Καταρχάς πολλοί Έλληνες πολέμησαν διαχρονικά δίπλα στους Πέρσες, άλλοι αναγκαστικά, ως υπόδουλοι και άλλοι ως μισθοφόροι με πιο χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις των 10.000 του Ξενοφώντα, η επιστροφή των οποίων έμεινε γνωστή ως ‘η Κάθοδος των Μυρίων’, αλλά και των Αθηναίων (με αρχηγό τον στρατηγό Χάρη) και των 5.000 Θηβαίων που πολέμησαν στην εξέγερση του Αρτάβαζου Β΄εναντίον του νόμιμου Πέρση βασιλιά (και στη συνέχεια χρηματίστηκαν απ’ αυτόν και πρόδωσαν τον Αρτάβαζο).
Εδώ εξετάζουμε μόνο ποιοι πήραν το μέρος των Περσών στην πρώτη και στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον των ελληνικών πόλεων.
Στην πρώτη περσική εισβολή (492-490 π.Χ.), που έληξε με τους Αθηναίους νικητές στον Μαραθώνα, τα πράγματα ήταν απλά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο:
“Στους κήρυκες που έρχονταν στην Ελλάδα πολλοί από τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας έδωσαν τα όσα ζητούσε ο Πέρσης, καθώς και όλοι ανεξαιρέτως οι νησιώτες”. Σχεδόν όλοι δηλαδή έδωσαν γη και ύδωρ στο Βασιλέα, εκτός απ’ την Αθήνα και την Σπάρτη. Ο μηδισμός της Αίγινας ήταν αυτός που ενόχλησε περισσότερο τους Αθηναίους όμως, γιατί θεώρησαν ότι θα τους επιτίθονταν οι Αιγινίτες και γρήγορα τους “συνέτισαν” με τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Ας μην επεκταθούμε άλλο εδώ.
Στη δεύτερη περσική εισβολή όμως (480-479 π.Χ.), τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα. Ο Ηρόδοτος περιγράφει αναλυτικά ποιοι πήραν το μέρος των Περσών εθελοντικά, στο παρακάτω απόσπασμα:
“Ο Ξέρξης παρέμεινε πολλές μέρες στην Πιερία (…) Οι κήρυκες που είχε στείλει στην Ελλάδα για να ζητήσουν υποταγή, γύρισαν πίσω άλλοι με άδεια χέρια, άλλoι με γην και ύδωρ.
Εκείνοι που έδωσαν γην και ύδωρ ήσαν οι εξής:
Εναντίον αυτών ορκίστηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες, όσοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον βάρβαρο. Ο όρκος ήταν αυτός: Όσοι προσχώρησαν στον Πέρση χωρίς να εξαναγκαστούν, όταν τα πράγματα αποκατασταθούν, θα δώσουν το δέκατο των αγαθών τους στον θεό των Δελφών”.
Καμία σχέση με το “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” του Κολοκοτρώνη, αν θέλετε τη γνώμη μου.
Άλλη μεγάλη πόλη που συμμάχησε με τους Πέρσες ήταν το Άργος, και αυτό συνέβη είτε γιατί βρήκαν προσβλητικούς τους όρους που τους πρότειναν να συμμαχήσουν μαζί τους οι Λακεδαιμόνιοι, είτε γιατί πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του ο Ξέρξης τους είχε στείλει μήνυμα, το οποίο μεταξύ άλλων έλεγε: “Εμείς οι Πέρσες θεωρούμε ότι είμαστε απόγονοι το Πέρση, γιου του Περσέα (…) Είναι λοιπόν πιθανόν να είμαστε απόγονοί σας. Δεν θα ήταν σωστό επομένως να εκστρατεύσουμε εμείς εναντίον των προγόνων μας, ούτε κι εσείς να μας εναντιωθείτε τη στιγμή που ξεκινάμε να τιμωρήσουμε άλλους (σ.σ. εννοούσε τους Αθηναίους), αλλά να μείνετε στη χώρα σας ήσυχοι. Αν όλα έρθουν όπως τα επιθυμώ, κανέναν δεν θα ευνοήσω περισσότερο από σας”.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν μήδισαν τυπικά, αλλά έκαναν το εξής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Έστειλαν 60 καράβια και μόλις αυτά έφτασαν στην Πελοπόννησο, αγκυροβόλησαν στην Πύλο και στο Ταίναρο. Εκεί περίμεναν να δουν πως θα εξελιχθεί ο πόλεμος, σίγουροι κατά βάθος ότι θα νικήσουν οι Πέρσες, “για να μπορούν να πουν στον Πέρση τα εξής ‘Βασιλιά μου, εμείς, ενώ οι Έλληνες πάσχιζαν να μας βάλουν στη συμμαχία τους σ’ αυτόν τον πόλεμο κι η δύναμή μας ήταν από τις πιο μεγάλες και διαθέταμε όχι τα λιγότερα, αλλά τα περισσότερα (ύστερα βέβαια από τους Αθηναίους) καράβια, δεν δεχτήκαμε να εναντιωθούμε σε σένα κι ούτε κάναμε κάτι που θα σε δυσαρεστούσε’. Έλπιζαν με τέτοια λόγια να πετύχουν κάπως καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους (…) Κι από την άλλη μεριά, (…) στις κατηγορίες των Ελλήνων πως δεν πήγαν να βοηθήσουν, απάντησαν ότι αρμάτωσαν εξήντα καράβια, αλλά τα μελτέμια έκαναν αδύνατο το πέρασμα του Μαλέα, και πως αυτός ήταν ο λόγος που έμειναν πίσω, πως δεν απουσίασαν απ’ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας επειδή δείλιασαν”.
Σατανικοί.
Ωστόσο, για τους Θεσσαλείς αξίζει να αναφέρουμε “ότι εμήδισαν στην αρχή αναγκαστικά και έδειξαν φανερά ότι δεν συμφωνούσαν με τις μηχανορραφίες των Αλευάδων”. Τι εννοεί εδώ ο Ηρόδοτος;
Όταν ακόμα ο Μαρδόνιος πάλευε να πείσει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, “έφθασαν πρώτα πρώτα αγγελιοφόροι από τη Θεσσαλία σταλμένοι από τους Αλευάδες (σ.σ. ισχυρή οικογένεια της Λάρισας, που ήλπιζαν ότι οι Πέρσες θα τους βοηθήσει να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Θεσσαλία), οι οποίοι του ζητούσαν να επέμβει στην Ελλάδα”.
Πολύ αργότερα όμως, όταν οι Θεσσαλοί πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζαν οι Πέρσες, αψήφισαν αυτήν την οικογένεια κι έστειλαν αντιπροσωπία στον Ισθμό όπου βρίσκονταν οι Έλληνες σύμμαχοι και τους ζήτησαν βοήθεια. Διαφορετικά θα συνθηκολογούσαν με τον Ξέρξη. Οι Έλληνες όντως έστειλαν 10.000 άντρες στα Τέμπη όπου ενώθηκαν με το θεσσαλικό ιππικό. Ωστόσο, μετά από μερικές ημέρες, αποφάσισαν ότι δεν ήταν το κατάλληλο σημείο για να δώσουν μάχη (για διάφορους συνετούς λόγους που δεν είναι του παρόντος) και υποχώρησαν πάλι στον Ισθμό.
“Τότε οι Θεσσαλοί, χωρίς συμμάχους πλέον, προσχώρησαν ευθύς στους Μήδους χωρίς κανέναν δισταγμό, κι έτσι αποδείχτηκαν κατά τις επιχειρήσεις πολύ χρήσιμοι στον βασιλιά”.
Επίσης, παρότι οι Φωκείς στο σύνολό τους δεν μήδισαν, στη μάχη των Πλαταιών, 1.000 Φωκείς οπλίτες πολέμησαν παρά τη θέλησή τους εναντίων των Ελλήνων με αρχηγό τον Αρμοκύδη.
Όσον αφορά τώρα και τους υπόλοιπους Έλληνες που πολέμησαν ως υποτελείς και παρά τη θέλησή τους, τους υπόλοιπους Έλληνες, έχουμε και λέμε:
Ωστόσο, αξίζει ξεχωριστή μνεία στον βασιλιά τους, τον Αλέξανδρο τον Ά, ο οποίος πολλές φορές προειδοποίησε τη συμμαχία των Ελλήνων για τα σχέδια του Ξέρξη. Μάλιστα, το πρωί πριν την επίθεση του Μαρδόνιου στις Πλαταιές (όπου ήδη είχε στρατοπεδεύσει για δέκα μέρες χωρίς να κάνει καμιά κίνηση), ήταν αυτός που προειδοποίησε τους Έλληνες για τις προθέσεις του προκειμένου να μην αιφνιδιαστούν, να έχουν τον νου τους, ότι σε λίγο ξεκινάει η μάχη:
“Αθηναίοι, έρχομαι να σας μιλήσω απόλυτα μυστικά και δεν πρέπει να αναφέρεται σε κανέναν τίποτα εκτός από τον Παυσανία (…) Γιατί είμαι Έλληνας την καταγωγή από παλιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη(…) Τώρα ο Μαρδόνιος αποφάσισε να αψηφίσει τις θυσίες και μόλις ξημερώσει να επιτεθεί”.
Αυτή η αφήγηση, που θέλει τον Αλέξανδρο έφιππο και μεταμφιεσμένο να μπαίνει στο στρατόπεδο των Ελλήνων είναι ένα από τα πολλά σημεία που έχουν κάνει τους μετέπειτα ιστορικούς -από τον Θουκυδίδη μέχρι τους σημερινούς-, να αμφισβητούν γενικά την ακρίβειά του Ηρόδοτου.
Αξίζει μια ξεχωριστή αναφορά στους Θηβαίους, τους πλέον ‘περιβόητους’ κατά κάποιον τρόπο έως και σήμερα για τον ‘εθελοντικό’ μηδισμό τους. Οι πιο γνωστές τους στιγμές είναι η συμμετοχή τους ως όμηροι των Σπαρτιατών στη μάχη των Θερμοπυλών, όπου πολέμησαν χωρίς να θέλουν και σε κάποιοι σημείο αυτομόλησαν στον εχθρό, οι συμβουλές και οι ευκολίες που έδωσαν στους Πέρσες, επιτρέποντάς τους να στρατοπεδεύσουν ακόμα και πίσω απ’ τα τείχη της πόλης, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών, όπου ο Ηρόδοτος γράφει χαρακτηριστικά:
“Όσοι από τους Θηβαίους είχαν μηδίσει, έδειξαν μεγάλη γενναιότητα στη μάχη και δεν θέλησαν να υποχωρήσουν. Τριακόσιοι απ’ αυτούς, οι πρώτοι και καλύτεροι, σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους. Όταν και αυτοί τράπηκαν σε φυγή κατέφυγαν στη Θήβα και δεν ακολούθησαν τους Πέρσες”.
Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι οι Θηβαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν όλοι με την φιλοπερσική μερίδα και ότι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τις διαταγές της ολιγαρχίας που κυβερνούσε.Το ίδιο πίστευαν και οι υπόλοιποι Έλληνες, γι’ αυτό και ζήτησαν να τους παραδώσουν τους ηγέτες τους, που ήταν υπεύθυνοι για τον μηδισμό της πόλης και δεν τιμώρησαν τους απλούς πολίτες.
“Οι Έλληνες (…) έκαναν αμέσως σύσκεψη κι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών και να απαιτήσουν να τους παραδώσουν όσους συμπολίτες τους μήδισαν, και πρώτους απ’ όλους τον Τιμαγενίδα και τον Ατταγίνο, που ήταν ανάμεσα στους πρώτους ηγέτες τους. (…) Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, την ενδέκατη μέρα μετά τη μάχη, πήγαν στις Θήβες και τις πολιορκούσαν, αξιώνοντας να τους παραδώσουν αυτούς που αναφέραμε.
Και την εικοστή μέρα ο Τιμαγενίδας, καθώς το ρήμαγμα της γης τους δεν έλεγε να πάρει τέλος, είπε στους Θηβαίους τα εξής: “Άνδρες Θηβαίοι, επειδή οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να μη λύσουν την πολιορκία και να σηκωθούν να φύγουν προτού κυριέψουν τις Θήβες ή προτού μας παραδώσετε σ᾽ αυτούς (…) εμείς θα παρουσιαστούμε μπροστά τους και θ᾽ απαντήσουμε στις κατηγορίες”. (…) κι αμέσως οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στον Παυσανία, με το μήνυμα πως δέχονται να του παραδώσουν τους άντρες που ζητούσε.
Κι όταν έκλεισαν συμφωνία μ’ αυτούς τους όρους, ο Ατταγίνος δραπετεύει απ την πόλη, ενώ τα παιδιά του που τ’ άρπαξαν και τα έφεραν, ο Παυσανίας τα απάλλαξε απ’ τις κατηγορίες, λέγοντας πως δεν είναι δυνατόν τα παιδιά να φταίνε για τον μηδισμό. Όμως τους άλλους άντρες, που του παρέδωσαν οι Θηβαίοι —οι οποίοι πίστευαν πως θα τους δοθεί η δυνατότητα να απολογηθούν κι είχαν μάλιστα την πεποίθηση πως δωροδοκώντας θα γλιτώσουν—(…) τους πήρε μαζί του στην Κόρινθο και τους σκότωσε”.
Ο μηδισμός της Θήβας θεωρείται ως απόφαση της αριστοκρατικής ολιγαρχίας που κυβερνούσε και όχι των πολιτών της.
Πηγή
Εδώ εξετάζουμε μόνο ποιοι πήραν το μέρος των Περσών στην πρώτη και στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον των ελληνικών πόλεων.
Στην πρώτη περσική εισβολή (492-490 π.Χ.), που έληξε με τους Αθηναίους νικητές στον Μαραθώνα, τα πράγματα ήταν απλά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο:
“Στους κήρυκες που έρχονταν στην Ελλάδα πολλοί από τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας έδωσαν τα όσα ζητούσε ο Πέρσης, καθώς και όλοι ανεξαιρέτως οι νησιώτες”. Σχεδόν όλοι δηλαδή έδωσαν γη και ύδωρ στο Βασιλέα, εκτός απ’ την Αθήνα και την Σπάρτη. Ο μηδισμός της Αίγινας ήταν αυτός που ενόχλησε περισσότερο τους Αθηναίους όμως, γιατί θεώρησαν ότι θα τους επιτίθονταν οι Αιγινίτες και γρήγορα τους “συνέτισαν” με τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Ας μην επεκταθούμε άλλο εδώ.
Στη δεύτερη περσική εισβολή όμως (480-479 π.Χ.), τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα. Ο Ηρόδοτος περιγράφει αναλυτικά ποιοι πήραν το μέρος των Περσών εθελοντικά, στο παρακάτω απόσπασμα:
“Ο Ξέρξης παρέμεινε πολλές μέρες στην Πιερία (…) Οι κήρυκες που είχε στείλει στην Ελλάδα για να ζητήσουν υποταγή, γύρισαν πίσω άλλοι με άδεια χέρια, άλλoι με γην και ύδωρ.
Εκείνοι που έδωσαν γην και ύδωρ ήσαν οι εξής:
- οι Θεσσαλοί
- οι Δόλοπες (σ.σ. φύλο που ζούσε στα σημερινά Άγραφα)
- οι Αινίανες (σ.σ. οι οποίοι ζούσαν στη δυτική πλευρά του Σπερχειού)
- οι Περραιβοί (σ.σ. ζούσαν στη Θεσσαλία)
- οι Λοκροί
- οι Μάγνητες (σ.σ. ζούσαν στο Πήλιο)
- οι Μαλιείς (σ.σ. ζούσαν στα ανατολικά του Σπερχειού, στο ‘πέταλο του Μαλιακού’ που λέμε σήμερα)
- οι Αχαιοί της Φθιώτιδας
- οι Θηβαίοι
- οι Βοιωτοί, εκτός από τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς
Εναντίον αυτών ορκίστηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες, όσοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον βάρβαρο. Ο όρκος ήταν αυτός: Όσοι προσχώρησαν στον Πέρση χωρίς να εξαναγκαστούν, όταν τα πράγματα αποκατασταθούν, θα δώσουν το δέκατο των αγαθών τους στον θεό των Δελφών”.
Καμία σχέση με το “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” του Κολοκοτρώνη, αν θέλετε τη γνώμη μου.
Άλλη μεγάλη πόλη που συμμάχησε με τους Πέρσες ήταν το Άργος, και αυτό συνέβη είτε γιατί βρήκαν προσβλητικούς τους όρους που τους πρότειναν να συμμαχήσουν μαζί τους οι Λακεδαιμόνιοι, είτε γιατί πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του ο Ξέρξης τους είχε στείλει μήνυμα, το οποίο μεταξύ άλλων έλεγε: “Εμείς οι Πέρσες θεωρούμε ότι είμαστε απόγονοι το Πέρση, γιου του Περσέα (…) Είναι λοιπόν πιθανόν να είμαστε απόγονοί σας. Δεν θα ήταν σωστό επομένως να εκστρατεύσουμε εμείς εναντίον των προγόνων μας, ούτε κι εσείς να μας εναντιωθείτε τη στιγμή που ξεκινάμε να τιμωρήσουμε άλλους (σ.σ. εννοούσε τους Αθηναίους), αλλά να μείνετε στη χώρα σας ήσυχοι. Αν όλα έρθουν όπως τα επιθυμώ, κανέναν δεν θα ευνοήσω περισσότερο από σας”.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι Κερκυραίοι, οι οποίοι δεν μήδισαν τυπικά, αλλά έκαναν το εξής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Έστειλαν 60 καράβια και μόλις αυτά έφτασαν στην Πελοπόννησο, αγκυροβόλησαν στην Πύλο και στο Ταίναρο. Εκεί περίμεναν να δουν πως θα εξελιχθεί ο πόλεμος, σίγουροι κατά βάθος ότι θα νικήσουν οι Πέρσες, “για να μπορούν να πουν στον Πέρση τα εξής ‘Βασιλιά μου, εμείς, ενώ οι Έλληνες πάσχιζαν να μας βάλουν στη συμμαχία τους σ’ αυτόν τον πόλεμο κι η δύναμή μας ήταν από τις πιο μεγάλες και διαθέταμε όχι τα λιγότερα, αλλά τα περισσότερα (ύστερα βέβαια από τους Αθηναίους) καράβια, δεν δεχτήκαμε να εναντιωθούμε σε σένα κι ούτε κάναμε κάτι που θα σε δυσαρεστούσε’. Έλπιζαν με τέτοια λόγια να πετύχουν κάπως καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους (…) Κι από την άλλη μεριά, (…) στις κατηγορίες των Ελλήνων πως δεν πήγαν να βοηθήσουν, απάντησαν ότι αρμάτωσαν εξήντα καράβια, αλλά τα μελτέμια έκαναν αδύνατο το πέρασμα του Μαλέα, και πως αυτός ήταν ο λόγος που έμειναν πίσω, πως δεν απουσίασαν απ’ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας επειδή δείλιασαν”.
Σατανικοί.
Ωστόσο, για τους Θεσσαλείς αξίζει να αναφέρουμε “ότι εμήδισαν στην αρχή αναγκαστικά και έδειξαν φανερά ότι δεν συμφωνούσαν με τις μηχανορραφίες των Αλευάδων”. Τι εννοεί εδώ ο Ηρόδοτος;
Όταν ακόμα ο Μαρδόνιος πάλευε να πείσει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, “έφθασαν πρώτα πρώτα αγγελιοφόροι από τη Θεσσαλία σταλμένοι από τους Αλευάδες (σ.σ. ισχυρή οικογένεια της Λάρισας, που ήλπιζαν ότι οι Πέρσες θα τους βοηθήσει να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Θεσσαλία), οι οποίοι του ζητούσαν να επέμβει στην Ελλάδα”.
Πολύ αργότερα όμως, όταν οι Θεσσαλοί πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζαν οι Πέρσες, αψήφισαν αυτήν την οικογένεια κι έστειλαν αντιπροσωπία στον Ισθμό όπου βρίσκονταν οι Έλληνες σύμμαχοι και τους ζήτησαν βοήθεια. Διαφορετικά θα συνθηκολογούσαν με τον Ξέρξη. Οι Έλληνες όντως έστειλαν 10.000 άντρες στα Τέμπη όπου ενώθηκαν με το θεσσαλικό ιππικό. Ωστόσο, μετά από μερικές ημέρες, αποφάσισαν ότι δεν ήταν το κατάλληλο σημείο για να δώσουν μάχη (για διάφορους συνετούς λόγους που δεν είναι του παρόντος) και υποχώρησαν πάλι στον Ισθμό.
“Τότε οι Θεσσαλοί, χωρίς συμμάχους πλέον, προσχώρησαν ευθύς στους Μήδους χωρίς κανέναν δισταγμό, κι έτσι αποδείχτηκαν κατά τις επιχειρήσεις πολύ χρήσιμοι στον βασιλιά”.
Επίσης, παρότι οι Φωκείς στο σύνολό τους δεν μήδισαν, στη μάχη των Πλαταιών, 1.000 Φωκείς οπλίτες πολέμησαν παρά τη θέλησή τους εναντίων των Ελλήνων με αρχηγό τον Αρμοκύδη.
Όσον αφορά τώρα και τους υπόλοιπους Έλληνες που πολέμησαν ως υποτελείς και παρά τη θέλησή τους, τους υπόλοιπους Έλληνες, έχουμε και λέμε:
- οι Κύπριοι, οι οποίοι “έδωσαν 150 καράβια”,
- οι Δωριείς της Ασίας, οι οποίοι “έδωσαν 30 καράβια”,
- οι Ίωνες που συμμετείχαν με 100 καράβια και ήσαν οπλισμένοι όπως οι Έλληνες”.
- η Κως, η Νίσυρος, η Κάλυμνος και η Αλικαρνασσός, πόλεις τις οποίες εξουσίαζε η περίφημη Αρτεμισία, προσέφεραν πέντε καράβια, τα οποία “ήσαν τα ωραιότερα κι από όλους τους συμμάχους, αυτή έδωσε στον βασιλιά της καλύτερες συμβουλές”
- οι Μακεδόνες, καθώς ήταν ήδη υποτελείς των Περσών έχοντας προσαρτηθεί πολύ νωρίτερα, πήραν το μέρος τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Μάλιστα, στη μάχη των Πλαταιών, ο Μαρδόνιος τους τοποθέτησε να πολεμήσουν απέναντι από τους Αθηναίους
Ωστόσο, αξίζει ξεχωριστή μνεία στον βασιλιά τους, τον Αλέξανδρο τον Ά, ο οποίος πολλές φορές προειδοποίησε τη συμμαχία των Ελλήνων για τα σχέδια του Ξέρξη. Μάλιστα, το πρωί πριν την επίθεση του Μαρδόνιου στις Πλαταιές (όπου ήδη είχε στρατοπεδεύσει για δέκα μέρες χωρίς να κάνει καμιά κίνηση), ήταν αυτός που προειδοποίησε τους Έλληνες για τις προθέσεις του προκειμένου να μην αιφνιδιαστούν, να έχουν τον νου τους, ότι σε λίγο ξεκινάει η μάχη:
“Αθηναίοι, έρχομαι να σας μιλήσω απόλυτα μυστικά και δεν πρέπει να αναφέρεται σε κανέναν τίποτα εκτός από τον Παυσανία (…) Γιατί είμαι Έλληνας την καταγωγή από παλιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη(…) Τώρα ο Μαρδόνιος αποφάσισε να αψηφίσει τις θυσίες και μόλις ξημερώσει να επιτεθεί”.
Αυτή η αφήγηση, που θέλει τον Αλέξανδρο έφιππο και μεταμφιεσμένο να μπαίνει στο στρατόπεδο των Ελλήνων είναι ένα από τα πολλά σημεία που έχουν κάνει τους μετέπειτα ιστορικούς -από τον Θουκυδίδη μέχρι τους σημερινούς-, να αμφισβητούν γενικά την ακρίβειά του Ηρόδοτου.
Αξίζει μια ξεχωριστή αναφορά στους Θηβαίους, τους πλέον ‘περιβόητους’ κατά κάποιον τρόπο έως και σήμερα για τον ‘εθελοντικό’ μηδισμό τους. Οι πιο γνωστές τους στιγμές είναι η συμμετοχή τους ως όμηροι των Σπαρτιατών στη μάχη των Θερμοπυλών, όπου πολέμησαν χωρίς να θέλουν και σε κάποιοι σημείο αυτομόλησαν στον εχθρό, οι συμβουλές και οι ευκολίες που έδωσαν στους Πέρσες, επιτρέποντάς τους να στρατοπεδεύσουν ακόμα και πίσω απ’ τα τείχη της πόλης, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών, όπου ο Ηρόδοτος γράφει χαρακτηριστικά:
“Όσοι από τους Θηβαίους είχαν μηδίσει, έδειξαν μεγάλη γενναιότητα στη μάχη και δεν θέλησαν να υποχωρήσουν. Τριακόσιοι απ’ αυτούς, οι πρώτοι και καλύτεροι, σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους. Όταν και αυτοί τράπηκαν σε φυγή κατέφυγαν στη Θήβα και δεν ακολούθησαν τους Πέρσες”.
Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι οι Θηβαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν όλοι με την φιλοπερσική μερίδα και ότι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τις διαταγές της ολιγαρχίας που κυβερνούσε.Το ίδιο πίστευαν και οι υπόλοιποι Έλληνες, γι’ αυτό και ζήτησαν να τους παραδώσουν τους ηγέτες τους, που ήταν υπεύθυνοι για τον μηδισμό της πόλης και δεν τιμώρησαν τους απλούς πολίτες.
“Οι Έλληνες (…) έκαναν αμέσως σύσκεψη κι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών και να απαιτήσουν να τους παραδώσουν όσους συμπολίτες τους μήδισαν, και πρώτους απ’ όλους τον Τιμαγενίδα και τον Ατταγίνο, που ήταν ανάμεσα στους πρώτους ηγέτες τους. (…) Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, την ενδέκατη μέρα μετά τη μάχη, πήγαν στις Θήβες και τις πολιορκούσαν, αξιώνοντας να τους παραδώσουν αυτούς που αναφέραμε.
Και την εικοστή μέρα ο Τιμαγενίδας, καθώς το ρήμαγμα της γης τους δεν έλεγε να πάρει τέλος, είπε στους Θηβαίους τα εξής: “Άνδρες Θηβαίοι, επειδή οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να μη λύσουν την πολιορκία και να σηκωθούν να φύγουν προτού κυριέψουν τις Θήβες ή προτού μας παραδώσετε σ᾽ αυτούς (…) εμείς θα παρουσιαστούμε μπροστά τους και θ᾽ απαντήσουμε στις κατηγορίες”. (…) κι αμέσως οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στον Παυσανία, με το μήνυμα πως δέχονται να του παραδώσουν τους άντρες που ζητούσε.
Κι όταν έκλεισαν συμφωνία μ’ αυτούς τους όρους, ο Ατταγίνος δραπετεύει απ την πόλη, ενώ τα παιδιά του που τ’ άρπαξαν και τα έφεραν, ο Παυσανίας τα απάλλαξε απ’ τις κατηγορίες, λέγοντας πως δεν είναι δυνατόν τα παιδιά να φταίνε για τον μηδισμό. Όμως τους άλλους άντρες, που του παρέδωσαν οι Θηβαίοι —οι οποίοι πίστευαν πως θα τους δοθεί η δυνατότητα να απολογηθούν κι είχαν μάλιστα την πεποίθηση πως δωροδοκώντας θα γλιτώσουν—(…) τους πήρε μαζί του στην Κόρινθο και τους σκότωσε”.
Ο μηδισμός της Θήβας θεωρείται ως απόφαση της αριστοκρατικής ολιγαρχίας που κυβερνούσε και όχι των πολιτών της.
Πηγή