Οι φιλόσοφοι, με αφορμή την οινοποσία και το τελικό στάδιο αυτής, τη μέθη, ασχολήθηκαν με το ερώτημα, αν θα πρέπει να μεθάει ο σοφός. Η ερώτηση αυτή αποτελείται από δύο τμήματα, από τα οποία αναδεικνύεται η ηθική αρετή και κατά συνέπεια η φρόνηση και η παιδεία του σοφού.
Το ένα τμήμα αφορά στην ηθική ποιότητα,, δηλαδή το να πίνει ο σοφός, εφόσον αυτό είναι σύνηθες στα συμπόσια προς τιμή των θεών. Το άλλο τμήμα αφορά στην ιδιάζουσα φύση του καλού πολίτη, που απασχόλησε τον αριστοτελικό συλλογισμό. Ο αγαθός-καλός πολίτης δεν εμφανίζεται άφρων και συνεπώς δεν αρμόζει να πίνει υπερβολικά και να μεθάει, αλλά απλά να πίνει.
Η ερευνητική στοχοθεσία περί του ζητήματος ότι επιτρέπεται να μεθάει ο σοφός επιχειρείται μέσα από τρία επιχειρήματα:
α. εφόσον ο σοφός επιτρέπεται να πίνει, είναι σαν να λέμε ότι επιτρέπεται και να μεθάει. Εξάλλου οι έννοιες «πιωμένος» και «μεθυσμένος» δε διαφέρουν παρά μόνο στον ήχο.
β. Με βάση την παράδοση των προγόνων, οι οποίοι ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη διαδικασία για τις θυσίες αλλά και το χρόνο προσφοράς του ανόθευτου κρασιού, ανάλογα με τις περιστάσεις και όπως αρμόζει στην τάξη και χωρίς να διαπράττουν σφάλματα με τα λόγια ή τις πράξεις, στους σοφούς αρμόζει να πίνουν, καθώς είναι ικανοί και άξιοι να προσφέρουν θυσίες, τις οποίες ολοκληρώνουν με οινοποσίες. Είναι πρόδηλο ότι η ιδιαιτερότητα του σοφού στην οινοποσία και πολύ περισσότερο στο λεγόμενο «μεθύσι» εστιάζεται στην αυτοδέσμευση της συνείδησής του, που θέτει ως προϋπόθεση το μέτρο και ισοδυναμεί με την κυριαρχία του λογικού,
γ. Η ετυμολογία της λέξης «μέθη» αποδίδεται από ορισμένους φιλοσόφους όχι επειδή τελείται μετά από τις θυσίες, αλλά επειδή αποτελεί αιτία για χαλάρωση της ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι υφίσταται ετερότητα ανάμεσα στο λογισμό του ανόητου και άφρονα ανθρώπου και στο λογισμό του σοφού, καθώς ο πρώτος με την οινοποσία παραδίνεται στη μέθη και στις άλογες πράξεις, ενώ ο δεύτερος παραδίνεται στην απόλαυση της άνεσης, στη χαρά και στην ευθυμία.
Ο σοφός, όταν πίνει, γίνεται νηφάλιος, αποκτά πνευματική ευφορία, την οποία εξωτερικεύει και η οποία συνοδεύεται από ένα αυτοσυναίσθημα αυτάρκειας και αγαλλίασης ως αποτέλεσμα της ηδονής από το μεθύσι, χωρίς όμως να χάνει την αυτοσυνειδησία του νου. Από την ανάλυση των ανωτέρω τριών επιχειρημάτων οδηγούνται οι φιλόσοφοι στο συμπέρασμα ότι το να πίνει κάποιος δεν είναι μεμπτό, καθώς η απόλαυση του οίνου οδηγεί στη χαλάρωση, ενώ το μεθύσι στη φλυαρία.
Παράλληλα ο Αριστοτέλης αναφέρει ονόματα ανδρών, οι οποίοι περιορίζονταν στις αλμυρές τροφές, χωρίς να τρέπονται κατ’ ανάγκη στο ποτό. Στο σημείο αυτό επισημαίνει τη διαφορά ανάμεσα στο κυρίως φαγητό και στο επιδόρπιο, ξεχωρίζοντας μάλιστα ως ορεκτικό και επιδόρπιο το σύκο, το οποίο εξαίρουν οι αρχαίοι για την ιερότητα και τη χρησιμότητά του. Μετά το φαγητό ο Αριστοτέλης προβαίνει και σε μια σχετική διάκριση, που προσδιορίζει και το είδος του «μεθυσιού».
Συγκεκριμένα, αν το ποτό είναι από ζύθο (κριθάρι), αυτοί που το πίνουν νιώθουν ένα απλό νυσταγμό και πέφτουν ανάσκελα γέρνοντας προς τα πίσω το κεφάλι, ενώ όσοι πίνουν οίνο, επειδή νιώθουν βαρύ το κεφάλι, πέφτουν μπρούμυτα.
Στην ίδια γραμμή ο φιλόσοφος προβαίνει και σε μια άλλη πρόδηλη διαπίστωση, δηλαδή, όταν το κρασί είναι αρκετά ζεστό, μεθάει λιγότερο. Και εδώ όμως επισημαίνεται μια διαφορά ότι, όταν ο πότης είναι ηλικιωμένος, μεθάει πιο γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό του είναι λιγότερη και ασθενέστερη. Ωστόσο και oι πιο νέοι μεθούν γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό τους είναι μεγαλύτερη.
Ο Αριστοτέλης συνιστά τη μεσότητα, κατά την οποία η θερμότητα του σώματος θα είναι τέτοια, ώστε ούτε να είναι ελάχιστη ούτε υπερβολική. Η έλλειψη της μεσότητας οδηγεί αναγκαία στη μέθη, είτε αυτή εντοπίζεται στον ανθρώπινο οργανισμό, είτε στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ακολούθως, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρεται και σε περιπτώσεις ζώων που μεθούν από οίνο.
Στο σημείο αυτό εντοπίζει το διαχωρισμό των αντίθετων ψυχολογικών καταστάσεων που προξενούνται από δύο διαφορετικά είδη οίνου, δηλαδή το αποκαλούμενο «σαμαγόρειο», όταν αναμιχθεί με νερό, προκαλεί μέθη.
Αντίθετα, το αποκαλούμενο «ροδιακό», το οποίο προσφέρεται στα συμπόσια, προκαλεί τέρψη, απόλαυση και μεθάει λιγότερο όχι μόνο εξαιτίας της θερμότητας του, αλλά και επειδή είναι αναμεμιγμένο με διάφορα μυρωδικά που το καθιστούν πιο ελαφρύ, με αποτέλεσμα να διατηρείται νηφάλιο το πνεύμα, αλλά συγχρόνως να καταλύονται οι ερωτικές ορμές.
Από την ανωτέρω συνοπτική ανάλυση του περιεχομένου του έργου αναφαίνεται ότι η κατεύθυνση της παρούσας μελέτης εντάσσεται στην ψυχολογικο-ηθική ιδεολογία του Αριστοτέλη, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από το είδος του οίνου αλλά και του φαγητού που θα επιλέξει.
Ο Αριστοτέλης, ανεξάρτητα από τις συνειδητές επιδιώξεις του, φαίνεται να επιχειρεί εδώ μια εκπαίδευση του νου και της ψυχής μέσα από την ηδονική κατάσταση της ευωχίας, και κυρίως της οινοποσίας, αφήνοντας να κατανοηθεί ότι μέσα από τη χαλάρωση της ψυχής και τη νηφαλιότητα του νου, που επιτυγχάνεται από την οινοποσία, απελευθερώνονται ακόμη και οι δυσεκπαίδευτες δυνάμεις της ψυχής.
Πηγή
Το ένα τμήμα αφορά στην ηθική ποιότητα,, δηλαδή το να πίνει ο σοφός, εφόσον αυτό είναι σύνηθες στα συμπόσια προς τιμή των θεών. Το άλλο τμήμα αφορά στην ιδιάζουσα φύση του καλού πολίτη, που απασχόλησε τον αριστοτελικό συλλογισμό. Ο αγαθός-καλός πολίτης δεν εμφανίζεται άφρων και συνεπώς δεν αρμόζει να πίνει υπερβολικά και να μεθάει, αλλά απλά να πίνει.
Η ερευνητική στοχοθεσία περί του ζητήματος ότι επιτρέπεται να μεθάει ο σοφός επιχειρείται μέσα από τρία επιχειρήματα:
α. εφόσον ο σοφός επιτρέπεται να πίνει, είναι σαν να λέμε ότι επιτρέπεται και να μεθάει. Εξάλλου οι έννοιες «πιωμένος» και «μεθυσμένος» δε διαφέρουν παρά μόνο στον ήχο.
β. Με βάση την παράδοση των προγόνων, οι οποίοι ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη διαδικασία για τις θυσίες αλλά και το χρόνο προσφοράς του ανόθευτου κρασιού, ανάλογα με τις περιστάσεις και όπως αρμόζει στην τάξη και χωρίς να διαπράττουν σφάλματα με τα λόγια ή τις πράξεις, στους σοφούς αρμόζει να πίνουν, καθώς είναι ικανοί και άξιοι να προσφέρουν θυσίες, τις οποίες ολοκληρώνουν με οινοποσίες. Είναι πρόδηλο ότι η ιδιαιτερότητα του σοφού στην οινοποσία και πολύ περισσότερο στο λεγόμενο «μεθύσι» εστιάζεται στην αυτοδέσμευση της συνείδησής του, που θέτει ως προϋπόθεση το μέτρο και ισοδυναμεί με την κυριαρχία του λογικού,
γ. Η ετυμολογία της λέξης «μέθη» αποδίδεται από ορισμένους φιλοσόφους όχι επειδή τελείται μετά από τις θυσίες, αλλά επειδή αποτελεί αιτία για χαλάρωση της ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι υφίσταται ετερότητα ανάμεσα στο λογισμό του ανόητου και άφρονα ανθρώπου και στο λογισμό του σοφού, καθώς ο πρώτος με την οινοποσία παραδίνεται στη μέθη και στις άλογες πράξεις, ενώ ο δεύτερος παραδίνεται στην απόλαυση της άνεσης, στη χαρά και στην ευθυμία.
Ο σοφός, όταν πίνει, γίνεται νηφάλιος, αποκτά πνευματική ευφορία, την οποία εξωτερικεύει και η οποία συνοδεύεται από ένα αυτοσυναίσθημα αυτάρκειας και αγαλλίασης ως αποτέλεσμα της ηδονής από το μεθύσι, χωρίς όμως να χάνει την αυτοσυνειδησία του νου. Από την ανάλυση των ανωτέρω τριών επιχειρημάτων οδηγούνται οι φιλόσοφοι στο συμπέρασμα ότι το να πίνει κάποιος δεν είναι μεμπτό, καθώς η απόλαυση του οίνου οδηγεί στη χαλάρωση, ενώ το μεθύσι στη φλυαρία.
Παράλληλα ο Αριστοτέλης αναφέρει ονόματα ανδρών, οι οποίοι περιορίζονταν στις αλμυρές τροφές, χωρίς να τρέπονται κατ’ ανάγκη στο ποτό. Στο σημείο αυτό επισημαίνει τη διαφορά ανάμεσα στο κυρίως φαγητό και στο επιδόρπιο, ξεχωρίζοντας μάλιστα ως ορεκτικό και επιδόρπιο το σύκο, το οποίο εξαίρουν οι αρχαίοι για την ιερότητα και τη χρησιμότητά του. Μετά το φαγητό ο Αριστοτέλης προβαίνει και σε μια σχετική διάκριση, που προσδιορίζει και το είδος του «μεθυσιού».
Συγκεκριμένα, αν το ποτό είναι από ζύθο (κριθάρι), αυτοί που το πίνουν νιώθουν ένα απλό νυσταγμό και πέφτουν ανάσκελα γέρνοντας προς τα πίσω το κεφάλι, ενώ όσοι πίνουν οίνο, επειδή νιώθουν βαρύ το κεφάλι, πέφτουν μπρούμυτα.
Στην ίδια γραμμή ο φιλόσοφος προβαίνει και σε μια άλλη πρόδηλη διαπίστωση, δηλαδή, όταν το κρασί είναι αρκετά ζεστό, μεθάει λιγότερο. Και εδώ όμως επισημαίνεται μια διαφορά ότι, όταν ο πότης είναι ηλικιωμένος, μεθάει πιο γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό του είναι λιγότερη και ασθενέστερη. Ωστόσο και oι πιο νέοι μεθούν γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό τους είναι μεγαλύτερη.
Ο Αριστοτέλης συνιστά τη μεσότητα, κατά την οποία η θερμότητα του σώματος θα είναι τέτοια, ώστε ούτε να είναι ελάχιστη ούτε υπερβολική. Η έλλειψη της μεσότητας οδηγεί αναγκαία στη μέθη, είτε αυτή εντοπίζεται στον ανθρώπινο οργανισμό, είτε στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ακολούθως, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρεται και σε περιπτώσεις ζώων που μεθούν από οίνο.
Στο σημείο αυτό εντοπίζει το διαχωρισμό των αντίθετων ψυχολογικών καταστάσεων που προξενούνται από δύο διαφορετικά είδη οίνου, δηλαδή το αποκαλούμενο «σαμαγόρειο», όταν αναμιχθεί με νερό, προκαλεί μέθη.
Αντίθετα, το αποκαλούμενο «ροδιακό», το οποίο προσφέρεται στα συμπόσια, προκαλεί τέρψη, απόλαυση και μεθάει λιγότερο όχι μόνο εξαιτίας της θερμότητας του, αλλά και επειδή είναι αναμεμιγμένο με διάφορα μυρωδικά που το καθιστούν πιο ελαφρύ, με αποτέλεσμα να διατηρείται νηφάλιο το πνεύμα, αλλά συγχρόνως να καταλύονται οι ερωτικές ορμές.
Από την ανωτέρω συνοπτική ανάλυση του περιεχομένου του έργου αναφαίνεται ότι η κατεύθυνση της παρούσας μελέτης εντάσσεται στην ψυχολογικο-ηθική ιδεολογία του Αριστοτέλη, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από το είδος του οίνου αλλά και του φαγητού που θα επιλέξει.
Ο Αριστοτέλης, ανεξάρτητα από τις συνειδητές επιδιώξεις του, φαίνεται να επιχειρεί εδώ μια εκπαίδευση του νου και της ψυχής μέσα από την ηδονική κατάσταση της ευωχίας, και κυρίως της οινοποσίας, αφήνοντας να κατανοηθεί ότι μέσα από τη χαλάρωση της ψυχής και τη νηφαλιότητα του νου, που επιτυγχάνεται από την οινοποσία, απελευθερώνονται ακόμη και οι δυσεκπαίδευτες δυνάμεις της ψυχής.
Πηγή