Οι Σκοπιανοί και οι φίλα προσκείμενοί τους γνωρίζουν την ιστορία και διεκδικούν. Οι δικοί μας γνωρίζουν; Αν ναι, το κρύβουν, αν όχι τότε «η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Πάντως η Άνω Μακεδονία ήταν η ΒΔ Μακεδονία (σημερινή Δυτική και μέρος της εκτός Ελληνικών συνόρων), όρος που χρησιμοποιείται από τον Ηρόδοτο ως και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και ως σήμερα στην εκκλησιαστική ορολογία. ΔΕΝ είναι γεωγραφικός όρος, είναι ιστορικός. Δεν σημαίνει άνω και κάτω πάτωμα. ΔΕΝ υποψιάζει κανέναν ότι κάτι παραπάνω ξέρουν οι Σκοπιανοί και ο Νίμιτς;
Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, χώρα που ορίζεται από μικρούς και μεγάλους ορεινούς όγκους και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα, ανήκει στην Άνω - ορεινή- Μακεδονία των αρχαίων, η οποία εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιελάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές μέχρι τα όρη Dautika, Babuna, Dren στα βόρεια. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε σταθμός της πορείας του «πολυπλάνητου» έθνους των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες και οι Δωριείς (Ηρόδοτος 1.56, 8.137-139, Θουκυδίδης 2.99). Ένας κλάδος τους, οι Αργεάδες Μακεδόνες, στους οποίους βασίλευαν οι Τημενίδες, απόγονοι του Τημένου, γιου του Ηρακλή, μετά από διαδοχικές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αι., με πρώτο γνωστό βασιλιά τον Περδίκκα, ίδρυσαν το κράτος των Αιγών. Από τις Αιγές, που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αργείο Κάρανο τον 8ο π.Χ. αι., και αργότερα την Πέλλα, γύρω στο 400 π.Χ., συνέχισαν την επεκτατική τους δράση για πολλούς αιώνες.
Η Άνω Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο και συγκεκριμένα σε δύο χωρία. Στο πρώτο (7.173.4) περιγράφει την εισβολή των στρατευμάτων του Ξέρξη στη Θεσσαλία: «εσβολήν ες Θεσσαλούς κατά την Άνω Μακεδονίην δια Περραιβών κατά Γόννων πόλιν, τη περ δή και εσέβαλε η στρατιή Ξέρξεω". Στο δεύτερο (8.137-139) αφηγείται την περιπέτεια του ιδρυτή του βασιλείου των Αιγών και απογόνου του Ηρακλή, Περδίκκα, ο οποίος, μαζί με τους αδερφούς του Γαυάνη και Αέροπο, «εξ 'Άργεος έφυγον ες Ιλλυριούς (...) εκ δε των των Ιλλυριών υπερβαλόντες ες την Άνω Μακεδονίην απίκοντο ες Λεβαίην πόλιν».
Σαφέστερο διαχωρισμό μεταξύ άνω και κάτω Μακεδονίας συναντάμε στον Θουκυδίδη κατά την εξιστόρηση των συγκρούσεων των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στον βορειοελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου (2.99.1): «ες την κάτω Μακεδονίαν, ης ο Περδίκκας ήρχεν. Των γαρ Μακεδόνων εισι Λυγκησταί και Ελιμιώται κα άλλα έθνη επάνωθεν, ά ξύμμαχα μεν εστι τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δ' έχει καθ' αυτά. Των δ' παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατή και οι πρόγονοι αυτού, Τημενίδαι γαρ το αρχαίον όντες εξ Άργους...».
Και στα επόμενα δύο χωρία (1.59 και 2.100) ο διαχωρισμός είναι εξίσου σαφής: «και καταστάντες «οι Αθηναίοι» επολέμουν μετά Φιλίππου και των Δέρδου αδελφών άνωθεν στρατιά εσβληκότων», «ίππους δε προσμεταπεμψάμενοι από των άνω συμμάχων».
Ο Στράβων (7, C326) κατονομάζει τέσσερις περιοχές που ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, στην οποία, οι Ρωμαίοι διατήρησαν καθεστώς «ελευθερίας» και αυτονομίας: «και δη και τα περί Λύγκον και Πελαγονίαν και Ορεστιάδα καί Ελίμειαν την Άνω Μακεδονίαν εκάλουν, οι δε ύστερον και ελευθέραν».
Ο ίδιος (7, απόσπ.12), αναφερόμενος σε ποταμούς ως φυσικά γεωγραφικά όρια μεταξύ Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, τη συνδέει με τον Αλιάκμονα: «ότι Πηνειός ορίζει την Κάτω και προς τη θαλάττη Μακεδονίαν από Θετταλίας και Μαγνησίας, Αλιάκμων δ' την Άνω Μακεδονίαν».
Ο Λίβιος (45.29.9 και 45.30.6) αναφερόμενος στη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις «μερίδες» μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο, ορίζει ως τέταρτη μερίδα την Άνω Μακεδονία «trans montem Boram», με έδρα την Πελαγονία και σύνορα την Ιλλυρία και την Ήπειρο. Αναφέρει σ' αυτήν, ως κατοίκους, τους Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει, ως περιοχές, την Ατιντανία, την Τυμφαία και την Ελιμιώτιδα.
Από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσονται σ' αυτήν η Ελιμιώτις, η Λυγκηστίς, η Ορεστίς, η Πελαγονία, η Εορδαία, η Τυμφαία, η Δερρίοπος, η Ατιντανία και η Δασσαρήτις. Ομοφωνία, ωστόσο, υπάρχει μόνο για τις πρώτες τέσσερις περιοχές, ενώ η Δερρίοπος εντάσσεται στην Πελαγονία. Οι ανένταχτες περιοχές στα δυτικά-βορειοδυτικά, κυρίως, της Άνω Μακεδονίας μπορούν να συμπεριληφθούν στα «άλλα έθνη επάνωθεν» του Θουκυδίδη (2.99), αν ήταν μακεδονικές.
Οπωσδήποτε, ένα τμήμα της θεωρούμενης Δασσαρήτιδας, όπως και της Ατιντανίας, ανήκε στην Ήπειρο, ενώ η περιοχή γύρω από τη Λυχνίτιδα-Αχρίδα μπορεί να ενταχθεί στην Άνω Μακεδονία. Για τα νέα αυτά όρια της Άνω Μακεδονίας, τα οποία αποτυπώθηκαν πάνω σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού), στηρίχθηκα αφενός στην ιστορική έρευνα, παλαιότερη και νεότερη, και αφετέρου στα πορίσματα της νεότερης αρχαιολογικής-ανασκαφικής έρευνας, η οποία έδωσε νέα διάσταση στην πολιτισμική φυσιογνωμία της Μακεδονίας.
Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε την αφετηρία, το ορμητήριο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία στο βόρειο χώρο ονομάστηκαν μακεδονικά και στο νότιο δωρικά, κατά τον Ηρόδοτο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα, γιοί και οι δυο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα.
Κατά τον Ελλάνικο, συγγραφέα του 5ου π.Χ. αι., ο Μακεδών ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του Έλληνα. Η σημασία των αρχαίων αυτών πηγών, που δεν εξαντλούνται στις παραπάνω, έγκειται στο ότι μας δείχνουν με ποιον τρόπο οι νότιοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν, ήδη από τα ομηρικά χρόνια, την ενότητα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ανήκαν και οι Μακεδόνες - ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι θεοί κατοικούσαν στον Όλυμπο.
Η Άνω Μακεδονία με τα βασίλεια της Ελίμειας, Ορεστίδας, Εορδαίας, Λυγκηστίδας και Πελαγονίας, δεν είχε αποδυναμωθεί και απομονωθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, όπως δυστυχώς αρχικά, από έλλειψη αρχαιολογικών-ιστορικών δεδομένων, είχε γραφεί. Αυτό αποδεικνύεται από την υψηλή χρονολόγηση, τον πλούτο, την ποιότητα και το χαρακτήρα των αρχαιολογικών ευρημάτων, μετά τη συστηματική έρευνα στην Αιανή και αλλού, που επέβαλε την επανεξέταση, κάτω από νέο πρίσμα, παλαιότερων αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η αποκάλυψη στην Αιανή οικοδομημάτων και μνημειακών τάφων με ανάλογα κινητά ευρήματα, που δηλώνουν αυτόματα ενιαίο ελληνικό πολιτισμό και χρονολογούνται στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, οδηγεί αναγκαστικά στη διαπίστωση ότι υπήρχαν οργανωμένες πόλεις με λαμπρή αρχιτεκτονική πολύ πριν από την ενοποίηση όλης της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.), στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων- αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία.
Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασικών επιγραφών, από τις πρωιμότερες του μακεδονικού χώρου, αποτελούν απτά τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων. Κατά τρόπο λογικό και αναγκαίο συμπεραίνουμε ότι, παράλληλα με τους Αργεάδες Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα «επάνωθεν», κατά το Θουκυδίδη, ελληνικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζει τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, σύμφωνα με το διαχωρισμό της Μακεδονίας από τους αρχαίους συγγραφείς σε ορεινή Άνω - και πεδινή - Κάτω. Η Άνω Μακεδονία, λοιπόν, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες - έθνη με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισής τους στις αρχές του αγροτοποιμενικού βίου.
Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, Λυγκηστές, Εορδοί, Τυμφαίοι, Ελιμιώτες, οι οποίοι μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, παρόλη την ενοποίηση του μακεδoνικού βασιλείου, την ανάπτυξη των πόλεων ως διοικητικών κέντρων και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διατήρησαν τη φυλετική τους οργάνωση, όπως φαίνεται και από τις αναφορές του εθνικού της περιοχής στον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων τους π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης, Εορδαίος κτλ. Η οριστική ενοποίηση επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία του Φιλίππου Β', ο οποίος με συνεχείς νίκες και άριστες διπλωματικές μεθόδους πέτυχε την ενσωμάτωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας, την κατάταξη των ευγενών στην τάξη των εταίρων, και συνεπώς την εξασθένηση και κατάργηση των ηγεμονικών οίκων.
Η προσάρτηση της Ελίμειας, όπως και των άλλων «επάνωθεν» περιοχών, πραγματοποιήθηκε μάλλον ειρηνικά και εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση και συντριβή των Ιλλυριών τόσο από τον Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και τον στρατηγό του Παρμενίωνα (356 π.Χ.), ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι στρατηγοί, καταγόταν από την Άνω Μακεδονία και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, βορείως του Εριγώνα, σημερινού Cerna.
Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των «επάνωθεν» στη νικηφόρα εκστρατεία ως τις Ινδίες, που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων «πλην Λακεδαιμονίων», υπήρξε καθοριστική. Από τις έξι ταξιαρχίες του Μ. Αλεξάνδρου στα 330 π.Χ. τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, δηλαδή την Ελίμεια, την Ορεστίδα μαζί με τη Λυγκηστίδα και την Τυμφαία (Διόδωρος 17. 57. 2). Επιπλέον διοικούνταν για πολλά χρόνια από ταξίαρχους (ο Κοίνος Πολεμοκράτους, Ελημιώτης, ο Περδίκκας Ορόντου από την Ορεστίδα και ο Αμύντας Ανδρομένους και Πολυπέρχων Σιμμία αργότερα από την Τυμφαία), μέλη των βασιλικών οίκων της Άνω Μακεδονίας.
Επιπλέον ταξίαρχοι, όπως ο Κρατερός και άλλοι, διοικούσαν ταξιαρχίες που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος ασθέταιροι. Το όνομα δόθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο και συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε δε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητές τους σε σκληρές δοκιμασίες.
Κατά το 2ο π.Χ. αι., και συγκεκριμένα μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., σύμφωνα με το διακανονισμό του Αιμιλίου Παύλου στην Αμφίπολη η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, την τέταρτη μερίδα. Το ίδιο καθεστώς διατηρήθηκε πιθανότατα και μετά την ήττα του σφετεριστή του μακεδονικού θρόνου Ανδρίσκου στα 148 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχε ως συνέπεια και τη μεταβολή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Γεωργίας Καραμήτρου-Μεντεσίδη, δρ. αρχαιολόγου
Πηγή
Η ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, χώρα που ορίζεται από μικρούς και μεγάλους ορεινούς όγκους και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα, ανήκει στην Άνω - ορεινή- Μακεδονία των αρχαίων, η οποία εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιελάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές μέχρι τα όρη Dautika, Babuna, Dren στα βόρεια. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε σταθμός της πορείας του «πολυπλάνητου» έθνους των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες και οι Δωριείς (Ηρόδοτος 1.56, 8.137-139, Θουκυδίδης 2.99). Ένας κλάδος τους, οι Αργεάδες Μακεδόνες, στους οποίους βασίλευαν οι Τημενίδες, απόγονοι του Τημένου, γιου του Ηρακλή, μετά από διαδοχικές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αι., με πρώτο γνωστό βασιλιά τον Περδίκκα, ίδρυσαν το κράτος των Αιγών. Από τις Αιγές, που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αργείο Κάρανο τον 8ο π.Χ. αι., και αργότερα την Πέλλα, γύρω στο 400 π.Χ., συνέχισαν την επεκτατική τους δράση για πολλούς αιώνες.
Η Άνω Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο και συγκεκριμένα σε δύο χωρία. Στο πρώτο (7.173.4) περιγράφει την εισβολή των στρατευμάτων του Ξέρξη στη Θεσσαλία: «εσβολήν ες Θεσσαλούς κατά την Άνω Μακεδονίην δια Περραιβών κατά Γόννων πόλιν, τη περ δή και εσέβαλε η στρατιή Ξέρξεω". Στο δεύτερο (8.137-139) αφηγείται την περιπέτεια του ιδρυτή του βασιλείου των Αιγών και απογόνου του Ηρακλή, Περδίκκα, ο οποίος, μαζί με τους αδερφούς του Γαυάνη και Αέροπο, «εξ 'Άργεος έφυγον ες Ιλλυριούς (...) εκ δε των των Ιλλυριών υπερβαλόντες ες την Άνω Μακεδονίην απίκοντο ες Λεβαίην πόλιν».
Σαφέστερο διαχωρισμό μεταξύ άνω και κάτω Μακεδονίας συναντάμε στον Θουκυδίδη κατά την εξιστόρηση των συγκρούσεων των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στον βορειοελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου (2.99.1): «ες την κάτω Μακεδονίαν, ης ο Περδίκκας ήρχεν. Των γαρ Μακεδόνων εισι Λυγκησταί και Ελιμιώται κα άλλα έθνη επάνωθεν, ά ξύμμαχα μεν εστι τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δ' έχει καθ' αυτά. Των δ' παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατή και οι πρόγονοι αυτού, Τημενίδαι γαρ το αρχαίον όντες εξ Άργους...».
Και στα επόμενα δύο χωρία (1.59 και 2.100) ο διαχωρισμός είναι εξίσου σαφής: «και καταστάντες «οι Αθηναίοι» επολέμουν μετά Φιλίππου και των Δέρδου αδελφών άνωθεν στρατιά εσβληκότων», «ίππους δε προσμεταπεμψάμενοι από των άνω συμμάχων».
Ο Στράβων (7, C326) κατονομάζει τέσσερις περιοχές που ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, στην οποία, οι Ρωμαίοι διατήρησαν καθεστώς «ελευθερίας» και αυτονομίας: «και δη και τα περί Λύγκον και Πελαγονίαν και Ορεστιάδα καί Ελίμειαν την Άνω Μακεδονίαν εκάλουν, οι δε ύστερον και ελευθέραν».
Ο ίδιος (7, απόσπ.12), αναφερόμενος σε ποταμούς ως φυσικά γεωγραφικά όρια μεταξύ Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, τη συνδέει με τον Αλιάκμονα: «ότι Πηνειός ορίζει την Κάτω και προς τη θαλάττη Μακεδονίαν από Θετταλίας και Μαγνησίας, Αλιάκμων δ' την Άνω Μακεδονίαν».
Ο Λίβιος (45.29.9 και 45.30.6) αναφερόμενος στη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις «μερίδες» μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο, ορίζει ως τέταρτη μερίδα την Άνω Μακεδονία «trans montem Boram», με έδρα την Πελαγονία και σύνορα την Ιλλυρία και την Ήπειρο. Αναφέρει σ' αυτήν, ως κατοίκους, τους Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει, ως περιοχές, την Ατιντανία, την Τυμφαία και την Ελιμιώτιδα.
Από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσονται σ' αυτήν η Ελιμιώτις, η Λυγκηστίς, η Ορεστίς, η Πελαγονία, η Εορδαία, η Τυμφαία, η Δερρίοπος, η Ατιντανία και η Δασσαρήτις. Ομοφωνία, ωστόσο, υπάρχει μόνο για τις πρώτες τέσσερις περιοχές, ενώ η Δερρίοπος εντάσσεται στην Πελαγονία. Οι ανένταχτες περιοχές στα δυτικά-βορειοδυτικά, κυρίως, της Άνω Μακεδονίας μπορούν να συμπεριληφθούν στα «άλλα έθνη επάνωθεν» του Θουκυδίδη (2.99), αν ήταν μακεδονικές.
Οπωσδήποτε, ένα τμήμα της θεωρούμενης Δασσαρήτιδας, όπως και της Ατιντανίας, ανήκε στην Ήπειρο, ενώ η περιοχή γύρω από τη Λυχνίτιδα-Αχρίδα μπορεί να ενταχθεί στην Άνω Μακεδονία. Για τα νέα αυτά όρια της Άνω Μακεδονίας, τα οποία αποτυπώθηκαν πάνω σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού), στηρίχθηκα αφενός στην ιστορική έρευνα, παλαιότερη και νεότερη, και αφετέρου στα πορίσματα της νεότερης αρχαιολογικής-ανασκαφικής έρευνας, η οποία έδωσε νέα διάσταση στην πολιτισμική φυσιογνωμία της Μακεδονίας.
Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε την αφετηρία, το ορμητήριο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, τα οποία στο βόρειο χώρο ονομάστηκαν μακεδονικά και στο νότιο δωρικά, κατά τον Ηρόδοτο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα, γιοί και οι δυο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα.
Κατά τον Ελλάνικο, συγγραφέα του 5ου π.Χ. αι., ο Μακεδών ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του Έλληνα. Η σημασία των αρχαίων αυτών πηγών, που δεν εξαντλούνται στις παραπάνω, έγκειται στο ότι μας δείχνουν με ποιον τρόπο οι νότιοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν, ήδη από τα ομηρικά χρόνια, την ενότητα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ανήκαν και οι Μακεδόνες - ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι οι θεοί κατοικούσαν στον Όλυμπο.
Η Άνω Μακεδονία με τα βασίλεια της Ελίμειας, Ορεστίδας, Εορδαίας, Λυγκηστίδας και Πελαγονίας, δεν είχε αποδυναμωθεί και απομονωθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, όπως δυστυχώς αρχικά, από έλλειψη αρχαιολογικών-ιστορικών δεδομένων, είχε γραφεί. Αυτό αποδεικνύεται από την υψηλή χρονολόγηση, τον πλούτο, την ποιότητα και το χαρακτήρα των αρχαιολογικών ευρημάτων, μετά τη συστηματική έρευνα στην Αιανή και αλλού, που επέβαλε την επανεξέταση, κάτω από νέο πρίσμα, παλαιότερων αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η αποκάλυψη στην Αιανή οικοδομημάτων και μνημειακών τάφων με ανάλογα κινητά ευρήματα, που δηλώνουν αυτόματα ενιαίο ελληνικό πολιτισμό και χρονολογούνται στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, οδηγεί αναγκαστικά στη διαπίστωση ότι υπήρχαν οργανωμένες πόλεις με λαμπρή αρχιτεκτονική πολύ πριν από την ενοποίηση όλης της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.), στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων- αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία.
Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασικών επιγραφών, από τις πρωιμότερες του μακεδονικού χώρου, αποτελούν απτά τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας των Μακεδόνων. Κατά τρόπο λογικό και αναγκαίο συμπεραίνουμε ότι, παράλληλα με τους Αργεάδες Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα «επάνωθεν», κατά το Θουκυδίδη, ελληνικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζει τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία, σύμφωνα με το διαχωρισμό της Μακεδονίας από τους αρχαίους συγγραφείς σε ορεινή Άνω - και πεδινή - Κάτω. Η Άνω Μακεδονία, λοιπόν, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες - έθνη με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισής τους στις αρχές του αγροτοποιμενικού βίου.
Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, Λυγκηστές, Εορδοί, Τυμφαίοι, Ελιμιώτες, οι οποίοι μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, παρόλη την ενοποίηση του μακεδoνικού βασιλείου, την ανάπτυξη των πόλεων ως διοικητικών κέντρων και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διατήρησαν τη φυλετική τους οργάνωση, όπως φαίνεται και από τις αναφορές του εθνικού της περιοχής στον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων τους π.χ. Μακεδών Ελιμιώτης, Εορδαίος κτλ. Η οριστική ενοποίηση επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυία του Φιλίππου Β', ο οποίος με συνεχείς νίκες και άριστες διπλωματικές μεθόδους πέτυχε την ενσωμάτωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας, την κατάταξη των ευγενών στην τάξη των εταίρων, και συνεπώς την εξασθένηση και κατάργηση των ηγεμονικών οίκων.
Η προσάρτηση της Ελίμειας, όπως και των άλλων «επάνωθεν» περιοχών, πραγματοποιήθηκε μάλλον ειρηνικά και εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση και συντριβή των Ιλλυριών τόσο από τον Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και τον στρατηγό του Παρμενίωνα (356 π.Χ.), ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι στρατηγοί, καταγόταν από την Άνω Μακεδονία και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, βορείως του Εριγώνα, σημερινού Cerna.
Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των «επάνωθεν» στη νικηφόρα εκστρατεία ως τις Ινδίες, που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων «πλην Λακεδαιμονίων», υπήρξε καθοριστική. Από τις έξι ταξιαρχίες του Μ. Αλεξάνδρου στα 330 π.Χ. τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, δηλαδή την Ελίμεια, την Ορεστίδα μαζί με τη Λυγκηστίδα και την Τυμφαία (Διόδωρος 17. 57. 2). Επιπλέον διοικούνταν για πολλά χρόνια από ταξίαρχους (ο Κοίνος Πολεμοκράτους, Ελημιώτης, ο Περδίκκας Ορόντου από την Ορεστίδα και ο Αμύντας Ανδρομένους και Πολυπέρχων Σιμμία αργότερα από την Τυμφαία), μέλη των βασιλικών οίκων της Άνω Μακεδονίας.
Επιπλέον ταξίαρχοι, όπως ο Κρατερός και άλλοι, διοικούσαν ταξιαρχίες που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος ασθέταιροι. Το όνομα δόθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο και συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε δε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητές τους σε σκληρές δοκιμασίες.
Κατά το 2ο π.Χ. αι., και συγκεκριμένα μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., σύμφωνα με το διακανονισμό του Αιμιλίου Παύλου στην Αμφίπολη η Άνω Μακεδονία αποτέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, την τέταρτη μερίδα. Το ίδιο καθεστώς διατηρήθηκε πιθανότατα και μετά την ήττα του σφετεριστή του μακεδονικού θρόνου Ανδρίσκου στα 148 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχε ως συνέπεια και τη μεταβολή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Γεωργίας Καραμήτρου-Μεντεσίδη, δρ. αρχαιολόγου
Πηγή