Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Ο χρυσός και η εκμετάλλευσή του στην Αρχαία Ελλάδα

Ο χρυσός, ως στοιχείο, σημαδεύει την ανθρωπότητα από την αρχή της. Οι μοναδικές ιδιότητες του χρυσού, και η σπανιότητα του είναι η αιτία που οι άνθρωποι τον λάτρεψαν, από τους πανάρχαιους πολιτισμούς μέχρι σήμερα.

Ο χρυσός δεν οξειδώνεται (σκουριάζει), και δεν φθείρεται. Οι πρόγονοι μας πάντα κατά την συνήθεια τους έπλαθαν διδακτικούς μύθους. Στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, εκεί όπου ο Ιάσων έφθασε κάποτε αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας που η φήμη για την ύπαρξή του πυροδοτούσε τη φαντασία και φούσκωνε τα πανιά των καραβιών, πολλούς αιώνες αργότερα ο μύθος για τον πολύτιμο χρυσό θα αποδεικνυόταν αληθινός.

Οι μύθοι κρύβουν πάντα στον πυρήνα τους μια αληθινή ιστορία και στην περίπτωση της Κολχίδας ουδείς μπορεί να την αρνηθεί. Επίσης ο μύθος του Μίδα δείχνει πως ο πόθος για την απόκτησή του παρακάμπτει τη λογική και οδηγεί σε τραγικό αποτέλεσμα.

Η εκμετάλλευση χρυσού, αργύρου και μολύβδου είχε μεγάλη σημασία για τους αρχαίους λαούς και ιδιαίτερα για τους Αρχαίους Έλληνες. Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που δηλώουν την αξία και τη σημασία των μετάλλων αυτών στη ζωή τους.

Ιδιαίτερα ο χρυσός και ο άργυρος απότέλεσαν την εποχή εκείνη σύμβολο δύναμης και εξουσίας, αντικείμενο λατρείας και πολύ συχνά αιτία πολέμου. Τα μεγαλύτερα μεταλλεία εξόρυξης χρυσού παγκοσμίως λειτουργούσαν σε περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης κατά την αρχαιότητα. Πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις και πολλοί ηγεμόνες στηρίζουν τη δύναμή τους στην εκμετάλλευση των μεταλλείων αργύρου ή/και χρυσού.

Να αναφέρουμε επίσης ότι από την εκμετάλλευση αργύρου στο Λαύριο οι Αθηναίοι κατασκεύασαν εκτός των άλλων 200 τριήρεις και συνέτριψαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες τον Περσικό στόλο στη Σαλαμίνα.

Η Σημασία της εκμετάλλευσης χρυσού, μολύβδου – αργύρου και χαλκού στη Μακεδονία και Θράκη κατά την αρχαιότητα – Ιστορική αναδρομή

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, και τις μέχρι τώρα αρχαιολογικές και αρχαιομετρικές έρευνες, ο χαλκός, ο χρυσός, ο άργυρος και ο μόλυβδος είναι από τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Μεταλλουργικές δραστηριότητες στη Μακεδονία και Θράκη έχουμε ήδη από τη Νεολιθική Εποχή.

Τα πρωϊμότερα κυρίως χάλκινα αντικείμενα βρέθηκαν σε ανασκαφές στους Σιταγρούς (Φάση ΙΙ 5200-4600 π.Χ.) και στο Ντικιλί Τας (5300-4500 π.Χ.). Στη φάση ΙΙΙ των Σιταγρών (4600-3500 π.Χ.), στο Ντικιλί Τας (3200-2000π.Χ. ΠΕΧ) και στη Σκάλα Σωτήρος της Θάσο (2300 π.Χ., π.Χ.) βρέθηκαν εκτός από χάλκινα και χρυσά αντικείμενα.

Την εποχή αυτή γινόταν εκμετάλλευση τοπικών πηγών για την κάλυψη προσωπικών κυρίως αναγκών. Αντίθετα, ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός χρυσών, αργυρών, μολύβδινων και χάλκινων αντικειμένων που βρίσκονται ιδιαίτερα στα νεκροταφεία της αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής εποχής στη Μακεδονία και Θράκη, προϋποθέτει μια οργανωμένη και ανεπτυγμένη μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα.

Τα σημαντικότερα μεταλλευτικά κέντρα στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα βρίσκονται στο Λαύριο, στη ΒΑ Χαλκιδική, στη Θάσο, στην οροσειρά της Λεκάνης (Σκαπτή Ύλη), στο όρος Παγγαίο και στη Σίφνο. Η κατοχή μεταλλείων κατά την αρχαιότητα ιδιαίτερα χρυσού ήταν σύμβολο δύναμης, πλούτου και εξουσίας και απετέλεσε, σε πολλές περιπτώσεις αντικείμενο λατρείας αλλά και πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τελευταίο είναι η εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία, η οποία οργανώνεται σε μια περίοδο που τα μυκηναϊκά βασίλεια γνωρίζουν οικονομική ύφεση, εξαιτίας της έλλειψης του χρυσού.

Ο Ηρόδοτος (Ιστορ. VI, 46-47) και ο Θουκυδίδης (Ι,100,2) αναφέρουν ότι ο σημαντικότερος παράγοντας του πλούτου και της ανάπτυξης της Θάσου κατά την αρχαιότητα ήταν «η πρόσοδος από τα μεταλλεία».

Ο Διόδωρος Σικελιώτης (XVI,8.6 ) αναφέρει ότι: «Ύστερα ήρθε ο Φίλιππος Β΄ στην πόλη Κρηνίδες, την οποία αύξησε σε πληθυσμό και τη μετονόμασε σε Φιλίππους και τα μεταλλεία χρυσού που ήταν εκεί λιτά και άδοξα έφτιαξε καινούρια, ώστε να μπορεί να έχει προσόδους πάνω από 1000 τάλαντα ετησίως».

Η σημασία που είχε η εκμετάλλευση χρυσού κι αργύρου για τους Μακεδόνες φαίνεται και από την αναφορά του Λίβυου( 39,24,2 ) : «Ο Φίλιππος αύξησε τις προσόδους του βασιλείου του όχι μόνο με τη γεωργική παραγωγή και τα δικαιώματα ελλιμενισμού, αλλά εκσυγχρονίζοντας παλιά μεταλλεία και ανοίγοντας καινούργια σε πολλά μέρη».

Οι ποσότητες αυτές ήταν σημαντικές για τη δύναμη του Μακεδονικού βασιλείου και πιστεύουμε αρκετές για να κατακλείσουν την τότε αγορά με χρυσό νόμισμα υψηλότερης καθαρότητας (996 χιλιοστά), το ονομαζόμενο "φιλίππειον" και να εκτοπίσουν έτσι το περσικό "δαρικό"».

Δυτικά των μεταλλευτικών κέντρων της Νεάπολης (Καβάλα) και των Φιλίππων βρίσκεται το όρος Παγγαίο, το οποίο ήταν φημισμένο κατά την αρχαιότητα για τα κοιτάσματα χρυσού και αργύρου που υπήρχαν σε αυτό. Η εκμετάλλευση χρυσού και αργύρου στο όρος Παγγαίο είναι γνωστή από πληθώρα αρχαίων και μεταγενέστερων συγγραφέων.

Ο μύθος αναφέρει ότι ο βασιλιάς των Θηβών Κάδμος ήταν ο πρώτος ο οποίος ίδρυσε μεταλλεία χρυσού στο Παγγαίο, καθώς και τον πλούσιο βασιλιά της περιοχής Ρήσο ο οποίος πήγε στην Τροία με χρυσή πανοπλία τα «χρύσεια πελώρια».

Το δεύτερο σε μέγεθος και έκταση (μετά το Λαύριο) μεταλλευτικό κέντρο στον ελλαδικό χώρο αποτελεί, σύμφωνα με τις έρευνές μας το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Χαλκιδικής.

Τα μεταλλεύματα εδώ είναι πλούσια σε χρυσό, άργυρο-μόλυβδο και χαλκό. Στις περιοχές Μεταγγίτσι, Μαύρες Πέτρες, Ολυμπιάδα (Αρχαία Στάγιρα) έχουμε ίχνη των αρχαιότερων εκμεταλλεύσεων χρυσού στην Χαλκιδική, οι οποίες χρονολογούνται πιθανώς από την προϊστορική εποχή.

Οι έρευνες δείχνουν ότι στην περιοχή έχουμε συνεχή εκμετάλλευση μολύβδου-αργύρου τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αιώνα, χρονολογία ίδρυσης των αρχαίων Σταγείρων από αποίκους της νήσου Άνδρου.

Τα κοιτάσματα χρυσού εκμεταλλεύτηκαν και κατά τους Νεότερους χρόνους. Ένα παράδειγμα νεότερης εκμετάλλευσης χρυσού αποτελεί ο Γαλλικός ποταμός (αρχαία ονομασία Εχέδωρος, δηλαδή ο έχων\ ή ο φέρων δώρα).

Η συνολική παραγωγή στο Γαλλικό ποταμό από το 1953 έως το 1960 ανήλθε στα 1.355 κιλά. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, στρατηγικής σημασίας και αναμφισβήτητα πλουτοπαραγωγικές μονάδες εθνικής σημασίας αποτέλεσαν και τα μεταλλεύματα χρωμίου, σιδήρου, μαγγανίου και ιδιαίτερα βωξίτη και σιδηρονικελίου.

Στην αρχαία Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, στη περίοδο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τα αντικείμενα που ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα, δηλαδή από χρυσό και αργυρό, τα ονόμαζαν «φθόνος θεών». Σύμφωνα με αυτή την έκφραση, η οποία αποτελούσε ένα άγραφο νόμο ανάμεσα στους πολίτες, όποιος κατείχε τέτοιου είδους αντικείμενα λόγω της οικονομικής του ευχέρειας, θεωρούνταν ότι θα προκαλούσε τους θεούς και το φθόνο τους γιατί μόνο αυτοί κατείχαν το προνόμιο να ξεχωρίζουν.

Φαίνεται λοιπόν ότι εκείνη την εποχή τα συγκεκριμένα μέταλλα, δηλαδή ο αργυρός και ο χρυσός, αποτελούσαν ένα τρόπο έκφρασης εξουσίας αλλά και έκφρασης της οικονομικής ευχέρειας.

Ο χρυσός και ο άργυρος είναι μέταλλα που δεν αλλοιώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν κάποια ευρήματα αλλά δυστυχώς όχι πολλά λόγω του ότι συνήθως τα μέταλλα τα έλιωναν και πάλι και τα χρησιμοποιούσαν εκ νέου.

Ο Θουκυδίδης ανέφερε ότι οι βάρβαροι ηγεμόνες που βρίσκονταν στη περιφέρεια του αρχαίου ελληνισμού, ότι δώρα τόσο από χρυσό όσο και από άργυρο προσφέρονταν… όχι μόνο προς τον Σεύθο, αλλά και στην αυλή του και τους γενναίους μεταξύ των Οδρυσσών» (ΙΙ, 97).

Τη χρήση των πολύτιμων μετάλλων για επίδειξη του πλούτου αναφέρει στους Δειπνοσοφιστές ο Αθήναιος περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο 1600 νέοι έκαναν παρέλαση στους δρόμους της Αλεξάνδρειας: Από αυτούς διακόσιοι πενήντα νέοι κρατούσαν χρυσές οινοχόες και τετρακόσιοι ασημένιες. Μια άλλη ομάδα διακοσίων είκοσι νεαρών κουβαλούσε χρυσούς και ασημένιους ψυκτήρες κρασιού. Μετά από αυτούς άλλα αγόρια μετέφεραν δοχεία για γλυκίσματα: είκοσι από αυτά ήσαν από χρυσάφι, πενήντα από ασήμι, ενώ άλλα τριακόσια δοχεία ήσαν κοσμημένα με εγκαυστικές ζωγραφιές σε ποικίλους χρωματισμούς.

Από τα παραπάνω αναδεικνύεται και ένα άλλο συμπέρασμα, ότι πέρα από τις εισαγωγές που μπορεί να υπήρχαν, πολύτιμα μέταλλα υπήρχαν στο ορυκτό έδαφος της Ελλάδας.

Κάποιες πληροφορίες, ελάχιστες βέβαια, αναφέρουν ότι εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στην Ελλάδα υπήρχε από την προϊστορική περίοδο, δηλαδή από το 2500 π.χ. έως και το 1125 π.χ. Περίπου στο τέλος αυτής της περιόδου χρονολογείται ο εντοπισμός χρυσού στη Β. Ελλάδα.



Πηγή