν λόγω έλλειψης νερού. Τα υπόλοιπα δύο οχυρά ανακαταλήφθησαν χωρίς προβλήματα, αν και για το τελευταίο οι γνώμες διίστανται, καθώς κατά τον Πτολεμαίο παραδόθηκε άνευ όρων, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι κυριεύθηκε με έφοδο και οι υπερασπιστές του εκτελέσθηκαν.
Αν και οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου κατά τις πρώτες ημέρες διεξαγωγής των επιχειρήσεων υπήρξαν εντυπωσιακές, δεν πέτυχαν να κάμψουν το πνεύμα των επαναστατών και οι πληροφορίες που κατέφθαναν από διάφορα μέρη της Σογδιανής δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές. Οι Σκύθες συνέχιζαν να συγκεντρώσουν απειλητικά δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Ιαξάρτη, ενώ ο Σπιταμένης πολιόρκησε τα Μαράκανδα.
O Αλέξανδρος αποφάσισε να στραφεί κατά των Σκυθών και παράλληλα απέστειλε στα Μαράκανδα επικουρία υπό το Λύκιο διερμηνέα Φαρνούχη και στρατιωτικούς διοικητές τους Ανδρόμαχο, Μενέβημο και Κάρανο, αποτελούμενη από 60 εταίρους, 800 μισθοφόρους ιππείς και 1500 μισθοφόρους πεζούς. Το υπόλοιπο στράτευμα κινήθηκε προς την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, η οποία περιτειχίσθηκε με τείχη μήκους 60 σταδίων κατά τον Κούρτιο, μέσα σε δεκαεπτά ημέρες, πάνω στην παλαιά χάραξη του στρατοπέδου του Αλεξάνδρου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της περιτείχισης,οι Σκύθες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό ιππέων στην άλλη όχθη του Ιαξάρτη, απειλώντας συνεχώς τον Αλέξανδρο, ο οποίος λόγω του ότι ήταν αποφασισμένος να διασφαλίσει τα βορειοανατολικά του σύνορα, αναζητούσε μία ευκαιρία για να επιτύχει ένα ουσιαστικό πλήγμα.
O Ιαξάρτης στην περιοχή της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης δεν είναι ιδιαίτερα ευρύς, αλλά η διάβασή του έναντι πολυάριθμων εχθρικών δυνάμεων με βασικό τους όπλο το τόξο, δεν ήταν απλή υπόθεση. Από την πλευρά του Αλεξάνδρου η όχθη ήταν εκτός βολής, καθώς οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα σκυθικά βέλη κατέληγαν στον ποταμό, αλλά στο μέσον του ρεύματος είναι βέβαιο ότι θα έβρισκαν το στόχο τους, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αποκαλούμενη πλέον υπεροχή πυρός, όφειλε να αντιμετωπισθεί. Για το λόγο αυτό ο Αλέξανδρος παρέταξε στην όχθη τούς καταπέλτες (οξύβελους), οι οποίοι έβαλαν συστηματικά κατά των Σκυθών.
O Κούρτιος διέσωσε την πληροφορία ότι οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι πεζοί) χρησιμοποίησαν ασκούς γεμάτους άχυρα για να διαβούν τον ποταμό, ενώ οι εταίροι και οι πεζεταίροι 12.000 σχεδίες που κατασκευάστηκαν εντός τριών ημερών, χωρίς όμως να εξηγεί πώς υλοποιήθηκε αυτό το εντυπωσιακό έργο. Κατά τον Αρριανό, αρκετοί Σκύθες επλήγησαν από τα βλήματα και μάλιστα κάποιος ιππέας (προφανώς σημαίνον πρόσωπο) έπεσε από το άλογό του λόγω της ισχύος του βλήματος που είχε διαπεράσει την ασπίδα του. Οι υπόλοιποι, ανησυχώντας λόγω των καταστροφικών αποτελεσμάτων των βλημάτων και της μεγάλης τους εμβέλειας, υποχώρησαν από τα ευάλωτα σημεία της όχθης. Αυτή τη στιγμή της σύγχυσης, άρχισε ο Αλέξανδρος να διασχίζει τον ποταμό, ακολουθούμενος από τους ψιλούς και ενώ οι σάλπιγγες ηχούσαν από άκρου εις άκρον.
Μόλις οι τοξότες και οι σφενδονήτες έφθασαν στην άλλη όχθη, διατάχθηκαν να βάλλουν ακατάπαυστα κατά των Σκυθών, ώστε να καλύψουν με ασφάλεια τους βαρύτερα οπλισμένους πεζούς και ιππείς που συνέχιζαν να διασχίζουν τον ποταμό. O περισσότερο γλαφυρός στις περιγραφές του Κούρτιος, υποστηρίζει ότι οι ψιλοί που χρησιμοποιούσαν ασκούς διέσχιζαν τον ποταμό, καλυπτόμενοι μεταξύ των σχεδίων, ενώ πάνω στις σχεδίες δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα καθώς οι πεζεταίροι κάλυπταν με τις ασπίδες τους τους κωπηλάτες, προσπαθώνταςταυτόχρονα να διατηρήσουν την ισορροπία τους, υπό βροχή βελών και βλημάτων, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν.
Τα περισσότερα άλογα αφέθηκαν να κολυμπήσουν, συγκρατούμενα από τους χαλινούς, και σταδιακά το στράτευμα διέσχισε τον Ιαξάρτη με όλες σχεδόν τις ασπίδες διάτρητες από τα σκυθικά βέλη. (9) Μετά τη διάβαση του ποταμού, το πρόβλημα του Αλεξάνδρου μετατοπίσθηκε ως προς το πώς θα παρέσυρε τους Σκύθες σε μάχη και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μία ιππαρχία ελλήνων μισθοφόρων και τέσσερις ίλες ιππακοντιστών, που θα προέβαιναν σε υποθετική καταδίωξη του εχθρού.
Όταν οι Σκύθες διαπίστωσαν ότι οι διώκτες τους ήταν ελάχιστοι (περίπου 1.200), στράφηκαν αμέσως και ακολουθώντας τη συνηθισμένη τους τακτική τούς περικύκλωσαν. Εκείνη τη στιγμή όμως κατέφθασαν οι τοξότες, οι Αγριάνες ακοντιστές και οι υπόλοιποι ψιλοί από το Βάλαστρο, οι οποίοι αποτελούσαν το προπέτασμα ενός σχηματισμού κρούσης που αποτελείτο από τρεις ιππαρχίες εταίρων και τις υπόλοιπες ίλες των ιππακοντιστών.
Οι έφιππες αυτές μονάδες χτύπησαν αμέσως τους Σκύθες, ενώ ένας δεύτερος σχηματισμός κρούσης με μεγάλο βάθος στοίχων και επικεφαλής τον Αλέξανδρο, αποτελούμενος από τους υπόλοιπους εταίρους, έπληξε τους Σκύθες στο κέντρο, διερχόμενος από τα διάκενα των ψιλών. Κατά τον Αρριανό οι Σκύθες ακινητοποιήθηκαν, αδυνατώντας να συνεχίσουν να κινούνται σε κύκλο, καθώς επλήγησαν σχεδόν ταυτόχρονα και από τους ψιλούς και από τις μονάδες του ιππικού.
H μόνη διέξοδος ήταν να τραπούν σε φυγή εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 1000 νεκρούς, 150 αιχμαλώτους και 1500 άλογα. Οι απώλειες του Αλεξάνδρου, όπως τις παραθέτει ο Κούρτιος, έφθασαν τους 60 ιππείς και 100 πεζούς νεκρούς και 1.000 τραυματίες, αλλά η καταδίωξη των Σκυθών ανεστάλη, όταν ο Αλέξανδρος ήπιε μολυσμένο νερό και ασθένησε σοβαρά. Αν και η περιγραφή του Αρριανού δεν είναι σαφής, στο ένθετο επιχειρείται σύντομη ανάλυση της τακτικής που ακολούθησε ο Αλέξανδρος.
Παρά τις μικρές τους σχετικά απώλειες, οι Σκύθες υπέστησαν ανεπανόρθωτη ήττα από πλευράς ηθικού, καθώς σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη κατέφθασαν πρέσβεις του ηγεμόνα τους, οι οποίοι απολογήθηκαν για τα συμβάντα στον Αλέξανδρο, χαρακτηρίζοντας τα γεγονότα ως έργο συμμοριών ληστών και όχι ως ενέργειες του σκυθικού κράτους.
Αναμφίβολα το στοιχείο που εντυπωσίασε τους Σκύθες, δεν ήταν το μέγεθος της υλικής καταστροφής (η οποία δεν ήταν σημαντική) αλλά το αποφασιστικό πλήγμα που δέχθηκε η τακτική τους, μία τακτική που τους είχε καταστήσει αήττητους, από την εποχή της ίδρυσης του περσικού κράτους. Κατά συνέπεια, εφόσον η ακολουθούμενη επί αιώνες τακτική τους είχε αχρηστευθεί από τον Αλέξανδρο, η μόνη δόκιμη πλέον λύση ήταν οι διαπραγματεύσεις και ο συμβιβασμός, που επισφραγίσθηκαν με την αποστολή πρέσβεων.
Πηγή
Οι ελαφρά οπλισμένοι αυτοί ιππείς, με χαρακτηριστικό τους όπλο το ισχυρό σύνθετο τόξο, είχαν εξαιρετικά μεγάλη ακτίνα δράσης και το ενδεχόμενο να διεισδύσουν στη Σογδιανή και να ενωθούν με τις δυνάμεις του Σπιταμένη θα συνεπάγετο χρονοβόρες και εξαντλητικές επιχειρήσεις για την εκδίωξή τους. Κατά συνέπεια η μεθόριος όφειλε να αποκατασταθεί ταχύτατα, ενώ η υποχώρηση προς τα Βάκτρα και η αναμονή ενισχύσεων (κάτι που ήλπιζαν οι επαναστάστες) θα αποτελούσε ολέθριο σφάλμα.
O Αλέξανδρος δεν αποσκοπούσε απλώς στην ανακατάληψη της Κυρούπολης και των επτά οχυρών, αλλά και στη σύλληψη ή στην εξόντωση των επαναστατών, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να διαφύγουν στις στέππες και να επιστρέψουν μόλις εστρέφετο κατά του Σπιταμένη. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, ο Κρατερός διατάχθηκε να πολιορκήσει την Κυρούπολη, αποκλείοντας την πόλη με τάφρο, ανάχωμα και περίφραξη που θα προστάτευε τις πολιορκητικές μηχανές. Οι μονάδες ιππικού διατάχθηκαν να περικυκλώσουν τα δύο πλέον απομακρυσμένα οχυρά για να αποκλεισθεί κάθε προοπτική διαφυγής των επαναστατών, ενώ αποφασίστηκε να καταληφθούν εξ εφόδου τα τρία πλησιέστερα. Το πρώτο, η Γάζα, ήταν προστατευμένο με χαμηλό σχετικά ανάχωμα και καταλήφθηκε με έφοδο των πεζεταίρων, υπό την κατάληψη συνεχών και καταιγιστικών βολών των ελαφρά οπλισμένων πεζών.
Τη στιγμή της έναρξης της εφόδου, οι σφενδονήτες, οι τοξότες και οι ακοντιστές εκτόξευσαν βροχή βλημάτων βελών και ακοντίων στους υπερασπιστές του αναχώματος, ενώ έβαλαν ταυτόχρονα και οι καταπέλτες και οι λιθοβόλοι με καταστροφικές συνέπειες, λόγω της μικρής απόστασης. Οι επαναστάτες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το ανάχωμα, με αποτέλεσμα οι πεζεταίροι, χρησιμοποιώντας σκάλες, να βρεθούν ταχύτατα στην κορυφή και να διεισδύσουν στην εσωτερική περίμετρο.
H φρουρά εκτελέσθηκε και την ίδια ημέρα ο Αλέξανδρος ανακατέλαβε με τον ίδιο τρόπο το δεύτερο οχυρό και την αμέσως επομένη το τρίτο. Όπως είχε προβλέψει, οι φρουρές των δύο απομακρυσμένων οχυρών, όταν είδαν τους καπνούς από τις φλόγες της καταστροφής των άλλων και πληροφορήθηκαν την οικτρή μοίρα των υπερασπιστών τους από τους λιγοστούς επιζώντες, επιχείρησαν μαζική έξοδο για να διαφύγουν, αλλά περικυκλώθηκαν από τις μονάδες του ιππικού και κατασφάγησαν.
Έτσι, μέσα σε σαραντοκτώ ώρες, τα πέντε από τα επτά οχυρά είχαν ανακαταληφθεί. Χωρίς να χρονοτριβεί, ο Αλέξανδρος βάδισε εναντίον της Κυρούπολης, η οποία ήταν περιτειχισμένη με υψηλά τείχη και φρουρείτο από επίλεκτες δυνάμεις των επαναστατών, διατάσσοντας να πλησιάσουν οι πολιορκητικοί κριοί στα τείχη. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής επιχείρησης παρατήρησε ότι ο χείμαρρος που διέσχιζε την πόλη, διερχόμενος κάτω από τα τείχη, ήταν σχεδόν στεγνός επιτρέποντας τη διέλευση πεζών. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει μαζικά τους κριούς στην άλλη πλευρά των τειχών, ώστε να αποσπάσει την προσοχή των πολιορκημένων και να τους υποχρεώσει να συγκεντρώσουν στην πλευρά εκείνη το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους, ώστε να αξιοποιήσει την κοίτη του χειμάρρου για να εισβάλλει στην πόλη χωρίς να γίνει αντιληπτός. (4)
Πιθανότατα κατά τη διάρκεια της νύχτας ή με το πρώτο φως, αν και αυτό δεν προσδιορίζεται από τους ιστορικούς, επικεφαλής των υπασπιστών, των Αγριάνων ακοντιστών και των τοξοτών, πέρασε ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου μέσα στην πόλη, αρχικά με λίγους άνδρες και αφού κατέλαβε τις πύλες που υπήρχαν από εκείνη την πλευρά των τειχών, πέρασαν στην πόλη και οι υπόλοιποι. Μόλις οι επαναστάστες αντιλήφθηκαν τον Αλέξανδρο, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, συγκεντρώνοντας στο σημείο εκείνο μεγάλο μέρος της φρουράς, αλλά ήταν πλέον αργά, καθώς από τα τείχη που διέθεταν πλέον ελάχιστους υπερασπιστές, περνούσαν συνεχώς και νέες ενισχύσεις προς τον Αλέξανδρο, ο οποίος τραυματίσθηκε από πέτρα στο κεφάλι και το λαιμό. Τραυματίσθηκε επίσης ο Κρατερός από βέλος και πολλοί ακόμη αξιωματικοί, αλλά τελικά επικράτησαν πλήρως.
Οι απώλειες των επαναστατών έφθασαν τους 8.000 νεκρούς, ενώ άλλοι 15.000 που κατέφυγαν στην ακρόπολη αναγκάσθηκαν να παραδοθούν λόγω έλλειψης νερού. Τα υπόλοιπα δύο οχυρά ανακαταλήφθησαν χωρίς προβλήματα, αν και για το τελευταίο οι γνώμες διίστανται, καθώς κατά τον Πτολεμαίο παραδόθηκε άνευ όρων, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι κυριεύθηκε με έφοδο και οι υπερασπιστές του εκτελέσθηκαν.
Αν και οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου κατά τις πρώτες ημέρες διεξαγωγής των επιχειρήσεων υπήρξαν εντυπωσιακές, δεν πέτυχαν να κάμψουν το πνεύμα των επαναστατών και οι πληροφορίες που κατέφθαναν από διάφορα μέρη της Σογδιανής δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές. Οι Σκύθες συνέχιζαν να συγκεντρώσουν απειλητικά δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Ιαξάρτη, ενώ ο Σπιταμένης πολιόρκησε τα Μαράκανδα.
O Αλέξανδρος αποφάσισε να στραφεί κατά των Σκυθών και παράλληλα απέστειλε στα Μαράκανδα επικουρία υπό το Λύκιο διερμηνέα Φαρνούχη και στρατιωτικούς διοικητές τους Ανδρόμαχο, Μενέβημο και Κάρανο, αποτελούμενη από 60 εταίρους, 800 μισθοφόρους ιππείς και 1500 μισθοφόρους πεζούς. Το υπόλοιπο στράτευμα κινήθηκε προς την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, η οποία περιτειχίσθηκε με τείχη μήκους 60 σταδίων κατά τον Κούρτιο, μέσα σε δεκαεπτά ημέρες, πάνω στην παλαιά χάραξη του στρατοπέδου του Αλεξάνδρου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της περιτείχισης,οι Σκύθες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό ιππέων στην άλλη όχθη του Ιαξάρτη, απειλώντας συνεχώς τον Αλέξανδρο, ο οποίος λόγω του ότι ήταν αποφασισμένος να διασφαλίσει τα βορειοανατολικά του σύνορα, αναζητούσε μία ευκαιρία για να επιτύχει ένα ουσιαστικό πλήγμα.
O Ιαξάρτης στην περιοχή της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης δεν είναι ιδιαίτερα ευρύς, αλλά η διάβασή του έναντι πολυάριθμων εχθρικών δυνάμεων με βασικό τους όπλο το τόξο, δεν ήταν απλή υπόθεση. Από την πλευρά του Αλεξάνδρου η όχθη ήταν εκτός βολής, καθώς οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα σκυθικά βέλη κατέληγαν στον ποταμό, αλλά στο μέσον του ρεύματος είναι βέβαιο ότι θα έβρισκαν το στόχο τους, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αποκαλούμενη πλέον υπεροχή πυρός, όφειλε να αντιμετωπισθεί. Για το λόγο αυτό ο Αλέξανδρος παρέταξε στην όχθη τούς καταπέλτες (οξύβελους), οι οποίοι έβαλαν συστηματικά κατά των Σκυθών.
O Κούρτιος διέσωσε την πληροφορία ότι οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι πεζοί) χρησιμοποίησαν ασκούς γεμάτους άχυρα για να διαβούν τον ποταμό, ενώ οι εταίροι και οι πεζεταίροι 12.000 σχεδίες που κατασκευάστηκαν εντός τριών ημερών, χωρίς όμως να εξηγεί πώς υλοποιήθηκε αυτό το εντυπωσιακό έργο. Κατά τον Αρριανό, αρκετοί Σκύθες επλήγησαν από τα βλήματα και μάλιστα κάποιος ιππέας (προφανώς σημαίνον πρόσωπο) έπεσε από το άλογό του λόγω της ισχύος του βλήματος που είχε διαπεράσει την ασπίδα του. Οι υπόλοιποι, ανησυχώντας λόγω των καταστροφικών αποτελεσμάτων των βλημάτων και της μεγάλης τους εμβέλειας, υποχώρησαν από τα ευάλωτα σημεία της όχθης. Αυτή τη στιγμή της σύγχυσης, άρχισε ο Αλέξανδρος να διασχίζει τον ποταμό, ακολουθούμενος από τους ψιλούς και ενώ οι σάλπιγγες ηχούσαν από άκρου εις άκρον.
Μόλις οι τοξότες και οι σφενδονήτες έφθασαν στην άλλη όχθη, διατάχθηκαν να βάλλουν ακατάπαυστα κατά των Σκυθών, ώστε να καλύψουν με ασφάλεια τους βαρύτερα οπλισμένους πεζούς και ιππείς που συνέχιζαν να διασχίζουν τον ποταμό. O περισσότερο γλαφυρός στις περιγραφές του Κούρτιος, υποστηρίζει ότι οι ψιλοί που χρησιμοποιούσαν ασκούς διέσχιζαν τον ποταμό, καλυπτόμενοι μεταξύ των σχεδίων, ενώ πάνω στις σχεδίες δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα καθώς οι πεζεταίροι κάλυπταν με τις ασπίδες τους τους κωπηλάτες, προσπαθώνταςταυτόχρονα να διατηρήσουν την ισορροπία τους, υπό βροχή βελών και βλημάτων, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν.
Τα περισσότερα άλογα αφέθηκαν να κολυμπήσουν, συγκρατούμενα από τους χαλινούς, και σταδιακά το στράτευμα διέσχισε τον Ιαξάρτη με όλες σχεδόν τις ασπίδες διάτρητες από τα σκυθικά βέλη. (9) Μετά τη διάβαση του ποταμού, το πρόβλημα του Αλεξάνδρου μετατοπίσθηκε ως προς το πώς θα παρέσυρε τους Σκύθες σε μάχη και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μία ιππαρχία ελλήνων μισθοφόρων και τέσσερις ίλες ιππακοντιστών, που θα προέβαιναν σε υποθετική καταδίωξη του εχθρού.
Όταν οι Σκύθες διαπίστωσαν ότι οι διώκτες τους ήταν ελάχιστοι (περίπου 1.200), στράφηκαν αμέσως και ακολουθώντας τη συνηθισμένη τους τακτική τούς περικύκλωσαν. Εκείνη τη στιγμή όμως κατέφθασαν οι τοξότες, οι Αγριάνες ακοντιστές και οι υπόλοιποι ψιλοί από το Βάλαστρο, οι οποίοι αποτελούσαν το προπέτασμα ενός σχηματισμού κρούσης που αποτελείτο από τρεις ιππαρχίες εταίρων και τις υπόλοιπες ίλες των ιππακοντιστών.
Οι έφιππες αυτές μονάδες χτύπησαν αμέσως τους Σκύθες, ενώ ένας δεύτερος σχηματισμός κρούσης με μεγάλο βάθος στοίχων και επικεφαλής τον Αλέξανδρο, αποτελούμενος από τους υπόλοιπους εταίρους, έπληξε τους Σκύθες στο κέντρο, διερχόμενος από τα διάκενα των ψιλών. Κατά τον Αρριανό οι Σκύθες ακινητοποιήθηκαν, αδυνατώντας να συνεχίσουν να κινούνται σε κύκλο, καθώς επλήγησαν σχεδόν ταυτόχρονα και από τους ψιλούς και από τις μονάδες του ιππικού.
H μόνη διέξοδος ήταν να τραπούν σε φυγή εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 1000 νεκρούς, 150 αιχμαλώτους και 1500 άλογα. Οι απώλειες του Αλεξάνδρου, όπως τις παραθέτει ο Κούρτιος, έφθασαν τους 60 ιππείς και 100 πεζούς νεκρούς και 1.000 τραυματίες, αλλά η καταδίωξη των Σκυθών ανεστάλη, όταν ο Αλέξανδρος ήπιε μολυσμένο νερό και ασθένησε σοβαρά. Αν και η περιγραφή του Αρριανού δεν είναι σαφής, στο ένθετο επιχειρείται σύντομη ανάλυση της τακτικής που ακολούθησε ο Αλέξανδρος.
Παρά τις μικρές τους σχετικά απώλειες, οι Σκύθες υπέστησαν ανεπανόρθωτη ήττα από πλευράς ηθικού, καθώς σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη κατέφθασαν πρέσβεις του ηγεμόνα τους, οι οποίοι απολογήθηκαν για τα συμβάντα στον Αλέξανδρο, χαρακτηρίζοντας τα γεγονότα ως έργο συμμοριών ληστών και όχι ως ενέργειες του σκυθικού κράτους.
Αναμφίβολα το στοιχείο που εντυπωσίασε τους Σκύθες, δεν ήταν το μέγεθος της υλικής καταστροφής (η οποία δεν ήταν σημαντική) αλλά το αποφασιστικό πλήγμα που δέχθηκε η τακτική τους, μία τακτική που τους είχε καταστήσει αήττητους, από την εποχή της ίδρυσης του περσικού κράτους. Κατά συνέπεια, εφόσον η ακολουθούμενη επί αιώνες τακτική τους είχε αχρηστευθεί από τον Αλέξανδρο, η μόνη δόκιμη πλέον λύση ήταν οι διαπραγματεύσεις και ο συμβιβασμός, που επισφραγίσθηκαν με την αποστολή πρέσβεων.
Πηγή