Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Θεοδότη και Σωκράτης

Κάποτε, έπεσε «σύρμα» στο Σωκράτη και την παρέα του ότι έκανε το ντεμπούτο της μια νέα όμορφη εταίρα, η Θεοδότη, και αποφάσισαν να πάνε να τη δούνε.

Ο Σωκράτης και η παρέα του, λοιπόν, φθάνουν στο σπίτι της, όπου τη βλέπουν να κάθεται στον κήπο, να τη ζωγραφίζει ένας ζωγράφος και τις θεραπαινίδες γύρω της να τη φτιάχνουν και να τη στολίζουν.

Οπότε, μπαίνει μέσα ο Σωκράτης και οι φίλοι του, που πρέπει να ήταν μαζί του άλλα τέσσερα άτομα: Ο φίλος του Αντισθένης κατοπινός ηγέτης της κυνικής σχολής και μελλοντικός δάσκαλος του Διογένη, ο γλύπτης Απολλόδωρος παιδικός φίλος του μάλλον από τα παλιά τότε που λάξευε και αυτός μάρμαρα στη μετώπη του Παρθενώνα, και οι Κέβης και Σιμίας, δυο μαθητευόμενοι φιλόσοφοι από τη Θήβα, σύνολο δηλαδή 5 νοματαίοι. Η Θεοδότη τους αγνοεί επιδεκτικά, ειδικά από τον κακομούτσουνο και ξυπόλητο Σωκράτη, μέχρι που ανοίγει το στόμα του.

Ο Σωκράτης, τη στιγμή που τον «σνομπάρει» η Θεοδότη, αποτείνεται στους φίλους του με τρόπο που τον ακούει εκείνη: «Αγαπημένοι μου φίλοι - τους λέει - μήπως είναι πιο σωστό αντί να μας ευχαριστεί η οπτασία την οποία έχουμε μπροστά στα μάτια μας, να την ευχαριστήσουμε εμείς;» «Μμμ, ναι, ναι, βέβαια…» θα μουρμούρισαν εκείνοι - οπότε συνεχίζει -

«Για να την ευχαριστήσουμε όμως πρέπει να την ωφελήσουμε και για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει να την αναφέρουμε όσο το δυνατόν σε περισσότερους άνδρες.

Αλλά για να είμαστε πειστικοί πρέπει να είμαστε αληθείς, που σημαίνει ότι θα πρέπει να μας επιτρέψει να αγγίξουμε αυτά που βλέπουμε και να φύγουμε από εδώ όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο ερεθισμένοι.

Δηλαδή, θα πρέπει να μας αφήσει να την κανακέψουμε και να αποδεχθεί ευχάριστα το κανάκεμά μας». Η Θεοδότη, που εν τω μεταξύ είχε ξεμπερδέψει με το ζωγράφο, πλησίασε και είπε: «Εντάξει, θα σας παράσχω την ευγνωμοσύνη μου έμπρακτα, γιατί αφού εσείς θέλετε το καλό μου, φυσικό είναι κι εγώ να σας παράσχω καλοσύνη».

Ο Σωκράτης, βλέποντάς την πολυτελώς ντυμένη και γενικώς παρατηρώντας τη χλίδα που υπήρχε γύρω της, τη μάνα της και τις υπηρέτριες όλες πλουσιοπάροχα ενδεδυμένες, λέει:

«Πες μου, αλήθεια,. Θεοδότη, έχεις κάποια σπίτια, χωράφια ή δούλους τεχνίτες που σου δίνουν τη δυνατότητα να ζεις με αυτό τον τρόπο»;

«Όχι, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά, γιατί όταν κάποιος γίνεται φίλος μου, με ευεργετεί γι’ αυτό το λόγο. Έτσι κερδίζω τη ζωή μου».

Και ο Σωκράτης συνεχίζει: «Πράγματι, αυτό που κάνεις είναι πολύ πιο αποδοτικό από το να έχεις ένα κοπάδι κατσίκες, πρόβατα η βόδια. Αλλά πώς τα καταφέρνεις;

Το αφήνεις αυτό στην τύχη ή έχεις κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μηχανεύεσαι δηλαδή κάποιο τέχνασμα για κάθε περίπτωση;» «Όχι, δεν μηχανεύομαι τίποτε, ούτε έχω κάποιο συγκεκριμένο τέχνασμα», του λέει η θεοδότη. «Δηλαδή, είσαι σαν τις αράχνες που υφαίνουν έναν ιστό και ότι πέσει μέσα, μύγες και κουνούπια;

Καλά, δεν είσαι επιλεκτική, Δεν ρυθμίζεις τα πράγματα όπως εσύ τα θέλεις;» «Και τι να κάνω»; Του απαντά εκείνη. «Καλά, δεν βλέπεις ότι όσοι κυνηγούν χρησιμοποιούν για το κάθε θήραμα συγκεκριμένο τρόπο;

Για παράδειγμα, αυτοί που κυνηγούν λαγούς έχουν ειδικά σκυλιά, άλλα για την ημέρα και άλλα για τη νύχτα. Επίσης, γνωρίζοντας τα περάσματα των λαγών στήνουν κατάλληλα τα δίχτυα τους ώστε να πέφτουν μέσα. Το κάθε πράγμα θέλει συγκεκριμένη τεχνική».

«Και ποια δίχτυα έχω εγώ;» ρωτάει η Θεοδότη. «Ένα και μόνο δίχτυ έχεις - της απαντάει ο Σωκράτης - το οποίο είναι μάλιστα πολύ όμορφα πλεγμένο. Αυτό είναι το κορμί σου. Μέσα όμως στο κορμί υπάρχει η ψυχή, η οποία πρέπει να σε καθοδηγεί στο τι θα κάνεις για να το αξιοποιήσεις.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πως θα ευχαριστείς αυτόν που έχει για σκοπό την απόλαυσή του. Και να τον φροντίζεις για να είναι φίλος σου και να σε φροντίζει. Και όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα κτίζονται οι φιλίες, οι οποίες μάλιστα είναι τόσο πιο αρραγείς όσο οι φίλοι μένουν αμφότεροι ευχαριστημένοι. Και αυτό συμβαίνει όταν προσφέρεται ο ένας στον άλλο αγνά και φυσικά».

«Μα το Δία - λέει εκείνη - τίποτε από όλα αυτά δεν κάνω». «Και όμως - συνεχίζει ο Σωκράτης - είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεται ο ένας στον άλλον σωστά και φυσικά.

Γιατί με τη βία, το ζόρι και τον εξαναγκασμό δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε να διατηρήσεις φίλους, ενώ με το δόσιμο την ευχαρίστηση και την ηδονή ακόμα και ένα θηρίο μπορεί να το κάνεις να μένει δίπλα σου και να σε παραστέκει. Έτσι δεν είναι»;

«Βεβαίως έχεις δίκιο….» μουρμουρίζει εκείνη. «Επομένως - συνεχίζει ο Σωκράτης - πρέπει να αποζητάς την φιλία αυτών που έχουν τη διάθεση να γίνουν φίλοι σου για να σε βοηθήσουν και να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να τους να το ανταποδίδεις, κάνοντας με τη σειρά σου ευεργεσίες, και μάλιστα με το πάρα πάνω.

Γιατί έτσι οι φίλοι θα μείνουν για πάρα πολύ καιρό κοντά σου και θα σου προσφέρουν με τη σειρά τους ακόμη μεγαλύτερες ευεργεσίες. Και θα τους έθελγες με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό αν τους προσέφερες τις υπηρεσίες σου όταν είναι στην ανάγκη, όπως φίλος παραστέκεται σε φίλο ασθενή.

Γιατί μη υπαρχούσης της ανάγκης, τις χάρες σου δεν θα τις εκτιμήσουν, πολύ δε μάλλον περισσότερο όταν δεν είναι πεινασμένοι. Γιατί στον χορτάτο αν του δώσεις φαγητό, μέχρι και αποστροφή αυτό μπορεί να του προκαλέσει».

«Και τι να κάνω – λέει η Θεοδότη - πώς μπορώ να προκαλέσω την πείνα, το ενδιαφέρον στους υποψήφιους φίλους μου;»

«Θεοδότη μου, είναι απλό. Κατ’ αρχάς, ούτε να προσφέρεσαι αλλά ούτε να προκαλείς αυτούς που είναι χορτασμένοι. Και όταν προκαλείς αυτούς που πρέπει, οφείλεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα, δηλαδή, από τη μια να φαίνεσαι ότι θέλεις να ενδώσεις και από την άλλη να ξεγλιστράς μέχρι να σε επιθυμήσουν όσο γίνεται περισσότερο.

Γιατί έτσι θα υπερέχουν αυτά που θα δίνεις, ενώ αν τα δίνεις διαφορετικά θα έχουν μικρή ανταποδοτικότητα και δεν θα πιάνουν τόπο».

«Πράγματι, μιλάς πολύ σωστά, Σωκράτη. Πες μου αλήθεια, θα ήθελες να με βοηθήσεις, να μου συμπαρασταθείς στο κυνήγι φίλων;»

«Ίσως - της απαντάει εκείνος - εάν και εσύ με τη σειρά σου με πείσεις ότι αξίζει αυτός ο κόπος». «Και τι να κάνω, πώς μπορώ να σε πείσω,»;

«Κοίτα καλή μου, εσύ θα ψάξεις να βρεις τον πιο κατάλληλο τρόπο, αν πράγματι με έχεις ανάγκη». «Εν τάξει Σωκράτη, μπορείς να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι στο σπίτι μου ελεύθερα, όποτε θέλεις» του λέει η Θεοδότη, εννοώντας την ανταλλαγή εις είδος του εμπορεύματος και φυσικά το τσάμπα.

Ο Σωκράτης όμως δεν σταματά, και αυτό τον κάνει πραγματικά μεγάλο.

Πάει να της πάρει και το βρακί... Συνεχίζει: «Ξέρεις, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε αναλάβω, γιατί είμαι πιεσμένος σε χρόνο. Είμαι πνιγμένος από τις πολλές δημόσιες υποχρεώσεις μου και από τις ιδιωτικές υποθέσεις φίλων που δεν μου επιτρέπεται να τους εγκαταλείψω. Γιατί πολλοί μου έρχονται να τους αναλάβω, να τους μάθω κόλπα μαγικά, τσιριτζλάτζουλες και σχετικά τερτίπια».

«Καλά, ξέρεις και από τέτοια, Σωκράτη;» τον ρωτά με περιέργεια. «Ε, γιατί νομίζεις ότι δεν ξεκολλάνε από κοντά οι φίλοι μου, οι οποίοι ειρίστω εν παρόδω είναι πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, όπως από εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης που δεν με αφήνουν να κάνω βήμα, και ο Κέβης και ο Σιμίας που μάλιστα έρχονται από τη Θήβα; Αυτά τα πράγματα δε γίνονται χωρίς κόλπα μαγικά, τζιριτζάτδουλες και ανάλογα τερτίπια».

«Μάθε μου τότε κι εμένα μερικά και για του σου λόγου σου το αληθές πρέπει να θέλξω πρώτα εσένα».

«Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σωστό να έρχομαι εγώ σε εσένα, αλλά εσύ που μου το ζητάς πρέπει να έρχεσαι σ’ εμένα. Αυτό δεν είναι το πρέπον;». «Έχεις δίκιο, Σωκράτη, εγώ πρέπει να έρχομαι στο σπίτι σου, σε παρακαλώ μόνο να με δέχεσαι». «Και βέβαια θα σε δέχομαι, Θεοδότη μου, αρκεί να μην έχω μέσα κάποια πιο αξιαγάπητη από εσένα».


Από το 11ο κεφάλαιο «Σωκράτης και Θεοδότη» του 3ουβιβλίου των απομνημονευμάτων του Ξενοφώντα.