Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Ο Λέων του Πειραιώς

Ο Λέων του Πειραιώς είναι ένα μαρμάρινο γλυπτό, που προσομοιάζει με τον "λέοντα της Χαιρωνείας", ύψους υπέρ των 3 μέτρων το οποίο βρισκόταν στον μυχό του λιμένα του Πειραιά μέχρι το 1687 όταν το απήγαγε ο Φραγκίσκος Μοροζίνη. [1] Από την επιβλητική παρουσία του μνημείου, ο λιμένας ονομαζόταν και Πόρτο Λεόνε (Porto Leone). Σήμερα το γλυπτό αυτό κοσμεί την είσοδο του ναυστάθμου της Βενετίας.


Ιστορικές αναφορές


Το μνημείο αυτό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το πότε και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε, πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.

Aπό τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.

Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για την ηλικία του μνημείου.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere, J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Βιντσέντζο Κορονέλλι, de Combew, Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου [2].

Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας το σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.

Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.

Οι επιγραφές του Λιονταριού


Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη.

Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές.

Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.

O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.

Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.

Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό [3] αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.

Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:

Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με το Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».

Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».

Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός[4], για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή.

Θρύλοι και παραδόσεις


Το λιμάνι του Πειραιά κατά το μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.

Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.

Προσπάθειες επαναπατρισμού


Προσπάθειες για την επιστροφή του λιονταριού έχουν γίνει από πολύ παλιά. Ήδη σε ένα φύλλο της εφημερίδας «Φωνή του Πειραιά» του 1945 αναφέρεται ότι το θέμα της επιστροφής έχει τεθεί και από πριν τον πόλεμο από την κυβέρνηση Μεταξά. Με αφορμή το δημοσίευμα της εφημερίδας, ο τότε υπουργός Πρωτευούσης Κοτζιάς έθεσε το ερώτημα στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο απαντώντας γνωστοποιεί ότι η αρχαιολογική υπηρεσία έχει προβεί στην αποστολή επιστολής, ζητώντας την επιστροφή των δύο λιονταριών που κοσμούσαν το λιμάνι. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται ένα μεγάλο λάθος, γιατί ένα ήταν το λιοντάρι που κοσμούσε το λιμάνι του Πειραιά.

Στις μέρες μας γίνονται και πάλι προσπάθειες για την επιστροφή αυτού του σημαντικού μνημείου. Έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Δρόμβο η «Επιτροπή Επιστροφής του Λέοντος». Παράλληλα με τις προσπάθειες που γίνονται, η επιτροπή είχε αναθέσει στο γλύπτη Γιώργο Μέγκουλα την κατασκευή αντίγραφου με σκοπό την ανταλλαγή και την τοποθέτηση του πραγματικού στη θέση του. Το αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού, στη λεγόμενη «μπούκα».



Παραπομπές:
[1] (Αγγλικά) Miller, W. (1908) "The Latins in the Levant.  A History of Frankish Greece (1204-1566)" (Cambridge and New York), σελ. 329. Αρχειοθετήθηκε 10/11/2017. Ανακτήθηκε 17/06/2017.

[2] Ο Τινάνειος κήπος βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία της Aγίας Tριάδας στον Πειραιά.
Δημιουργήθηκε το 1854 από το γάλλο ναύαρχο Tινάν, από τον οποίο πήρε και το όνομα του. Ο Τινάν (1803-1876) ήταν ο επικεφαλής του αποβατικού σώματος που κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854 κατέλαβε τον Πειραιά. Αρνήθηκε την ίδρυση υγειονομικής ζώνης μεταξύ Πειραιά και Αθήνας για την πρόληψη της μετάδοσης της χολέρας, από την οποία είχαν προσβληθεί Γάλλοι ναύτες και στρατιώτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών κατοίκων της Αθήνας. Έτσι ο επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής που έσπειρε την χολέρα, έμεινε στη μνήμη μας για την κατασκευή ενός κήπου. Αλλά ο κήπος αυτός συντηρεί κι άλλη μια ιστορική μνήμη. Ένα κομμάτι λαμαρίνας από το πλοίο "Clan Fraser" που εξερράγη, βρίσκεται εκεί σφηνωμένο στον κορμό ένός δέντρου για να θυμίζει τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τα γερμανικά «Στούκα» το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941.

[3] Ρούνοι ή ρούνες ονομάζεται το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης, το οποίο η μυθολογική παράδοση αποδίδει στους θεούς και είναι κελτικής καταγωγής. Το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανικοί λαοί πριν αποκτήσουν το δυτικό αλφάβητο, οι Τεύτονες, οι Βίκινγκς και φυσικά οι Κέλτες. Η λέξη ρούνος (rune), με βάση την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ru, σημαίνει ψίθυρος, μυστικό. Αυτό συνεπάγεται και από την πρωταρχική χρήση που είχαν: η παράδοσή τους ήταν προφορική και μεταδιδόταν από το σαμάνο ή το δρυΐδη στο μαθητευόμενο και μόνο. Έτσι η χρήση των ρουνικών συμβόλων ως μέσου απομνημόνευσης των εννοιών και των δοξολογιών παρέμενε σε έναν κλειστό ιερατικό κύκλο. Ακόμη, εικάζεται ότι οι ρούνοι γράφονταν σε ξύλο, το οποίο, πέρα της φθαρτότητός του σε σχέση με την πέτρα και τον πάπυρο, καίγονταν κατά το τέλος της τελετής. Έτσι τα στοιχεία που έχουμε γι' αυτούς είναι κατά πολύ νεότερα της χρήσης τους (περίπου στα 200 μ.Χ.), ενώ ασαφή αποσπάσματα έχουμε σε πέτρες της Νορβηγίας ανάγουν τη χρήση του περί το 1300 π.Χ.

[4] Αναχώρησε γύρω στα 1030 από την πατρίδα του και ερχόμενος στο Βυζάντιο διετέλεσε αρχηγός των Βαράγγων (αυτοκρατορική φρουρά) από το 1033 ως το 1043. Όντας αρχηγός της, πολέμησε εναντίον των Βουλγάρων και των Αράβων. Υπήρξε εραστής της Μαρίας, ανιψιάς της αυτοκράτειρας Ζωής. Αγαπήθηκε βέβαια και απ’ αυτήν την ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς βέβαια να ανταποκριθεί στα αισθήματά της. Τέλος επέστρεψε στη Νορβηγία φορτωμένος με τόσο χρυσό, ώστε λέγεται ότι 12 αγόρια μόλις και μετά βίας μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ως βασιλιάς της Νορβηγίας το 1047 υπήρξε σύμμαχος του Γουλιέλμου στην εκστρατεία του τελευταίου κατά της Αγγλίας. Σκοτώθηκε σε μάχη το 1066 κατά την οποία ο Γουλιέλμος κατέκτησε την Αγγλία.


Βιβλιογραφία:

  • Περιοδικό Re-Port (τεύχος 1 4/2009, άρθρο Γεώργιου Λουτριανάκη)
  • Πειραϊκό Αρχείο (εκδόσεις Σάκουλα 1980)



Πηγή