[26.1] Όταν προσορμίστηκε και βγήκε στην Κύμη κατάλαβε ότι πολλοί από εκείνους που βρίσκονταν στην παραλία παραφύλαγαν να τον πιάσουν και μάλιστα οι άνθρωποι του Εργοτέλη και του Πυθόδωρου, γιατί αυτό το κυνήγι ήταν αρκετά προσοδοφόρο για εκείνους τουλάχιστο που αγαπούν να κερδίζουν με κάθε τρόπο, αφού είχαν οριστεί από το βασιλιά διακόσια τάλαντα ως χρηματική αμοιβή για τη σύλληψή του. Γι᾽ αυτό έφυγε και πήγε στις Αιγές, μια μικρή αιολική πόλη, όπου κανένας δεν τον ήξερε εκτός από το Νικογένη, ένα φίλο του από παλιά φιλοξενία, που ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αιολείς και είχε πολλές γνωριμίες με τους ισχυρούς των εσωτερικών πόλεων της Ασίας.
[26.2] Έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του λίγες μέρες και ενα βράδυ ο Όλβιος, ο παιδαγωγός των παιδιών του Νικογένη, μετά το γεύμα που το ακολούθησε θυσία, έγινε έξαλλος και, σα να του ήρθε θεία έμπνευση, φώναξε δυνατά αυτά εδώ τα λόγια σε μέτρο βαλμένα:
«Της νύχτας άκου τη φωνή, της νύχτας πάρε συμβουλή
κι η νύχτα θα νικήσει».
[26.3] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ο Θεμιστοκλής έπεσε να κοιμηθεί και βυθισμένος στον ύπνο είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως έβλεπε ένα μεγάλο φίδι να τυλίγεται γύρω από την κοιλιά του και να σέρνεται προς το λαιμό· έπειτα είδε πως το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε μεμιάς αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του, τον σήκωσε, τον έφερε μακριά· εκεί έξαφνα φάνηκε ένα χρυσό ραβδί σαν από εκείνα που κρατούν οι κήρυκες, και τον έστησε σταθερά πάνω σ᾽ αυτό· τότε αισθάνθηκε πως λυτρώθηκε από την τρομερή αγωνία και την ταραχή που τον είχαν κυριέψει.
[26.4] Επιτέλους ο Νικογένης τον φυγαδεύει, αφού μηχανεύτηκε τον ακόλουθο τρόπο για τη σωτηρία του. Πολλοί από τους βαρβαρικούς λαούς και μάλιστα οι Πέρσες έχουν από φύση μια ζηλοτυπία για τις γυναίκες τους, άγρια και ανυπόφορη·
[26.5] όχι μόνο τις συζύγους τους παρά και τις δούλες τους τις φυλάγουν αυστηρά, ώστε να μην τις βλέπει κανείς από τους έξω του σπιτιού, τις αφήνουν να ζούν διαρκώς κλεισμένες μέσα στο σπίτι και, όταν είναι να ταξιδέψουν, τις μεταφέρουν κάτω από σκηνές στημένες στα αμάξια και περικλεισμένες ολόγυρα με παραπετάσματα.
[26.6] Ένα τέτοιο αμάξι κατασκευάστηκε και για το Θεμιστοκλή, που χώθηκε μέσα, και οι συνοδοί που τον πήγαιναν και περιτριγύριζαν το αμάξι, σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και ρωτούσαν τί κουβαλούν, έλεγαν πως οδηγούν μια κοπέλα Ελληνίδα από την Ιωνία προς κάποιον αυλικό του βασιλιά.
[27.1] Ο Θουκυδίδης και ο Χάρων από τη Λάμψακο γράφουν στις ιστορίες τους ότι μετά το θάνατο του Ξέρξη, όταν πια βασίλευε ο γιος του, σ᾽ αυτόν παρουσιάστηκε ο Θεμιστοκλής. Αλλά ο Έφορος, ο Δείνων, ο Κλείταρχος, ο Ηρακλείδης και πολλοί άλλοι ακόμη λένε πως ο Θεμιστοκλής πήγε στον ίδιο τον Ξέρξη.
[27.2] Φαίνεται όμως ότι ο Θουκυδίδης συμφωνεί περισσότερο με τα επίσημα χρονικά, μολονότι και αυτά ακόμη δε βρίσκονται σε λίγη σύγχυση. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν βρέθηκε κοντά στην κρίσιμη ώρα του ταξιδιού του, συναντά πρώτα τον Αρτάβανο το χιλίαρχο και του λέει ότι είναι Έλληνας και θέλει να συναντηθεί με το βασιλιά για σπουδαίες υποθέσεις που τον ενδιαφέρουν εξαιρετικά.
[27.3] Αυτός του απαντά: «Ξένε μου, οι συνήθειες των ανθρώπων είναι διαφορετικές σε κάθε τόπο. Άλλα νομίζουν καλά εδώ και άλλα αλλού. Μα όλοι νομίζουν σωστό να τιμούν και να διατηρούν τις δικές τους ιδιαίτερες συνήθειες.
[27.4] Εσείς βέβαια λένε πως εκτιμάτε περισσότερο την ελευθερία και την ισότητα· εμείς πάλι έχουμε πολλές καλές συνήθειες, μα καλύτερη απ᾽ όλες είναι αυτή: να τιμούμε και να προσκυνούμε το βασιλιά, σαν εικόνα του Θεού που κυβερνά τα πάντα.
[27.5] Αν λοιπόν αποδεχτείς τη δική μας συνήθεια και προσκυνήσεις το βασιλιά, τότε σου επιτρέπεται και να τον δεις και να του μιλήσεις· αν όμως έχεις άλλα στο νου σου, θα πρέπει να βρεις άλλους αγγελιοφόρους για να επικοινωνήσεις με αυτόν. Γιατί είναι πατροπαράδοτος νόμος για το βασιλιά να μη δέχεται σε ακρόαση άνθρωπο που δε θέλησε να τον προσκυνήσει».
[27.6] Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Θεμιστοκλής, του απαντά: «Μα εγώ, Αρτάβανε, ήρθα εδώ, για να αυξήσω τη δόξα και τη δύναμη του βασιλιά, επομένως και εγώ ο ίδιος θα υπακούσω στο νόμο σας, αφού έτσι το θέλησε ο Θεός που εξυψώνει τους Πέρσες, και εξαιτίας μου θα προσκυνούν το βασιλιά πολύ περισσότεροι ακόμη από όσους τώρα τον προσκυνούν. Ώστε αυτό ας μη γίνει καθόλου εμπόδιο στις προτάσεις που επιθυμώ να κάμω σ᾽ εκείνον».
[27.7] «Και ποιός Έλληνας», είπε ο Αρτάβανος, «θα πούμε στο βασιλιά ότι ήρθε εδώ; Γιατί, βέβαια, από τον τρόπο που φανερώνεις τις σκέψεις σου δε φαίνεσαι να είσαι τυχαίος άνθρωπος». Και ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε: «Αυτό, Αρτάβανε, δε θα το μάθει κανένας πριν από το βασιλιά».
[27.8] Όλα αυτά τα διηγείται ο Φανίας. Και ο Έρατοσθένης στο βιβλίο του «Περί πλούτου», προσθέτει ότι μια γυναίκα που είχε μαζί του ο χιλίαρχος και που ήταν Ελληνίδα από την Ερέτρια, μεσολάβησε, για να συναντηθεί και συστηθεί με τον Αρτάβανο ο Θεμιστοκλής.
[28.1] Επιτέλους ο Θεμιστοκλής οδηγήθηκε στα ανάκτορα και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Τον προσκύνησε και στάθηκε σιωπηλός, ώς τη στιγμή που ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στο διερμηνέα να τον ρωτήσει ποιός είναι· και, όταν ο διερμηνέας τον ρώτησε, ο Θεμιστοκλής είπε:
[28.2] «Έρχομαι σ᾽ εσένα, βασιλιά, εγώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, εξορισμένος και διωγμένος από τους Έλληνες. Σ᾽ εμένα χρωστούν οι Πέρσες πολλά κακά, μα περισσότερα καλά, γιατί εμπόδισα την καταδίωξή τους, όταν η Ελλάδα είχε αποφύγει πια τον κίνδυνο και η σωτηρία της πατρίδας μου μού έδωσε την ευκαιρία να προσφέρω και σ᾽ εσάς κάποιαν υπηρεσία.
[28.3] Τώρα λοιπόν που βρίσκομαι σ᾽ αυτή τη δύσκολη περίσταση όλα μου επιτρέπονται και έρχομαι προετοιμασμένος να δεχτώ την εύνοιά σου, αν θέλεις να συμφιλιωθείς μαζί μου, ή να κατευνάσω την οργή σου, αν θυμάσαι ακόμη τα κακά που σου έκαμα.
[28.4] Αλλά εσύ, βασιλιά, τους εχθρούς μου μπορείς να τους θεωρήσεις σαν τους καλύτερους μάρτυρες των ευεργεσιών που έχω προσφέρει στους Πέρσες και οι συμφορές μου τώρα ας σου δώσουν την ευκαιρία να δείξεις την καλοσύνη σου και όχι να ικανοποιήσεις την οργή σου. Αν με σώσεις, θα σώσεις έναν ικέτη σου, ειδάλλως θα εξοντώσεις έναν άνθρωπο που έγινε εχθρός των Ελλήνων».
[28.5] Αφού είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, για να επιβεβαιώσει τα λόγια του με τα θεϊκά σημεία που του έτυχαν, διηγήθηκε το όνειρο που είδε στο σπίτι του Νικογένη και το χρησμό του Δωδωναίου Διός, που του έδωσε εντολή να πορευτεί προς τον ομώνυμο του Θεού, απ᾽ όπου συμπέρανε ότι ο Θεός τον στέλνει στο βασιλιά των Περσών, γιατί και οι δύο είναι και λέγονται Μεγάλοι Βασιλείς.
[28.6] Σαν άκουσε αυτά ο Πέρσης μονάρχης, δεν αποκρίθηκε τίποτε στο Θεμιστοκλή, αν και θαύμασε το φρόνημα και την τόλμη του. Μιλώντας όμως ιδιαίτερα στους φίλους του καλοτύχισε τον εαυτό του γι᾽ αυτό που έγινε και που το θεώρησε σα μια πολύ μεγάλη ευτυχία. Ευχήθηκε να δίνει πάντα ο θεός Αρειμάνιος στους εχθρούς του τέτοια μυαλά, ώστε να διώχνουν από την πατρίδα τους τους αρίστους. Και λένε ότι έκαμε θυσία στους θεούς, έπειτα αμέσως γλέντησε σε συμπόσιο και τη νύχτα από τη χαρά του φώναξε δυνατά μέσα στον ύπνο του τρεις φορές: «Κρατώ στα χέρια μου το Θεμιστοκλή τον Αθηναίο!»
[29.1] Μόλις ξημέρωσε, ο βασιλιάς συγκάλεσε σε συμβούλιο τους φίλους του και τους παρουσίασε το Θεμιστοκλή που δεν περίμενε κανένα καλό από όσα έβλεπε· γιατί οι αυλικοί, όταν έμαθαν το όνομα του τη στιγμή που περνούσε μπροστά τους, φαίνονταν θυμωμένοι και τον κακολογούσαν.
[29.2] Ακόμη και ο Ρωξάνης ο χιλίαρχος, όταν ο Θεμιστοκλής βρέθηκε κοντά του, ενώ ο βασιλιάς ήταν καθισμένος και όλοι σιωπούσαν, αναστέναξε και είπε με χαμηλή φωνή: «Εσύ, πονηρό ελληνικό φίδι, η καλή τύχη του βασιλιά σ᾽ έφερ᾽ εδώ».
[29.3] Αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά και τον προσκύνησε πάλι, αυτός τον χαιρέτησε, του μίλησε φιλικά και του είπε ότι για την ώρα τού χρωστούσε διακόσια τάλαντα· γιατί, αφού παρουσίασε ο ίδιος τον εαυτό του, είναι δίκιο να εισπράξει αυτός την αμοιβή που ορίστηκε για εκείνον που θα τον έφερνε. Του υποσχέθηκε όμως ότι θα του έδινε ακόμη περισσότερα απ᾽ αυτά, τον ενθάρρυνε και του έδωσε την άδεια να του πει ελεύθερα ό,τι θέλει για τα ελληνικά πράγματα.
[29.4] Ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε ότι η ομιλία του ανθρώπου μοιάζει με χαλιά που έχουν κεντημένες εικόνες· γιατί, όπως αυτά, έτσι και εκείνη, όταν απλώνεται, δείχνει τις εικόνες, όταν όμως μαζεύεται, τις κρύβει και τις εξαφανίζει. Γι᾽ αυτό, είπε, του χρειάζεται καιρός.
[29.5] Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε απ᾽ αυτή την παρομοίωση και του είπε ότι του δίνει τον καιρό που ζητεί. Αυτός ζήτησε προθεσμία ενός χρόνου και, αφού στο διάστημα αυτό έμαθε αρκετά την περσική γλώσσα, μιλούσε με το βασιλιά χωρίς διερμηνέα. Τούτο έδωσε αφορμή στους έξω από την αυλή να σχηματίσουν την ιδέα πως ο Θεμιστοκλής είχε μιλήσει στο βασιλιά μόνο για τα ελληνικά πράγματα· επειδή όμως αυτό τον καιρό ο βασιλιάς έκαμε πολλές αλλαγές στο προσωπικό της αυλής και στους φίλους του, ο Θεμιστοκλής κίνησε το φθόνο των ισχυρών, γιατί πίστευαν πως είχε τολμήσει να μιλήσει θαρρετά στο βασιλιά εναντίον τους.
[29.6] Είναι αλήθεια ότι οι τιμές που του δόθηκαν δεν ήταν όμοιες μ᾽ εκείνες που συνηθίζονταν στους ξένους. Και σε κυνήγια πήρε μέρος με το βασιλιά και στις οικογενειακές του συναναστροφές, ώστε και στην ίδια τη μητέρα του βασιλιά να παρουσιαστεί και να σχετιστεί μαζί της, και με την άδεια του βασιλιά να παρακολουθήσει τη διδασκαλία των μάγων.
[29.7] Όταν ο Δημάρατος ο Σπαρτιάτης προσκλήθηκε από το βασιλιά να ζητήσει όποια χάρη θέλει, αυτός ζήτησε την άδεια να περάσει έφιππος μέσ᾽ από τις Σάρδεις, φορώντας ανυψωμένη την τιάρα, όπως οι βασιλείς. Τότε ο Μιθροπαύστης, εξάδερφος του βασιλιά, έπιασε την τιάρα του Δημάρατου και του είπε: « Αυτή η τιάρα δεν έχει μυαλό για να το σκεπάσει· ούτε κι εσύ θα γίνεις Δίας, αν πάρεις στα χέρια σου κεραυνό».
[29.8] Ο βασιλιάς εξάλλου αρνήθηκε με θυμό αυτό που του ζήτησε ο Δημάρατος και δεν τον συγχωρούσε, αλλά ο Θεμιστοκλής μεσολάβησε και τον έπεισε να συμφιλιωθεί μαζί του.
[29.9] Λένε ακόμη πως και έπειτα καθένας από τους κατοπινούς βασιλείς, την εποχή που οι Πέρσες είχαν ζωηρότερη ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις, κάθε φορά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες κάποιου Έλληνα, του έγραφε και του έδινε υπόσχεση ότι θα είχε κοντά του μεγαλύτερη βαρύτητα και από όση είχε ο Θεμιστοκλής.
[29.10] Και λένε πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής που είχε πια μεγάλη δύναμη και είχε στην υπηρεσία του πολλούς, όταν κάποτε του παρατέθηκε πλούσιο τραπέζι, είπε στα παιδιά του: «Παιδιά μου, θα πηγαίναμε χαμένοι, αν δεν είχαμε χαθεί».
[29.11] Ακόμη, καθώς λένε οι περισσότεροι συγγραφείς, του έδωσαν και τρεις πόλεις, για να προμηθεύεται το ψωμί, το κρασί και το προσφάγι του, τη Μαγνησία, τη Λάμψακο και τη Μυούντα. Ο Νεάνθης από την Κύζικο και ο Φανίας προσθέτουν και δύο άλλες, την Περκώτη και την Παλαίσκηψη, για τα στρώματα και το ρουχισμό του.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - Θεμιστοκλῆς
Μτφρ. Μιχ. Χ. Οικονόμου.1965. Πλουτάρχου “Θεμιστοκλής” και “Περικλής”Αθήναη: ΟΕΔΒ
Πηγή
[26.2] Έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του λίγες μέρες και ενα βράδυ ο Όλβιος, ο παιδαγωγός των παιδιών του Νικογένη, μετά το γεύμα που το ακολούθησε θυσία, έγινε έξαλλος και, σα να του ήρθε θεία έμπνευση, φώναξε δυνατά αυτά εδώ τα λόγια σε μέτρο βαλμένα:
«Της νύχτας άκου τη φωνή, της νύχτας πάρε συμβουλή
κι η νύχτα θα νικήσει».
[26.3] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ο Θεμιστοκλής έπεσε να κοιμηθεί και βυθισμένος στον ύπνο είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως έβλεπε ένα μεγάλο φίδι να τυλίγεται γύρω από την κοιλιά του και να σέρνεται προς το λαιμό· έπειτα είδε πως το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε μεμιάς αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του, τον σήκωσε, τον έφερε μακριά· εκεί έξαφνα φάνηκε ένα χρυσό ραβδί σαν από εκείνα που κρατούν οι κήρυκες, και τον έστησε σταθερά πάνω σ᾽ αυτό· τότε αισθάνθηκε πως λυτρώθηκε από την τρομερή αγωνία και την ταραχή που τον είχαν κυριέψει.
[26.4] Επιτέλους ο Νικογένης τον φυγαδεύει, αφού μηχανεύτηκε τον ακόλουθο τρόπο για τη σωτηρία του. Πολλοί από τους βαρβαρικούς λαούς και μάλιστα οι Πέρσες έχουν από φύση μια ζηλοτυπία για τις γυναίκες τους, άγρια και ανυπόφορη·
[26.5] όχι μόνο τις συζύγους τους παρά και τις δούλες τους τις φυλάγουν αυστηρά, ώστε να μην τις βλέπει κανείς από τους έξω του σπιτιού, τις αφήνουν να ζούν διαρκώς κλεισμένες μέσα στο σπίτι και, όταν είναι να ταξιδέψουν, τις μεταφέρουν κάτω από σκηνές στημένες στα αμάξια και περικλεισμένες ολόγυρα με παραπετάσματα.
[26.6] Ένα τέτοιο αμάξι κατασκευάστηκε και για το Θεμιστοκλή, που χώθηκε μέσα, και οι συνοδοί που τον πήγαιναν και περιτριγύριζαν το αμάξι, σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και ρωτούσαν τί κουβαλούν, έλεγαν πως οδηγούν μια κοπέλα Ελληνίδα από την Ιωνία προς κάποιον αυλικό του βασιλιά.
Στή βασιλική αυλή των Περσών
[27.1] Ο Θουκυδίδης και ο Χάρων από τη Λάμψακο γράφουν στις ιστορίες τους ότι μετά το θάνατο του Ξέρξη, όταν πια βασίλευε ο γιος του, σ᾽ αυτόν παρουσιάστηκε ο Θεμιστοκλής. Αλλά ο Έφορος, ο Δείνων, ο Κλείταρχος, ο Ηρακλείδης και πολλοί άλλοι ακόμη λένε πως ο Θεμιστοκλής πήγε στον ίδιο τον Ξέρξη.
[27.2] Φαίνεται όμως ότι ο Θουκυδίδης συμφωνεί περισσότερο με τα επίσημα χρονικά, μολονότι και αυτά ακόμη δε βρίσκονται σε λίγη σύγχυση. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν βρέθηκε κοντά στην κρίσιμη ώρα του ταξιδιού του, συναντά πρώτα τον Αρτάβανο το χιλίαρχο και του λέει ότι είναι Έλληνας και θέλει να συναντηθεί με το βασιλιά για σπουδαίες υποθέσεις που τον ενδιαφέρουν εξαιρετικά.
[27.3] Αυτός του απαντά: «Ξένε μου, οι συνήθειες των ανθρώπων είναι διαφορετικές σε κάθε τόπο. Άλλα νομίζουν καλά εδώ και άλλα αλλού. Μα όλοι νομίζουν σωστό να τιμούν και να διατηρούν τις δικές τους ιδιαίτερες συνήθειες.
[27.4] Εσείς βέβαια λένε πως εκτιμάτε περισσότερο την ελευθερία και την ισότητα· εμείς πάλι έχουμε πολλές καλές συνήθειες, μα καλύτερη απ᾽ όλες είναι αυτή: να τιμούμε και να προσκυνούμε το βασιλιά, σαν εικόνα του Θεού που κυβερνά τα πάντα.
[27.5] Αν λοιπόν αποδεχτείς τη δική μας συνήθεια και προσκυνήσεις το βασιλιά, τότε σου επιτρέπεται και να τον δεις και να του μιλήσεις· αν όμως έχεις άλλα στο νου σου, θα πρέπει να βρεις άλλους αγγελιοφόρους για να επικοινωνήσεις με αυτόν. Γιατί είναι πατροπαράδοτος νόμος για το βασιλιά να μη δέχεται σε ακρόαση άνθρωπο που δε θέλησε να τον προσκυνήσει».
[27.6] Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Θεμιστοκλής, του απαντά: «Μα εγώ, Αρτάβανε, ήρθα εδώ, για να αυξήσω τη δόξα και τη δύναμη του βασιλιά, επομένως και εγώ ο ίδιος θα υπακούσω στο νόμο σας, αφού έτσι το θέλησε ο Θεός που εξυψώνει τους Πέρσες, και εξαιτίας μου θα προσκυνούν το βασιλιά πολύ περισσότεροι ακόμη από όσους τώρα τον προσκυνούν. Ώστε αυτό ας μη γίνει καθόλου εμπόδιο στις προτάσεις που επιθυμώ να κάμω σ᾽ εκείνον».
[27.7] «Και ποιός Έλληνας», είπε ο Αρτάβανος, «θα πούμε στο βασιλιά ότι ήρθε εδώ; Γιατί, βέβαια, από τον τρόπο που φανερώνεις τις σκέψεις σου δε φαίνεσαι να είσαι τυχαίος άνθρωπος». Και ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε: «Αυτό, Αρτάβανε, δε θα το μάθει κανένας πριν από το βασιλιά».
[27.8] Όλα αυτά τα διηγείται ο Φανίας. Και ο Έρατοσθένης στο βιβλίο του «Περί πλούτου», προσθέτει ότι μια γυναίκα που είχε μαζί του ο χιλίαρχος και που ήταν Ελληνίδα από την Ερέτρια, μεσολάβησε, για να συναντηθεί και συστηθεί με τον Αρτάβανο ο Θεμιστοκλής.
Η παρουσίαση στο βασιλιά των Περσών
[28.1] Επιτέλους ο Θεμιστοκλής οδηγήθηκε στα ανάκτορα και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Τον προσκύνησε και στάθηκε σιωπηλός, ώς τη στιγμή που ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στο διερμηνέα να τον ρωτήσει ποιός είναι· και, όταν ο διερμηνέας τον ρώτησε, ο Θεμιστοκλής είπε:
[28.2] «Έρχομαι σ᾽ εσένα, βασιλιά, εγώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, εξορισμένος και διωγμένος από τους Έλληνες. Σ᾽ εμένα χρωστούν οι Πέρσες πολλά κακά, μα περισσότερα καλά, γιατί εμπόδισα την καταδίωξή τους, όταν η Ελλάδα είχε αποφύγει πια τον κίνδυνο και η σωτηρία της πατρίδας μου μού έδωσε την ευκαιρία να προσφέρω και σ᾽ εσάς κάποιαν υπηρεσία.
[28.3] Τώρα λοιπόν που βρίσκομαι σ᾽ αυτή τη δύσκολη περίσταση όλα μου επιτρέπονται και έρχομαι προετοιμασμένος να δεχτώ την εύνοιά σου, αν θέλεις να συμφιλιωθείς μαζί μου, ή να κατευνάσω την οργή σου, αν θυμάσαι ακόμη τα κακά που σου έκαμα.
[28.4] Αλλά εσύ, βασιλιά, τους εχθρούς μου μπορείς να τους θεωρήσεις σαν τους καλύτερους μάρτυρες των ευεργεσιών που έχω προσφέρει στους Πέρσες και οι συμφορές μου τώρα ας σου δώσουν την ευκαιρία να δείξεις την καλοσύνη σου και όχι να ικανοποιήσεις την οργή σου. Αν με σώσεις, θα σώσεις έναν ικέτη σου, ειδάλλως θα εξοντώσεις έναν άνθρωπο που έγινε εχθρός των Ελλήνων».
[28.5] Αφού είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, για να επιβεβαιώσει τα λόγια του με τα θεϊκά σημεία που του έτυχαν, διηγήθηκε το όνειρο που είδε στο σπίτι του Νικογένη και το χρησμό του Δωδωναίου Διός, που του έδωσε εντολή να πορευτεί προς τον ομώνυμο του Θεού, απ᾽ όπου συμπέρανε ότι ο Θεός τον στέλνει στο βασιλιά των Περσών, γιατί και οι δύο είναι και λέγονται Μεγάλοι Βασιλείς.
[28.6] Σαν άκουσε αυτά ο Πέρσης μονάρχης, δεν αποκρίθηκε τίποτε στο Θεμιστοκλή, αν και θαύμασε το φρόνημα και την τόλμη του. Μιλώντας όμως ιδιαίτερα στους φίλους του καλοτύχισε τον εαυτό του γι᾽ αυτό που έγινε και που το θεώρησε σα μια πολύ μεγάλη ευτυχία. Ευχήθηκε να δίνει πάντα ο θεός Αρειμάνιος στους εχθρούς του τέτοια μυαλά, ώστε να διώχνουν από την πατρίδα τους τους αρίστους. Και λένε ότι έκαμε θυσία στους θεούς, έπειτα αμέσως γλέντησε σε συμπόσιο και τη νύχτα από τη χαρά του φώναξε δυνατά μέσα στον ύπνο του τρεις φορές: «Κρατώ στα χέρια μου το Θεμιστοκλή τον Αθηναίο!»
Μεγάλες τιμές στην περσική αυλή
[29.1] Μόλις ξημέρωσε, ο βασιλιάς συγκάλεσε σε συμβούλιο τους φίλους του και τους παρουσίασε το Θεμιστοκλή που δεν περίμενε κανένα καλό από όσα έβλεπε· γιατί οι αυλικοί, όταν έμαθαν το όνομα του τη στιγμή που περνούσε μπροστά τους, φαίνονταν θυμωμένοι και τον κακολογούσαν.
[29.2] Ακόμη και ο Ρωξάνης ο χιλίαρχος, όταν ο Θεμιστοκλής βρέθηκε κοντά του, ενώ ο βασιλιάς ήταν καθισμένος και όλοι σιωπούσαν, αναστέναξε και είπε με χαμηλή φωνή: «Εσύ, πονηρό ελληνικό φίδι, η καλή τύχη του βασιλιά σ᾽ έφερ᾽ εδώ».
[29.3] Αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά και τον προσκύνησε πάλι, αυτός τον χαιρέτησε, του μίλησε φιλικά και του είπε ότι για την ώρα τού χρωστούσε διακόσια τάλαντα· γιατί, αφού παρουσίασε ο ίδιος τον εαυτό του, είναι δίκιο να εισπράξει αυτός την αμοιβή που ορίστηκε για εκείνον που θα τον έφερνε. Του υποσχέθηκε όμως ότι θα του έδινε ακόμη περισσότερα απ᾽ αυτά, τον ενθάρρυνε και του έδωσε την άδεια να του πει ελεύθερα ό,τι θέλει για τα ελληνικά πράγματα.
[29.4] Ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε ότι η ομιλία του ανθρώπου μοιάζει με χαλιά που έχουν κεντημένες εικόνες· γιατί, όπως αυτά, έτσι και εκείνη, όταν απλώνεται, δείχνει τις εικόνες, όταν όμως μαζεύεται, τις κρύβει και τις εξαφανίζει. Γι᾽ αυτό, είπε, του χρειάζεται καιρός.
[29.5] Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε απ᾽ αυτή την παρομοίωση και του είπε ότι του δίνει τον καιρό που ζητεί. Αυτός ζήτησε προθεσμία ενός χρόνου και, αφού στο διάστημα αυτό έμαθε αρκετά την περσική γλώσσα, μιλούσε με το βασιλιά χωρίς διερμηνέα. Τούτο έδωσε αφορμή στους έξω από την αυλή να σχηματίσουν την ιδέα πως ο Θεμιστοκλής είχε μιλήσει στο βασιλιά μόνο για τα ελληνικά πράγματα· επειδή όμως αυτό τον καιρό ο βασιλιάς έκαμε πολλές αλλαγές στο προσωπικό της αυλής και στους φίλους του, ο Θεμιστοκλής κίνησε το φθόνο των ισχυρών, γιατί πίστευαν πως είχε τολμήσει να μιλήσει θαρρετά στο βασιλιά εναντίον τους.
[29.6] Είναι αλήθεια ότι οι τιμές που του δόθηκαν δεν ήταν όμοιες μ᾽ εκείνες που συνηθίζονταν στους ξένους. Και σε κυνήγια πήρε μέρος με το βασιλιά και στις οικογενειακές του συναναστροφές, ώστε και στην ίδια τη μητέρα του βασιλιά να παρουσιαστεί και να σχετιστεί μαζί της, και με την άδεια του βασιλιά να παρακολουθήσει τη διδασκαλία των μάγων.
[29.7] Όταν ο Δημάρατος ο Σπαρτιάτης προσκλήθηκε από το βασιλιά να ζητήσει όποια χάρη θέλει, αυτός ζήτησε την άδεια να περάσει έφιππος μέσ᾽ από τις Σάρδεις, φορώντας ανυψωμένη την τιάρα, όπως οι βασιλείς. Τότε ο Μιθροπαύστης, εξάδερφος του βασιλιά, έπιασε την τιάρα του Δημάρατου και του είπε: « Αυτή η τιάρα δεν έχει μυαλό για να το σκεπάσει· ούτε κι εσύ θα γίνεις Δίας, αν πάρεις στα χέρια σου κεραυνό».
[29.8] Ο βασιλιάς εξάλλου αρνήθηκε με θυμό αυτό που του ζήτησε ο Δημάρατος και δεν τον συγχωρούσε, αλλά ο Θεμιστοκλής μεσολάβησε και τον έπεισε να συμφιλιωθεί μαζί του.
[29.9] Λένε ακόμη πως και έπειτα καθένας από τους κατοπινούς βασιλείς, την εποχή που οι Πέρσες είχαν ζωηρότερη ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις, κάθε φορά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες κάποιου Έλληνα, του έγραφε και του έδινε υπόσχεση ότι θα είχε κοντά του μεγαλύτερη βαρύτητα και από όση είχε ο Θεμιστοκλής.
[29.10] Και λένε πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής που είχε πια μεγάλη δύναμη και είχε στην υπηρεσία του πολλούς, όταν κάποτε του παρατέθηκε πλούσιο τραπέζι, είπε στα παιδιά του: «Παιδιά μου, θα πηγαίναμε χαμένοι, αν δεν είχαμε χαθεί».
[29.11] Ακόμη, καθώς λένε οι περισσότεροι συγγραφείς, του έδωσαν και τρεις πόλεις, για να προμηθεύεται το ψωμί, το κρασί και το προσφάγι του, τη Μαγνησία, τη Λάμψακο και τη Μυούντα. Ο Νεάνθης από την Κύζικο και ο Φανίας προσθέτουν και δύο άλλες, την Περκώτη και την Παλαίσκηψη, για τα στρώματα και το ρουχισμό του.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - Θεμιστοκλῆς
Μτφρ. Μιχ. Χ. Οικονόμου.1965. Πλουτάρχου “Θεμιστοκλής” και “Περικλής”Αθήναη: ΟΕΔΒ
Πηγή