Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Εταιρικοί διάλογοι

Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος.... Τις μεταφράσεις αυτές τις έκανε ο παπούς μου, ο (επίσης) Νίκος Σαραντάκος. Ο Λουκιανός ήταν από τους αγαπημένους του συγγραφείς, και ο παπούς είχε μια στερεότυπη έκδοση του αρχαίου κειμένου από τις παλιές Τόυμπνερ της Λειψίας και διάβαζε από το πρωτότυπο.

Σε ένα περιοδικό που έβγαζε, τη Φωνή της Ειρήνης και μετέπειτα Φωνή της Προόδου, δημοσίευε κατά καιρούς μεταφράσεις από σύντομα κείμενα του Λουκιανού, διαλόγους ως επί το πλείστον αν και όχι μόνο. Τα τελευταία χρόνια σχεδίαζε να εκδώσει μια επιλογή, αλλά δεν πρόφτασε.

Εμειναν όμως τα χαρτιά του και σκοπεύω να τα παρουσιάσω, σε πρώτη φάση από εδώ. Λίγα περισσότερα για τον ποιητή Αχθο Αρούρη, όπως αλλιώς ήταν γνωστός ο Νίκος Σαραντάκος, μπορείτε να δείτε σε άλλες σελίδες.

Σημείωση: σε ορισμένες λέξεις κρατάω την ορθογραφία του παπού, που είναι διαφορετική από την επικρατούσα σήμερα. Αυτό το κάνω από συναισθηματικούς λόγους και όχι επειδή υπαγορεύεται από τη σωστή ετυμολογία της λέξης, όπως σκέφτηκε ο κ. Μπαμπινιώτης και μας γέμισε τσηρώτα, φιλαινάδες, αγώρια και άλλα τέτοια ενδεχομένως σωστά και ασφαλώς αποτρόπαια.

Γλυκέρα και Θαΐς


ΓΛΥΚ. Τόνε θυμάσαι, Θαΐτσα, κείνον το στρατιώτη τον Ακαρνάνα, πού’ τανε παλιότερα με την Αβροτονούλα κι ύστερα τά’ φτιασε μαζί μου; Αυτόνε ντε, το λεβεντονιό με τη χλαμύδα, ή μπας και τόνε ξέχασες;
ΘΑΪΣ. Πώς, Γλυκερούλα, τον θυμάμαι, που τά’ πιαμε πέρυσι μαζύ στα Αλώα.[1] Τι τρέχει; Κάτι θέλεις να μου πεις για δαύτον.
ΓΛΥΚ. Να, αυτή η καπάτσα η Γοργόνα -που μού’ κανε και τη φιλενάδα. Χώθηκε ανάμεσά μας και μου τον πήρε.
ΘΑΪΣ. Δηλαδή, δεν έρχεται πια μαζύ σου ο λεγάμενος, αλλά έκαμε ερωμένη του τη Γοργόνα;
ΓΛΥΚ. Ναι, Θαΐτσα. Και δεν ξέρεις πόσο μου κόστισε τούτο το χουνέρι…
ΘΑΪΣ. Ζόρικο πράμα βέβαια, Γλυκερούλα, όμως όχι κι αναπάντεχο. Είναι συνηθισμένα σε μας τις εταίρες κάτι τέτοια φερσίματα. Γι’ αυτό ούτε να χολοσκάς πρέπει ούτε και να κατηγορείς πολύ τη Γοργόνα. Σε κατηγόρησε σένα η Αβροτονούλα τότε που της έκανες εσύ την ίδια λαχτάρα, μόλο που ήσασταν φιλενάδες; Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνω είναι τι της βρήκε της Γοργόνας αυτός ο στρατιώτης. Μπιτ στραβός είναι και δε βλέπει πώς μαδάνε τα μαλλιά της κι έχει αρχίσει να κάνει φαλάκρα από πάνω από το κούτελο ή τα χείλια της πού’ ναι κατάχλωμα σαν του λείψανου ή το λαιμό της πούν’ αδύνατος με φουσκωμένες τις φλέβες; Άσε πια τη μυτάρα της. Το μόνο καλό πού’χει είναι πού’ναι ψηλή μ’ ολόισιο το κορμί της και γελάει πολύ χαριτωμένα.
ΓΛΥΚ. Για την ομορφιά της θαρρείς πως την εδιάλεξε, Θαΐτσα, ο ρουμελιώτης; Δεν ξέρεις πως η μάννα της, η Χρύσω, είναι μάγισσα και ξέρει κάτι θεσσαλικά ξόρκια και πως κατεβάζει το φεγγάρι; Λένε μάλιστα πως τις νύχτες πετάει σα νυχτερίδα. Αυτή τον επότισε κάτι μαγικά βοτάνια, τον έκαμε παλαβό για την κορη της και τόρα τον τρυγάνε…
ΘΑΪΣ. Και συνεργία Γλυκερούλα θά’ βρεις άλλονε να τρυγήσεις. Και τούτον εδώ φασκέλωσέ τον.

Μύρτιον και Πάμφιλος και Δωρίς


ΜΥΡΤ. Ώστε παντρέβεσαι, Πάμφιλε, την κόρη του Φίλωνα του καπετάνιου; Ή μήπως παντρεφτήκατε κιόλας, καθώς λένε; Δηλαδή πήγανε περίπατο όλοι εκείνοι οι όρκοι που μού’ κανες, και τα δάκρυα, κι όλα; Και την ξεχάνουμε έτσι στο πι και φι τη Μυρτούλα; Και ίσα-ίσα τόρα πού’ μαι οχτώ μηνών έγκυος! Δηλαδή το μόνο που κέρδισα από τον έρωτά σου είναι που μου φούσκωσες την κοιλιά, και σε λίγο θά’χω να ταΐζω κι ένα μωρό, πράμα πολύ βαρύ για μιαν εταίρα. Γιατί δε σκοπεύω να το πετάξω το παιδί, και μάλιστα αν είν’ αγόρι, αλλά θα το βγάλω Πάμφιλο, και θα τό’χω παρηγοριά για τη χαμένη μου αγάπη. Όμως εκείνο, άμα μεγαλώσει, κάποτε θα σ’ εύρει και θα σου ζητήσει το λόγο, που απαράτησες έτσι την καϋμένη τη μαννούλα του! Νά’ παιρνες τουλάχιστον καμμιάν όμμορφη! Την είδα, τώρα κοντά, στα Θεσμοφόρια, με τη μάννα της, χωρίς να φανταστώ πως γι’ αυτό το σκιάχτρο δε θα ξαναϊδώ τον Πάμφιλο! Αμ κοίταξέ τηνε πρωτύτερα καϋμένε και ιδές το μούτρο της και τα μάτια της, κι ας μη σου κακοφανεί που παραείναι γαλανά κι αλλοιθωρίζουνε και τό’ να κυττάζει τ’άλλο! Δεν έχεις δει τουλάχιστο τον Φίλωνα, τον πατέρα της νύφης; Άμα δεις αυτουνού τα μούτρα δε χρειάζεται καθόλου να ιδείς και την κόρη του.
ΠΑΜΦ. Θα σ’ ακούω πολύ ώρα ακόμη, ρε Μυρτούλα, να λες παλαβωμάρες για κοπέλλες και για παντρειές με καπετανοπούλες; Εγώ δεν έχω ιδέα για καμμιά νύφη, ούτε όμμορφη ούτε σκιάχτρο. Κι ούτε ξέρω αν ο Φίλωνας απ’ την Αλωπεκή (γι’ αυτόνε νομίζω πως μιλάς) έχει καμμιά κόρη της παντρειάς. Κι ούτε είναι φίλος του πατέρα μου ο λεγάμενος. Θυμούμαι μάλιστα που προ καιρού τον είχε πάει στα δικαστήρια για κάποιο ναυτικό συμφωνητικό. Χρωστούσε θαρρώ στον πατέρα μου ένα τάλαντο και δεν ήθελε να το δώσει. Κι ο πατέρας μου τον πήγε στο Ναυτοδικείο και μόλις τόρα τελευταία τον πλήρωσε, και μάλιστα δεν τά’ δωσε όλα όπως έλεγε ο πατέρας μου. Αμ αν ήτανε να παντρευτώ, θα άφινα την κόρη του Δημέα, που ήτανε πέρυσι στρατηγός, πού’ναι και ανηψιά της μάννας μου, για να πάρω την κόρη του Φίλωνα; Αλλά δε μου λες, εσύ που τά’ μαθες όλα αυτά; Ή μήπως τα σοφίστηκες μόνη σου επίτηδες, για να μου κάνεις καυγάδες και ζήλιες;
ΜΥΡΤ. Δηλαδή, δεν παντρέβεσαι, Πάμφιλε;
ΠΑΜΦ. Παλάβωσες, ρε Μυρτούλα ή είσαι μεθυσμένη; Τι διάολο, χτες δεν ήπιαμε τόσο πολύ.
ΜΥΡΤ. Τούτη η Δωρίτσα με λαχτάρησε. Την είχα στείλει να μου πάρει μαλλί για την κοιλιά μου και να προσευχηθεί για μένα στη Λοχεία και τούτη απάντησε στο δρόμο τη Λεσβία και… αλλά πέστα καλύτερα Δωρίτσα εσύ η ίδια όσα σου είπε, εξόν πια αν τά’βγαλες από το μυαλό σου.
ΔΩΡ. Μα θάθελα σκότωμα, κυρά, αν σούλεγα κανένα ψέμμα. Να, καθώς περνούσα κοντά στο Πρυτανείο, νά’ σου την μπροστά μου η Λεσβία χαμογελαστή. Και μου λέει: ‘Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρέβεται την κόρη του Φίλωνα. Κι αν δε με πιστεύεις, έλα στο σοκάκι μας να τα ιδείς όλα εντάξει, το σπίτι γεμάτο στεφάνια, τις αυλητρίδες, τη φασαρία και ν’ ακούσεις το τραγούδι του γάμου.
ΠΑΜΦ. Λοιπόν, τι έγινε, Δωρίτσα; Πήγες;
ΔΩΡ. Μάλιστα! Πήγα και τά’δα όλα, όπως μου τά’πε.
ΠΑΜΦ. Τόρα καταλαβαίνω πώς την πατήσατε! Ούτε η Λεσβία σού’πε εντελώς ψέμματα, Δωρίτσα, ούτε κι εσύ είπες ψέμματα στη Μυρτούλα. Άδικα όμως ταραχτήκατε γιατί ο γάμος δεν ήτανε στο σπίτι μας. Τόρα θυμήθηκα αυτά που μού’πε η μάννα μου χτες βράδυ όταν εγύρισα στο σπίτι μου φεύγοντας από δω. ‘Ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, Πάμφιλε, ο γυιος του Αρισταίνετου του γείτονά μας, έβαλε μυαλό και παντρέβεται. Εσύ ως πότε θα ζεις με μιαν εταίρα;’ Κάτι τέτοια άκουγα που μού’λεγε καθώς με πήρε ο ύπνος. Το πρωί σηκώθηκα κι έφυγα νωρίς από το σπίτι και δεν είδα τις ετοιμασίες που είδε αργότερα η Δωρίτσα. Κι αν δεν το πιστέβετε, ξαναπήγαινε βρε Δωρίτσα και ιδές προσεχτικά όχι το σοκάκι αλλά την πόρτα. Ποια έχει τα στεφάνια, η δική μας ή του γείτονα;
ΜΥΡΤ. Μου γλύτωσες τη ζωή, Πάμφιλε. Γιατί’ χα σκοπό να κρεμαστώ αν γινότανε κάτι τέτοιο!
ΠΑΜΦ. Βλέπεις ότι δεν έγινε. Κι εγώ δεν παλάβωσα ακόμα ν’ αφίσω τη Μυρτούλα μου και μάλιστα τόρα που θα μου κάμει παιδί!

ΗΤΗΡ ΚΑΙ ΦΙΛΙΝΝΑ


ΜΗΤ. Ζουρλάθηκες, μωρή Φίλιννα ή τίποτ’ άλλο έπαθες εχτές στο γλέντι; Ήρθε σήμερα πρωί-πρωί ο Δίφιλος και μου διηγήθηκε κλαίγοντας όλα όσα τού’ καμες. Μέθυσες, λέει, και σηκώθηκες καταμεσής και χόρευες ενώ εκείνος προσπαθούσε να σε εμποδίσει, κατόπιν φίλησες το φίλο του το Λαμπρία, κι επειδή θύμωσε και σε μάλλωσε τον απαράτησες και πήγες κοντά στο Λαμπρία και τον αγκάλιασες, ενώ αυτός κόντευε να σκάσει από το κακό του μ’ αυτά που γινόντουσαν. Κι ούτε κοιμήθηκες, θαρρώ, μαζύ του τη νύχτα, αλλά τον άφισες να κλαίει και ξάπλωσες σ’ ένα καναπέ εκεί κοντά, μόνη σου, και τραγουδούσες για να τόνε σκας.
ΦΙΛ.  Όμως, μαννούλα, δεν σού’ πε και τα δικά του τα καμώματα. Γιατί δε θά’ παιρνες το μέρος του, αν ήξερες τις προσβολές που μού’καμε. Προτού νά’ ρθει ο Λαμπρίας, ο λεγάμενος με είχε παρατήσει και είχε πιάσει την ψιλοκουβέντα με τη Θαΐδα, την αγαπητικιά του Λαμπρία. Κι όταν είδε που στεναχωρέθηκα, και τού’ γνεφα τι είν’ αυτά που κάνει, αυτός πιάνοντας τη Θαΐδα από την άκρη του αφτιού, της έγειρε πίσω το κεφάλι και της έδωσε ένα φιλί τόσο ρουφηχτό, που θαρρείς και κόντεψε να της ξεκολλήσει τα χείλια. Κι έπειτα, όπως έκλαιγα εγώ αυτός γελούσε και ζυγώνοντας το στόμα του στης Θαΐδας το αφτί, της κρυφομιλούσε ώρα, εις βάρος μου φυσικά, και κείνη με κύτταζε και χαμογελούσε, ώσπου ακούσανε που’ ρχόταν ο Λαμπρίας και χορτάσανε φιλιά. Εγώ τότε, παρ’ όλ’ αυτά, πήγα και κάθισα πλάι του, για να μη μπορεί να προφασίζεται ύστερα. Η Θαΐδα πρώτη σηκώθηκε και χόρεψε και τραβώντας το φόρεμά της έδειχνε τις γάμπες της, σα νά’τανε μόνο αυτή που έχει όμμορφες γάμπες. Όταν εσταμάτησε, ο Λαμπρίας δεν είπε τίποτα, σώπαινε. Όμως ο Δίφιλος άρχισε τα παινέματα: τι όμμορφα και ρυθμικά που χόρεψε, τι τέλεια π’ ακολουθούσε το πόδι της την κιθάρα, τι φίνες γάμπες ήταν αυτές, και χίλια δυο άλλα τέτοια, λες και παίνευε τη Σωσάνδρα του Κάλαμη, κι όχι τη Θαΐτσα, που την είδες στο λουτρό και ξέρεις πώς είναι! Κι η Θαΐδα άρχισε τότε την κοροϊδία: Ας σηκωθεί δα να χορέψει και καμμιά άλλη… αν δεν ντρέπεται που’ ναι οι γάμπες της λιανές σαν καλάμια! Τι να πω, μάννα; Σηκώθηκα το λοιπόν και χόρεψα. Τι έπρεπε να κάμω; Να τα καταπιώ μαθές και ν’ αφίσω τη Θαΐδα να μας κάνει την πρώτη στο γλέντι;
ΜΗΤ. Έπρεπε να σταθείς ανώτερη, κόρη μου, και να μην της δώσεις σημασία. Όμως για λέγε παρακάτω. Τι έγινε ύστερα;
ΦΙΛ. Όλοι οι άλλοι με παίνεσαν για το χορό μου, και μοναχά ο Δίφιλος έγειρε ανάσκελα και κυττούσε το ταβάνι αμίλητος, ώσπου κουράστηκα κι έκατσα κάτω.
ΜΗΤ. Είν’ αλήθεια πως φίλησες το Λαμπρία, και πως πήγες κοντά του και τον αγκάλιασες; Δεν μιλάς, ε! Κάτι τέτοια δε συχωριούνται!
ΦΙΛ. Να, ήθελα να τον πικράνω κι εγώ όπως με πίκρανε.
ΜΗΤ. Κι έπειτα, όχι μόνο δεν εκοιμήθηκες μαζύ του, μα και τό’ ριξες στο τραγούδι, καθώς εκείνος έκλαιγε! Δε συλλογιέσαι, κόρη μου, πως είμαστε φτωχές; Δε θυμάσαι πόσα μας έχει δώσει; Δεν σκέφτεσαι πώς θα τη βγάζαμε πέρυσι το χειμώνα αν δεν μας τον έστελνε η Αφροδίτη;
ΦΙΛ. Και πρέπει γι’ αυτό να τα καταπίνω όλα και να τον αφίνω να με κάνει σκουπίδι;
ΜΗΤ. Να θυμώνεις, κόρη μου, δε λέω, αλλά να μην τόνε προσβάλλεις. Οι αγαπητικοί τσαντίζονται με τις προσβολές κι αρχίζουν να λένε: ρε πού έμπλεξα! και κόβουνε. Εσύ πολύ ζόρικη τού’ χεις γίνει του ανθρώπου, και πρόσεξε μην το παρατραβάμε το σκοινί, γιατί μπορεί να κοπεί, που λέει και η παροιμία.

Δορκάς – Παννυχίς – Φιλόστρατος – Πολέμων


ΔΟΡ. Χαθήκαμε κυρά! Χαθήκαμε! Γύρισε ο Πολέμωνας από την εκστρατεία, πλούσιος καθώς λένε. Τον είδα κι εγώ πριν από λίγο. Φορούσε έναν κατακόκκινο μαντύα και τον εσυνόδευαν πολλοί υποταχτικοί του. Κι οι φίλοι του, μόλις τον είδαν, έτρεξαν να τον καλωσορίσουνε, Εγώ τότε εζύγωσα τον υπηρέτη του, που ρχόταν από πίσω του, που είχε πάει μαζύ του στην εκστρατεία, κι αφού πρώτα τον εχαιρέτησα, τον αρώτηξα: -- Δε μου λες, Παρμένωνα, πώς τα περάσατε στον πόλεμο και τι καλά μας φέρνετε γυρίζοντας;
ΠΑΝ. Ε, όχι έτσι, αμέσως-αμέσως! Θάπρεπε πρώτα να του πεις: Ευχαριστώ τους θεούς που γλυτώσατε, και μάλιστα το Δία το Φιλόξενο και την Αθηνά την πολεμική. Η κυρά μου όλον τον καιρό ερώταγε και μάθαινε πού βρισκόσαστε και τι κάνετε. Αν πρόσθετες, μάλιστα πως: όλο τον Πολέμωνα θυμότανε κι έκλαιγε, θάταν ακόμα καλύτερα.
ΔΟΡ.  Αμ τά’πα όλα αυτά στην αρχή, αλλά βιαζόμουν να σου πω τι έμαθα, γι’ αυτό δε στό’πα. Νά πώς άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένωνα: Σίγουρα, Παρμένων, θα βουΐξανε τ’ αυτιά σας εκεί που βρισκόσαστε, γιατί η κυρά μου όλο σας εμελέταγε κι έκλαιγε. Κι αν ερχότανε κανείς από τον πόλεμο, και μαθαινόταν πως σκοτώθηκαν πολλοί εσπάραζε και τραβούσε τα μαλλιά της και χτυπούσε τα στήθεια της κι ήτανε να την κλαις ύστερ’ από κάθε είδηση.
ΠΑΝ. Μπράβο Ζαρκαδούλα, φίνα τά’πες.
ΔΟΡ. Ύστερ’ απ’ αυτά, τον αρώτηξα κείνα που σού’ πα. Και κείνος μού’πε: εγυρίσαμε πολύ-πολύ ωραία.
ΠΑΝ. Καλά, δε σού’πε τίποτ’ άλλο; Αν με θυμότανε ο Πολέμωνας, αν μ’ αποζητούσε ή αν ευχότανε να μ’ εύρη ζωντανή;
ΔΟΡ. Τέτοια έλεγε πάρα πολλά. Αλλά μού’πε και για την κονομισιά: λεφτά πολλά, χρυσάφι, ρούχα, δούλους, ελεφαντόδοντο. Πολλά λεφτά, που λες. Μόνο με τη σέσουλα μπορείς να τα μετρήσεις. Κι έφερε πολλούς κουβάδες. Κι ο ίδιος ο Παρμένωνας είχε στο μικρό του δάχτυλο ένα κοτζάμου δαχτυλίδι πολύγωνο με μια τρίχρωμη πέτρα κόκκινη απάνω-απάνω. Άρχισε να μου λέει πώς εδιάβηκαν τον Άλυ τον ποταμό και πώς εσκότωσαν κάποιον Τηριδάτη και πώς ο Πολέμωνας διακρίθηκε στη μάχη με τους Πισίδες. Όμως εγώ την κοπάνισα κι έτρεξα να σε ειδοποιήσω για να σκεφτείς τι πρέπει να γίνει. Γιατί αν έρθει ο Πολέμωνας –και θάρθει σίγουρα μόλις ξεφορτωθεί τους γνωστούς του- και βρει δω μέσα τον Φιλόστρατο, ποιος ξέρει τι θα κάμει. Ο θεός να βάλει το χέρι του!
ΠΑΝ. Πρέπει κάτι να βρούμε, Ζαρκαδούλα, να βολέψουμε την κατάσταση. Ούτε το Φιλόστρατο κάνει να διώξουμε, που μας έδωσε ένα πεντοχίλιαρο τις προάλλες, πού' ναι έμπορος κοντά στ' άλλα και μας έχει τάξει πολλά. Αλλά ούτε και τον Πολέμωνα πρέπει να τονε κάνουνε πέρα έτσι που γύρισε πλούσιος. Άσε πού' ναι ζηλιάρης! Αφού και τότε που' ταν απένταρος ήτανε ζόρικος, σκέψου πώς θάναι τόρα που τα κονόμησε.
ΔΟΡ. Ωχ! Νάτος! 'Ερχεται!
ΠΑΝ. Λυγούν τα πόδια μου, Ζαρκαδούλα, και τάχω χαμένα. Τι να κάνω;
ΔΟΡ. Ωχ, ωχ! Να πού' ρχεται κι ο Φιλόστρατος!
ΠΑΝ. Τι θα γίνω θεούλη μου; Πώς δεν ανοίγει η γης να με καταπιεί;
ΦΙΛ. Δεν πίνουμε τίποτα, βρε Παννυχίδα;
ΠΑΝ. Αδερφέ μου, με χαντάκωσες! Γεια σου Πολέμωνα! Χρόνια έχουμε να σε δούμε!
ΠΟΛ. Ετούτος ποιος είναι που είναι δίπλα σου; Δε μιλάς, ε! Μπράβο Παννυχίδα! Κι εγώ τσακίστηκα να' ρθω σε πέντε μέρες από τις Πύλες, πηλαλώντας, για μια τέτοια γυναίκα! Καλά να πάθω! Όμως σου χρωστάω και χάρη, γιατί έτσι τόρα πια δεν πρόκειται να με ξανατσακώσεις.
ΦΙΛ. Του λογου σου ποιος είσαι ρε φίλε;
ΠΟΛ. Ο Πολέμωνας, ο Στειριώτης της Πανδιονίδας φυλής, αν έχεις ακουστά, πού'μουνα παλιότερα χιλίαρχος και τόρα έχω στο πόδι πέντε χιλιάδες, αγαπητικός τουτηνής της Παννυχίδας, τότε που νόμιζα πως συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος.
ΦΙΛ. Εντάξει. Τόρα όμως, αρχηγέ των μισθοφόρων, η Παννυχίδα είναι δικιά μου. Έχει πάρει ένα πεντοχίλιαρο και θα πάρει κι άλλο μόλις πουλήσουμε τα φορτία. Και τόρα πάμε Παννυχίδα και τούτον εδώ άστονε να κάνει τον χιλίαρχο στους Οδρύσες.
ΔΟΡ. Ελεύθερη είναι κι αν θέλει μπορεί νάρθει μαζί σου.
ΠΑΝ. Τι να κάμω, Ζαρκαδούλα;
ΔΟΡ. Το καλύτερο είναι να πας μέσα. Έτσι πούναι θυμωμένος ο Πολέμωνας, δεν είναι να μείνεις μαζί του. Άσε που καθώς είναι ζηλιάρης θ' αγριέψει περισσότερο.
ΠΑΝ. Αν θέλεις, πάμε μέσα.
ΠΟΛ. Σας το λέω όμως, να το ξέρετε. Σήμερα θα τα πείτε για τελευταία φορά. Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά, κι ούτε γυμνάστηκα τζάμπα σε τόσα φονικά. Παρμένωνα, φώναξε τους Θράκες! Να έρθουν αρματωμένοι. Η φάλαγγα να φράξει το στενάκι. Οι φαντάροι να παραταχτούν κατά μέτωπο με τους σφεντονιστές και τους τοξότες στα πλευρά τους κι όλοι οι άλλοι πιο πίσω.
ΦΙΛ. Για τίποτα πιτσιρικάδες μας παίρνεις, βρε μισθοφόρε, και μας κάνεις το μπαμπούλα; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα, βρε; Είδες ποτέ σου πόλεμο; Το πολύ πολύ, να σου κάνω το χατήρι να παραδεχτώ πως ήσουνα διμοιρίτης σε κανένα μικροφυλάκιο!
ΠΟΛ. Σε λιγάκι θα μάθεις ποιος είμαι, άμα θα μας δεις να ερχόμαστε για επίθεση και να γυαλίζουν τα όπλα μας!
ΦΙΛ. Άντε ετοιμαστείτε κι ελάτε. Κι εγώ, μαζί με τον Τίβειο από δω, τον μόνο ακόλουθο πού'χω, θα σας πάρουμε με πέτρες και κεραμίδια και θα σκορπίσετε και δεν θα ξέρετε κατά πού να φύγετε.



Τα Αρχαία Κείμενα θα τα βρείτε εδώ