Στην Ξάνθο της Λυκίας, την κρητική αποικία που ίδρυσε ο Σαρπηδόνας, ο αδελφός του Μίνωος, βρέθηκαν τα λείψανα ενός λαμπρού ταφικού μνημείου που χρονολογείται στα 390-380 π.Χ. και πιθανολογείται ότι είναι του Αρμπίνα ενός τοπικού ηγεμόνα. Είναι γνωστό ως μνημείο των Νηρηίδων από τα αγάλματα των θαλασσίων νυμφών που είναι τοποθετημένα ανάμεσα στους κίονες του ναού.
Στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στην Ξάνθο, την πρωτεύουσα της Λυκίας, ένα επιβλητικό ταφικό μνημείο, ένα μαρμάρινο οικοδόμημα με τη μορφή ιωνικού ναού, που υψώνεται επάνω σε ένα ψηλό πόδιο. Το μνημείο αυτό είναι γνωστό με το όνομα μνημείο των Νηρηίδων και η μπροστινή όψη του βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Είναι πολύ πιθανόν ότι το μνημείο των Νηρηίδων ήταν ο τάφος του δυνάστη Αρβίνα ή Αρμπίνα, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από μια δίγλωσση επιγραφή στην ελληνική και στη λυκιακή γλώσσα, χαραγμένη σε έναν πεσσό με ανάγλυφες παραστάσεις που χρονολογείται στην περίοδο 430-410 π.Χ., κατόρθωσε με μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις να ενώσει τη Λυκία.
Το μνημείο έχει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που προβάλλει τις πολεμικές επιτυχίες, την ισχυρή εξουσία και τη δόξα του ηγεμόνα. Το πόδιο κοσμείται με δύο επάλληλες ζωφόρους διαφορετικού ύψους, διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Στην κάτω ζωφόρο, που είναι μεγαλύτερη, εικονίζονται μάχες με πεζούς και ιππείς, ενώ στην επάνω, που έχει περίπου το μισό ύψος, διακρίνουμε στις δύο πλευρές πολιορκίες πόλεων και στην τρίτη έναν δυνάστη που δέχεται καθισμένος μια διπλωματική αντιπροσωπεία, πιθανότατα αντιπάλων που θέλουν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους.
Στη θέση του επιστυλίου επάνω από τους κίονες υπάρχει μια ζωφόρος με παραστάσεις έφιππου κυνηγιού, μαχών, καθώς και μιας πομπής με άνδρες που φέρνουν δώρα. Από τη ζωφόρο που κοσμεί το επάνω μέρος του εξωτερικού τοίχου του σηκού σώζεται καλά ένα μόνο τμήμα, στο οποίο εικονίζεται σκηνή συμποσίου. Στο ανατολικό αέτωμα μια ανάγλυφη παράσταση δείχνει τον ηγεμόνα και τη σύζυγό του καθιστούς, περιτριγυρισμένους από τους υπηρέτες τους.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του γλυπτού διακόσμου είναι τα αγάλματα γυναικών που τρέχουν ανάμεσα στους κίονες η έντονη κίνησή τους κάνει τα ενδύματά τους να ανεμίζουν και να σχηματίζουν πλούσιες πτυχές, που κολλούν στο σώμα.
Οι μορφές αυτές εικονίζουν πιθανότατα Νηρηίδες, θεές της θάλασσας και αδελφές της Θέτιδας, της μητέρας του Αχιλλέα. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. (και ίσως από ακόμη παλαιότερα) οι Έλληνες πίστευαν ότι οι σπουδαίοι άνδρες, όταν πέθαιναν, δεν πήγαιναν στον Άδη, αλλά στα Νησιά των Μακάρων, πέρα από τη θάλασσα, όπου ζούσαν αιώνια ευτυχισμένοι σε αυτή την τελευταία κατοικία τούς συνόδευαν οι Νηρηίδες.
Στο μνημείο δούλεψαν δύο τουλάχιστον εργαστήρια με Έλληνες γλύπτες, οι οποίοι είχαν δεχτεί έντονα την επίδραση του «πλούσιου ρυθμού».
Οι πρώτες ανασκαφές στην πόλη ξεκίνησαν από τον Charles Fellows στις 20 Απριλίου 1838. Ο Fellows επανέλαβε τις έρευνές του σε ακόμη τρεις αποστολές (τον Απρίλιο του 1840, το διάστημα από το Δεκέμβριο του 1841 έως το Φεβρουάριο του 1842 και το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1843 έως το Μάρτιο του 1844). Τα ευρήματα των δύο τελευταίων αποστολών μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο τις είχε οργανώσει.
Το αυστριακό ινστιτούτο, με επικεφαλής τον Otto Benndorf, διεξήγαγε έρευνες από το 1881 έως το 1892, με στόχο τη συλλογή επιγραφών και τη διεξοδική έρευνα του Μνημείου των Νηρηίδων.
Από το εγχειρίδιο «Αρχαία ελληνική τέχνη» της Αλεξάνδρας και του Μανόλη Βουτυρά – Εκδόσεις: Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη
Πηγή
Στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στην Ξάνθο, την πρωτεύουσα της Λυκίας, ένα επιβλητικό ταφικό μνημείο, ένα μαρμάρινο οικοδόμημα με τη μορφή ιωνικού ναού, που υψώνεται επάνω σε ένα ψηλό πόδιο. Το μνημείο αυτό είναι γνωστό με το όνομα μνημείο των Νηρηίδων και η μπροστινή όψη του βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Είναι πολύ πιθανόν ότι το μνημείο των Νηρηίδων ήταν ο τάφος του δυνάστη Αρβίνα ή Αρμπίνα, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από μια δίγλωσση επιγραφή στην ελληνική και στη λυκιακή γλώσσα, χαραγμένη σε έναν πεσσό με ανάγλυφες παραστάσεις που χρονολογείται στην περίοδο 430-410 π.Χ., κατόρθωσε με μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις να ενώσει τη Λυκία.
Το μνημείο έχει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που προβάλλει τις πολεμικές επιτυχίες, την ισχυρή εξουσία και τη δόξα του ηγεμόνα. Το πόδιο κοσμείται με δύο επάλληλες ζωφόρους διαφορετικού ύψους, διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Στην κάτω ζωφόρο, που είναι μεγαλύτερη, εικονίζονται μάχες με πεζούς και ιππείς, ενώ στην επάνω, που έχει περίπου το μισό ύψος, διακρίνουμε στις δύο πλευρές πολιορκίες πόλεων και στην τρίτη έναν δυνάστη που δέχεται καθισμένος μια διπλωματική αντιπροσωπεία, πιθανότατα αντιπάλων που θέλουν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους.
Στη θέση του επιστυλίου επάνω από τους κίονες υπάρχει μια ζωφόρος με παραστάσεις έφιππου κυνηγιού, μαχών, καθώς και μιας πομπής με άνδρες που φέρνουν δώρα. Από τη ζωφόρο που κοσμεί το επάνω μέρος του εξωτερικού τοίχου του σηκού σώζεται καλά ένα μόνο τμήμα, στο οποίο εικονίζεται σκηνή συμποσίου. Στο ανατολικό αέτωμα μια ανάγλυφη παράσταση δείχνει τον ηγεμόνα και τη σύζυγό του καθιστούς, περιτριγυρισμένους από τους υπηρέτες τους.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του γλυπτού διακόσμου είναι τα αγάλματα γυναικών που τρέχουν ανάμεσα στους κίονες η έντονη κίνησή τους κάνει τα ενδύματά τους να ανεμίζουν και να σχηματίζουν πλούσιες πτυχές, που κολλούν στο σώμα.
Οι μορφές αυτές εικονίζουν πιθανότατα Νηρηίδες, θεές της θάλασσας και αδελφές της Θέτιδας, της μητέρας του Αχιλλέα. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. (και ίσως από ακόμη παλαιότερα) οι Έλληνες πίστευαν ότι οι σπουδαίοι άνδρες, όταν πέθαιναν, δεν πήγαιναν στον Άδη, αλλά στα Νησιά των Μακάρων, πέρα από τη θάλασσα, όπου ζούσαν αιώνια ευτυχισμένοι σε αυτή την τελευταία κατοικία τούς συνόδευαν οι Νηρηίδες.
Στο μνημείο δούλεψαν δύο τουλάχιστον εργαστήρια με Έλληνες γλύπτες, οι οποίοι είχαν δεχτεί έντονα την επίδραση του «πλούσιου ρυθμού».
Οι πρώτες ανασκαφές στην πόλη ξεκίνησαν από τον Charles Fellows στις 20 Απριλίου 1838. Ο Fellows επανέλαβε τις έρευνές του σε ακόμη τρεις αποστολές (τον Απρίλιο του 1840, το διάστημα από το Δεκέμβριο του 1841 έως το Φεβρουάριο του 1842 και το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1843 έως το Μάρτιο του 1844). Τα ευρήματα των δύο τελευταίων αποστολών μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο τις είχε οργανώσει.
Το αυστριακό ινστιτούτο, με επικεφαλής τον Otto Benndorf, διεξήγαγε έρευνες από το 1881 έως το 1892, με στόχο τη συλλογή επιγραφών και τη διεξοδική έρευνα του Μνημείου των Νηρηίδων.
Από το εγχειρίδιο «Αρχαία ελληνική τέχνη» της Αλεξάνδρας και του Μανόλη Βουτυρά – Εκδόσεις: Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη
Πηγή