Στην Ελληνική μυθολογία ο Κώκαλος ήταν ένας βασιλιάς της Σικελίας που πήρε την εξουσία μετά από την εξολόθρευση των Κυκλώπων.
Ο Κώκαλος δέχθηκε και φιλοξένησε στην πόλη Κάμικο ή Ίνυκο τον Δαίδαλο όταν τον κατεδίωκε ο Μίνωας. Μετά από μακρά αναζήτηση, ο Μίνωας κατάφερε να ανακαλύψει το κρησφύγετο του Δαιδάλου και έφθασε με στόλο στη Σικελία για να αναγκάσει τον Κώκαλο να του τον παραδώσει.
Αλλά οι κόρες του Κώκαλου, που ήθελαν τον Δαίδαλο για τα ωραία κοσμήματα που τους έφτιαχνε, σκότωσαν τον Μίνωα μέσα στο λουτρό, ρίχνοντάς του ζεματιστό νερό ή καυτή πίσσα. Κατά τον Σχολιαστή του Πινδάρου, ο Δαίδαλος τις έπεισε να τρυπήσουν την οροφή και να περάσουν τον σωλήνα από τον οποίο έτρεξε το ζεματιστό νερό. Κατά τον Διόδωρο, ο ίδιος ο Κώκαλος οδήγησε τον Μίνωα στο λουτρό και αργότερα, όταν παρέδωσε το πτώμα στους Κρητικούς, τους είπε ότι ο βασιλιάς τους είχε γλιστρήσει μέσα στο λουτρό και είχε πνιγεί μέσα στο ζεστό νερό. Μετά τον φόνο του Μίνωα, οι Κρητικοί πολιόρκησαν την Κάμικο επί 5 χρόνια.
Ο μύθος αυτός ενέπνευσε στον Σοφοκλή το δράμα του «Καμίκιοι», ενώ και ο Αριστοφάνης έγραψε την ομώνυμη κωμωδία «Κώκαλος», την οποία δίδαξε το 388 π.Χ. ο γιος του Άραρος. Ο μύθος αναφέρεται από τον Οβίδιο στις «Μεταμορφώσεις» του (VIII 261).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Μίνωας βρήκε τον Δαίδαλο στη Σικελία: ταξίδευε από πόλη σε πόλη με ένα σπειροειδές κοχύλι και ζητούσε να του περάσουν μία κλωστή από ολόκληρο το εσωτερικό του, γνωρίζοντας ότι ο Δαίδαλος θα ήταν ικανός να λύσει το πρόβλημα. Στην Κάμικο λοιπόν ο Δαίδαλος έδεσε το νήμα πάνω σε ένα μυρμήγκι το οποίο περπάτησε μέσα σε ολόκληρο το εσωτερικό του κοχυλιού. Ο Μίνωας κατάλαβε έτσι ότι ο Δαίδαλος κρυβόταν στην πόλη.
Ο Κώκαλος έδωσε το όνομά του σε ένα γένος από αράχνες, τον κώκαλο (Cocalus).
Ακολούθως οι σύντροφοι του Μίνωα ενταφίασαν το σώμα του βασιλέα αφού οργάνωσαν μεγαλοπρεπείς τελετές και κατασκεύασαν διώροφο τάφο στο υπόγειο του οποίου τοποθέτησαν τη σορό, στο εμφανές επίπεδο δε, ανέγειραν ιερό αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη. Εκεί ο Μίνωας τιμήθηκε από γενεές γενεών· οι κάτοικοι της περιοχής προσέφεραν θυσίες με την πίστη ότι ο βωμός ανήκε στην Αφροδίτη.
Όμως, στους πιο πρόσφατους χρόνους, που ακολούθησαν την ίδρυση της πόλης του Ακράγαντα και τη διάδοση της πληροφορίας ότι η σορός του Μίνωα κείτονταν εκεί, φημολογήθηκε ότι ο τάφος είχε αποξηλωθεί και τα οστά είχαν επιστραφεί στους Κρήτες, συμβάν της εποχής που ο Θήρων εξουσίαζε τον λαό του Ακράγαντα.
Οι Κρήτες της Σικελίας ωστόσο, μετά τον θάνατο του Μίνωα ενεπλάκησαν σε αιρετική διαμάχη· όντας ακυβέρνητοι και με τα πλοία τους να έχουν πυρποληθεί από τους Σικανούς (αρχαίοι λαοί της Σικελίας) οι οποίοι υπηρετούσαν τα συμφέροντα του Κωκάλου, εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα επιστροφής στην πατρίδα τους και αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου στη Σικελία, μέρος αυτών ίδρυσαν εκεί μια πόλη την οποία βάπτισαν Μινώα, στο όνομα του βασιλέα τους, ενώ άλλοι, αφού περιπλανήθηκαν στην ενδοχώρα κατέλαβαν τοποθεσία φυσικά οχυρωμένη όπου έχτισαν την πόλη Ἔγγυον, όνομα εμπνευσμένο από τον χείμαρρο που την διέπλεε ακατάπαυστα.
Τους ύστερους χρόνους, μετά την πτώση της Τροίας, όταν ο Μηριόνης ο Κρητικός κατέπλευσε στις ακτές της Σικελίας, τον καλωσόρισαν εξαιτίας της συγγένειάς με τους Κρήτες που τον συνόδευαν και μοιράστηκαν μ’ αυτούς την ιθαγένειά τους. Με ορμητήριο μια καλά οχυρωμένη πόλη κι έχοντας υποτάξει κάποιους γειτονικούς λαούς, εξασφάλισαν για τον εαυτό τους αρκετά μεγάλη έκταση.
Αργά και σταθερά ενδυναμώνονταν και στο διάστημα αυτό έκτισαν ναό αφιερωμένο στις Μητέρες, θεότητες στις οποίες απέδιδαν ασυνήθιστες τιμές, κοσμώντας το ιερό τους με πολλές αναθηματικές προσφορές. Οι καταβολές της λατρείας τους, όπως λένε οι άντρες, προέρχονταν από την πατρίδα τους, την Κρήτη, μιας και οι Κρήτες έτρεφαν επίσης ιδιαίτερη εκτίμηση για τις θεότητες αυτές.
Πηγή1 / Πηγή2
Ο Κώκαλος δέχθηκε και φιλοξένησε στην πόλη Κάμικο ή Ίνυκο τον Δαίδαλο όταν τον κατεδίωκε ο Μίνωας. Μετά από μακρά αναζήτηση, ο Μίνωας κατάφερε να ανακαλύψει το κρησφύγετο του Δαιδάλου και έφθασε με στόλο στη Σικελία για να αναγκάσει τον Κώκαλο να του τον παραδώσει.
Αλλά οι κόρες του Κώκαλου, που ήθελαν τον Δαίδαλο για τα ωραία κοσμήματα που τους έφτιαχνε, σκότωσαν τον Μίνωα μέσα στο λουτρό, ρίχνοντάς του ζεματιστό νερό ή καυτή πίσσα. Κατά τον Σχολιαστή του Πινδάρου, ο Δαίδαλος τις έπεισε να τρυπήσουν την οροφή και να περάσουν τον σωλήνα από τον οποίο έτρεξε το ζεματιστό νερό. Κατά τον Διόδωρο, ο ίδιος ο Κώκαλος οδήγησε τον Μίνωα στο λουτρό και αργότερα, όταν παρέδωσε το πτώμα στους Κρητικούς, τους είπε ότι ο βασιλιάς τους είχε γλιστρήσει μέσα στο λουτρό και είχε πνιγεί μέσα στο ζεστό νερό. Μετά τον φόνο του Μίνωα, οι Κρητικοί πολιόρκησαν την Κάμικο επί 5 χρόνια.
Ο μύθος αυτός ενέπνευσε στον Σοφοκλή το δράμα του «Καμίκιοι», ενώ και ο Αριστοφάνης έγραψε την ομώνυμη κωμωδία «Κώκαλος», την οποία δίδαξε το 388 π.Χ. ο γιος του Άραρος. Ο μύθος αναφέρεται από τον Οβίδιο στις «Μεταμορφώσεις» του (VIII 261).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Μίνωας βρήκε τον Δαίδαλο στη Σικελία: ταξίδευε από πόλη σε πόλη με ένα σπειροειδές κοχύλι και ζητούσε να του περάσουν μία κλωστή από ολόκληρο το εσωτερικό του, γνωρίζοντας ότι ο Δαίδαλος θα ήταν ικανός να λύσει το πρόβλημα. Στην Κάμικο λοιπόν ο Δαίδαλος έδεσε το νήμα πάνω σε ένα μυρμήγκι το οποίο περπάτησε μέσα σε ολόκληρο το εσωτερικό του κοχυλιού. Ο Μίνωας κατάλαβε έτσι ότι ο Δαίδαλος κρυβόταν στην πόλη.
Ο Κώκαλος έδωσε το όνομά του σε ένα γένος από αράχνες, τον κώκαλο (Cocalus).
Ακολούθως οι σύντροφοι του Μίνωα ενταφίασαν το σώμα του βασιλέα αφού οργάνωσαν μεγαλοπρεπείς τελετές και κατασκεύασαν διώροφο τάφο στο υπόγειο του οποίου τοποθέτησαν τη σορό, στο εμφανές επίπεδο δε, ανέγειραν ιερό αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη. Εκεί ο Μίνωας τιμήθηκε από γενεές γενεών· οι κάτοικοι της περιοχής προσέφεραν θυσίες με την πίστη ότι ο βωμός ανήκε στην Αφροδίτη.
Όμως, στους πιο πρόσφατους χρόνους, που ακολούθησαν την ίδρυση της πόλης του Ακράγαντα και τη διάδοση της πληροφορίας ότι η σορός του Μίνωα κείτονταν εκεί, φημολογήθηκε ότι ο τάφος είχε αποξηλωθεί και τα οστά είχαν επιστραφεί στους Κρήτες, συμβάν της εποχής που ο Θήρων εξουσίαζε τον λαό του Ακράγαντα.
Οι Κρήτες της Σικελίας ωστόσο, μετά τον θάνατο του Μίνωα ενεπλάκησαν σε αιρετική διαμάχη· όντας ακυβέρνητοι και με τα πλοία τους να έχουν πυρποληθεί από τους Σικανούς (αρχαίοι λαοί της Σικελίας) οι οποίοι υπηρετούσαν τα συμφέροντα του Κωκάλου, εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα επιστροφής στην πατρίδα τους και αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου στη Σικελία, μέρος αυτών ίδρυσαν εκεί μια πόλη την οποία βάπτισαν Μινώα, στο όνομα του βασιλέα τους, ενώ άλλοι, αφού περιπλανήθηκαν στην ενδοχώρα κατέλαβαν τοποθεσία φυσικά οχυρωμένη όπου έχτισαν την πόλη Ἔγγυον, όνομα εμπνευσμένο από τον χείμαρρο που την διέπλεε ακατάπαυστα.
Τους ύστερους χρόνους, μετά την πτώση της Τροίας, όταν ο Μηριόνης ο Κρητικός κατέπλευσε στις ακτές της Σικελίας, τον καλωσόρισαν εξαιτίας της συγγένειάς με τους Κρήτες που τον συνόδευαν και μοιράστηκαν μ’ αυτούς την ιθαγένειά τους. Με ορμητήριο μια καλά οχυρωμένη πόλη κι έχοντας υποτάξει κάποιους γειτονικούς λαούς, εξασφάλισαν για τον εαυτό τους αρκετά μεγάλη έκταση.
Αργά και σταθερά ενδυναμώνονταν και στο διάστημα αυτό έκτισαν ναό αφιερωμένο στις Μητέρες, θεότητες στις οποίες απέδιδαν ασυνήθιστες τιμές, κοσμώντας το ιερό τους με πολλές αναθηματικές προσφορές. Οι καταβολές της λατρείας τους, όπως λένε οι άντρες, προέρχονταν από την πατρίδα τους, την Κρήτη, μιας και οι Κρήτες έτρεφαν επίσης ιδιαίτερη εκτίμηση για τις θεότητες αυτές.
- Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969
- Έργο αναφοράς: Diodorus Siculus. Library of History (Books III – VIII). Translated by Oldfather, C. H. Loeb Classical Library Volumes 303 and 340. Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1935.
Πηγή1 / Πηγή2