Στις σημαντικές αρχαίες αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας συγκαταλέγεται η πόλη Άκραι, που ιδρύθηκε στη Σικελία από κατοίκους των Συρακουσών. Από τον 19ο αιώνα έως και σήμερα, η αρχαιολογική σκαπάνη είναι δραστήρια στην περιοχή, με πολλά αριστουργήματα να αποκαλύπτονται.
Οι Άκραι ταυτίζονται με την σημερινή ιταλική περιοχή Παλάτσολο Ακρέιντε. Ένας από τους πρώτους που αναγνώρισε την χαμένη πόλη ήταν ο Σικελός μοναχός Τομάσο Φατσέλο (1498 - 1570), ενώ οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στις αρχές του 19ου αιώνα από τον βαρόνο Γκαμπριέλε Γιουντίκα.
Ο βαρόνος περιέγραψε τα ευρήματά του στο βιβλίο Le antichità di Acre (Οι Αρχαιότητες της πόλης Άκραι), το οποίο εκδόθηκε το 1819. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Άκραι ανασκάφτηκαν από τον πατέρα της σικελικής αρχαιολογίας, Πάολο Όρσι, ενώ τις ανασκαφές συνέχισαν άλλοι Ιταλοί αρχαιολόγοι, από την δεκαετία του 1950 έως την δεκαετία του 1990.
Οι ανασκαφές στις Άκραι της αρχαϊκής περιόδου αποκάλυψαν ένα σχετικά μικρό θέατρο, που όμως ανακατασκευάστηκε εξαιρετικά. Επίσης υπάρχουν δύο λατομεία που χρησιμοποιήθηκαν ως κατακόμβες Χριστιανών και κατοικίες κατά την ύστερη Αρχαιότητα.
Στην πεδινή περιοχή πάνω από το ένα λατομείο βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού της Αφροδίτης (Αφροδίσιον), ο οποίος κατασκευάστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ..
Παράλληλα, στο δυτικό άκρο του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται το Βουλευτήριον, όπου συνεδρίαζε το συμβούλιο της πόλης. Ανατολικά του τοπικού λόφου βρίσκονται αρχαίοι ναοί αφιερωμένοι στον κόσμο των νεκρών.
Κοντά στις Άκραι βρίσκεται επίσης, λαξευμένο σε βράχο, το άγαλμα της προερχόμενης από την Μικρά Ασία θεάς Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας (Magna Mater), όπως την αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι. Πιστεύεται ότι η περιοχή ήταν το βασικό κέντρο λατρείας,της Κυβέλης σε ολόκληρη την Σικελία. Το ιερό της θεάς Κυβέλης χρονολογείται στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ..
Οι περισσότερες έρευνες που έγιναν στις Άκραι τον 20ο αιώνα έφεραν στο φως δημόσια οικοδομήματα.
Σήμερα, οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν το μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν οι ιδιωτικές κατοικίες, εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της αρχαίας ελληνικής αποικίας.
Ελληνικές αλλά και ρωμαϊκές οικίες ανακαλύφθηκαν πρόσφατα από την πολωνική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, με επικεφαλής την καθηγήτρια αρχαιολογίας Ρωξάνα Τσοβάνιετς. Την περίοδο 2010 - 2017, οι Πολωνοί αρχαιολόγοι βρήκαν ακόμη πολλά αρχαία νομίσματα, αλλά και διαφορετικούς τύπους κεραμικών, γυάλινων, μεταλλικών και λίθινων αρχαίων αντικειμένων.
Οι Άκραι ιδρύθηκαν στη νήσο της Σικελίας το 664 π.Χ. από την κορινθιακή αποικία των Συρακουσών. Οι Συρακούσιοι είχαν σκοπό με τις αποικίες τους, Άκραι, Καμάρινα και Κασμένες, να περιορίσουν τις επεκτατικές βλέψεις των ανταγωνιστών τους στην επίσης αρχαία ελληνική αποικία Γέλα.
Κατά πάσα πιθανότητα, οι Άκραι δεν υπήρξαν πολύ μεγάλη πόλη όπως η Καμάρινα, αλλά ήταν περισσότερο ένα παραμεθόριο οχυρό. Ο Θουκυδίδης αναφέρει στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίον ΣΤ΄, ότι «... αι Άκραι και αι Κασμέναι απωκίσθησαν υπό των Συρακουσίων, αι Άκραι εβδομήντα έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών, αι Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Η Καμάρινα απωκίσθη το πρώτον υπό των Συρακουσίων, ακριβώς σχεδόν εκατόν τριάντα πέντε έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών...».
Αν και πιστή στις Συρακούσες, η πόλη Άκραι είχε την δική της πολιτική ζωή, απολαμβάνοντας διοικητική και στρατιωτική αυτονομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στρατός της πολέμησε, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με την δύναμη εισβολής του Αθηναίου στρατηγού Νικία το 421 π.Χ., συμβάλλοντας στην ήττα του τελευταίου.
Κτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, οι Άκραι άντεχαν στις εχθρικές επιθέσεις, ενώ ήταν ιδανικό σημείο για παρατήρηση της ευρύτερης περιοχής. Μάλιστα, ο Δίων, τύραννος των Συρακουσών, κατά την πορεία του στις Συρακούσες, σταμάτησε για λίγο στις Άκραι.
Αργότερα, οι Άκραι περιήλθαν στην κατοχή του Ιέρωνα, βασιλιά των Συρακουσών (270 - 215 π.Χ.), και σε αυτή την περίοδο γνώρισαν την μεγαλύτερη ευημερία.
Το 211 π.Χ., μετά την κατάκτηση των Συρακουσών από τους Ρωμαίους, περιήλθε στην κατοχή του ρωμαϊκού στρατού και ονομάστηκε Acre στα λατινικά. Η πόλη συνέχισε να υφίσταται και στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Βιβλιογραφία:
Valerio M. Manfredi, Οι Έλληνες της Δύσης, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ΑΒΕ, 1997, σελ. 165-166
Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου), Βιβλίον ΣΤ'
Πηγή
Αρχικές ανασκαφές
Οι Άκραι ταυτίζονται με την σημερινή ιταλική περιοχή Παλάτσολο Ακρέιντε. Ένας από τους πρώτους που αναγνώρισε την χαμένη πόλη ήταν ο Σικελός μοναχός Τομάσο Φατσέλο (1498 - 1570), ενώ οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στις αρχές του 19ου αιώνα από τον βαρόνο Γκαμπριέλε Γιουντίκα.
Ο βαρόνος περιέγραψε τα ευρήματά του στο βιβλίο Le antichità di Acre (Οι Αρχαιότητες της πόλης Άκραι), το οποίο εκδόθηκε το 1819. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Άκραι ανασκάφτηκαν από τον πατέρα της σικελικής αρχαιολογίας, Πάολο Όρσι, ενώ τις ανασκαφές συνέχισαν άλλοι Ιταλοί αρχαιολόγοι, από την δεκαετία του 1950 έως την δεκαετία του 1990.
Αρχαιολογικός χώρος
Οι ανασκαφές στις Άκραι της αρχαϊκής περιόδου αποκάλυψαν ένα σχετικά μικρό θέατρο, που όμως ανακατασκευάστηκε εξαιρετικά. Επίσης υπάρχουν δύο λατομεία που χρησιμοποιήθηκαν ως κατακόμβες Χριστιανών και κατοικίες κατά την ύστερη Αρχαιότητα.
Στην πεδινή περιοχή πάνω από το ένα λατομείο βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού της Αφροδίτης (Αφροδίσιον), ο οποίος κατασκευάστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ..
Παράλληλα, στο δυτικό άκρο του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται το Βουλευτήριον, όπου συνεδρίαζε το συμβούλιο της πόλης. Ανατολικά του τοπικού λόφου βρίσκονται αρχαίοι ναοί αφιερωμένοι στον κόσμο των νεκρών.
Κοντά στις Άκραι βρίσκεται επίσης, λαξευμένο σε βράχο, το άγαλμα της προερχόμενης από την Μικρά Ασία θεάς Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας (Magna Mater), όπως την αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι. Πιστεύεται ότι η περιοχή ήταν το βασικό κέντρο λατρείας,της Κυβέλης σε ολόκληρη την Σικελία. Το ιερό της θεάς Κυβέλης χρονολογείται στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ..
Οι περισσότερες έρευνες που έγιναν στις Άκραι τον 20ο αιώνα έφεραν στο φως δημόσια οικοδομήματα.
Σήμερα, οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν το μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν οι ιδιωτικές κατοικίες, εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της αρχαίας ελληνικής αποικίας.
Ελληνικές αλλά και ρωμαϊκές οικίες ανακαλύφθηκαν πρόσφατα από την πολωνική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, με επικεφαλής την καθηγήτρια αρχαιολογίας Ρωξάνα Τσοβάνιετς. Την περίοδο 2010 - 2017, οι Πολωνοί αρχαιολόγοι βρήκαν ακόμη πολλά αρχαία νομίσματα, αλλά και διαφορετικούς τύπους κεραμικών, γυάλινων, μεταλλικών και λίθινων αρχαίων αντικειμένων.
Ιστορία
Οι Άκραι ιδρύθηκαν στη νήσο της Σικελίας το 664 π.Χ. από την κορινθιακή αποικία των Συρακουσών. Οι Συρακούσιοι είχαν σκοπό με τις αποικίες τους, Άκραι, Καμάρινα και Κασμένες, να περιορίσουν τις επεκτατικές βλέψεις των ανταγωνιστών τους στην επίσης αρχαία ελληνική αποικία Γέλα.
Κατά πάσα πιθανότητα, οι Άκραι δεν υπήρξαν πολύ μεγάλη πόλη όπως η Καμάρινα, αλλά ήταν περισσότερο ένα παραμεθόριο οχυρό. Ο Θουκυδίδης αναφέρει στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίον ΣΤ΄, ότι «... αι Άκραι και αι Κασμέναι απωκίσθησαν υπό των Συρακουσίων, αι Άκραι εβδομήντα έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών, αι Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Η Καμάρινα απωκίσθη το πρώτον υπό των Συρακουσίων, ακριβώς σχεδόν εκατόν τριάντα πέντε έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών...».
Αν και πιστή στις Συρακούσες, η πόλη Άκραι είχε την δική της πολιτική ζωή, απολαμβάνοντας διοικητική και στρατιωτική αυτονομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στρατός της πολέμησε, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με την δύναμη εισβολής του Αθηναίου στρατηγού Νικία το 421 π.Χ., συμβάλλοντας στην ήττα του τελευταίου.
Κτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, οι Άκραι άντεχαν στις εχθρικές επιθέσεις, ενώ ήταν ιδανικό σημείο για παρατήρηση της ευρύτερης περιοχής. Μάλιστα, ο Δίων, τύραννος των Συρακουσών, κατά την πορεία του στις Συρακούσες, σταμάτησε για λίγο στις Άκραι.
Αργότερα, οι Άκραι περιήλθαν στην κατοχή του Ιέρωνα, βασιλιά των Συρακουσών (270 - 215 π.Χ.), και σε αυτή την περίοδο γνώρισαν την μεγαλύτερη ευημερία.
Το 211 π.Χ., μετά την κατάκτηση των Συρακουσών από τους Ρωμαίους, περιήλθε στην κατοχή του ρωμαϊκού στρατού και ονομάστηκε Acre στα λατινικά. Η πόλη συνέχισε να υφίσταται και στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Βιβλιογραφία:
Valerio M. Manfredi, Οι Έλληνες της Δύσης, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ΑΒΕ, 1997, σελ. 165-166
Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου), Βιβλίον ΣΤ'
Πηγή