Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Τημενίδες από το Άργος

Το γενεαλογικό δέντρο των Μακεδόνων βασιλέων αποδείκνυε ότι ήταν Αργείοι, Τημενίδες από το Άργος, απόγονοι δηλαδή του Ηρακλή, Ηρακλείδες, μια και ο Τήμενος ήταν βασιλιάς του Άργους που καταγόταν από τον Ηρακλή, γιο του Δία. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής σε επιγραφές αναφέρεται ως Ηρακλής Πατρώος και γι’ αυτό είναι συχνή η παρουσία του σε ειδώλια, νομίσματα, πήλινα σφραγίσματα, πλακίδια και αλλού.

Εξάλλου, η λατρεία του Ηρακλή, κυρίως στη Βοττιαία και την Άνω Μακεδονία, με την προσωνυμία Κυναγίδας, παρά τη θηρευτική ιδιότητα που προδίδει το επίθετο, συνάδει περισσότερο με την άρχουσα τάξη και τα μέλη του βασιλικού οίκου και την αριστοκρατική ενασχόληση του κυνηγιού.

i. Ο Τήμενος ήταν γιος του Αριστόμαχου και δισέγγονος του Ύλλου, του γιου της Δηιάνειρας και του Ηρακλή, γιου του Δία, γνήσιος δηλαδή Ηρακλείδης. Άλλη παράδοση τον θέλει εγγονό του Ύλλου και γιο του Κλεοδαίου, που στην προηγούμενη μυθική παράδοση είναι ο παππούς του.

Μετά την αποθέωση του Ηρακλή, τα παιδιά του έμειναν απροστάτευτα απέναντι στον Ευρυσθέα, γι’ αυτό και έφυγαν από την Πελοπόννησο. Επέστρεψαν μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα, με αρχηγό τον Ύλλο.

Όμως αναγκάστηκαν και πάλι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, γιατί δεν ήταν ο ορισμένος από τη Μοίρα χρόνος. Παρερμηνεύοντας χρησμούς του μαντείου των Δελφών, ο Ύλλος και, αργότερα, ο εγγονός του Αριστόμαχος προσπάθησαν να επιστρέψουν και πάλι στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν. Στους γιους του Αριστόμαχου Τήμενο και Κρεσφόντη ανατέθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου.

Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση, ο Τήμενος πήρε το Άργος και πάντρεψε την κόρη του Υρνηθώ με τον Ηρακλείδη Δηιφόντη. Αυτό όμως προκάλεσε την οργή των γιων του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που λουζόταν μόνος του σε ένα ποτάμι. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, αποκλήρωσε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στον Δηιφόντη.

ii. Από τον Ηρόδοτο, για τον οποίο οι Μακεδόνες φαίνεται να αποτελούν ένα ελληνικό φύλο όπως τα άλλα –το αποκαλεί μάλιστα Δωρικόν έθνος– γνωρίζουμε τα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων από τον πρώτο βασιλιά Περδίκκα Α’ μέχρι τον Περδίκκα Β’. Είναι οι: Περδίκκας Α’, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αλκέτας, Αμύντας, Αλέξανδρος, Περδίκκας Β’.  Σύνολο οκτώ.

Τον ίδιο αριθμό χωρίς αναφορά στα ονόματα κάνει και ο Θουκυδίδης, ο οποίος επίσης μαρτυρεί την ελληνική καταγωγή του Περδίκκα. Οι δύο ιστορικοί συμφωνούν και στο ότι ο πρώτος Περδίκκας ήρθε στη Μακεδονία «το αρχαίον», δηλαδή τον 6ο αι. π.Χ. ή νωρίτερα. Με τριάντα χρόνια η κάθε γενιά των βασιλέων υπολογίζεται ότι ο πρώτος Περδίκκας βασίλευσε γύρω στα 650 π.Χ. Αυτή είναι η επίσημη γενεαλογία τον 5ο αι. π.Χ.

iii. Για την καταγωγή και τη δράση του πρώτου μακεδόνα βασιλιά, του Περδίκκα Α’, μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο ότι:

Έβδομος πρόγονος αυτού του Αλεξάνδρου ήταν ο Περδίκκας που έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων με τον ακόλουθο τρόπο. Τρία αδέλφια από τη γενιά του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, κατέφυγαν από το Άργος στους Ιλλυριούς· από εκεί πέρασαν στην Άνω Μακεδονία και έφτασαν στην πόλη Λεβαία. Εκεί υπηρέτησαν έναντι αμοιβής τον βασιλιά, ο ένας φροντίζοντας τα άλογα, ο δεύτερος τα βόδια, ενώ ο πιο μικρός από αυτούς, ο Περδίκκας, τα μικρότερα ζώα. Τον παλιό καιρό δεν ήταν φτωχός μόνο ο λαός, αλλά και οι βασιλιάδες, και το ψωμί του σπιτιού το φούρνιζε η ίδια η βασίλισσα. Όμως κάθε φορά που έτρωγε το καρβέλι του νεότερου αδελφού, του Περδίκκα, το ψωμί γινόταν διπλάσιο, και επειδή αυτό γινόταν συχνά, εκείνη το είπε στον άνδρα της, κι αυτός, ακούγοντάς το, σκέφτηκε πως το πράγμα ήταν σημαδιακό. Κάλεσε λοιπόν τους υποτακτικούς του και τους πρόσταξε να φύγουν από τη γη του, όμως εκείνοι απάντησαν πως είχαν το δικαίωμα πρώτα να πληρωθούν και μετά θα έφευγαν. Ακούγοντας για πληρωμή ο βασιλιάς, ίσως από θεϊκή συγκυρία, είδε να μπαίνει μέσα στο σπίτι ήλιος από την καπνοδόχο. Και τότε λέει: «Αυτόν σας δίνω για μισθό αντάξιο σε σας», και τους έδειξε τον ήλιο. Ο Γαυάνης και ο Αέροπος έμειναν άναυδοι ακούγοντας την απόκριση, αλλά ο μικρότερος, που κρατούσε και μαχαίρι, είπε: «Συμφωνούμε βασιλιά με όσα μας δίνεις». Και με το μαχαίρι του χαράζει κατά γης τον κύκλο που έκανε ο ήλιος στο σπίτι. Το ’κανε τρεις φορές και τάχα μάζευε κατόπι τον ήλιο στον κόρφο του. Στη συνέχεια, οι τρεις τους έφυγαν.
(Ηρόδοτος 8.137-138)

Από τον Θουκυδίδη:

Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος και οι οποίοι εξεδίωξαν από μεν την Πιερίαν τους Πίερας […], και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους […]. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης […] και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν […]. Επίσης, εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς […] και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας
(Θουκυδίδης 2.99).

iv. Μεταγενέστερη πηγή παραδίδει ότι χρησμός δόθηκε στον Περδίκκα να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο:

Οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία που κρατά την αιγίδα. Σπεύσε όμως για τη γη των Βοττιαίων, χώρα πολλών κοπαδιών, και όπου δείτε κατσίκες λευκές σαν το χιόνι με κέρατα αστραφτερά, που κοιμούνται ύπνο βαθύ, στο επίπεδο μέρος αυτής της γης θυσιάστε στους θεούς και ιδρύστε την πόλη του κράτους σας
(Διόδωρος Σικελιώτης 7.16).

v. Προσθήκες ή μεταβολές στη γενεαλογία: Στον τραγωδία Αρχέλαος του Ευριπίδη, που παρουσιάστηκε στη Μακεδονία το 408/7 π.Χ., ο Αρχέλαος παρουσιάζεται ως γιος του Τήμενου και ιδρυτής της βασιλικής οικογένειας στη Μακεδονία. Η προσθήκη αυτή οφείλεται προφανώς στο αίσθημα ευγνωμοσύνης του Ευριπίδη στον οικοδεσπότη του, που τον προσκάλεσε και τον φιλοξένησε στη μακεδονική αυλή για δεκαοκτώ μήνες και μέχρι τον θάνατό του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια να συνδεθεί ο πρώτος Αρχέλαος με την τοπική παράδοση και τον βασιλιά Κισσέα. Ο Τήμενος, που ήταν άκληρος, συμβουλεύτηκε τη Δωδώνη και ο εκεί ιερέας της Διώνης απάντησε ότι ο Δίας θα του έδινε ένα παιδί που θα έπρεπε να ονομάσει Αρχέλαο. Διωγμένος από τα αδέλφια του από το Άργος, ο Αρχέλαος πήγε στη Θράκη, στον βασιλιά Κισσέα που τότε πολιορκούνταν από εχθρούς έτοιμους να τον συντρίψουν.

Ο Κισσέας υποσχέθηκε στον Αρχέλαο την κόρη του και το βασίλειό του, σε αντάλλαγμα υπηρεσιών που θα τον ελευθέρωναν. Με μία μόνο μάχη ο Αρχέλαος νίκησε και γλίτωσε τη ζωή του Κισσέα. Κακοί σύμβουλοι όμως έπεισαν τον θράκα βασιλιά να παραβεί τον λόγο του και να σκοτώσει τον Αρχέλαο.

Έβαλε λοιπόν να σκάψουν ένα χαντάκι, το γέμισε με αναμμένα κάρβουνα και το σκέπασε με ξερόκλαδα. Εκεί θα τον σκότωνε. Ειδοποιημένος εκείνος από ένα δούλο για την παγίδα, ζήτησε μυστική συνάντηση με τον βασιλιά και τον έσπρωξε στο χαντάκι. Ύ

στερα, σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα –σώζεται στην περίληψη του θεατρικού έργου του Ευριπίδη από τον Υγίνο, Fab. 219–, ακολούθησε μια κατσίκα που απάντησε στον δρόμο του και που τον έφερε στη θέση όπου ο Αρχέλαος –άμεσος πρόγονος του Αλεξάνδρου– θα ιδρύσει την πόλη που θα ονομάσει Αιγαί, τιμώντας το ζώο που τον οδήγησε –το εικονογραφικό θέμα της αίγας χρησιμοποιήθηκε στα νομίσματα διαφόρων πόλεων (Άκανθος, Μένδη, Τράγιλος κ.α.) και στην κεραμοποιία.

Λίγο πιο πάνω επισημάναμε ότι ο Παυσανίας απέδωσε στον Κάρανο τον φόνο του Κισσέα, ο οποίος αποτελεί νέα προσθήκη μετά την τραγωδία του Ευριπίδη. Είναι πιθανό ότι η τραγωδία του Ευριπίδη ενέπνευσε τον Αρχέλαο να αναζητήσει μια πιο εντυπωσιακή απαρχή του μακεδονικού οίκου. Από τα μέσα, λοιπόν, του 4ου αι. π.Χ. ως πρώτος βασιλιάς  της Μακεδονίας φέρεται ο Κάρανος, όνομα που είχε ένας από τους γιους του Φιλίππου Β’ και ένας από τους ιππάρχους του Αλεξάνδρου. Αυτός ο ιδρυτής-πρόγονος, γιος του Ποιάνθη ή Ποία, άλλοτε γιος ή αδελφός του Αργείου βασιλιά Φείδωνα, γιου του Αριστοδαμίδα, είχε έλθει απευθείας από το Άργος για να φτιάξει μια καινούρια πατρίδα.

Ο Κάρανος ήλθε στην Ημαθία με μεγάλη συνοδεία Ελλήνων, σύμφωνα με τον χρησμό που τον διέταξε να ψάξει να βρει τόπο εγκατάστασης στη Μακεδονία. Ακολουθώντας ένα κοπάδι αίγες που έτρεχαν να προφυλαχθούν από τη βροχή –έβρεχε καταρρακτωδώς και υπήρχε πυκνή ομίχλη– κατέλαβε την πόλη της Έδεσσας χωρίς οι κάτοικοι να τον αντιληφθούν. Και όταν του υπενθύμισαν τον χρησμό που τον είχε διατάξει «να ψάξει ένα βασίλειο όπου θα τον οδηγήσουν οι αίγες», την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Και με πολλή προσοχή διατήρησε από κει και πέρα τη συνήθεια να βάζει τις ίδιες θηλυκές αίγες μπροστά από το λάβαρό του, όποτε παρήλαυνε ο στρατός του, ώστε να είναι οι αρχηγοί των επιχειρήσεών του, ακριβώς όπως είχαν γίνει και πρωτεργάτες της ίδρυσης του βασιλείου του. Σε ανάμνηση του ρόλου των αιγών μετονόμασε την πόλη της Έδεσσας «Αιγές» και τους κατοίκους Αιγεάδες. Έπειτα εκδίωξε τον Μίδα, που κρατούσε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, και άλλους βασιλείς και τους αντικατέστησε. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τις φυλές διαφόρων λαών και έκανε τη Μακεδονία αυτό που λέμε ένα σώμα. Και το βασίλειό του μεγάλωσε, επειδή είχε βάλει γερά θεμέλια ανάπτυξης. Μετά από αυτόν βασίλεψε ο Περδίκκας.
(Ιουστίνος 7.1.7-12)

Είναι  φανερό ότι οι νεότερες προσθήκες στον μύθο φτιάχτηκαν με τρόπο που να συνάδουν με τα παλαιότερα στρώματά του: Περδίκκας, Αρχέλαος, Κάρανος ιδρύουν τις Αιγές ύστερα από χρησμό και με παρόμοιο τρόπο. Όμως σχετικά με αυτόν τον Κάρανο ανακύπτουν δύο ερωτήματα: α) Ποια είναι η σημασία του ονόματός του; β) Ποια είναι η θέση του στη διευρυμένη γενεαλογία όπως είναι γνωστή κατά την ελληνιστική περίοδο;

Για το πρώτο ζήτημα ο Ξενοφώντας παραδίδει ότι κάρανος σημαίνει ανώτατος άρχοντας, κύριος, και ότι αυτόν τον τίτλο είχε αποδώσει ο Μέγας Βασιλιάς στον Κύρο το 407 π.Χ. Σύμφωνα όμως με τον Ησύχιο η λέξη κάραννος σημαίνει επίσης έριφος, οπότε ο βασιλιάς συνδέεται και με το άλλο κομμάτι του μύθου για την ίδρυση των Αιγών. Σε αυτές τις εκδοχές, θα προσθέσουμε μιαν ακόμη. Σύμφωνα με τον μύθο, λίγο καιρό μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τα αδέλφια Τήμενο και Αριστόδημο κατάρα χτύπησε στρατό και ναυτικό, όταν ένας από τους Ηρακλείδες, ο Ιππότης, διαπέρασε με ακόντιο τον μάντη Κάρνο, επειδή θεώρησε ότι τον είχαν στείλει οι Πελοποννήσιοι εχθροί τους, για να τους κάνει κακό με τα μάγια τους. Έτσι, σκοτώθηκε ο φιλικά προσκείμενος στους Ηρακλείδες μάντης. Ο Τήμενος κατέφυγε για μια ακόμη φορά στο μαντείο, για να ρωτήσει πώς θα απαλλαχτούν από τη θεϊκή οργή που είχε ξεσπάσει εναντίον τους, κι εκείνο όρισε εξορία για τον φονιά για δέκα χρόνια. Από τότε οι Ηρακλείδες αφιέρωσαν λατρεία στον Κάρνειο Απόλλωνα. Αν πράγματι συνδέεται το όνομα του Κάρανου με του Κάρνου, τότε η επινόηση αυτή για μια ακόμη φορά συνδέει τον μακεδονικό βασιλικό οίκο με τους Ηρακλείδες.

Όσον αφορά στη θέση του στη διευρυμένη μυθολογία, ο Κάρανος αλλού εμφανίζεται πριν από τον Περδίκκα και αλλού να παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτόν και τον Περδίκκα άλλοι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η σειρά διαδοχής, όπως παραδόθηκε από τον Σάτυρο, άρχιζε με τον Διόνυσο και τον Δία, αφού η Δηιάνειρα, κόρη του Διόνυσου, ήταν η μητέρα, και ο Ηρακλής, γιος του Δία, ήταν ο πατέρας του Ύλλου, από τον οποίο ο τρίτος κατευθείαν απόγονος ήταν ο Τήμενος και ένατος ο Κάρανος. Ακολουθούν Κοίνος, Τυρίμμας, Περδίκκας και οι λοιποί όπως τους γνωρίσαμε από τον Ηρόδοτο.

Προκύπτει, λοιπόν, ο εξής πίνακας των βασιλέων:

Οίκος των Τημενιδών

Κάρανος
Γαυάνης
Κοίνος
Αέροπος
Τυρίμμας
Περδίκκας
Οίκος Αργεαδών

(οι Αργεάδες ιδρύουν τη βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων)

Περδίκκας Α’ αρχές 7ου αι.
Αργαίος
Φίλιππος Α’
Αέροπος Α’
Αλκέτας
Αμύντας Α’ 540-497
Αλέξανδρος Α’ Φιλέλλην 495-454
Περδίκκας Β’ 454-413
Αρχέλαος 413-399
Ορέστης 399-396
Αέροπος Β’ 396-393
Αμύντας Β’ ο Μικρός 393-392
Παυσανίας
Αμύντας Γ’ 392-370
Αλέξανδρος Β’ 370-368
Πτολεμαίος Αλωρίτης 368-365
Περδίκκας Γ’ 365-359
Φίλιππος Β’ 359-336
Αλέξανδρος Γ’ 336-323
Αλέξανδρος Δ’ 323-310

vi. Με την προϋπόθεση, λοιπόν, της προγονικής καταγωγής από τον Τήμενο, απόγονου του Ηρακλή, τα μέλη της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας εντάσσονταν σε εκείνον τον ευρύ κύκλο και κατάλογο των ένδοξων απογόνων του Ηρακλή, που κυβέρνησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως λ.χ. ο Λεωνίδας. Ποιοι δικαιούνταν να είναι απόγονοι ενός τέτοιου προγόνου και να έχουν ισχυρό δικαίωμα επί του θρόνου ήταν θέμα πολιτικής σημασίας. Ο Κάσσανδρος λ.χ., που από το 317 π.Χ. ονομάστηκε από την Ευρυδίκη «επιμελητής των βασιλέων» και «στρατηγός της Ευρώπης», προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του στη Μακεδονία, επιδίωξε να αποκτήσει ερείσματα, ένα από τα οποία ήταν ο γάμος του με την κόρη του Φιλίππου Β’, γεγονός που τον συνέδεσε με τον μακεδονικό βασιλικό οίκο των Αργεαδών και έδωσε νομιμότητα στη διεκδίκησή του στον μακεδονικό θρόνο. Ο γάμος, λοιπό, του Κάσσανδρου με τη Θεσσαλονίκη έδωσε την εξής συνέχεια στον μακεδονικό βασιλικό οίκο:

Οίκος Αντιπατριδών

Κάσσανδρος 315-297
Αντίπατρος 297-294
Φίλιππος Δ’ 297
Αλέξανδρος Ε’ 297-294

Συμπεράσματα: Το μακεδονικό βασίλειο ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Το γενεαλογικό δέντρο του Περδίκκα, αλλά και το διευρυμένο με τις διάφορες προσθήκες καταδεικνύουν την ελληνική καταγωγή του πρώτου βασιλιά της Μακεδονίας από τον Ηρακλή. Απόηχος της καταγωγής αυτής είναι και το έθιμο που παραδίδεται από τον ιστορικό Δούρι από τη Σάμο (4ος/3ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με αυτό οι κόρες των Μακεδόνων έσβηναν τη νεκρική πυρά του πατέρα τους, όταν αυτοί έμεναν άκληροι από αρσενικά παιδιά. Το έθιμο αυτό, σύμφωνα με τον ιστορικό, έχει τις ρίζες του στην παράδοση που θέλει την κόρη του Ηρακλή, Μακαρία, να σβήνει τη νεκρική πυρά του πατέρα της.

Την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων βασιλέων μαρτυρούν τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Ηρόδοτος:

Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το γνωρίζω και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι’ αυτό τον σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βάρβαρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος, κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο.
(Ηρόδοτος 5,22,2)

Οι γενεαλογικοί μύθοι για την προέλευση των βασιλέων από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο αποτελούν τη φιλολογική εκδοχή μιας πολιτισμικής συγγένειας με τα δωρικά φύλα. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που καταγράφουν τις πολιτισμικές συγγένειες στα ταφικά έθιμα, στη θρησκεία, στη γλώσσα:

Η «[…] συνεχώς αυξανόμενη ανεύρεση μυκηναϊκών αγγείων και όπλων στην ενδοχώρα της Μακεδονίας (Όλυμπος, Πιέρια, Κοζάνη, Γρεβενά) και στην Αιανή […] μαρτυρούν πως οι κάτοικοι της Μακεδονίας, και μάλιστα του ορεινού της τμήματος, είχαν άμεση και ενδεχομένως πρωτογενή σχέση με τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της χαρακτηριστικής για τη Μακεδονία αμαυρόχωρωμης κεραμικής από τα υστεροελλαδικά νεκροταφεία της Αιανής και του Ολύμπου και η πιθανή καταγωγή τους από την αμαυρόχρωμη κεραμική της προηγούμενης (μεσοελλαδικής) περιόδου από τη νοτιότερη Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις ομοιότητες ανάμεσα στη μυκηναϊκή και τη μακεδονική διάλεκτο, αντιπροσωπεύουν μιαν, ή μέρος μιας πραγματικότητας που έχει καταγραφεί στους μύθους για τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με τη βορειανατολική Πελοπόννησο και την καταγωγή των βασιλιάδων τους (Τημενίδες, Βακχιάδες) από τον Ηρακλή και το Άργος ή την Κόρινθο αντίστοιχα»
(Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, 2003, 26).

Εξάλλου, «οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία» (Διόδωρος Σικελιώτης 7.16), όπως αντίστοιχα ο Δίας έδωσε τη Σπάρτη στους βασιλείς (Τυρταίος 2.2).

Εύλογη λοιπόν είναι και η υπόθεση ότι και τα χρυσά προσωπεία από τους γνωστούς τάφους της Σίνδου ή τα χρυσά προσωπεία από μνημειακούς τάφους των αρχαϊκών χρόνων στο Αρχοντικό Πέλλας αντανακλούν τη συγγένεια αυτή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η σπανιότητα του νεκρικού προσωπείου στον ελλαδικό χώρο και ότι, δίπλα στο τάφο με το γυναικείο νεκρικό προσωπείο στο Αρχοντικό (Τ 198), ο Τ 131 ανήκει σε πολεμιστή με αργείτικη ασπίδα. Εξάλλου, έχει ήδη διατυπωθεί η υπόθεση ότι τα χρυσά προσωπεία ανήκουν σε κατοίκους που κατά τον 6ο και αρχές του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Παιόνων ευγενών που αναφέρονται στον Όμηρο.


Πηγή