Η Νίκαια ήταν μια Ναϊάδα Νύμφη, κόρη του ποταμού Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Ήταν τόσο ωραία, που λέγανε πως «το σώμα της είχε λεηλατήσει όλη την ομορφιά του Όλυμπου»! Αν και ήταν ωραιότατη, αποστρεφόταν τον έρωτα και ήταν άσχετη με της Αφροδίτης τα τεχνάσματα. Τόξευε μόνο τα θηρία ψάχνοντας τα χνάρια τους σ’ απάτητα βουνά.
Δεν έζησε μέσα σε κοριτσίστικη ευωδιαστή κάμαρα, παρά μέσα στα δάση κι άλλοτε στα βράχια και σε ερημικά μονοπάτια. Κατοικία είχε τις σπηλιές και συντρόφους στις σπηλιές τις λεχώνες λιονταρίνες, που υπάκουες έσκυβαν την κεφαλή θαρρώντας πως έχουν σιμά τους την Άρτεμη.
Αντί για ρόκα είχε τόξο και στη θέση του αργαλειού που υφαίνει τα προικιά είχε το ακόντιο που σκότωνε τα θεριά.
Συντρόφισσα ήταν της Άρτεμης στο κυνήγι και χαίρονταν να στήνει δίκτυα για τα θηράματα παρά να γνέθει το νήμα. Δεν τόξευσε αδύναμα και πολύχρωμα ελαφάκια, το δόρυ της δεν χτύπησε δορκάδες, κι ούτε σημάδεψε λαγούς.
Αντίθετα τόξευε άγριους κάπρους με γυριστού χαυλιόδοντες, δόκανα έβαφε με αίμα αγριωπών λιονταριών και λόγχευε αρκούδες που μούγκριζαν σκορπώντας τρόμο.
Η άγρια Νίκαια κρυφά κατηγορούσε τη θεά του κυνηγιού, του Φοίβου την αδερφή, πως είχε εγκαταλείψει το ζέψιμο των άγριων λεοπαρδάλεων, ή των υπερήφανων λιονταριών στο άρμα της, και τώρα έζευε στο άρμα της τα ταπεινά ελάφια.
Στα μέρη που κυνηγούσε η Νίκαια ζούσε κι ένας βοσκός βοδιών, όμορφος με ψηλή κορμοστασιά. Το όνομά του ήταν Ύμνος κι ερωτεύτηκε τη νέα, καθώς θήρευε στη Φρυγίας τα μέρη. Ο σφόδρα ερωτευμένος βουκόλος έπαψε να νοιάζεται για το κοπάδι του και πίσω από δέντρα ή από βράχους παραμόνευε να δει την πεντάμορφη Νύμφη.
Κι όπως σαν τον άνεμο έτρεχε η κόρη να πιάσει το θήραμα, το αγέρι φούσκωνε κι ανασήκωνε τον χιτώνα της και φαίνονταν του σώματος τα κάλλη: οι κάτασπροι μηροί, οι κοκκινωποί από το τρέξιμο αστράγαλοι, τα τορνευτά της στήθη, τα ρόδινα δάχτυλα που σταθερά κρατούσαν τη λόγχη. Και θέριευε ο πόθος του Ύμνου. Λαβωμένος από τα βέλη του Έρωτα, τον αγέρα θερμοπαρακαλούσε να ανεμίσει το φόρεμα της Νίκαιας και να δει τη γυμνή ομορφιά της.
Επιθυμούσε να ήταν βέλος από τη φαρέτρα της για να τον αγγίξει με τα ροδοδάχτυλά της, η πέτσινη χορδή του τόξου να νιώσει το απαλό άγγιγμα του μαστού της, το δίχτυ για να νιώσει της πλάτης της το κρινένιο δέρμα ή η λόγχη για να έρθει σ’ επαφή με τους στρογγυλούς γλουτούς της.
Και την Αφροδίτη παρακαλούσε να δώσει να σμίξει κι αυτός με τη Νύμφη, όπως ο άλλος ο βοσκός από την Τροία, ο Αγχίσης έσμιξε με τη θεά της ομορφιάς.
Κάποτε, πήρε την απόφαση ο ερωτευμένος νέος, πλησίασε την Νίκαια και της φανέρωσε τον έρωτά του. Εκείνη τον περιγέλασε και του ‘δειξε το δόρυ της που το προτιμούσε από την αγάπη του Ύμνου. Αυτός απογοητευμένος από την απόρριψη, την παρότρυνε να του πάρει τη ζωή, αφού δεν θα ‘χε κανένα νόημα χωρίς εκείνην. Αυτά τα λόγια της είπε:
«Αγαπημένη μου, τράβα το δόρυ σου και πάρε που τη ζωή με το χιονάτο χέρι σου. Πιότερη χαρά θα μου δώσεις, αφού τους γάμους μας δε θέλεις. Θα λυτρωθώ από την πικρή πληγή της αγάπης κι από τη φωτιά που καίει την καρδιά μου. Μακάρι να πεθάνω, αυτή τη μοίρα θέλω. Ρίξε το δόρυ σου στο λαιμό γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει δεύτερη πληγή, αφού πρώτη είναι εκείνη του ανεκπλήρωτου έρωτά μου.
Γίνομαι στόχος σου με τη θέλησή μου, θύμα εκούσιο του Έρωτα και της γλυκιάς μοίρας. Ρίξε μου όλα τα βέλη που έχεις στη φαρέτρα σου, αφού κάποια άλλα βέλη, πιο πικρά, με κόψη πύρινη, αυτά της αδιαφορίας σου, μου έκοψαν το νήμα της ζωής.
Σαν πάρεις τη ζωή μου με το τόξο σου, μην κάψεις το σώμα μου, αλλά με σκόνη γλυκιά να το καλύψεις. Πάνω στον τάφο μου μην αφήσεις το ποιμενικό ραβδί μου, ούτε τη φλογέρα μου, αλλά το βέλος το βαμμένο με το αίμα μου.
Και κάνε μου και την τελευταία χάρη: πάνω στο τάφο μου ν’ αφήσεις λουλούδια του ποθοπλάνταχτου Νάρκισσου μαζί με τον αγαπημένο μου κρόκο.
Και την άνοιξη να φυτέψεις τη λιγόζωη ανεμώνη για να θυμίζει τη δική μου ολιγόχρονη ζωή. Αν σε γέννησε μάνα κι όχι η άπονη θάλασσα ή τα σκληρά βουνά, χύσε λίγα δάκρυα για μένα για να μην πάω άκλαυτος στον Άδη. Τέλος να γράψεις με το χέρι του τούτα τα λόγια: “Εδώ θαμμένος είναι ο Ύμνος ο βοσκός, που τονε σκότωσε η παρθένα Νίκαια δίχως να μοιραστεί μαζί του το νυφικό κρεβάτι.”»
Εξαγριώθηκε με τα λόγια του βοσκού η Νίκαια. Πήρε από τη φαρέτρα της ένα βέλος και τεντώνοντας τη χορδή του τόξου με θυμό, το κάρφωσε στο λαιμό του Ύμνου. Μπορεί η ίδια να μην έκλαψε τον νεκρό, μα τον μοιρολόγησαν οι Νύμφες των βουνών.
Θρήνησε η κόρη του ποταμού Ρίνδακα, το ίδιο και οι Ναϊάδες, ενώ η πετρωμένη Νιόβη στο Σίπυλο, μαζί με τοξευμένους γιους από τον Απόλλωνα και τις κόρες από την Άρτεμη, έχυσε περισσότερα δάκρυα, πενθώντας και το νεαρό βοσκό. Σ’ ένα σύδενδρο μαζεύτηκαν οι Κυβελίδες και τραβώντας τα μαλλιά τους έσυραν θρήνο.
Μαζί τους και οι Ηλιάδες έκλαψαν τόσο, όσο δεν είχαν κλάψει για τον αδερφό τους τον Φαέθοντα, που έπεσε καμμένος από το πύρινο άρμα, όταν τον κεραύνωσε ο βασιλιάς του κόσμου, ο κεραυνόχαρος Δίας.
Ο Έρωτας, βλέποντας την αλύγιστη και πέτρινη καρδιά της Νίκαιας, ορκίστηκε στη μνήμη του Ύμνου, να την βάλει κάτω από το ζυγό του έρωτα του Διόνυσου, παρά τη θέλησή της. Η Αδράστεια βλέποντας την ανόσια φόνισσα ν’ απομακρύνεται αδιάφορη από τον νεκρό, έριξε μια ματιά ερευνητική στην Αφροδίτη, περιμένοντας να δει την αντίδρασή της και έκανε ένα νόημα ζητώντας την επέμβαση του Έρωτα.
Ακόμη και ο Φοίβος θύμωσε από το φονικό και ζήτησε την τιμωρία από την αδελφή του Άρτεμη, της ακόλουθής της, που έβαψε με το αίμα του ερωτευμένου κι άκακου βοσκού τα βέλη της. Και η Άρτεμη, αν και ήταν άμαθη στον έρωτα, δάκρυσε κι αυτή για τον άδικο χαμό.
Δεν έχασε χρόνο ο Έρωτας. Τράβηξε ένα βέλος του πόθου και τόξευσε την καρδιά του Διόνυσου, που ξεκουραζόταν κάτω από ένα δέντρο, στις όχθες ενός ποταμιού με ολοστρόγγυλα λευκά χαλίκια.
Η γρηγορόδρομη Νίκαια, κουρασμένη από το κυνήγι, έβγαλε τον κοντό χιτώνα της και μπήκε στο καθάριο νερό του ίδιου ποταμού, λίγο πιο πάνω, σε μια λιμνούλα που έκαναν τα νερά του, εκεί που σχηματιζόταν κι ένας μικρός καταρράχτης από τα νερά που έπεφταν από έναν μεγάλο λείο βράχο.
Ο λαβωμένος θεός άκουσε το θόρυβο του νερού, όπου λουζόταν η κόρη. Σαν είδε το γυμνό πανέμορφο κορμί, πόθος συντάραξε το γιο της Σεμέλης και του Δία. Έβαλε, λοιπόν, σκοπό να την κάνει δική του και να γίνει μάνα των παιδιών του. Από ‘κείνη τη μέρα συνέχεια παρακολουθούσε κάθε κίνηση της Νίκαιας.
Μια μέρα, που η νέα κυνηγούσε σ’ ένα λιβάδι και τα φυτά άνθιζαν στο πέρασμά της, δεν κρατήθηκε, παρουσιάστηκε στην κόρη και της φανέρωσε τον έρωτά του. Της είπε:
«Νίκαια, με θάμπωσε η ομορφιά σου. Ροδώνας είναι τα μάγουλά σου. Βλέποντας τους κρίνους θαρρώ πως αντικρίζω τα λευκά σου μπράτσα, ενώ μόλις κοιτάξω τους υάκινθους θυμάμαι τα μαύρα σου μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Πάρε με συνοδοιπόρο στο κυνήγι, να σε βοηθάω να κουβαλάς του κυνηγιού τα σύνεργα.
Όμως, ροδαλή παρθένα, γιατί να τριγυρίζεις στα βουνά και να πληγώνεις τις φτέρνες σου στις κοφτερές τις πέτρες; Έλα αφέντρα στο σπιτικό μου, να πατάς στα μαλακά τομάρια από τις λεοπαρδάλεις. Να μην κοιμάσαι σε σπηλιές πάνω στο χώμα, αλλά πάνω σε στρώματα από πυκνότριχα λιοντάρια, να σου ζεσταίνουν το κορμί σκεπάσματα από πολύχρομες νεβρίδες. Το καλοκαίρι να μην σου καίει το πρόσωπο ο φλογερός ο ήλιος.
Πάνω από το κρεβάτι σου θα φυτέψω κλήματα για να έχεις παχύ ίσκιο και τριγύρω σου ρόδα και γαρύφαλλα, ζουμπούλια και γιασεμιά θα αρωματίζουν τον αγέρα που αναπνέεις. Υπηρέτες θα σου φέρνου ό,τι ποθείς στο νυφικό σου θάλαμο. Οι Χάριτες από τον Ορχομενό θα σε βοηθούν να ντύνεσαι και να στολίζεσαι με όλα τα αγαθά της γης. Έλα, ευθύς κάνε με ομόκλινό σου!»
Η Νίκαια αποπήρε τον επίδοξο εραστή και του απάντησε:
«Δεν διάλεξες τη σωστή κόρη για να μιλήσεις. Αυτά να βρεις κανένα κορίτσι που του αρέσουν οι έρωτες να τα πεις. Αν τολμάς σύρε να προτείνεις γάμο στην γλαυκομάτα Αθηνά ή στην τοξεύτρια Άρτεμη.
Κι αν κάποια τις δεχτεί, τότε με τη θέλησή της θα γίνει νύφη και η άγρια Νίκαια. Αν, όμως, καμιά δε δεχτεί, μη ζητάς το κρεβάτι μου να μοιραστώ μαζί σου. Και μην τολμήσεις να αγγίξεις το τόξο μου, μηδέ ν’ απλώσεις το χέρι σου στην φαρέτρα μου γιατί μετά τον βοσκό τον Ύμνο που χάθηκε από το βέλος μου ήρθε η σειρά να λαβώσω τον Διόνυσο τον αλάβωτο. Εδώ στα βράχια της Αστακίας εγώ κυνηγώ αγριογούρουνα και λιοντάρια και συντρόφισσα είμαι της Άρτεμης. Εσύ τράβα να κυνηγήσεις ελαφάκια στο Λίβανο παρέα με την Αφροδίτη.
Τι κι αν κυλάει μέσα σου το αίμα του βασιλιά του κόσμου, του μεγάλου Δία, στο κρεβάτι σου δεν πέφτω. Ποτέ δεν θα ‘παιρνα για σύζυγο έναν που δεν είναι σκληρός άντρας, αλλά μερικές φορές φαίνεται σαν γυναίκα και όπλα δεν κρατεί. Αν κάποτε αποφάσιζα να χάσω την παρθενιά μου, θα’ θελα να σμίξω με τον πολεμόχαρο Άρη, που όπλα κρατάει στα γερά του χέρια. Όμως, επειδή κανέναν από του; μακάριους θεούς δεν καίγομαι .πεθερό να κάνω, ακόμα και τον Κρονίδη βασιλιά, ψάξε, Βάκχε, γι’ άλλη νύφη.»
Κι αφού είπε αυτά τα λόγια, σαν αστραπή απομακρύνθηκε από τον ερωτευμένο θεό.
Πείσμωσε ο Διόνυσος και την ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε η άγρια κόρη. Η γοργοσάνδαλη κόρη έτρεχε στις ακροκορφές απότμων και δύσβατων βράχων προσπαθώντας να κρύψει τα ίχνη της από τον θεό του κρασιού. Μια μέρα, πυρωμένη από τις ακτίνες που έβγαιναν από το άρμα του Ήλιου, θέλησε να σβήσει τη δίψα της κι έσκυψε να πιει το γάργαρο νερό από ένα ρυάκι. Μα το νερό ήταν γλυκό κι είχε το άρωμα του σταφυλιού.
Ο Διόνυσος, που ακολουθούσε τη Νίκαια, μετέτρεψε το νερό σε κρασί. Έσβησε τη δίψα της η άγρια κυνηγός, μα ένιωσε ένα γλυκό μούδιασμα στα μέλη της, τα μάτια της είδαν διπλό το ρυάκι και το κεφάλι της φάνηκε βαρύ. Λύγισαν τα γόνατα κι έγειρα πάνω στη χλόη, κάτω από τον ίσκιο ενός πλάτανου, καθώς έκλειναν τα βλέφαρα για να δοθεί στον γαμήλιο ύπνο.
Ο Έρωτας έδειξε στον Διόνυσο την κοιμισμένη Νίκαια, ενώ η Νέμεση χαμογέλασε. Ακροπατώντας ο θεός πλησίασε τη νέα, απομάκρυνε τη φαρέτρα και το τόξο, που ήταν αφημένα στο πλάι της κοιμισμένης
παρθενοκόρης, και της έλυσε την ανέγγιχτη ζώνη. Απλώθηκε το άρωμα του κορμιού της και η γη γέμισε χορτάρι και ευωδιαστά λούλουδα, που έγιναν νυφικό κρεβάτι. Κληματόβεργες γεμάτες δροσερά γλυκά σταφύλια απλώθηκαν κι έκαναν έναν θόλο πάνω από το κρεβάτι.
Σ’ αυτό το φυσικό κρεβάτι, μακριά από τα μάτια ανθρώπων, πουλιών και ζώων έγινε το σμίξιμο της κοιμισμένης Νίκαιας με τον γεμάτο πόθο Διόνυσο.
Η κόρη έχασε την παρθενιά της και η φύση σκιρτούσε από χαρά γι’ αυτό το ερωτικό σμίξιμο. Από μακριά ακουγόταν ο αυλός του Πάνα να παίζει γλυκόλαλα, σαν αν έλεγε: «Με αγάπη ετούτη η παντρειά»!
Μέσα στη ηδονή και τη γλυκιά νάρκη σαν να είδε όνειρο η Νίκαια. Είδε, λέει, τον πεθαμένο βοσκό, τον Ύμνο να της λέει πως αρνήθηκε τον έρωτά του για να δοθεί στον Διόνυσο παρά τη θέλησή της. Αυτή που χάρηκε για το αδικοχυμένο αίμα του, τώρα θα στέναζε βλέποντας το αίμα της παρθενιάς της. Και σαν καπνός χάθηκε η μορφή του πεθαμένου βοσκού.
Σαν έβαλε τον σπόρο του ο ερωτευμένος θεός στα σπλάχνα της αγαπημένης του, σηκώθηκε σιγά- σιγά, για να μην ταράξει τη γλυκιά νάρκη της Νίκαιας, έφερε και πάλι στο πλάι της το τόξο και τη φαρέτρα, κι αφού κόρεσε τον πόθο του απομακρύνθηκε ανάλαφρα.
Σαν πέρασε του κρασιού η νάρκη, άνοιξε τα μάτια της η Νίκαια, είδε το νυφικό κρεβάτι, δίπλα το γαμήλιο ελαφοτόμαρο του Διόνυσου, την παρθενιή ζώνη με γαμήλιες σταγόνες μουσκεμένη κι έσυρε κραυγή απελπισίας. Με τα νύχια της άρχισε να γδέρνει τα ροδομάγουλά της, να χτυπάει τους μηρούς της.
«Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε το νερό του Εύιου» άρχισε να μοιρολογεί. «Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε ο ύπνος των ερώτων. Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε ο πλάνητας Βάκχος.
Να πάει να χαθεί το δολερό πιοτό των Υδριάδων, να πάει να χαθεί αυτό το ολέθριο κρεβάτι. Είμαι χαμένη γιατί η Άρτεμη εγκαταλείπει όσες παύουν να είναι παρθένες. Γιατί, όμως, η Ηχώ δεν μου φανέρωσε την απάτη; Γιατί το Πεύκο δεν ψιθύρισε στο αυτί μου: “Κόρη, φυλάξου, μην πίνεις από το απατηλό νερό”;»
Από τη μια σκέφτηκε να κόψει με μαχαίρι το λαιμό της, από την άλλη να γκρεμιστεί από το βουνό. Συνάμα παρατηρούσε μήπως δει τον Διόνυσο να τον τοξεύσει. Και ήθελε να βάλει φωτιά σ’ όλα τα αμπέλια Εγκατέλειψε και το αγαπημένο της κυνήγι, γιατί ντρεπόταν να συναντήσει την Άρτεμη. Μέσα της δούλευαν οι θεϊκές σταγόνες από το σπέρμα του θεού και η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει.
Σαν ήρθε η μέρα του τοκετού, οι Ώρες έγιναν μαμές και είδε το φως του κόσμου ένα πανέμορφο κορίτσι. Από τον έρωτα του Διόνυσου μια θεόσταλτη γεννήθηκε θυγατέρα, που την ονόμασαν Τελετή.
Η κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας χαρά έβρισκε στις γιορτές, ενώ της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί του γονιού της, που τον ακολουθούσε απολαμβάνοντας τους μεταλλικούς ήχους των κροτάλων και τους χτύπους των τυμπάνων με τα διπλά βοϊδοτόμαρα. Αυτή πρωτοστατούσε στις μυητικές τελετές. Γι’ αυτό Ευριπίδης λέει: «Μακάριος όποιος γνωρίζει τις θεϊκές τελετές».
Ο Παυσανίας στα “Βοιωτικά” του, μετά την επίσκεψη στον Ελικώνα, περιγράφει πως συνάντησε ένα άγαλμα του Ορφέα, και δίπλα του άλλο άγαλμα της Τελετής, ενώ τριγύρω τους υπήρχαν αγάλματα θηρίων καμωμένων από χαλκό και μάρμαρο.
Τελικά η Νίκαια συμφιλιώθηκε με τον Διόνυσο και απέκτησε μαζί του κι άλλα παιδιά. Αποδέχτηκε τη μοίρα της, κι αφού εγκατέλειψε οριστικά το κυνήγι, αφοσιώθηκε στις δουλειές του σπιτιού και στη ανατροφή των τέκνων της. Ο αργαλειός κέντρισε το ενδιαφέρον της και έγινε μια καλή υφάντρα.
Ο Διόνυσος για να την τιμήσει, όταν γύρισε από την εκστρατεία στις Ινδίες, έχτισε μια πόλη που πήρε το όνομά της! Έτσι στην αρχαιότητα υπήρχε η ονομαστή πόλη Νίκαια.
Πηγή
Δεν έζησε μέσα σε κοριτσίστικη ευωδιαστή κάμαρα, παρά μέσα στα δάση κι άλλοτε στα βράχια και σε ερημικά μονοπάτια. Κατοικία είχε τις σπηλιές και συντρόφους στις σπηλιές τις λεχώνες λιονταρίνες, που υπάκουες έσκυβαν την κεφαλή θαρρώντας πως έχουν σιμά τους την Άρτεμη.
Αντί για ρόκα είχε τόξο και στη θέση του αργαλειού που υφαίνει τα προικιά είχε το ακόντιο που σκότωνε τα θεριά.
Συντρόφισσα ήταν της Άρτεμης στο κυνήγι και χαίρονταν να στήνει δίκτυα για τα θηράματα παρά να γνέθει το νήμα. Δεν τόξευσε αδύναμα και πολύχρωμα ελαφάκια, το δόρυ της δεν χτύπησε δορκάδες, κι ούτε σημάδεψε λαγούς.
Αντίθετα τόξευε άγριους κάπρους με γυριστού χαυλιόδοντες, δόκανα έβαφε με αίμα αγριωπών λιονταριών και λόγχευε αρκούδες που μούγκριζαν σκορπώντας τρόμο.
Η άγρια Νίκαια κρυφά κατηγορούσε τη θεά του κυνηγιού, του Φοίβου την αδερφή, πως είχε εγκαταλείψει το ζέψιμο των άγριων λεοπαρδάλεων, ή των υπερήφανων λιονταριών στο άρμα της, και τώρα έζευε στο άρμα της τα ταπεινά ελάφια.
Στα μέρη που κυνηγούσε η Νίκαια ζούσε κι ένας βοσκός βοδιών, όμορφος με ψηλή κορμοστασιά. Το όνομά του ήταν Ύμνος κι ερωτεύτηκε τη νέα, καθώς θήρευε στη Φρυγίας τα μέρη. Ο σφόδρα ερωτευμένος βουκόλος έπαψε να νοιάζεται για το κοπάδι του και πίσω από δέντρα ή από βράχους παραμόνευε να δει την πεντάμορφη Νύμφη.
Κι όπως σαν τον άνεμο έτρεχε η κόρη να πιάσει το θήραμα, το αγέρι φούσκωνε κι ανασήκωνε τον χιτώνα της και φαίνονταν του σώματος τα κάλλη: οι κάτασπροι μηροί, οι κοκκινωποί από το τρέξιμο αστράγαλοι, τα τορνευτά της στήθη, τα ρόδινα δάχτυλα που σταθερά κρατούσαν τη λόγχη. Και θέριευε ο πόθος του Ύμνου. Λαβωμένος από τα βέλη του Έρωτα, τον αγέρα θερμοπαρακαλούσε να ανεμίσει το φόρεμα της Νίκαιας και να δει τη γυμνή ομορφιά της.
Επιθυμούσε να ήταν βέλος από τη φαρέτρα της για να τον αγγίξει με τα ροδοδάχτυλά της, η πέτσινη χορδή του τόξου να νιώσει το απαλό άγγιγμα του μαστού της, το δίχτυ για να νιώσει της πλάτης της το κρινένιο δέρμα ή η λόγχη για να έρθει σ’ επαφή με τους στρογγυλούς γλουτούς της.
Και την Αφροδίτη παρακαλούσε να δώσει να σμίξει κι αυτός με τη Νύμφη, όπως ο άλλος ο βοσκός από την Τροία, ο Αγχίσης έσμιξε με τη θεά της ομορφιάς.
Κάποτε, πήρε την απόφαση ο ερωτευμένος νέος, πλησίασε την Νίκαια και της φανέρωσε τον έρωτά του. Εκείνη τον περιγέλασε και του ‘δειξε το δόρυ της που το προτιμούσε από την αγάπη του Ύμνου. Αυτός απογοητευμένος από την απόρριψη, την παρότρυνε να του πάρει τη ζωή, αφού δεν θα ‘χε κανένα νόημα χωρίς εκείνην. Αυτά τα λόγια της είπε:
«Αγαπημένη μου, τράβα το δόρυ σου και πάρε που τη ζωή με το χιονάτο χέρι σου. Πιότερη χαρά θα μου δώσεις, αφού τους γάμους μας δε θέλεις. Θα λυτρωθώ από την πικρή πληγή της αγάπης κι από τη φωτιά που καίει την καρδιά μου. Μακάρι να πεθάνω, αυτή τη μοίρα θέλω. Ρίξε το δόρυ σου στο λαιμό γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει δεύτερη πληγή, αφού πρώτη είναι εκείνη του ανεκπλήρωτου έρωτά μου.
Γίνομαι στόχος σου με τη θέλησή μου, θύμα εκούσιο του Έρωτα και της γλυκιάς μοίρας. Ρίξε μου όλα τα βέλη που έχεις στη φαρέτρα σου, αφού κάποια άλλα βέλη, πιο πικρά, με κόψη πύρινη, αυτά της αδιαφορίας σου, μου έκοψαν το νήμα της ζωής.
Σαν πάρεις τη ζωή μου με το τόξο σου, μην κάψεις το σώμα μου, αλλά με σκόνη γλυκιά να το καλύψεις. Πάνω στον τάφο μου μην αφήσεις το ποιμενικό ραβδί μου, ούτε τη φλογέρα μου, αλλά το βέλος το βαμμένο με το αίμα μου.
Και κάνε μου και την τελευταία χάρη: πάνω στο τάφο μου ν’ αφήσεις λουλούδια του ποθοπλάνταχτου Νάρκισσου μαζί με τον αγαπημένο μου κρόκο.
Και την άνοιξη να φυτέψεις τη λιγόζωη ανεμώνη για να θυμίζει τη δική μου ολιγόχρονη ζωή. Αν σε γέννησε μάνα κι όχι η άπονη θάλασσα ή τα σκληρά βουνά, χύσε λίγα δάκρυα για μένα για να μην πάω άκλαυτος στον Άδη. Τέλος να γράψεις με το χέρι του τούτα τα λόγια: “Εδώ θαμμένος είναι ο Ύμνος ο βοσκός, που τονε σκότωσε η παρθένα Νίκαια δίχως να μοιραστεί μαζί του το νυφικό κρεβάτι.”»
Εξαγριώθηκε με τα λόγια του βοσκού η Νίκαια. Πήρε από τη φαρέτρα της ένα βέλος και τεντώνοντας τη χορδή του τόξου με θυμό, το κάρφωσε στο λαιμό του Ύμνου. Μπορεί η ίδια να μην έκλαψε τον νεκρό, μα τον μοιρολόγησαν οι Νύμφες των βουνών.
Θρήνησε η κόρη του ποταμού Ρίνδακα, το ίδιο και οι Ναϊάδες, ενώ η πετρωμένη Νιόβη στο Σίπυλο, μαζί με τοξευμένους γιους από τον Απόλλωνα και τις κόρες από την Άρτεμη, έχυσε περισσότερα δάκρυα, πενθώντας και το νεαρό βοσκό. Σ’ ένα σύδενδρο μαζεύτηκαν οι Κυβελίδες και τραβώντας τα μαλλιά τους έσυραν θρήνο.
Μαζί τους και οι Ηλιάδες έκλαψαν τόσο, όσο δεν είχαν κλάψει για τον αδερφό τους τον Φαέθοντα, που έπεσε καμμένος από το πύρινο άρμα, όταν τον κεραύνωσε ο βασιλιάς του κόσμου, ο κεραυνόχαρος Δίας.
Ο Έρωτας, βλέποντας την αλύγιστη και πέτρινη καρδιά της Νίκαιας, ορκίστηκε στη μνήμη του Ύμνου, να την βάλει κάτω από το ζυγό του έρωτα του Διόνυσου, παρά τη θέλησή της. Η Αδράστεια βλέποντας την ανόσια φόνισσα ν’ απομακρύνεται αδιάφορη από τον νεκρό, έριξε μια ματιά ερευνητική στην Αφροδίτη, περιμένοντας να δει την αντίδρασή της και έκανε ένα νόημα ζητώντας την επέμβαση του Έρωτα.
Ακόμη και ο Φοίβος θύμωσε από το φονικό και ζήτησε την τιμωρία από την αδελφή του Άρτεμη, της ακόλουθής της, που έβαψε με το αίμα του ερωτευμένου κι άκακου βοσκού τα βέλη της. Και η Άρτεμη, αν και ήταν άμαθη στον έρωτα, δάκρυσε κι αυτή για τον άδικο χαμό.
Δεν έχασε χρόνο ο Έρωτας. Τράβηξε ένα βέλος του πόθου και τόξευσε την καρδιά του Διόνυσου, που ξεκουραζόταν κάτω από ένα δέντρο, στις όχθες ενός ποταμιού με ολοστρόγγυλα λευκά χαλίκια.
Η γρηγορόδρομη Νίκαια, κουρασμένη από το κυνήγι, έβγαλε τον κοντό χιτώνα της και μπήκε στο καθάριο νερό του ίδιου ποταμού, λίγο πιο πάνω, σε μια λιμνούλα που έκαναν τα νερά του, εκεί που σχηματιζόταν κι ένας μικρός καταρράχτης από τα νερά που έπεφταν από έναν μεγάλο λείο βράχο.
Ο λαβωμένος θεός άκουσε το θόρυβο του νερού, όπου λουζόταν η κόρη. Σαν είδε το γυμνό πανέμορφο κορμί, πόθος συντάραξε το γιο της Σεμέλης και του Δία. Έβαλε, λοιπόν, σκοπό να την κάνει δική του και να γίνει μάνα των παιδιών του. Από ‘κείνη τη μέρα συνέχεια παρακολουθούσε κάθε κίνηση της Νίκαιας.
Μια μέρα, που η νέα κυνηγούσε σ’ ένα λιβάδι και τα φυτά άνθιζαν στο πέρασμά της, δεν κρατήθηκε, παρουσιάστηκε στην κόρη και της φανέρωσε τον έρωτά του. Της είπε:
«Νίκαια, με θάμπωσε η ομορφιά σου. Ροδώνας είναι τα μάγουλά σου. Βλέποντας τους κρίνους θαρρώ πως αντικρίζω τα λευκά σου μπράτσα, ενώ μόλις κοιτάξω τους υάκινθους θυμάμαι τα μαύρα σου μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Πάρε με συνοδοιπόρο στο κυνήγι, να σε βοηθάω να κουβαλάς του κυνηγιού τα σύνεργα.
Όμως, ροδαλή παρθένα, γιατί να τριγυρίζεις στα βουνά και να πληγώνεις τις φτέρνες σου στις κοφτερές τις πέτρες; Έλα αφέντρα στο σπιτικό μου, να πατάς στα μαλακά τομάρια από τις λεοπαρδάλεις. Να μην κοιμάσαι σε σπηλιές πάνω στο χώμα, αλλά πάνω σε στρώματα από πυκνότριχα λιοντάρια, να σου ζεσταίνουν το κορμί σκεπάσματα από πολύχρομες νεβρίδες. Το καλοκαίρι να μην σου καίει το πρόσωπο ο φλογερός ο ήλιος.
Πάνω από το κρεβάτι σου θα φυτέψω κλήματα για να έχεις παχύ ίσκιο και τριγύρω σου ρόδα και γαρύφαλλα, ζουμπούλια και γιασεμιά θα αρωματίζουν τον αγέρα που αναπνέεις. Υπηρέτες θα σου φέρνου ό,τι ποθείς στο νυφικό σου θάλαμο. Οι Χάριτες από τον Ορχομενό θα σε βοηθούν να ντύνεσαι και να στολίζεσαι με όλα τα αγαθά της γης. Έλα, ευθύς κάνε με ομόκλινό σου!»
Η Νίκαια αποπήρε τον επίδοξο εραστή και του απάντησε:
«Δεν διάλεξες τη σωστή κόρη για να μιλήσεις. Αυτά να βρεις κανένα κορίτσι που του αρέσουν οι έρωτες να τα πεις. Αν τολμάς σύρε να προτείνεις γάμο στην γλαυκομάτα Αθηνά ή στην τοξεύτρια Άρτεμη.
Κι αν κάποια τις δεχτεί, τότε με τη θέλησή της θα γίνει νύφη και η άγρια Νίκαια. Αν, όμως, καμιά δε δεχτεί, μη ζητάς το κρεβάτι μου να μοιραστώ μαζί σου. Και μην τολμήσεις να αγγίξεις το τόξο μου, μηδέ ν’ απλώσεις το χέρι σου στην φαρέτρα μου γιατί μετά τον βοσκό τον Ύμνο που χάθηκε από το βέλος μου ήρθε η σειρά να λαβώσω τον Διόνυσο τον αλάβωτο. Εδώ στα βράχια της Αστακίας εγώ κυνηγώ αγριογούρουνα και λιοντάρια και συντρόφισσα είμαι της Άρτεμης. Εσύ τράβα να κυνηγήσεις ελαφάκια στο Λίβανο παρέα με την Αφροδίτη.
Τι κι αν κυλάει μέσα σου το αίμα του βασιλιά του κόσμου, του μεγάλου Δία, στο κρεβάτι σου δεν πέφτω. Ποτέ δεν θα ‘παιρνα για σύζυγο έναν που δεν είναι σκληρός άντρας, αλλά μερικές φορές φαίνεται σαν γυναίκα και όπλα δεν κρατεί. Αν κάποτε αποφάσιζα να χάσω την παρθενιά μου, θα’ θελα να σμίξω με τον πολεμόχαρο Άρη, που όπλα κρατάει στα γερά του χέρια. Όμως, επειδή κανέναν από του; μακάριους θεούς δεν καίγομαι .πεθερό να κάνω, ακόμα και τον Κρονίδη βασιλιά, ψάξε, Βάκχε, γι’ άλλη νύφη.»
Κι αφού είπε αυτά τα λόγια, σαν αστραπή απομακρύνθηκε από τον ερωτευμένο θεό.
Πείσμωσε ο Διόνυσος και την ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε η άγρια κόρη. Η γοργοσάνδαλη κόρη έτρεχε στις ακροκορφές απότμων και δύσβατων βράχων προσπαθώντας να κρύψει τα ίχνη της από τον θεό του κρασιού. Μια μέρα, πυρωμένη από τις ακτίνες που έβγαιναν από το άρμα του Ήλιου, θέλησε να σβήσει τη δίψα της κι έσκυψε να πιει το γάργαρο νερό από ένα ρυάκι. Μα το νερό ήταν γλυκό κι είχε το άρωμα του σταφυλιού.
Ο Διόνυσος, που ακολουθούσε τη Νίκαια, μετέτρεψε το νερό σε κρασί. Έσβησε τη δίψα της η άγρια κυνηγός, μα ένιωσε ένα γλυκό μούδιασμα στα μέλη της, τα μάτια της είδαν διπλό το ρυάκι και το κεφάλι της φάνηκε βαρύ. Λύγισαν τα γόνατα κι έγειρα πάνω στη χλόη, κάτω από τον ίσκιο ενός πλάτανου, καθώς έκλειναν τα βλέφαρα για να δοθεί στον γαμήλιο ύπνο.
Ο Έρωτας έδειξε στον Διόνυσο την κοιμισμένη Νίκαια, ενώ η Νέμεση χαμογέλασε. Ακροπατώντας ο θεός πλησίασε τη νέα, απομάκρυνε τη φαρέτρα και το τόξο, που ήταν αφημένα στο πλάι της κοιμισμένης
παρθενοκόρης, και της έλυσε την ανέγγιχτη ζώνη. Απλώθηκε το άρωμα του κορμιού της και η γη γέμισε χορτάρι και ευωδιαστά λούλουδα, που έγιναν νυφικό κρεβάτι. Κληματόβεργες γεμάτες δροσερά γλυκά σταφύλια απλώθηκαν κι έκαναν έναν θόλο πάνω από το κρεβάτι.
Σ’ αυτό το φυσικό κρεβάτι, μακριά από τα μάτια ανθρώπων, πουλιών και ζώων έγινε το σμίξιμο της κοιμισμένης Νίκαιας με τον γεμάτο πόθο Διόνυσο.
Η κόρη έχασε την παρθενιά της και η φύση σκιρτούσε από χαρά γι’ αυτό το ερωτικό σμίξιμο. Από μακριά ακουγόταν ο αυλός του Πάνα να παίζει γλυκόλαλα, σαν αν έλεγε: «Με αγάπη ετούτη η παντρειά»!
Μέσα στη ηδονή και τη γλυκιά νάρκη σαν να είδε όνειρο η Νίκαια. Είδε, λέει, τον πεθαμένο βοσκό, τον Ύμνο να της λέει πως αρνήθηκε τον έρωτά του για να δοθεί στον Διόνυσο παρά τη θέλησή της. Αυτή που χάρηκε για το αδικοχυμένο αίμα του, τώρα θα στέναζε βλέποντας το αίμα της παρθενιάς της. Και σαν καπνός χάθηκε η μορφή του πεθαμένου βοσκού.
Σαν έβαλε τον σπόρο του ο ερωτευμένος θεός στα σπλάχνα της αγαπημένης του, σηκώθηκε σιγά- σιγά, για να μην ταράξει τη γλυκιά νάρκη της Νίκαιας, έφερε και πάλι στο πλάι της το τόξο και τη φαρέτρα, κι αφού κόρεσε τον πόθο του απομακρύνθηκε ανάλαφρα.
Σαν πέρασε του κρασιού η νάρκη, άνοιξε τα μάτια της η Νίκαια, είδε το νυφικό κρεβάτι, δίπλα το γαμήλιο ελαφοτόμαρο του Διόνυσου, την παρθενιή ζώνη με γαμήλιες σταγόνες μουσκεμένη κι έσυρε κραυγή απελπισίας. Με τα νύχια της άρχισε να γδέρνει τα ροδομάγουλά της, να χτυπάει τους μηρούς της.
«Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε το νερό του Εύιου» άρχισε να μοιρολογεί. «Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε ο ύπνος των ερώτων. Αλίμονο στην παρθενιά μου, την άρπαξε ο πλάνητας Βάκχος.
Να πάει να χαθεί το δολερό πιοτό των Υδριάδων, να πάει να χαθεί αυτό το ολέθριο κρεβάτι. Είμαι χαμένη γιατί η Άρτεμη εγκαταλείπει όσες παύουν να είναι παρθένες. Γιατί, όμως, η Ηχώ δεν μου φανέρωσε την απάτη; Γιατί το Πεύκο δεν ψιθύρισε στο αυτί μου: “Κόρη, φυλάξου, μην πίνεις από το απατηλό νερό”;»
Από τη μια σκέφτηκε να κόψει με μαχαίρι το λαιμό της, από την άλλη να γκρεμιστεί από το βουνό. Συνάμα παρατηρούσε μήπως δει τον Διόνυσο να τον τοξεύσει. Και ήθελε να βάλει φωτιά σ’ όλα τα αμπέλια Εγκατέλειψε και το αγαπημένο της κυνήγι, γιατί ντρεπόταν να συναντήσει την Άρτεμη. Μέσα της δούλευαν οι θεϊκές σταγόνες από το σπέρμα του θεού και η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει.
Σαν ήρθε η μέρα του τοκετού, οι Ώρες έγιναν μαμές και είδε το φως του κόσμου ένα πανέμορφο κορίτσι. Από τον έρωτα του Διόνυσου μια θεόσταλτη γεννήθηκε θυγατέρα, που την ονόμασαν Τελετή.
Η κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας χαρά έβρισκε στις γιορτές, ενώ της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί του γονιού της, που τον ακολουθούσε απολαμβάνοντας τους μεταλλικούς ήχους των κροτάλων και τους χτύπους των τυμπάνων με τα διπλά βοϊδοτόμαρα. Αυτή πρωτοστατούσε στις μυητικές τελετές. Γι’ αυτό Ευριπίδης λέει: «Μακάριος όποιος γνωρίζει τις θεϊκές τελετές».
Ο Παυσανίας στα “Βοιωτικά” του, μετά την επίσκεψη στον Ελικώνα, περιγράφει πως συνάντησε ένα άγαλμα του Ορφέα, και δίπλα του άλλο άγαλμα της Τελετής, ενώ τριγύρω τους υπήρχαν αγάλματα θηρίων καμωμένων από χαλκό και μάρμαρο.
Τελικά η Νίκαια συμφιλιώθηκε με τον Διόνυσο και απέκτησε μαζί του κι άλλα παιδιά. Αποδέχτηκε τη μοίρα της, κι αφού εγκατέλειψε οριστικά το κυνήγι, αφοσιώθηκε στις δουλειές του σπιτιού και στη ανατροφή των τέκνων της. Ο αργαλειός κέντρισε το ενδιαφέρον της και έγινε μια καλή υφάντρα.
Ο Διόνυσος για να την τιμήσει, όταν γύρισε από την εκστρατεία στις Ινδίες, έχτισε μια πόλη που πήρε το όνομά της! Έτσι στην αρχαιότητα υπήρχε η ονομαστή πόλη Νίκαια.
Πηγή