Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Πώς οι αμύθητοι θησαυροί της ανατολής «τροφοδότησαν» την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επιστράτευσε 20.000 μουλάρια και 5.000 καμήλες για να μεταφέρει τον χρυσό και το ασήμι των Περσών

Επειδή στην Αρχαία Ελλάδα και στον γύρω της κόσμο κυκλοφορούσαν εκατοντάδες νομίσματα, οι κρατικοί θησαυροί ή οι μεγάλες ιδιωτικές περιουσίες υπολογίζονταν με ένα κοινά αποδεκτό μέτρο, το ασημένιο τάλαντο.

Επρόκειτο για ένα θεωρητικό νόμισμα, αφού στην πράξη δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρξει. Ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με την αξία 25 κιλών ασημιού, είτε αυτό ήταν κομμένο σε νόμισμα, σε πλάκες, σε ράβδους, είτε σε οποιαδήποτε άλλη μορφή. Με το ίδιο μέτρο, το ασημένιο τάλαντο, υπολογιζόταν και η αθροιστική αξία όλων των νομισμάτων του τότε γνωστού κόσμου, που το καθένα αποτελούνταν από διαφορετικό μέταλλο ή κράμα μετάλλων.

Οι ηγεμόνες και οι βασιλιάδες έκοβαν νομίσματα από το χρυσό και το ασήμι που λεηλατούσαν, που μάζευαν από φόρους ή κυρίως που έβρισκαν σε μεταλλεία μέσα στο έδαφός τους.

Η Αθήνα κατασκεύασε τον στόλο με τον οποίο αντιμετώπισε τους Πέρσες όταν ανακάλυψε τα μεταλλεία ασημιού του Λαυρίου και έκοψε έτσι νομίσματα. Ο Φίλιππος Β’ ο Μακεδών, έκοψε χρυσά νομίσματα μόλις ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής, με τα οποία άρχισε να προετοιμάζει την εκστρατεία του στην Ασία- αυτή που τελικά πραγματοποίησε ο γιος του Αλέξανδρος. Όσο πλούτο όμως και αν κατάφεραν να διακινήσουν οι ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας, ακόμη και στη μεγαλύτερη ακμή τους, ήταν ψίχουλα μπροστά στον πλούτο που διέθεταν οι Πέρσες ηγεμόνες, και κυρίως ο Μέγας Βασιλεύς τους.

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον της Περσίας έχοντας στο χρηματοκιβώτιό του 70 τάλαντα, δηλαδή 1.750 κιλά ασήμι. Όταν αντιμετώπισε τον Δαρείο στη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ., ο Αλέξανδρος ήταν σχεδόν χρεοκοπημένος, μετά τη νίκη του, όμως, και την υποχρέωση του αντιπάλου του, βρήκε στις αποσκευές του 3.000 τάλαντα, δηλαδή την αξία 65.000 κιλών ασημιού.

Το ποσό ήταν πέραν κάθε ελληνικής φαντασίας και οι Μακεδόνες ζαλίστηκαν από τον θησαυρό των Περσών.

Ο Αλέξανδρος έγινε ξαφνικά ζάμπλουτος και πίστεψε ότι θα μπορούσε να αγοράσει τα πάντα. Ούτε που μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτά τα 3.000 τάλαντα δεν ήταν παρά το χαρτζιλίκι του Δαρείου για τα καθημερινά μικροέξοδα της εκστρατείας του.

Όταν ο Μακεδόνας στρατηλάτης μπήκε στα Σούσα, βρήκε στις αποθήκες του Πέρση βασιλιά 50.000 τάλαντα σε ράβδους ασημιού, 9.000 τάλαντα σε χρυσούς δαρεικούς, δηλαδή νομίσματα, καθώς και 130 τόνους πορφυροβαφής, αξίας 5.000 ταλάντων ακόμα. Το σύνολο 64.000 τάλαντα ή 1.600.000 κιλά ασημιού, ποσό μυθικό.

Και όμως, προχωρώντας προς τα βάθη της Ασίας, στην άλλη πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος ανακάλυψε στις αποθήκες του Μεγάλου Βασιλέα άλλα 120.000 τάλαντα, δηλαδή άλλα 3.000.000 κιλά ασημιού. Υποθέτουμε ότι ο Αλέξανδρος είχε πια αντιληφθεί τι σήμαιναν οι θησαυροί της Ανατολής. Ο Διόδωρος αναφέρει πως, όταν αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο θησαυρός της Περσέπολης στα Σούσα, συγκροτήθηκε ένα απίστευτα μακρύ καραβάνι από βαρυφορτωμένα ζώα – 20.000 μουλάρια και 5.000 καμήλες επιστρατεύτηκαν για τη μεταφορά.

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν έχει αναφερθεί η εύρεση και σύληση ενός τέτοιου θησαυρού, μιας και το μόνο που θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του ήταν το ασήμι και το χρυσάφι που μετέφεραν στην Ισπανία οι τυχοδιώκτες που κατέστρεψαν τους πολιτισμούς των Μάγιας και των Ίνκας στην Κεντρική Αμερική.

Όπως καθ’ υπερβολήν είχαν γράψει οι χρονογράφοι της εποχής με τον ινδιάνικο χρυσό και το ασήμι που μεταφέρθηκε από τα ισπανικά πλοία, θα μπορούσε να έχει χτιστεί μια γέφυρα που θα ξεκινούσε από την ακτή της Κεντρικής Αμερικής και θα κατέληγε στα σκαλοπάτια του παλατιού της Μαδρίτης.




Βιβλιογραφία: «Μια σταγόνα ιστορία. Μέρος Τρίτο. Η Ελλάδα πέρα από τα ιστορικά στερεότυπα» του Δημήτρη Καμπουράκη, εκδόσεις Πατάκη



Πηγή