Αττική κύλικα με θέμα μια ψηφοφορία από τα Ομηρικά έπη (αναχρονισμός) Η «κρίσις όπλων» του Αχιλλέα, μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα.Με αφορμή τις εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν φέτος διαδοχικά, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στο ζήτημα των αρχαιρεσιών στην αρχαία Ελλάδα, ώστε να κατανοήσουμε την ιστορική εξέλιξη του θεσμού.
Hδη από την Ομηρική εποχή διεξάγονταν συνελεύσεις αριστοκρατών για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Σοφοί ρήτορες, όπως ο Νέστορας στην Ιλιάδα, συμβούλευαν ψύχραιμα τους νεότερους βασιλείς-πολεμιστές, ώστε να κρίνουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν ανά περίπτωση [1]. Η λήψη αποφάσεων λαμβανόταν μάλλον προφορικά (δια βοής).
Οι παλαιότερες εικονογραφικές παραστάσεις ψηφοφοριών σώζονται σε ερυθρόμορφα αττικά αγγεία των αρχών του 5ου αι. π.Χ., που έχουν ως θέμα την μυθική διεκδίκηση των όπλων του Αχιλλέα, ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Αίαντα (κρίσις όπλων), παρουσία της θεάς Αθηνάς. Επρόκειτο για μια φανερή διαδικασία, καθώς οι συμμετέχοντες άφηναν ένα σφαιρικό λιθαράκι στην πλευρά του ήρωα που προτιμούσαν. Πιστεύεται ότι αντίστοιχες ψηφοφορίες διεξάγονταν στην Αθήνα των κλασικών χρόνων και ότι από αυτές εμπνεύστηκαν οι αγγειογράφοι, κάνοντας αναχρονισμό. Ο Αισχύλος στις Ευμενίδες αναφέρει τη δίκη του Ορέστη και τις ψήφους των δικαστών του Αρείου Πάγου.
Η ψήφος σήμαινε αρχικά λείο πετραδάκι ή βότσαλο (εξ ου και η λέξη ψηφίδα). Προέρχεται από το ρήμα ψάω, που σημαίνει λειαίνω δια της τριβής. Ο όρος ψήφος γενικεύτηκε, σημαίνοντας μέχρι και σήμερα την έκφραση προτίμησης ή γνώμης, ανεξάρτητα αν η διαδικασία γινόταν με βότσαλα ή όχι. Έτσι και ο όρος ψήφισμα επικράτησε να σημαίνει απόφαση ή διάταγμα της Πολιτείας. Επίσης, ο όρος ψηφίο αναφερόταν αρχικά στις χάντρες του αριθμητηρίου.
Οι περισσότερες πληροφορίες για τις εκλογές στην αρχαιότητα προέρχονται φυσικά από την κλασική Αθήνα (5ος -4ος αι. π.Χ.), η οποία είναι άλλωστε η γενέτειρα της δημοκρατίας. Το αθηναϊκό πολίτευμα εξελίχθηκε με βάση διάφορες μεταρρυθμίσεις, με καθοριστικότερες αυτές του Σόλωνα (592 π.Χ.) και του Κλεισθένη (508-7 π.Χ) [2].
Στην Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι Αθηναίοι, άνω των 20 ετών, που είχαν πολιτικά δικαιώματα και είχαν υπηρετήσει στο στρατό, χωρίς να εμποδίζονται από εισοδηματικά κριτήρια. Εξαιρούνταν οι γυναίκες, όσοι δεν κατάγονταν από Αθηναίους γονείς, οι μέτοικοι, οι δούλοι και όσοι στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων λόγω καταδίκης (άτιμοι).
Οι τακτικές συνελεύσεις ήταν 40 ανά έτος και λάμβαναν χώρα στην Πνύκα ή στην Αγορά. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο (ισηγορία), παρόλο που παρενέβαιναν συχνότερα οι αρχηγοί των πολιτικών παρατάξεων, ορισμένοι από τους οποίους ενίοτε εξελίσσονταν σε δημαγωγούς. Τα ψηφίσματα της Εκκλησίας ανέγραφαν και το όνομα του εισηγητή, ώστε να μπορεί να ελεγχτεί στο μέλλον για την ορθότητα της πρότασής του.
Οι αξιωματούχοι περνούσαν από δοκιμασία για να διαπιστωθεί αν είναι ικανοί να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και λογοδοτούσαν για τις πράξεις τους [3]. Η Εκκλησία του Δήμου ασκούσε έλεγχο στους άρχοντες και επέβαλε ποινές (π.χ. εξορία, δήμευση περιουσίας κ.ά.), εφόσον έκρινε ότι είχαν υποπέσει σε σφάλματα. Η απαρτία ήταν απαραίτητη στις περιπτώσεις του οστρακισμού, μίας διαδικασίας που απαιτούσε συμμετοχή τουλάχιστον 6000 πολιτών στην ψηφοφορία [4]. Μία φορά το χρόνο η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε αν έπρεπε κάποιος πολιτικός άνδρας της Αθήνας να εξοριστεί.
Οι συμμετέχοντες χάραζαν σε όστρακο το όνομα και το πατρώνυμο του πολιτικού της επιλογής τους. Αν τελικά κάποιος εξοριζόταν, έπρεπε να μείνει εκτός Αθηνών για 10 χρόνια, χωρίς να έχει άλλες κυρώσεις. Αντί οστράκων σε λίγες περιπτώσεις μαρτυρείται η χρήση φύλλων ελιάς (εκφυλλοφορία).
Η Βουλή των Πεντακοσίων προετοίμαζε, μέσω εισηγήσεων, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, τα λεγόμενα «προβουλεύματα», που έρχονταν προς συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου. Για τη συγκρότηση του σώματος των βουλευτών επιλεγόταν με κλήρωση 50 μέλη από κάθε μία εκ των 10 αθηναϊκών φυλών. Τα μέλη της Βουλής έπρεπε να είναι πάνω από 30 ετών, ενώ είχαν δικαίωμα να ανέλθουν στο αξίωμα μόνο 2 φορές [5]. Τα 50 μέλη κάθε φυλής εναλλάσσονταν περιοδικά στην Πρυτανεία της Βουλής.
Μία από τις βασικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής ήταν να επιλέγουν τους άρχοντες, εκ των οποίων άλλοι ήταν αιρετοί και άλλοι κληρωτοί, με διάρκεια θητείας έναν χρόνο. Υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση κουκιών (κυάμων) ως κλήρων. Με κλήρωση αναδεικνύονταν οι 9 Άρχοντες, ενώ οι σημαντικότεροι αιρετοί αξιωματούχοι ήταν οι 10 Στρατηγοί, οι οποίοι μεριμνούσαν κυρίως για τις πολεμικές δραστηριότητες της πόλης. Μετά το 440 π.Χ. δόθηκε η δυνατότητα να επανεκλέγεται κάποιος διαρκώς στο αξίωμα του Στρατηγού. Το μέτρο αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Περικλής, για να σταθεροποιήσει την επιρροή του, η οποία τελικά αποδείχτηκε ευεργετική για την Αθήνα.
Ο «επιστάτης των Πρυτάνεων» προήδρευε στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου, έχοντας ως βοηθούς έναν κήρυκα και έναν γραμματέα. Αφού διαβάζονταν τα «προβουλεύματα» ακολουθούσε η συζήτηση για το εκάστοτε θέμα. Η ετυμηγορία δινόταν συνήθως από τους πολίτες δι’ ανατάσεως της χειρός (χειροτονία) και ακολούθως ο επιστάτης ή ο κήρυκας ανακοίνωνε το αποτέλεσμα [6]. Όταν η πλειοψηφία δεν γινόταν άμεσα αντιληπτή εκ πρώτης όψεως, ακολουθούσε καταμέτρηση των υψωμένων χεριών. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομείτο χρόνος. Οι συνεδριάσεις άλλωστε διαρκούσαν συνήθως μέχρι το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, ώστε να προλάβουν οι πολίτες να επιστρέψουν έγκαιρα στα σπίτια και στις υπόλοιπες ασχολίες τους.
Ακόμα και τα πιο σοβαρά ζητήματα μπορούσαν να αποφασιστούν με απλή χειροτονία, όπως η καταδίκη στρατηγών ή η αποδοχή διαφόρων νόμων. Κατά τον 4ο έως 3ο αι. π.Χ. η καταμέτρηση των υψωμένων χεριών είχε ανατεθεί στους λεγόμενους «9 προέδρους» [7]. Άλλη μέθοδος καταμέτρησης ήταν η χάραξη γραμμών σε πίνακα επιστρωμένο με κερί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν το εξεταζόμενο θέμα ήταν πολύ σοβαρό [8] και το αποτέλεσμα αμφίρροπο, μπορούσε να γίνει επανάληψη της ψηφοφορίας σε επόμενη συνεδρία με ακριβή υπολογισμό ψήφων, δηλαδή βοτσάλων λευκών ή μελανών, που τοποθετούνταν σε διακριτές κάλπες (αγγεία-υδρίες) και υποδείκνυαν το ναι ή το όχι αντίστοιχα. Η διαδικασία αυτή ήταν αρκετά χρονοβόρα. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο ορισμένα ψηφίσματα πόλεων αναγράφουν συγκεκριμένο αριθμό ψήφων (υπέρ και κατά).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αρχή της μυστικής ψηφοφορίας εφαρμόστηκε αρχικά λίγο πριν τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., κυρίως όταν επρόκειτο να ληφθεί απόφαση για την υπόληψη ενός προσώπου [9], με στόχο την αποφυγή παρεξηγήσεων και επηρεασμού της κοινής γνώμης εναντίον του. Κάποιο τέχνασμα είχε χρησιμοποιηθεί ώστε να κρύβονται οι κάλπες, όταν ο ψηφοφόρος έβαζε το χέρι του για να ρίξει την ψήφο. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, ο κημός [10] ήταν ένα είδος σχοινοειδούς πλέγματος, μέσω του οποίου έριχναν την ψήφο στην κάλπη [11].
Πολύ συχνότερη ήταν η χρήση ειδικών ψήφων στα δικαστήρια της κλασικής Αθήνας, άρα και καλύτερα τεκμηριωμένη αρχαιολογικά. Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο λαϊκό δικαστήριο, τα μέλη της οποίας επιλέγονταν με κλήρο από ένα σώμα 6000 πολιτών, άνω των 30 ετών, οι οποίοι άλλαζαν περιστασιακά. Έτσι δεν ήταν εύκολο να δωροδοκηθούν, διότι οι διάδικοι δεν ήξεραν εκ των προτέρων ποιοι δικαστές θα κληρωθούν. Από το 457 π.Χ. και εξής οι ένορκοι πολίτες-δικαστές λάμβαναν έναν συμβολικό μισθό (3 οβολών), όπως αντίστοιχα και οι βουλευτές, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να συμμετέχουν ενεργά στα δημόσια αυτά αξιώματα, τα οποία απαιτούσαν αρκετό χρόνο εις βάρος των άλλων ασχολιών τους [12].
Κατά τη διεξαγωγή της δίκης, οι δύο διάδικοι αγόρευαν για περιορισμένο χρόνο, σύμφωνα με την κλεψύδρα. Ακολούθως, οι δικαστές έδιναν την ετυμηγορία τους υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. οι δικαστές χρησιμοποιούσαν χάλκινες, ομοιόμορφες, δισκοειδείς ψήφους με ένα έξαρμα στο κέντρο. Οι συμπαγείς ψήφοι ήταν αθωωτικές (πλήρεις), ενώ οι διαμπερείς καταδικαστικές (τετρυπημένες).
Ο δικαστής έκρυβε την οπή και έτσι δεν γινόταν φανερό τι έχει ψηφίσει. Τέτοιες δικαστικές ψήφοι έχουν βρεθεί στις ανασκαφές της αρχαίας Αγοράς. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι δικαστές τοποθετούσαν σε μία χάλκινη κάλπη (αγγείο-υδρία) την έγκυρη ψήφο, ενώ σε μια ξύλινη κάλπη την άκυρη [13]. Μετά το τέλος της ψηφοφορίας ακολουθούσε η καταμέτρηση των έγκυρων ψήφων πάνω σε άβακα (πίνακα με εγκοπές). Στις περιπτώσεις που υπήρχε ισοψηφία ο κατηγορούμενος αθωωνόταν. Ο κάθε δικαστής λάμβανε ένα σύμβολο (δισκάριο σαν κέρμα, γνωστό στην αγγλική βιβλιογραφία ως token), το οποίο αποδείκνυε ότι είχε ψηφίσει.
Εκτός από την αρχαία Αθήνα, οι πληροφορίες μας για τις εκλογικές διαδικασίες στην αρχαιότητα είναι λιγοστές. Στην εκάστοτε συνέλευση των πολιτών [14] της αρχαίας Σπάρτης (Απέλλα), οι αποφάσεις λαμβάνονταν δια βοής, όπως και η εκλογή των αρχόντων [15]. Παρόλ’ αυτά, η Γερουσία και οι πέντε Έφοροι χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους περιστασιακά και την ψηφοφορία. Την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία στην αρχαία Σπάρτη είχαν μοιραστεί οι δύο Βασιλείς.
Παρόμοιο πολίτευμα με τη δωρική Σπάρτη είχαν και οι αρχαίες Κρητικές πόλεις. Ο Αριστοτέλης μας παραδίδει την πληροφορία, ότι ο Σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκούργος μιμήθηκε την Κρητική νομοθεσία, που πήγαζε από τον βασιλιά Μίνωα. Επίσης, ο Πλάτωνας επαινεί το Κρητικό πολίτευμα, χαρακτηρίζοντάς το ως ευνομούμενο. Την ευνομία αυτή πιστοποιούν και οι Κρητικές νομικές επιγραφές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Κώδικα της Γόρτυνας του 5ου αι. π.Χ.
Οι ανώτατοι άρχοντες των Κρητικών πόλεων ονομάζονταν κόσμοι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν εκλέγονταν από όλους τους πολίτες, αλλά μόνο από συγκεκριμένα, ευκατάστατα γένη. Γι’ αυτό και το Κρητικό πολίτευμα χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως αριστοκρατικό. Δεν είναι βέβαιο ωστόσο, αν η επιλογή των κόσμων γινόταν με ψηφοφορία ή με άλλο τρόπο. Η Βουλή των Γερόντων απαρτιζόταν από τους απερχόμενους κόσμους, ενώ η συνέλευση των πολιτών είχε μόνο τυπικές αρμοδιότητες. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1272a, 33-35): «…ενταύθα δ’ ουκ εξ απάντων αιρούνται τους κόσμους αλλ’ εκ τινών γενών, και τους γέροντας εκ των κεκοσμηκότων…», «…εκκλησίας δε μετέχουσι πάντες, κύρια δ’ ουδενός εστιν αλλ’ ή συνεπιψηφίσαι τα δόξαντα τοις γέρουσι και τοις κόσμοις..».
Κατά την ελληνιστική περίοδο (323-67 π.Χ.) παρατηρείται σταδιακή παρακμή και μετασχηματισμός της έννοιας της πόλης-κράτους. Ένα σύνηθες φαινόμενο είναι η ανάδειξη Ομοσπονδιών και Κοινών πόλεων (όπως ενδεικτικά το Κοινό Κρητών). Παρόλ’ αυτά οι εκλογές δεν καταργήθηκαν τελείως, αλλά περιορίστηκαν σε συγκεκριμένα πολιτειακά όργανα, τα οποία προέβαιναν κυρίως σε διπλωματικές ενέργειες (όπως σύναψη συμμαχιών και έκδοση τιμητικών ψηφισμάτων).
Ο θεσμός της συνέλευσης των πολιτών διατηρήθηκε, πέραν της Αθήνας, και σε αρκετές άλλες αρχαίες πόλεις, χωρίς όμως καθολικό χαρακτήρα, αλλά με περιορισμένες αρμοδιότητες. Άλλωστε, οι συμμετέχοντες στα κοινά έπαψαν να είναι έμμισθοι.
Αργότερα, οι πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διέθεταν θεσμούς αυτοδιοίκησης, όπως τοπική Βουλή.
Οι άρχοντες των επαρχιακών πόλεων μεσολαβούσαν μεταξύ των κατοίκων και των Ρωμαίων διοικητών. Σύμφωνα με τον θεσμό της πατρωνίας, οι άρχοντες-πάτρωνες προσέφεραν διευκολύνσεις προς τους πελάτες-ψηφοφόρους τους. Οι Έλληνες αξιωματούχοι των πόλεων διοργάνωναν τελετές και αγώνες προς τιμήν των αυτοκρατόρων [16]. Οι Ρωμαίοι συχνά έδειχναν ανοχή στη διατήρηση των ελληνικών πολιτειακών θεσμών, ώστε να δώσουν στους υπηκόους τους την αίσθηση μιας σχετικής αυτονομίας. Άλλωστε ο Ρωμαϊκός πολιτισμός δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Ελληνικό.
Κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο στα δημόσια αξιώματα είχαν δυνατότητα να ανέλθουν κατά κανόνα οι εύποροι πολίτες, οι οποίοι είχαν παράλληλα την ευχέρεια να κάνουν ευεργεσίες προς τον λαό και την πολιτεία . Εξάλλου, η γη και ο πλούτος είχαν συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων. Οι πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνέχισαν μεν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση, αλλά τα πολιτικά αξιώματα είχαν περισσότερο τυπικό χαρακτήρα, παρά ουσιαστική επιρροή στις εξελίξεις των επαρχιών, τις οποίες καθόριζαν οι ρωμαίοι διοικητές και ο αυτοκράτορας.
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι η πρακτική της ψηφοφορίας (με καταμέτρηση) έχει της ρίζες της στην αρχαία Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., όπου για μοναδική φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ο πολίτης ήταν άμεσα άρχων και αρχόμενος. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, διατηρήθηκαν μεν κατ’ όνομα αρκετά θεσμικά όργανα, ευρισκόμενα όμως σε εξάρτηση από τους ισχυρούς ηγεμόνες. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι η σύνθετη μέθοδος της ψηφοφορίας (με ρίψη αντικειμένου σε κάλπη) για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων, προέρχεται κυρίως από τα αττικά δικαστήρια και τα συμβούλια. Αντίθετα, στην Εκκλησία του Δήμου γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονταν φανερά, με απλή ανάταση των χειρών, για λόγους συντομίας. Επίσης η αρχή της μυστικής ψηφοφορίας φαίνεται ότι θεσπίστηκε στα αρχαία αττικά δικαστήρια. Από εκεί διαδόθηκε στην πολιτική σκηνή και έφτασε να ισχύει μέχρι σήμερα στις διάφορες αρχαιρεσίες. Ωστόσο, στις μέρες μας η εκλογική διαδικασία βασίζεται στην αρχή της αντιπροσώπευσης και όχι της άμεσης συμμετοχής στη λήψη καίριων, συλλογικών αποφάσεων.
Πηγή
Hδη από την Ομηρική εποχή διεξάγονταν συνελεύσεις αριστοκρατών για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Σοφοί ρήτορες, όπως ο Νέστορας στην Ιλιάδα, συμβούλευαν ψύχραιμα τους νεότερους βασιλείς-πολεμιστές, ώστε να κρίνουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν ανά περίπτωση [1]. Η λήψη αποφάσεων λαμβανόταν μάλλον προφορικά (δια βοής).
Οι παλαιότερες εικονογραφικές παραστάσεις ψηφοφοριών σώζονται σε ερυθρόμορφα αττικά αγγεία των αρχών του 5ου αι. π.Χ., που έχουν ως θέμα την μυθική διεκδίκηση των όπλων του Αχιλλέα, ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Αίαντα (κρίσις όπλων), παρουσία της θεάς Αθηνάς. Επρόκειτο για μια φανερή διαδικασία, καθώς οι συμμετέχοντες άφηναν ένα σφαιρικό λιθαράκι στην πλευρά του ήρωα που προτιμούσαν. Πιστεύεται ότι αντίστοιχες ψηφοφορίες διεξάγονταν στην Αθήνα των κλασικών χρόνων και ότι από αυτές εμπνεύστηκαν οι αγγειογράφοι, κάνοντας αναχρονισμό. Ο Αισχύλος στις Ευμενίδες αναφέρει τη δίκη του Ορέστη και τις ψήφους των δικαστών του Αρείου Πάγου.
Η ψήφος σήμαινε αρχικά λείο πετραδάκι ή βότσαλο (εξ ου και η λέξη ψηφίδα). Προέρχεται από το ρήμα ψάω, που σημαίνει λειαίνω δια της τριβής. Ο όρος ψήφος γενικεύτηκε, σημαίνοντας μέχρι και σήμερα την έκφραση προτίμησης ή γνώμης, ανεξάρτητα αν η διαδικασία γινόταν με βότσαλα ή όχι. Έτσι και ο όρος ψήφισμα επικράτησε να σημαίνει απόφαση ή διάταγμα της Πολιτείας. Επίσης, ο όρος ψηφίο αναφερόταν αρχικά στις χάντρες του αριθμητηρίου.
Οι περισσότερες πληροφορίες για τις εκλογές στην αρχαιότητα προέρχονται φυσικά από την κλασική Αθήνα (5ος -4ος αι. π.Χ.), η οποία είναι άλλωστε η γενέτειρα της δημοκρατίας. Το αθηναϊκό πολίτευμα εξελίχθηκε με βάση διάφορες μεταρρυθμίσεις, με καθοριστικότερες αυτές του Σόλωνα (592 π.Χ.) και του Κλεισθένη (508-7 π.Χ) [2].
Στην Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι Αθηναίοι, άνω των 20 ετών, που είχαν πολιτικά δικαιώματα και είχαν υπηρετήσει στο στρατό, χωρίς να εμποδίζονται από εισοδηματικά κριτήρια. Εξαιρούνταν οι γυναίκες, όσοι δεν κατάγονταν από Αθηναίους γονείς, οι μέτοικοι, οι δούλοι και όσοι στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων λόγω καταδίκης (άτιμοι).
Οι τακτικές συνελεύσεις ήταν 40 ανά έτος και λάμβαναν χώρα στην Πνύκα ή στην Αγορά. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο (ισηγορία), παρόλο που παρενέβαιναν συχνότερα οι αρχηγοί των πολιτικών παρατάξεων, ορισμένοι από τους οποίους ενίοτε εξελίσσονταν σε δημαγωγούς. Τα ψηφίσματα της Εκκλησίας ανέγραφαν και το όνομα του εισηγητή, ώστε να μπορεί να ελεγχτεί στο μέλλον για την ορθότητα της πρότασής του.
Οι αξιωματούχοι περνούσαν από δοκιμασία για να διαπιστωθεί αν είναι ικανοί να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και λογοδοτούσαν για τις πράξεις τους [3]. Η Εκκλησία του Δήμου ασκούσε έλεγχο στους άρχοντες και επέβαλε ποινές (π.χ. εξορία, δήμευση περιουσίας κ.ά.), εφόσον έκρινε ότι είχαν υποπέσει σε σφάλματα. Η απαρτία ήταν απαραίτητη στις περιπτώσεις του οστρακισμού, μίας διαδικασίας που απαιτούσε συμμετοχή τουλάχιστον 6000 πολιτών στην ψηφοφορία [4]. Μία φορά το χρόνο η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε αν έπρεπε κάποιος πολιτικός άνδρας της Αθήνας να εξοριστεί.
Οι συμμετέχοντες χάραζαν σε όστρακο το όνομα και το πατρώνυμο του πολιτικού της επιλογής τους. Αν τελικά κάποιος εξοριζόταν, έπρεπε να μείνει εκτός Αθηνών για 10 χρόνια, χωρίς να έχει άλλες κυρώσεις. Αντί οστράκων σε λίγες περιπτώσεις μαρτυρείται η χρήση φύλλων ελιάς (εκφυλλοφορία).
Η Βουλή των Πεντακοσίων προετοίμαζε, μέσω εισηγήσεων, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, τα λεγόμενα «προβουλεύματα», που έρχονταν προς συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου. Για τη συγκρότηση του σώματος των βουλευτών επιλεγόταν με κλήρωση 50 μέλη από κάθε μία εκ των 10 αθηναϊκών φυλών. Τα μέλη της Βουλής έπρεπε να είναι πάνω από 30 ετών, ενώ είχαν δικαίωμα να ανέλθουν στο αξίωμα μόνο 2 φορές [5]. Τα 50 μέλη κάθε φυλής εναλλάσσονταν περιοδικά στην Πρυτανεία της Βουλής.
Οι αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής
Μία από τις βασικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής ήταν να επιλέγουν τους άρχοντες, εκ των οποίων άλλοι ήταν αιρετοί και άλλοι κληρωτοί, με διάρκεια θητείας έναν χρόνο. Υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση κουκιών (κυάμων) ως κλήρων. Με κλήρωση αναδεικνύονταν οι 9 Άρχοντες, ενώ οι σημαντικότεροι αιρετοί αξιωματούχοι ήταν οι 10 Στρατηγοί, οι οποίοι μεριμνούσαν κυρίως για τις πολεμικές δραστηριότητες της πόλης. Μετά το 440 π.Χ. δόθηκε η δυνατότητα να επανεκλέγεται κάποιος διαρκώς στο αξίωμα του Στρατηγού. Το μέτρο αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Περικλής, για να σταθεροποιήσει την επιρροή του, η οποία τελικά αποδείχτηκε ευεργετική για την Αθήνα.
Ο «επιστάτης των Πρυτάνεων» προήδρευε στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου, έχοντας ως βοηθούς έναν κήρυκα και έναν γραμματέα. Αφού διαβάζονταν τα «προβουλεύματα» ακολουθούσε η συζήτηση για το εκάστοτε θέμα. Η ετυμηγορία δινόταν συνήθως από τους πολίτες δι’ ανατάσεως της χειρός (χειροτονία) και ακολούθως ο επιστάτης ή ο κήρυκας ανακοίνωνε το αποτέλεσμα [6]. Όταν η πλειοψηφία δεν γινόταν άμεσα αντιληπτή εκ πρώτης όψεως, ακολουθούσε καταμέτρηση των υψωμένων χεριών. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομείτο χρόνος. Οι συνεδριάσεις άλλωστε διαρκούσαν συνήθως μέχρι το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, ώστε να προλάβουν οι πολίτες να επιστρέψουν έγκαιρα στα σπίτια και στις υπόλοιπες ασχολίες τους.
Ακόμα και τα πιο σοβαρά ζητήματα μπορούσαν να αποφασιστούν με απλή χειροτονία, όπως η καταδίκη στρατηγών ή η αποδοχή διαφόρων νόμων. Κατά τον 4ο έως 3ο αι. π.Χ. η καταμέτρηση των υψωμένων χεριών είχε ανατεθεί στους λεγόμενους «9 προέδρους» [7]. Άλλη μέθοδος καταμέτρησης ήταν η χάραξη γραμμών σε πίνακα επιστρωμένο με κερί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν το εξεταζόμενο θέμα ήταν πολύ σοβαρό [8] και το αποτέλεσμα αμφίρροπο, μπορούσε να γίνει επανάληψη της ψηφοφορίας σε επόμενη συνεδρία με ακριβή υπολογισμό ψήφων, δηλαδή βοτσάλων λευκών ή μελανών, που τοποθετούνταν σε διακριτές κάλπες (αγγεία-υδρίες) και υποδείκνυαν το ναι ή το όχι αντίστοιχα. Η διαδικασία αυτή ήταν αρκετά χρονοβόρα. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο ορισμένα ψηφίσματα πόλεων αναγράφουν συγκεκριμένο αριθμό ψήφων (υπέρ και κατά).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αρχή της μυστικής ψηφοφορίας εφαρμόστηκε αρχικά λίγο πριν τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., κυρίως όταν επρόκειτο να ληφθεί απόφαση για την υπόληψη ενός προσώπου [9], με στόχο την αποφυγή παρεξηγήσεων και επηρεασμού της κοινής γνώμης εναντίον του. Κάποιο τέχνασμα είχε χρησιμοποιηθεί ώστε να κρύβονται οι κάλπες, όταν ο ψηφοφόρος έβαζε το χέρι του για να ρίξει την ψήφο. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, ο κημός [10] ήταν ένα είδος σχοινοειδούς πλέγματος, μέσω του οποίου έριχναν την ψήφο στην κάλπη [11].
Πολύ συχνότερη ήταν η χρήση ειδικών ψήφων στα δικαστήρια της κλασικής Αθήνας, άρα και καλύτερα τεκμηριωμένη αρχαιολογικά. Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο λαϊκό δικαστήριο, τα μέλη της οποίας επιλέγονταν με κλήρο από ένα σώμα 6000 πολιτών, άνω των 30 ετών, οι οποίοι άλλαζαν περιστασιακά. Έτσι δεν ήταν εύκολο να δωροδοκηθούν, διότι οι διάδικοι δεν ήξεραν εκ των προτέρων ποιοι δικαστές θα κληρωθούν. Από το 457 π.Χ. και εξής οι ένορκοι πολίτες-δικαστές λάμβαναν έναν συμβολικό μισθό (3 οβολών), όπως αντίστοιχα και οι βουλευτές, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να συμμετέχουν ενεργά στα δημόσια αυτά αξιώματα, τα οποία απαιτούσαν αρκετό χρόνο εις βάρος των άλλων ασχολιών τους [12].
Κατά τη διεξαγωγή της δίκης, οι δύο διάδικοι αγόρευαν για περιορισμένο χρόνο, σύμφωνα με την κλεψύδρα. Ακολούθως, οι δικαστές έδιναν την ετυμηγορία τους υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. οι δικαστές χρησιμοποιούσαν χάλκινες, ομοιόμορφες, δισκοειδείς ψήφους με ένα έξαρμα στο κέντρο. Οι συμπαγείς ψήφοι ήταν αθωωτικές (πλήρεις), ενώ οι διαμπερείς καταδικαστικές (τετρυπημένες).
Ο δικαστής έκρυβε την οπή και έτσι δεν γινόταν φανερό τι έχει ψηφίσει. Τέτοιες δικαστικές ψήφοι έχουν βρεθεί στις ανασκαφές της αρχαίας Αγοράς. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι δικαστές τοποθετούσαν σε μία χάλκινη κάλπη (αγγείο-υδρία) την έγκυρη ψήφο, ενώ σε μια ξύλινη κάλπη την άκυρη [13]. Μετά το τέλος της ψηφοφορίας ακολουθούσε η καταμέτρηση των έγκυρων ψήφων πάνω σε άβακα (πίνακα με εγκοπές). Στις περιπτώσεις που υπήρχε ισοψηφία ο κατηγορούμενος αθωωνόταν. Ο κάθε δικαστής λάμβανε ένα σύμβολο (δισκάριο σαν κέρμα, γνωστό στην αγγλική βιβλιογραφία ως token), το οποίο αποδείκνυε ότι είχε ψηφίσει.
Εκτός από την αρχαία Αθήνα, οι πληροφορίες μας για τις εκλογικές διαδικασίες στην αρχαιότητα είναι λιγοστές. Στην εκάστοτε συνέλευση των πολιτών [14] της αρχαίας Σπάρτης (Απέλλα), οι αποφάσεις λαμβάνονταν δια βοής, όπως και η εκλογή των αρχόντων [15]. Παρόλ’ αυτά, η Γερουσία και οι πέντε Έφοροι χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους περιστασιακά και την ψηφοφορία. Την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία στην αρχαία Σπάρτη είχαν μοιραστεί οι δύο Βασιλείς.
Οι αρχαίες Κρητικές πόλεις
Παρόμοιο πολίτευμα με τη δωρική Σπάρτη είχαν και οι αρχαίες Κρητικές πόλεις. Ο Αριστοτέλης μας παραδίδει την πληροφορία, ότι ο Σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκούργος μιμήθηκε την Κρητική νομοθεσία, που πήγαζε από τον βασιλιά Μίνωα. Επίσης, ο Πλάτωνας επαινεί το Κρητικό πολίτευμα, χαρακτηρίζοντάς το ως ευνομούμενο. Την ευνομία αυτή πιστοποιούν και οι Κρητικές νομικές επιγραφές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Κώδικα της Γόρτυνας του 5ου αι. π.Χ.
Οι ανώτατοι άρχοντες των Κρητικών πόλεων ονομάζονταν κόσμοι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν εκλέγονταν από όλους τους πολίτες, αλλά μόνο από συγκεκριμένα, ευκατάστατα γένη. Γι’ αυτό και το Κρητικό πολίτευμα χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως αριστοκρατικό. Δεν είναι βέβαιο ωστόσο, αν η επιλογή των κόσμων γινόταν με ψηφοφορία ή με άλλο τρόπο. Η Βουλή των Γερόντων απαρτιζόταν από τους απερχόμενους κόσμους, ενώ η συνέλευση των πολιτών είχε μόνο τυπικές αρμοδιότητες. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1272a, 33-35): «…ενταύθα δ’ ουκ εξ απάντων αιρούνται τους κόσμους αλλ’ εκ τινών γενών, και τους γέροντας εκ των κεκοσμηκότων…», «…εκκλησίας δε μετέχουσι πάντες, κύρια δ’ ουδενός εστιν αλλ’ ή συνεπιψηφίσαι τα δόξαντα τοις γέρουσι και τοις κόσμοις..».
Κατά την ελληνιστική περίοδο (323-67 π.Χ.) παρατηρείται σταδιακή παρακμή και μετασχηματισμός της έννοιας της πόλης-κράτους. Ένα σύνηθες φαινόμενο είναι η ανάδειξη Ομοσπονδιών και Κοινών πόλεων (όπως ενδεικτικά το Κοινό Κρητών). Παρόλ’ αυτά οι εκλογές δεν καταργήθηκαν τελείως, αλλά περιορίστηκαν σε συγκεκριμένα πολιτειακά όργανα, τα οποία προέβαιναν κυρίως σε διπλωματικές ενέργειες (όπως σύναψη συμμαχιών και έκδοση τιμητικών ψηφισμάτων).
Ο θεσμός της συνέλευσης των πολιτών διατηρήθηκε, πέραν της Αθήνας, και σε αρκετές άλλες αρχαίες πόλεις, χωρίς όμως καθολικό χαρακτήρα, αλλά με περιορισμένες αρμοδιότητες. Άλλωστε, οι συμμετέχοντες στα κοινά έπαψαν να είναι έμμισθοι.
Αργότερα, οι πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διέθεταν θεσμούς αυτοδιοίκησης, όπως τοπική Βουλή.
Οι άρχοντες των επαρχιακών πόλεων μεσολαβούσαν μεταξύ των κατοίκων και των Ρωμαίων διοικητών. Σύμφωνα με τον θεσμό της πατρωνίας, οι άρχοντες-πάτρωνες προσέφεραν διευκολύνσεις προς τους πελάτες-ψηφοφόρους τους. Οι Έλληνες αξιωματούχοι των πόλεων διοργάνωναν τελετές και αγώνες προς τιμήν των αυτοκρατόρων [16]. Οι Ρωμαίοι συχνά έδειχναν ανοχή στη διατήρηση των ελληνικών πολιτειακών θεσμών, ώστε να δώσουν στους υπηκόους τους την αίσθηση μιας σχετικής αυτονομίας. Άλλωστε ο Ρωμαϊκός πολιτισμός δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Ελληνικό.
Κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο στα δημόσια αξιώματα είχαν δυνατότητα να ανέλθουν κατά κανόνα οι εύποροι πολίτες, οι οποίοι είχαν παράλληλα την ευχέρεια να κάνουν ευεργεσίες προς τον λαό και την πολιτεία . Εξάλλου, η γη και ο πλούτος είχαν συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων. Οι πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνέχισαν μεν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση, αλλά τα πολιτικά αξιώματα είχαν περισσότερο τυπικό χαρακτήρα, παρά ουσιαστική επιρροή στις εξελίξεις των επαρχιών, τις οποίες καθόριζαν οι ρωμαίοι διοικητές και ο αυτοκράτορας.
Επίλογος:
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι η πρακτική της ψηφοφορίας (με καταμέτρηση) έχει της ρίζες της στην αρχαία Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., όπου για μοναδική φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ο πολίτης ήταν άμεσα άρχων και αρχόμενος. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, διατηρήθηκαν μεν κατ’ όνομα αρκετά θεσμικά όργανα, ευρισκόμενα όμως σε εξάρτηση από τους ισχυρούς ηγεμόνες. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι η σύνθετη μέθοδος της ψηφοφορίας (με ρίψη αντικειμένου σε κάλπη) για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων, προέρχεται κυρίως από τα αττικά δικαστήρια και τα συμβούλια. Αντίθετα, στην Εκκλησία του Δήμου γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονταν φανερά, με απλή ανάταση των χειρών, για λόγους συντομίας. Επίσης η αρχή της μυστικής ψηφοφορίας φαίνεται ότι θεσπίστηκε στα αρχαία αττικά δικαστήρια. Από εκεί διαδόθηκε στην πολιτική σκηνή και έφτασε να ισχύει μέχρι σήμερα στις διάφορες αρχαιρεσίες. Ωστόσο, στις μέρες μας η εκλογική διαδικασία βασίζεται στην αρχή της αντιπροσώπευσης και όχι της άμεσης συμμετοχής στη λήψη καίριων, συλλογικών αποφάσεων.
- Ενδεικτικά, βλ. Ομήρου, Ιλιάδα, H’, στ. 325 και I’, στ. 95.
- Επίσης, το 462 π.Χ. οι πολιτικοί Εφιάλτης Σοφωνίδου και Περικλής Ξανθίππου κατόρθωσαν να περάσουν νομικές διατάξεις, που αφαιρούσαν εξουσίες από τον Άρειο Πάγο και τις έδιναν στην Εκκλησία του Δήμου. Θεωρείται ότι με τα μέτρα αυτά ενισχύθηκε καθοριστικά η δημοκρατία.
- Η λογοδοσία μπορεί να παραλληλιστεί με την σημερινή «ψήφο εμπιστοσύνης».
- Η πρακτική του «οστρακισμού» ή «εξοστρακισμού» εφαρμόστηκε από το 488 μέχρι το 417 π.Χ. Σπουδαίες προσωπικότητες είχαν παραδόξως εξοριστεί, όπως ο Αριστείδης ο δίκαιος, ο Θεμιστοκλής και ο Κίμων.
- Αργότερα, επειδή μειώθηκε το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά και λόγω της έλλειψης αρκετών ικανών προσώπων, το αξίωμα των βουλευτών μπορούσε να δοθεί ακόμα και πάνω από 2 φορές.
- Η υπερψήφιση μιας πρότασης λεγόταν επιχειροτονία, ενώ η καταψήφιση καταχειροτονία.
- Θα μπορούσαμε να τους παρομοιάσουμε με τα μέλη των σημερινών εφορευτικών επιτροπών.
- Ενδεικτικά, ένα τέτοιο φλέγον θέμα ήταν η αντιμετώπιση της αποστασίας της Μυτιλήνης από την αθηναϊκή συμμαχία, κατά τα έτη 428-427 π.Χ. (Θουκυδίδη, ΙΙΙ, 49).
- Η δημόσια κατηγορία εναντίον προσώπων ονομαζόταν «εισαγγελία».
- Αριστοφάνη, Ιππείς, στ. 1147, σχολιασμός: «Κημός· ο κάδος των δικαστικών, ένθα έβαλλον τας ψήφους. Άλλως· κημός ο επί του καδίσκου, εις όν τας ψήφους καθίεσαν εν τοις δικαστηρίοις.»
- Θα μπορούσε καταχρηστικά να θεωρηθεί ως μακρινός πρόδρομος του σημερινού «παραβάν» (γαλλ. paravent, ελλ. παραπέτασμα).
- Συμβολικός μισθός είχε οριστεί και για όσους συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου από το 404 π.
- Αριστ. Αθην. Πολιτ., κεφ. 68.
- Οι πολίτες της αρχαίας Σπάρτης ονομάζονταν Όμοιοι, διότι βρίσκονταν στην ίδια κοινωνική και οικονομική στάθμη και μπορούσαν να συνεισφέρουν από κοινού στα συσσίτια. Αντίστοιχα συσσίτια διεξάγονταν και στην αρχαία Κρήτη, γνωστά ως ανδρεία.
- Ο Αριστοτέλης επικρίνει την ψήφο δια βοής, ως μη αντικειμενική και ισότιμη.
- Η πρακτική της απόδοσης τιμών σε Ρωμαίους αποκαλείται από τους μελετητές «ελληνική κολακεία» σύμφωνα με τον λατινικό όρο “adulatio Graeca”.
- Χαρακτηριστική είναι μία λατινική επιγραφή σε τοίχο οικίας της Πομπηίας, που ήρθε στο φως από πρόσφατη ανασκαφή. Προτρέπει τους ψηφοφόρους της εποχής ως εξής: Helvium Sabinum. aed(ilem) d(ignum) r(ei) p(ublicae) o(ro) v(os) f(aciatis) Albucium. Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «Ψηφίστε τον Χέλβιο Σαβίνο, αξιοπρεπή πολίτη και δραστήριο για το καλό της πολιτείας».
Πηγή