Η Πανάκεια ήταν ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, συνυφασμένη με την έννοια της θεραπείας (ή βοτανοθεραπείας) επί πάσας νόσου. Φέρεται ως κόρη του Ασκληπιού και της Ηπιόνης αδελφή της θεάς Υγιείας, της Ιασούς, του Μαχάωνα και του Ποδαλείριου, Ιατρών του Τρωικού Πολέμου κατά τον Όμηρο. Λατρευόταν κυρίως στον Ωρωπό Αττικής, στην Κάλυμνο, στην Κω κ.α..
Η μορφή της παρίσταται και στο Ασκληπιείο Αθηνών. Επειδή θεωρείτο ως θεά ικανή να θεραπεύει κάθε νόσο, το όνομά της διαδόθηκε γρήγορα σε όλες τις ελληνικές πόλεις, ειδικότερα σε φάρμακα ικανά να θεραπεύουν αν όχι όλες τις νόσους τουλάχιστον τις περισσότερες από αυτές.
Η μορφή της παρίσταται και στο Ασκληπιείο Αθηνών. Επειδή θεωρείτο ως θεά ικανή να θεραπεύει κάθε νόσο, το όνομά της διαδόθηκε γρήγορα σε όλες τις ελληνικές πόλεις, ειδικότερα σε φάρμακα ικανά να θεραπεύουν αν όχι όλες τις νόσους τουλάχιστον τις περισσότερες από αυτές.
Ακόμη και σήμερα, κάθε ιδεατό φάρμακο, για το οποίο επικρατεί η αντίληψη ότι θεραπεύει κάθε νόσο σωματική, οργανική ή ψυχική, ονομάζεται πανάκεια. Η πίστη στην ύπαρξη τέτοιων φαρμάκων οφείλεται στην πανάρχαια ανθρώπινη έφεση της αναζήτησης ενός μόνου φαρμάκου που να θεραπεύει τα πάντα.
Η αντίληψη αυτή συνεχίζει να εφαρμόζεται από πρακτικούς γιατρούς, όπου μέσω της υποβολής δημιουργεί επί το πλείστον ψευδείς εντυπώσεις, ακόμη και θύματα. Μέχρι σήμερα ούτε η εμπειρία ούτε η επιστήμη έχει φθάσει στο επίτευγμα της πανάκειας. Ως πανάκειες δεν πρέπει να νοούνται κάποια γενικά φάρμακα όπως τα συμπτωματικά (πχ η ασπιρίνη) ή τα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος.
Συνεκδοχικά πανάκεια καλείται και κάθε προσωρινή λύση ή λήψη μέτρων επί πολλαπλών προβλημάτων.
Επίσης πανάκεια ονομάζεται είδος βοτάνου. Κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο «την πόα ταύτην και πάνακα και πανάκην προσαγορεύουσι», ενώ με το όνομα πάνακες φέρονται διάφορα βότανα όντως θεραπευτικά μεταξύ των οποίων ο οποπάναξ για επούλωση πληγών και ως αντιϊοβολικό (κατά δηγμάτων φιδιών) καθώς και τέσσερα που αριθμεί ο αριστοτελικός Θεόφραστος: το ασκληπιείο, το ηράκλειο (οποπάναξ ο ανατολικός), ο οποπάναξ ο συριακός και το χειρώνιο (γνωστό ως ηλιάνθεμο).
Η λέξη «πανάκεια» παράγεται από το «παν» και το ρήμα «ακέομαι» που σημαίνει θεραπεύω.
Η έννοιά της, λοιπόν, είναι «παντοθεραπεία». Από το ίδιο ρήμα «ακέομαι» παράγονται και τα ονόματα Ακεσώ και Άκεσις.