Η αρχαιολογική τοπογραφία της Ακροπόλεως προοδεύει ακόμη και σήμερα, η μεγάλη εποχή της, πάντως, ήταν ο 19ος αιώνας. Εκτεταμένες ανασκαφές έφεραν τότε στο φως κατάλοιπα κτηρίων, επιγραφές, αναρίθμητα έργα τέχνης και πολυάριθμα άλλα τεκμήρια της ζωής των ιερών και λοιπών χώρων, όχι μόνον στην Ακρόπολη αλλά και στο άμεσο περιβάλλον της.
Η Μεγάλη Ανασκαφή των ετών 1885-1890 είναι ο σπουδαιότερος αλλά όχι ο μόνος σταθμός αυτής της μακράς αρχαιολογικής πορείας. Η πρόοδος που συντελέστηκε τότε γίνεται αμέσως αντιληπτή όταν κανείς μελετά, έστω και βιαστικά, παλαιές δημοσιεύσεις ή νεώτερες επισκοπήσεις και συνθετικές εργασίες.
Για ό,τι αφορά στη μορφή των κτηρίων και των δημοσίων χώρων αρκεί ακόμη και μια απλή σύγκριση της κατόψεως που συντάχθηκε το 1853 από τον J. Stuart και εκείνης που συντάχθηκε μετά το 1900 από τον W. Judeich. Στη δεύτερη περιέχονται όχι μόνον όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως αλλά και εκείνα της νότιας κλιτύος, μάλιστα με διακρίσεις ιστορικών περιόδων από τη μυκηναϊκή εποχή έως τους νεωτέρους χρόνους.
Η κάτοψη που συνοδεύει το έργο του Michaelis (1871) αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση βαθμίδα σε αυτή την εξέλιξη. Στην κάτοψη αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά και ένα σοβαρό ενδιαφέρον για τα μεσαιωνικά και οι μεταγενέστερες ιστορικές φάσεις δηλώνονται καταλλήλως τόσο στα Προπύλαια όσο και στον Παρθενώνα.
Αλλά εκτός από τα εδάφη μέσα και έξω από την Ακρόπολη μεγάλη πηγή πληροφοριών είναι και τα ίδια τα τείχη της, ιδίως το βόρειο με τα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη δύο μεγάλων ναών: πολυάριθμοι ημίεργοι μαρμάρινοι σπόνδυλοι του Προπαρθενώνος και μεγάλα τμήματα του θριγκού από τον αρχαίον νεώ –επιστύλια, τρίγλυφοι, μετόπες και γείσα σε κανονική αλληλουχία. Στο σημείο αυτό, όμως, θα ήταν σκόπιμη μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία και τα μεθοδολογικά ζητήματα των ανασκαφών της Ακροπόλεως.
Οι ανασκαφές άρχισαν το 1835 στα δυτικά και τα νότια του Παρθενώνος από τον Ludwig Ross, με τη συνεργασία των αρχιτεκτόνων Lorent και Schaubert και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποία τα ευρήματα και τα συμπεράσματα ανασκαφής δημοσιεύθηκαν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: εντός μηνών μόνον! (Tubinger Kunstblatt, 1835).
Ήταν, επίσης, η πρώτη φορά κατά την οποία μελετήθηκε η στρωματογραφία και συντάχθηκαν σχεδιαστικές τομές των στρωμάτων για την καλύτερη τεκμηρίωση της σχετικής μελέτης –ίσως θα έπρεπε κάποτε να αναγνωρισθεί στον Ross και η πατρότης της αρχαιολογικής στρωματογραφικής μεθόδου. Οι ανασκαφές του Ross έγιναν σε προσεκτικά επιλεγμένες θέσεις με μεγάλη, για τα μέτρα εκείνης της εποχής, φειδώ κι ωστόσο υπήρξαν εξόχως παραγωγικές σε ευρήματα και συμπεράσματα.
Τη σύντομη αυτή επιχείρηση ακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη που, υπό τη διεύθυνση του Κ. Πιττάκη, διήρκεσε έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στον αποκαθαρμό της Ακροπόλεως από τα αναρίθμητα μεταγενέστερα και ήδη ερειπωμένα κτίσματα που την κατέκλυζαν, στην αποκατάσταση των εδαφών στο επίπεδο της κλασικής εποχής, στην απελευθέρωση των πεσμένων από τα μνημεία αρχαίων λίθων και τη συνακόλουθη ανάληψη των αντιστοίχων αναστηλωτικών προγραμμάτων.
Οι σκαφικές εργασίες που έγιναν κατά τη μακρά εκείνη περίοδο σε όλη την Ακρόπολη υπερβαίνουν σε όγκο ακόμη και τη Μεγάλη Ανασκαφή (1885-1890). Εκτάσεις πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων ανασκάφηκαν σε μέσο βάθος δύο περίπου μέτρων (έξω από τα Προπύλαια το βάθος ξεπέρασε τα πέντε μέτρα). Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή δεν έγινε αντιληπτή ως κανονική ανασκαφή ούτε από τους πρωταγωνιστές της, ούτε από τις νεώτερες γενεές των αρχαιολόγων.
Από τα κτίσματα και από τις εδαφικές διαστρωματώσεις που τότε ανεσκάφησαν δεν έγινε ούτε ένα σχέδιο. Σχεδιάστηκαν, χάριν της δημοσιεύσεως, μόνον μερικά από τα κινητά ευρήματα, αρχαία γλυπτά και επιγραφές, που, άλλωστε, ήσαν ο μόνος επιστημονικός στόχος των ανασκαφέων.
Ενώ, όμως, τα κινητά θα ήταν δυνατόν να απεικονισθούν και πολύ αργότερα, τα μη κινητά –κτίσματα και ιστορικά εδαφικά στρώματα– δεν μπορούσαν να περιμένουν. Η καταστροφή τους εξάλειψε για πάντα όλες τις εδαφικές μαρτυρίες όχι μόνον για τις μετά Χριστόν χιλιετίες, αλλά ακόμη και για μεγάλο μέρος της ίδιας της αρχαιότητος.
Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε στις επόμενες δύο δεκαετίες (υπό τη διεύθυνση του Π. Ευστρατιάδη), κυρίως στο μέρος μέσα από τα Προπύλαια και στο μέρος όπου κτίσθηκε το Μουσείο, χάριν του οποίου ήταν αναγκαία μια πολύ εκτεταμένη και βαθιά εκσκαφή. Και πάλι κανένα σχέδιο μεταγενεστέρων κτισμάτων, καμιά στρωματογραφική τομή, καμιά επαρκής δημοσίευση.
Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα έγιναν και μερικές σχετικά μικρές ανασκαφές από ξένους, εκ των οποίων οι σπουδαιότερες για το παρόν θέμα είναι: στη νότια παρειά του στερεοβάτου του Παρθενώνος το 1845 από τον A. Paccard και το 1865 από τον E. Ziller και σε ορισμένα σημεία του Ερεχθείου και του Παρθενώνος το 1862 από τον C. Botticher.
Με την έναρξη της Μεγάλης Ανασκαφής υπό τη διεύθυνση του Π. Καββαδία και με τη συνεργασία του αρχιτέκτονα G. Kawerau τα πράγματα βελτιώθηκαν.
Η ανασκαφή άρχισε στο βόρειο μέρος της Ακροπόλεως και προχώρησε από δυσμάς προς ανατολάς, με κυριότερα ευρήματα τις αρχαϊκές κόρες στα βορειοδυτικά του Ερεχθείου. Η αρχαϊκή τέχνη ήταν ήδη γνωστή, τότε όμως έγινε για πρώτη φορά δυνατή η επαφή με τόσο πολλά έργα της συγχρόνως. Οι μαρμάρινες κόρες έδιναν μια πολύ καλή ιδέα για την κόσμηση του ιερού με πλούσια αφιερώματα και ένα σύνολο μαρμάρινων γλυπτών, στην VI αίθουσα του παλαιού μουσείου της Ακροπόλεως, παρείχε μια μάλλον ικανοποιητική γνώση του περιεχομένου των αετωμάτων του αρχαίου νεώ.
Το μεγαλύτερο, όμως και δυσκολότερο μέρος της ανασκαφής ήταν το νοτίως του Παρθενώνος (1888), στο οποίο, όπου ήταν δυνατόν, η σκαφή έφθασε έως τον βράχο, σε βάθος που αρκετές φορές ξεπέρασε τα 15 μ. από την ευθυντηρία του ναού. Η σχεδιαστική τεκμηρίωση από τον Kawerau ήταν τακτική: πολλές δεκάδες μετρικά σχέδια σε κλίμακες 1:50, 1:100, 1:200, και ακόμη περισσότερα σκαριφήματα μετρήσεων αλλά και σχέδια κάπoιων κινητών ευρημάτων.
Η φωτογραφική τεκμηρίωση (επί το πλείστον από τον Dorpfeld με κάμερα μεγάλου σχήματος), αν και σχετικώς φειδωλή (περίπου 100 φωτογραφίες), είναι γενικώς πολύ καλής ποιότητος. Οι φωτογραφίες έχουν γίνει επιμελώς μετά από καλή επιλογή των θεμάτων και ο φωτισμός είναι μερικές φορές τόσο καλός, ώστε να κάνει εύκολα ορατές μικρότατες λεπτομέρειες συμπεριλαμβανομένης και της στρωματογραφίας των εδαφών.
Η Μεγάλη Ανασκαφή διακρίνεται όχι μόνον για την ενότητα των μέσων και της μεθόδου της αλλά και για την ενότητα των προϊόντων της. Τα προϊόντα αυτά, όλα σχεδόν τα σήμερα γνωστά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη των πώρινων αρχαϊκών ναών και άλλων κτισμάτων της αρχαϊκής Ακροπόλεως, όλα σχεδόν τα αφιερώματα της ίδιας περιόδου, μαρμάρινα (κόρες, ενεπίγραφες βάσεις κ.ά.), χάλκινα ή πήλινα και, τέλος, πολυάριθμα γλυπτά της κλασικής εποχής. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν εγκαίρως σε διάφορα ελληνικά και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά αλλά και σε μονογραφίες.
Η ίδια η ανασκαφή, όμως, δημοσιεύθηκε μόνον μετά από 17 έτη και η κεραμική της μετά από τέσσερις δεκαετίες. Ζητήματα για τα οποία θα ήταν απαραίτητη μια ενδελεχής στρωματογραφική τεκμηρίωση ανέκυψαν μόνον όταν ήταν πια πολύ αργά. Τα σχολιασμένα σχέδια κάποιων στρωματογραφικών τομών που είχε συντάξει ο G. Kawerau εκ του φυσικού περιέργως δεν είχαν συμπεριληφθεί στη δημοσίευση της ανασκαφής, ίσως επειδή οι συγγραφείς δεν τα θεωρούσαν πολύ αναγκαία (δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα, βλ. κατωτ.).
Όταν, το 1902, φάνηκε έντονη η σκοπιμότητα μιας στρωματογραφικής διερεύνησης των ιστορικών φάσεων της Ακροπόλεως νοτίως του Παρθενώνος, ο Dorpfeld κατέφυγε σε μια λύση ανάγκης. Συνέταξε τα σχέδια δύο τομών, βασιζόμενος κυρίως σε φωτογραφίες. Η μέθοδος αυτή, βέβαια, δεν είναι τελείως θεμιτή και τα εν λόγω σχέδια έγιναν μερικές φορές αντικείμενα αμφιβολιών (παρόμοιες τομές σχεδιάσθηκαν αργότερα από τον A. Tschira, τον J.A. Bundgaard, τον A. von Gerkan και άλλους). Στη συγκεκριμένη, ωστόσο, περίπτωση δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες.
Οι φωτογραφίες του Dorpfeld είναι, ευτυχώς, πολύ ευκρινείς και ο τρόπος που τις χρησιμοποίησε ήταν πολύ τίμιος. Τούτο διαπιστώνεται και σήμερα, όχι μόνον με προσεκτική σύγκριση όλων των διαθέσιμων φωτογραφιών αλλά και με χρήση των αντιστοίχων σχεδίων του Kawerau. Μετά τη Μεγάλη Ανασκαφή δεν απέμειναν παρά μόνον ολίγα άσκαφα σημεία.
Οι ανασκαφές που έγιναν έκτοτε είχαν μάλλον διευκρινιστικό χαρακτήρα. Από αυτές ας αναφερθούν οι εξής: στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1910 από τον Hill και τον Dinsmoor, στο Ερεχθείο το 1900 από τον Stevens, τον L.B. Holland και άλλους, στα δυτικά των Προπυλαίων το 1928 από τον Dinsmoor, στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1956 από τον A. Tschira, στον αρχαίο νεώ το 1980 από τον I. Beyer.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο δίτομο έργο του J.A Bundgaard, The excavation of the Athenian Akropolis (1974) το οποίο έκανε για πρώτη φορά προσιτά σε έντυπη μορφή τα φυλασσόμενα στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου σχέδια του Kawerau, μαζί με όλες σχεδόν τις φωτογραφίες της ανασκαφής.
Το υλικό παρουσιάζεται με πλήθος συνοδευτικών σχολίων και εποπτικών γενικών χαρτών εντοπισμού και συσχετισμού των επί μέρους σχεδίων και των φωτογραφιών. Το υλικό αυτό είναι πολυτιμότατο, έστω και εάν με σημερινά αλλά ακόμη και με πολύ παλαιότερα μέτρα (π.χ. με εκείνα του Η. von Hallerstein) τα σχέδια του Kawerau κρίνονται ανεπαρκή.
Πηγή
Η Μεγάλη Ανασκαφή των ετών 1885-1890 είναι ο σπουδαιότερος αλλά όχι ο μόνος σταθμός αυτής της μακράς αρχαιολογικής πορείας. Η πρόοδος που συντελέστηκε τότε γίνεται αμέσως αντιληπτή όταν κανείς μελετά, έστω και βιαστικά, παλαιές δημοσιεύσεις ή νεώτερες επισκοπήσεις και συνθετικές εργασίες.
Για ό,τι αφορά στη μορφή των κτηρίων και των δημοσίων χώρων αρκεί ακόμη και μια απλή σύγκριση της κατόψεως που συντάχθηκε το 1853 από τον J. Stuart και εκείνης που συντάχθηκε μετά το 1900 από τον W. Judeich. Στη δεύτερη περιέχονται όχι μόνον όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως αλλά και εκείνα της νότιας κλιτύος, μάλιστα με διακρίσεις ιστορικών περιόδων από τη μυκηναϊκή εποχή έως τους νεωτέρους χρόνους.
Η κάτοψη που συνοδεύει το έργο του Michaelis (1871) αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση βαθμίδα σε αυτή την εξέλιξη. Στην κάτοψη αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά και ένα σοβαρό ενδιαφέρον για τα μεσαιωνικά και οι μεταγενέστερες ιστορικές φάσεις δηλώνονται καταλλήλως τόσο στα Προπύλαια όσο και στον Παρθενώνα.
Αλλά εκτός από τα εδάφη μέσα και έξω από την Ακρόπολη μεγάλη πηγή πληροφοριών είναι και τα ίδια τα τείχη της, ιδίως το βόρειο με τα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη δύο μεγάλων ναών: πολυάριθμοι ημίεργοι μαρμάρινοι σπόνδυλοι του Προπαρθενώνος και μεγάλα τμήματα του θριγκού από τον αρχαίον νεώ –επιστύλια, τρίγλυφοι, μετόπες και γείσα σε κανονική αλληλουχία. Στο σημείο αυτό, όμως, θα ήταν σκόπιμη μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία και τα μεθοδολογικά ζητήματα των ανασκαφών της Ακροπόλεως.
Οι ανασκαφές άρχισαν το 1835 στα δυτικά και τα νότια του Παρθενώνος από τον Ludwig Ross, με τη συνεργασία των αρχιτεκτόνων Lorent και Schaubert και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποία τα ευρήματα και τα συμπεράσματα ανασκαφής δημοσιεύθηκαν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: εντός μηνών μόνον! (Tubinger Kunstblatt, 1835).
Ήταν, επίσης, η πρώτη φορά κατά την οποία μελετήθηκε η στρωματογραφία και συντάχθηκαν σχεδιαστικές τομές των στρωμάτων για την καλύτερη τεκμηρίωση της σχετικής μελέτης –ίσως θα έπρεπε κάποτε να αναγνωρισθεί στον Ross και η πατρότης της αρχαιολογικής στρωματογραφικής μεθόδου. Οι ανασκαφές του Ross έγιναν σε προσεκτικά επιλεγμένες θέσεις με μεγάλη, για τα μέτρα εκείνης της εποχής, φειδώ κι ωστόσο υπήρξαν εξόχως παραγωγικές σε ευρήματα και συμπεράσματα.
Τη σύντομη αυτή επιχείρηση ακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη που, υπό τη διεύθυνση του Κ. Πιττάκη, διήρκεσε έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στον αποκαθαρμό της Ακροπόλεως από τα αναρίθμητα μεταγενέστερα και ήδη ερειπωμένα κτίσματα που την κατέκλυζαν, στην αποκατάσταση των εδαφών στο επίπεδο της κλασικής εποχής, στην απελευθέρωση των πεσμένων από τα μνημεία αρχαίων λίθων και τη συνακόλουθη ανάληψη των αντιστοίχων αναστηλωτικών προγραμμάτων.
Οι σκαφικές εργασίες που έγιναν κατά τη μακρά εκείνη περίοδο σε όλη την Ακρόπολη υπερβαίνουν σε όγκο ακόμη και τη Μεγάλη Ανασκαφή (1885-1890). Εκτάσεις πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων ανασκάφηκαν σε μέσο βάθος δύο περίπου μέτρων (έξω από τα Προπύλαια το βάθος ξεπέρασε τα πέντε μέτρα). Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή δεν έγινε αντιληπτή ως κανονική ανασκαφή ούτε από τους πρωταγωνιστές της, ούτε από τις νεώτερες γενεές των αρχαιολόγων.
Από τα κτίσματα και από τις εδαφικές διαστρωματώσεις που τότε ανεσκάφησαν δεν έγινε ούτε ένα σχέδιο. Σχεδιάστηκαν, χάριν της δημοσιεύσεως, μόνον μερικά από τα κινητά ευρήματα, αρχαία γλυπτά και επιγραφές, που, άλλωστε, ήσαν ο μόνος επιστημονικός στόχος των ανασκαφέων.
Ενώ, όμως, τα κινητά θα ήταν δυνατόν να απεικονισθούν και πολύ αργότερα, τα μη κινητά –κτίσματα και ιστορικά εδαφικά στρώματα– δεν μπορούσαν να περιμένουν. Η καταστροφή τους εξάλειψε για πάντα όλες τις εδαφικές μαρτυρίες όχι μόνον για τις μετά Χριστόν χιλιετίες, αλλά ακόμη και για μεγάλο μέρος της ίδιας της αρχαιότητος.
Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε στις επόμενες δύο δεκαετίες (υπό τη διεύθυνση του Π. Ευστρατιάδη), κυρίως στο μέρος μέσα από τα Προπύλαια και στο μέρος όπου κτίσθηκε το Μουσείο, χάριν του οποίου ήταν αναγκαία μια πολύ εκτεταμένη και βαθιά εκσκαφή. Και πάλι κανένα σχέδιο μεταγενεστέρων κτισμάτων, καμιά στρωματογραφική τομή, καμιά επαρκής δημοσίευση.
Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα έγιναν και μερικές σχετικά μικρές ανασκαφές από ξένους, εκ των οποίων οι σπουδαιότερες για το παρόν θέμα είναι: στη νότια παρειά του στερεοβάτου του Παρθενώνος το 1845 από τον A. Paccard και το 1865 από τον E. Ziller και σε ορισμένα σημεία του Ερεχθείου και του Παρθενώνος το 1862 από τον C. Botticher.
Με την έναρξη της Μεγάλης Ανασκαφής υπό τη διεύθυνση του Π. Καββαδία και με τη συνεργασία του αρχιτέκτονα G. Kawerau τα πράγματα βελτιώθηκαν.
Η ανασκαφή άρχισε στο βόρειο μέρος της Ακροπόλεως και προχώρησε από δυσμάς προς ανατολάς, με κυριότερα ευρήματα τις αρχαϊκές κόρες στα βορειοδυτικά του Ερεχθείου. Η αρχαϊκή τέχνη ήταν ήδη γνωστή, τότε όμως έγινε για πρώτη φορά δυνατή η επαφή με τόσο πολλά έργα της συγχρόνως. Οι μαρμάρινες κόρες έδιναν μια πολύ καλή ιδέα για την κόσμηση του ιερού με πλούσια αφιερώματα και ένα σύνολο μαρμάρινων γλυπτών, στην VI αίθουσα του παλαιού μουσείου της Ακροπόλεως, παρείχε μια μάλλον ικανοποιητική γνώση του περιεχομένου των αετωμάτων του αρχαίου νεώ.
Το μεγαλύτερο, όμως και δυσκολότερο μέρος της ανασκαφής ήταν το νοτίως του Παρθενώνος (1888), στο οποίο, όπου ήταν δυνατόν, η σκαφή έφθασε έως τον βράχο, σε βάθος που αρκετές φορές ξεπέρασε τα 15 μ. από την ευθυντηρία του ναού. Η σχεδιαστική τεκμηρίωση από τον Kawerau ήταν τακτική: πολλές δεκάδες μετρικά σχέδια σε κλίμακες 1:50, 1:100, 1:200, και ακόμη περισσότερα σκαριφήματα μετρήσεων αλλά και σχέδια κάπoιων κινητών ευρημάτων.
Η φωτογραφική τεκμηρίωση (επί το πλείστον από τον Dorpfeld με κάμερα μεγάλου σχήματος), αν και σχετικώς φειδωλή (περίπου 100 φωτογραφίες), είναι γενικώς πολύ καλής ποιότητος. Οι φωτογραφίες έχουν γίνει επιμελώς μετά από καλή επιλογή των θεμάτων και ο φωτισμός είναι μερικές φορές τόσο καλός, ώστε να κάνει εύκολα ορατές μικρότατες λεπτομέρειες συμπεριλαμβανομένης και της στρωματογραφίας των εδαφών.
Η Μεγάλη Ανασκαφή διακρίνεται όχι μόνον για την ενότητα των μέσων και της μεθόδου της αλλά και για την ενότητα των προϊόντων της. Τα προϊόντα αυτά, όλα σχεδόν τα σήμερα γνωστά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη των πώρινων αρχαϊκών ναών και άλλων κτισμάτων της αρχαϊκής Ακροπόλεως, όλα σχεδόν τα αφιερώματα της ίδιας περιόδου, μαρμάρινα (κόρες, ενεπίγραφες βάσεις κ.ά.), χάλκινα ή πήλινα και, τέλος, πολυάριθμα γλυπτά της κλασικής εποχής. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν εγκαίρως σε διάφορα ελληνικά και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά αλλά και σε μονογραφίες.
Η ίδια η ανασκαφή, όμως, δημοσιεύθηκε μόνον μετά από 17 έτη και η κεραμική της μετά από τέσσερις δεκαετίες. Ζητήματα για τα οποία θα ήταν απαραίτητη μια ενδελεχής στρωματογραφική τεκμηρίωση ανέκυψαν μόνον όταν ήταν πια πολύ αργά. Τα σχολιασμένα σχέδια κάποιων στρωματογραφικών τομών που είχε συντάξει ο G. Kawerau εκ του φυσικού περιέργως δεν είχαν συμπεριληφθεί στη δημοσίευση της ανασκαφής, ίσως επειδή οι συγγραφείς δεν τα θεωρούσαν πολύ αναγκαία (δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα, βλ. κατωτ.).
Όταν, το 1902, φάνηκε έντονη η σκοπιμότητα μιας στρωματογραφικής διερεύνησης των ιστορικών φάσεων της Ακροπόλεως νοτίως του Παρθενώνος, ο Dorpfeld κατέφυγε σε μια λύση ανάγκης. Συνέταξε τα σχέδια δύο τομών, βασιζόμενος κυρίως σε φωτογραφίες. Η μέθοδος αυτή, βέβαια, δεν είναι τελείως θεμιτή και τα εν λόγω σχέδια έγιναν μερικές φορές αντικείμενα αμφιβολιών (παρόμοιες τομές σχεδιάσθηκαν αργότερα από τον A. Tschira, τον J.A. Bundgaard, τον A. von Gerkan και άλλους). Στη συγκεκριμένη, ωστόσο, περίπτωση δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες.
Οι φωτογραφίες του Dorpfeld είναι, ευτυχώς, πολύ ευκρινείς και ο τρόπος που τις χρησιμοποίησε ήταν πολύ τίμιος. Τούτο διαπιστώνεται και σήμερα, όχι μόνον με προσεκτική σύγκριση όλων των διαθέσιμων φωτογραφιών αλλά και με χρήση των αντιστοίχων σχεδίων του Kawerau. Μετά τη Μεγάλη Ανασκαφή δεν απέμειναν παρά μόνον ολίγα άσκαφα σημεία.
Οι ανασκαφές που έγιναν έκτοτε είχαν μάλλον διευκρινιστικό χαρακτήρα. Από αυτές ας αναφερθούν οι εξής: στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1910 από τον Hill και τον Dinsmoor, στο Ερεχθείο το 1900 από τον Stevens, τον L.B. Holland και άλλους, στα δυτικά των Προπυλαίων το 1928 από τον Dinsmoor, στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1956 από τον A. Tschira, στον αρχαίο νεώ το 1980 από τον I. Beyer.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο δίτομο έργο του J.A Bundgaard, The excavation of the Athenian Akropolis (1974) το οποίο έκανε για πρώτη φορά προσιτά σε έντυπη μορφή τα φυλασσόμενα στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου σχέδια του Kawerau, μαζί με όλες σχεδόν τις φωτογραφίες της ανασκαφής.
Το υλικό παρουσιάζεται με πλήθος συνοδευτικών σχολίων και εποπτικών γενικών χαρτών εντοπισμού και συσχετισμού των επί μέρους σχεδίων και των φωτογραφιών. Το υλικό αυτό είναι πολυτιμότατο, έστω και εάν με σημερινά αλλά ακόμη και με πολύ παλαιότερα μέτρα (π.χ. με εκείνα του Η. von Hallerstein) τα σχέδια του Kawerau κρίνονται ανεπαρκή.
Πηγή