Το 2003 σε έναν αρχαίο τάφο στον Πειραιά που χρονολογείται πριν από 2.400 χρόνια, βρέθηκαν τα αποτεφρωμένα λείψανα μια κοπέλας. Κάτω από τον τάφο εντοπίστηκαν και πέντε μολυβένιες πλάκες. Ήταν διπλωμένες στη μέση, ενώ σε κάθε μία ήταν περασμένο ένα σιδερένιο καρφί.
Πάνω στις τέσσερις απ’ τις πέντε πλάκες ήταν χαραγμένες αρχαιοελληνικές φράσεις, οι οποίες μεταφράστηκαν πρόσφατα από την ιστορικό του Πανεπιστημίου «Τζον Χόπκινς», Τζέσικα Λάμοντ. Πρόκειται για προσευχές προς τους χθόνιους Θεούς, δηλαδή τους Θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Πλούτωνα και τη γυναίκα του, Περσεφόνη.
Ο χαράκτης, η ταυτότητα του οποίου δεν είναι γνωστή, ζητούσε από τους Θεούς να τιμωρήσουν ένα ζευγάρι ταβερνιάρηδων της περιοχής. Η μία από τις κατάρες που μεταφράστηκαν αναφερόταν σε ένα ζευγάρι, τον Δημήτριο και τη Φαναγόρα.
Έγραφε: «Ρίξε το μίσος σου στη Φαναγόρα και τον Δημήτριο και στην ταβέρνα τους και στην ιδιοκτησία τους και στα υπάρχοντά τους. Θα δέσω τον εχθρό μου, τον Δημήτριο και τη Φαναγόρα, με αίμα και στάχτες, με όλους τους νεκρούς. Θα σε δέσω, Δημήτριε, με τα πιο σφιχτά δεσμά και θα ρίξω ένα κυνότο στη γλώσσα σου».
«Κυνότος» ήταν το αυτί του σκύλου και έτσι ήταν γνωστή η χειρότερη ζαριά σε ένα τυχερό παιχνίδι. Ουσιαστικά, ο χαράκτης καταράστηκε τον Δημήτριο να είναι πάντα άτυχος και να χάνει στον τζόγο. Σύμφωνα με την Λάμοντ, η αναφορά στα ζάρια αποδεικνύει ότι οι ταβέρνες δεν ήταν απλώς χώροι για φαγητό, αλλά και ψυχαγωγία.
Η Λάμοντ πιστεύει ότι κάποιος ανταγωνιστής των ταβερνιάρηδων είχε πληρώσει για τις κατάρες, οι οποίες χαράχτηκαν όχι από τον ίδιο, αλλά από κάποιον επαγγελματία. Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον τάφο, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε καμία σχέση με τις κατάρες.
Απλώς, οι «χθόνιες» κατάρες έπιαναν όταν τοποθετούνταν κάτω από την επιφάνεια της γης, καθώς αναφέρονταν στους Θεούς του Κάτω Κόσμου και γι’ αυτό συνήθιζαν να τις κρύβουν κάτω από τάφους. Το σιδερένιο καρφί που ήταν περασμένο στις πλάκες ήταν μέρος του τελετουργικού και «επισημοποιούσε» την κατάρα. Η πέμπτη πλάκα ήταν κενή, γιατί, όπως υποστηρίζει η Λάμοντ, η κατάρα λεγόταν προφορικά.
Πηγή
Πάνω στις τέσσερις απ’ τις πέντε πλάκες ήταν χαραγμένες αρχαιοελληνικές φράσεις, οι οποίες μεταφράστηκαν πρόσφατα από την ιστορικό του Πανεπιστημίου «Τζον Χόπκινς», Τζέσικα Λάμοντ. Πρόκειται για προσευχές προς τους χθόνιους Θεούς, δηλαδή τους Θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Πλούτωνα και τη γυναίκα του, Περσεφόνη.
Ο χαράκτης, η ταυτότητα του οποίου δεν είναι γνωστή, ζητούσε από τους Θεούς να τιμωρήσουν ένα ζευγάρι ταβερνιάρηδων της περιοχής. Η μία από τις κατάρες που μεταφράστηκαν αναφερόταν σε ένα ζευγάρι, τον Δημήτριο και τη Φαναγόρα.
Έγραφε: «Ρίξε το μίσος σου στη Φαναγόρα και τον Δημήτριο και στην ταβέρνα τους και στην ιδιοκτησία τους και στα υπάρχοντά τους. Θα δέσω τον εχθρό μου, τον Δημήτριο και τη Φαναγόρα, με αίμα και στάχτες, με όλους τους νεκρούς. Θα σε δέσω, Δημήτριε, με τα πιο σφιχτά δεσμά και θα ρίξω ένα κυνότο στη γλώσσα σου».
Η Λάμοντ πιστεύει ότι κάποιος ανταγωνιστής των ταβερνιάρηδων είχε πληρώσει για τις κατάρες, οι οποίες χαράχτηκαν όχι από τον ίδιο, αλλά από κάποιον επαγγελματία. Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον τάφο, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε καμία σχέση με τις κατάρες.
Απλώς, οι «χθόνιες» κατάρες έπιαναν όταν τοποθετούνταν κάτω από την επιφάνεια της γης, καθώς αναφέρονταν στους Θεούς του Κάτω Κόσμου και γι’ αυτό συνήθιζαν να τις κρύβουν κάτω από τάφους. Το σιδερένιο καρφί που ήταν περασμένο στις πλάκες ήταν μέρος του τελετουργικού και «επισημοποιούσε» την κατάρα. Η πέμπτη πλάκα ήταν κενή, γιατί, όπως υποστηρίζει η Λάμοντ, η κατάρα λεγόταν προφορικά.
Πηγή