Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου εγκαινίασε την εποχή των Διαδόχων (323-280 π.Χ.), η οποία σημαδεύτηκε από μεγάλες συγκρούσεις εντός και εκτός ελλαδικού χώρου. Η αχανής αυτοκρατορία που είχε δημιουργηθεί διατηρούταν ενιαία αποκλειστικά χάρη στην προσωπικότητα και στην στιβαρή ηγεσία του χαρισματικού στρατηλάτη. Καθώς όμως αυτός πέθανε πρόωρα, χάθηκε ουσιαστικά κάθε έννοια ενότητας και ήταν επόμενο να ακολουθήσουν δολοπλοκίες μεταξύ των φιλόδοξων στρατηγών του, επαναστάσεις σε κάθε γωνιά της επικράτειας και φυσικά μεγάλες μάχες, ορισμένες κοσμοϊστορικής σημασίας. Μια από αυτές τις συγκρούσεις έλαβε χώρα στην Λαμία, όπου οι Μακεδόνες πολιορκήθηκαν από τους συνασπισμένους Έλληνες του νότου.
Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατος του Αλεξάνδρου συνεκλήθη Εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα θορυβώδης. Η αντιμακεδονική μερίδα επικράτησε και αποφασίστηκε να αναληφθεί αγώνας για την ελευθερία των Ελλήνων και να εκδιωχθούν οι μακεδονικές φρουρές από τις κατεχόμενες πόλεις. Επίσης απεστάλησαν πρέσβεις σε άλλες πόλεις για διπλωματική ενίσχυση των θέσεων της ενώ οι ίδιοι οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν 200 τριήρεις και 40 τετρήρεις και να καλέσουν στα όπλα τους άνδρες μέχρι 40 ετών.
Επικεφαλής ορίστηκε ο εμπειροπόλεμος στρατηγός Λεωσθένης. Αυτός αφού στρατολόγησε μυστικά 8.000 βετεράνους μισθοφόρους του Αλεξάνδρου (Παυσ. Α 25,5) και εξασφαλίζοντας στρατιωτική βοήθεια 7.000 ανδρών από τους Αιτωλούς, κατέλαβε τις Θερμοπύλες. Στη συνέχεια προσχώρησαν στον ελληνικό συνασπισμό όλοι οι Δωριείς (κάτοικοι Δωρίδας), οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Θεσσαλοί εκτός των Πελλιναίων, οι Μαλιείς, οι Αινιάνες, οι Αλυζαίοι Ακαρνάνες, οι Δόλοπες, οι Αθαμάνες, οι Λευκάδιοι, μια μερίδα των Μολοσσών, η Κάρυστος από την Εύβοια, το Άργος, η Σικυών, η Ηλεία και η παραλιακή Μεσσηνία. Στο πλευρό των Μακεδόνων παρέμειναν μόνον η Ηράκλεια, η Λαμία και οι Φθιωτικές Θήβες από την περιοχή της Φθιώτιδος (Διοδ.18,11).
Οι σύμμαχοι φρόντισαν να ενισχύσουν περαιτέρω τις θέσεις και τις δυνάμεις τους. Έτσι αθηναϊκό στράτευμα 5.000 οπλιτών, 500 ιππέων και 2.000 μισθοφόρων ξεκίνησε να συναντήσει τον Λεωσθένη. Οι Βοιωτοί με την μακεδονική φρουρά της Καδμείας (ακρόπολη της Θήβας) και δύναμη Ευβοέων τους έφραξαν το δρόμο κοντά στις Πλαταιές. Ο Λεωσθένης κατέφθασε ταχύτατα με μέρος του στρατού του, νίκησε τους αντιπάλους και αφού έστησε τρόπαιο επέστρεψε στις Θερμοπύλες. Πλέον με σύνολο 30000 ανδρών περίμενε την κυρίως δύναμη των Μακεδόνων (Διοδ. 18,11. Παυσ. Ι,1,3.).
Στην αντίπερα όχθη ο στρατηγός Αντίπατρος, τοποτηρητής του μακεδονικού θρόνου στα ευρωπαϊκά εδάφη, βρέθηκε σε δεινή θέση. Άργησε να αντιδράσει, καθώς διέθετε ισχνές δυνάμεις και ακόμα χειρότερα είχε να αντιμετωπίσει την ανανεωμένη επιθετικότητα Ιλλυριών και Θρακών. Παρ’ όλα αυτά στα εν λόγω μέτωπα δεν σημειώθηκαν εξελίξεις και ο Αντίπατρος αφού ζήτησε βοήθεια από τους στρατηγούς Κρατερό και Φιλώτα, κατήλθε τελικά στη Θεσσαλία με 13000 πεζούς, 600 ιππείς και με όλον τον στόλο, αποτελούμενο από 110 τριήρεις (Διοδ.18,11). Οι Θεσσαλοί τον συνέδραμαν με δύναμη ιππικού και έτσι έφτασε στον κάμπο του Σπερχειού, πέρασε τον ποταμό και κατέλαβε την Ηράκλεια. Ο Λεωσθένης όμως με συχνές αψιμαχίες κατάφερε να τον παρασύρει σε μάχη στην οποία οι Μακεδόνες ηττήθηκαν, ενώ το θεσσαλικό ιππικό αυτομόλησε στους επαναστάτες. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο Αντίπατρος βρέθηκε εγκλωβισμένος. Για καλή του τύχη όμως βρήκε αφύλακτες τις διαβάσεις του Σπερχειού, τον οποίο διέσχισε και εισέβαλε στην Λαμία όπου και οχυρώθηκε. Μετά από αυτά ολόκληρη η Θεσσαλία προσχώρησε στους επαναστατημένους (Ι. Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,11).
Φυσικά η Λαμία του καιρού εκείνου δεν διέθετε μόνον το επιβλητικό φρούριο που γνωρίζουμε σήμερα. Χτισμένη σε τοποθεσία μοναδικής γεωστρατηγικής σημασίας, είχε τη δυνατότητα ελέγχου της παραλιακής οδού και του στενού περάσματος που οδηγεί στη Θεσσαλία. Λογικό ήταν λοιπόν να αποτελέσει μήλο της έριδος αφού όποιος την καταλάμβανε, έκοβε ουσιαστικά την Ελλάδα στα δύο. Συνεπώς ήταν επόμενο να οχυρωθεί με ισχυρό τείχος. Ανασκαφές έχουν αποκαλύψει τμήματα του τα οποία όμως πλέον έχουν χαθεί από την δόμηση της σημερινής πόλης. Γνωρίζουμε ότι ξεκινούσε από τον λόφο του Κάστρου, διερχόταν τις συνοικίες που υπόκεινται αυτού, όπως για παράδειγμα αυτή των Αγίων Θεοδώρων, και κατέληγε - περιλαμβάνοντας φυσικά – στον λόφο του Αγίου Λουκά. Στα χαμηλότερα μέρη θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το τείχος ήταν ακόμη ισχυρότερο. Το γεγονός αυτό διαπίστωσε με πικρό τρόπο και ο ίδιος ο Λεωσθένης στη συνέχεια.
Η μόνη επιλογή του αποκομμένου Αντιπάτρου ήταν να αντέξει όσο μπορούσε στην επερχόμενη πολιορκία και να αναμένει ενισχύσεις από την Ασία. Σκέψεις για φυγή ασφαλώς δεν υπήρχε όσο το αντίπαλο ιππικό κυριαρχούσε στο ανοιχτό πεδίο. Έτσι άρχισε να ανακαινίζει και να βελτιώνει τις οχυρώσεις της Λαμίας, να κατασκευάζει όπλα και μηχανές και να συγκεντρώνει προμήθειες. Ο πολιορκητής Λεωσθένης, μετακινώντας τον στρατό του κοντά στα τείχη, έφτιαξε περιχαρακωμένο στρατόπεδο με τάφρο και άρχισε την πολιορκία. Σε πρώτη φάση παρέταξε τους άνδρες του και προκάλεσε τους Μακεδόνες σε ανοιχτή μάχη. Καθώς αυτοί δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο, αποπειράθηκε να καταλάβει την πόλη με έφοδο. Για μέρες οι σύμμαχοι εξαπέλυαν αλλεπάλληλες σφοδρές επιθέσεις στα τείχη, αλλά αποκρούονταν με σθένος και γενναιότητα από τους υπερασπιστές. Οι μεγάλες απώλειες ανάγκασαν τον Λεωσθένη να αλλάξει τακτική. Αποφάσισε λοιπόν να εκπορθήσει την πόλη με την πείνα. Κατασκεύασε εξωτερικό τείχος και τάφρο περιμετρικά της πόλης, έτσι ώστε να μη μπορεί να εισέλθει ούτε να εξέλθει κανείς από αυτή (Διοδ. 18,11. Ι.Βορτσ.Δ,3).
Αφού έγιναν αυτά οι Αιτωλοί ζήτησαν να αποχωρήσουν «δια τινάς εθνικάς χρείας». Οι ακριβείς αιτίες αυτής της κίνησης δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια. Είτε διότι είχε φτάσει ο καιρός να εκλέξουν στρατηγό, είτε είχαν κουραστεί από μακροχρόνιους αιματηρούς αλλά άκαρπους πολέμους, είτε τα εδάφη τους απειλήθηκαν από τους προαιώνιους εχθρούς τους Ακαρνάνες, γεγονός είναι ότι το συμμαχικό στράτευμα στερήθηκε μεγάλο μέρος της αρχικής του δύναμης, περίπου το ένα τέταρτο αυτής. Παρ’ όλα αυτά ο Λεωσθένης διέθετε αρκετό στρατό για να συνεχίσει την πολιορκία της πόλης (Ι.Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,11).
Στο στρατόπεδο των πολιορκημένων Μακεδόνων η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται εφιαλτική. Πολλά αναγκαία εξέλειπαν και το φάσμα της παράδοσης ήταν ήδη ορατό. Ο Αντίπατρος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις και ζήτησε ειρήνη, ο Λεωσθένης όμως ανταπαίτησε παράδοση άνευ όρων (Ι. Βορτσ.Δ,3, Ελευθ. Εγκυκλ. Λεξικό: Λεωσθένης). Εκεί που όλα φαίνονταν χαμένα ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να αλλάξει την ροή των εξελίξεων. Οι Μακεδόνες στοχεύοντας μια πολιορκητική τάφρο των Ελλήνων, πραγματοποίησαν ορμητική έξοδο. Ο Λεωσθένης έσπευσε να βοηθήσει τους στρατιώτες του αλλά δέχθηκε πέτρα στο κεφάλι και μεταφέρθηκε λιπόθυμος στο στρατόπεδο όπου τρεις μέρες μετά πέθανε. Ο θάνατος του λύπησε βαθιά όλους τους συμμάχους, καθώς τα κατορθώματα του είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία τους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παυσανίας (Α,25,4), το ηθικό τους δε καταρρακώθηκε και συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική ήττα. Ο νεκρός στρατηγός ενταφιάστηκε με τιμές ήρωα πιθανότατα στο στρατόπεδο του έξω από την Λαμία, όπως ισχυρίζεται ο Ι. Βορτσέλας. Η αρχηγία πλέον ανατέθηκε στον Αντίφιλο, ο οποίος περιγράφεται από τον Διόδωρο ως «ανήρ διαφέρων τη συνέσει στρατηγική και ανδρεία».
Όσο οι Έλληνες θρηνούσαν τον Λεωσθένη, οι Μακεδόνες κατέστρεψαν τμήμα του εχθρικού χαρακώματος και εφοδιάστηκαν με αρκετά τρόφιμα. Η σημαντικότερη είδηση όμως ήταν άλλη. Ο Λεοννάτος, σατράπης της Ελλησποντινής Φρυγίας, παιδικός φίλος και σωματοφύλακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού πέρασε στη Μακεδονία και συγκέντρωσε περισσότερους από 20.000 πεζούς και 2.500 ιππείς, κατέβαινε μέσω Θεσσαλίας να αναμετρηθεί με τους συνασπισμένους Έλληνες. Εάν δε ο Αντίπατρος κατόρθωνε να ενώσει την δύναμη του με αυτή του Λεοννάτου, η πλάστιγγα θα έγερνε αποφασιστικά υπέρ των Μακεδόνων. Ο Αντίφιλος όφειλε να αποτρέψει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό έλυσε την πολιορκία της Λαμίας, έκαψε τις αποσκευές και έσπευσε να συγκρουστεί με τον Λεοννάτο.
Οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι λίγα μίλια βορειοανατολικά της Λαμίας, πιθανόν στην τοποθεσία Ράμνος, στον δρόμο προς τις Φθιωτικές Θήβες (Ι. Βορτσ. Δ,3), όπου διεξήχθη σφοδρή ιππομαχία που διήρκεσε αρκετή ώρα. Τελικά επικράτησαν οι Έλληνες χάρη στην γενναιότητα των Θεσσαλών και του αρχηγού τους Μένωνος. Ο Λεοννάτος πολέμησε γενναία και ορμητικά, αποκλείσθηκε όμως σε ελώδη περιοχή, δέχθηκε αρκετά τραύματα στα οποία και υπέκυψε αργότερα. Το μακεδονικό πεζικό που δεν είχε εμπλακεί, βλέποντας την αρνητική έκβαση, αποσύρθηκε στους γύρω λόφους. Οι νικητές αφού έστησαν τρόπαιο στο πεδίο της μάχης, αποχώρησαν στις θέσεις τους (Ι.Βορτσ.Δ,3. Διοδ.18,14).
Ο Αντίπατρος εκμεταλλευόμενος την αναχώρηση των πολιορκητών, εξήλθε της Λαμίας και την επομένη της μάχης ενώθηκε με τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού. Απέφυγε την πορεία στο ομαλό πεδίο όπου το ελληνικό ιππικό κυριαρχούσε, και ακολουθώντας δύσβατα εδάφη έφθασε εγγύτερα στη Μακεδονία απ’ όπου μπορούσε να ανεφοδιάζεται ευκολότερα. Αντίθετα πάντως με τις χερσαίες επιχειρήσεις, οι Μακεδόνες είχαν επιβάλλει την κυριαρχία τους στην θάλασσα, μέχρι την άνοιξη του 322 π.Χ. Οι Αθηναίοι, με ναύαρχο τον Ηετίωνα, είχαν κατασκευάσει κι άλλα πλοία, των οποίων ο συνολικός αριθμός έφθασε τα 170. Οι Μακεδόνες, με επικεφαλής τον Κλείτο, είχαν την αριθμητική υπεροχή με 240 πλοία[1]. Οι δύο στόλοι ναυμάχησαν δύο φορές, στην Άβυδο του Ελλησπόντου και στην Αμοργό, ενώ ο μακεδονικός κατέστρεψε πολλά εχθρικά πλοία στις Εχινάδες νήσους[2] (Ι.Βορτσ.Δ,3. Ελλ. Ιστορία, Γ’. Διοδ.18,16).
Ο πόλεμος πλέον είχε εισέλθει στην τελική του φάση. Ο Κρατερός, γνωστός στρατηγός και φίλος του Αλεξάνδρου, κατέφθασε από την Κιλικία με 10000 πεζούς, εκ των οποίων 6000 ήταν βετεράνοι του Αλεξάνδρου, 1000 Πέρσες τοξότες και σφενδονητές και 1500 ιππείς. Κατέβηκε στην Θεσσαλία, ενώθηκε με τον Αντίπατρο στον οποίο παραχώρησε την αρχηγία και στρατοπέδευσε κοντά στον Πηνειό. Οι συνολικές τους δυνάμεις ανέρχονταν σε 40000 βαριά οπλισμένους πεζούς, 3000 τοξότες και σφενδονητές και 5000 ιππείς. Από την άλλη πλευρά αρκετοί Έλληνες είχαν αναχωρήσει για να επισκεφθούν τις οικογένειες τους, υποτιμώντας τους αντιπάλους τους λόγω των προηγουμένων επιτυχιών. Οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από 25000 πεζούς και 3500 εμπειροπόλεμους ιππείς, στους οποίους και στήριζαν τις ελπίδες τους. Οι στρατοί συναντήθηκαν στην Κραννώνα της Θεσσαλίας. Οι Μακεδόνες προσπάθησαν να εκβιάσουν την μάχη. Παρατάχθηκαν και επιτέθηκαν αρχικά με το ιππικό τους. Καθώς στην ιππομαχία που ακολούθησε φάνηκε να επικρατούν οι Έλληνες, το μακεδονικό πεζικό εισήλθε στη μάχη, συγκρούστηκε με το αντίπαλο πεζικό και του προκάλεσε βαριές απώλειες. Οι Έλληνες αδυνατώντας να αντέξουν την πίεση και την αριθμητική υπεροχή των Μακεδόνων, υποχώρησαν με τάξη σε πιο δύσβατα εδάφη. Το ιππικό τους, που ως εκείνη τη στιγμή νικούσε, μόλις αντελήφθη την υποχώρηση της υπόλοιπης παράταξης, αποχώρησε επίσης.
Την επομένη ημέρα οι αρχηγοί Αντίφιλος και Μένων συνεδρίασαν για το αν θα περιμένουν ενισχύσεις ή αν θα ζητήσουν ειρήνη. Τελικά αποφάσισαν το δεύτερο και έστειλαν πρεσβεία στον Αντίπατρο. Αυτός απάντησε ότι θα δεχθεί πρεσβείες από κάθε πόλη ξεχωριστά, και όχι σαν «Κοινό». Οι συνασπισμένοι Έλληνες δεν δέχθηκαν και οι Μακεδόνες προχώρησαν στην πολιορκία θεσσαλικών πόλεων, χωρίς να μπορούν οι πρώτοι να παράσχουν βοήθεια. Αποτέλεσμα ήταν να αποσπαστούν οι Θεσσαλοί από την συμμαχία, ο ελληνικός στρατός να αποχωρήσει και οι Αθηναίοι και οι Αιτωλοί να απομείνουν χωρίς συμμάχους (Ι. Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,17).
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο Αντίπατρος τελικά βάδισε ανεμπόδιστος ως την Βοιωτία, όπου δέχθηκε αθηναϊκή πρεσβεία. Οι Αθηναίοι, ανήμποροι πλέον, αποδέχθηκαν τους σκληρούς όρους του Αντιπάτρου, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία της πόλης, κατήργησε την δημοκρατία και εγκατέστησε μακεδονική φρουρά (Παυσ.Α,25,5-6. Διοδ.18,18). Ο πόλεμος αυτός ήταν απλά μια πρώτη γεύση από το χάος και τις σαρωτικές ανακατατάξεις που συνέβησαν σε όλον τον ελληνιστικό κόσμο την ταραγμένη περίοδο των Διαδόχων.
Κλείνοντας, όσον αφορά την Λαμία, είδε αμέτρητους στρατούς να περνάνε και πάλι από μπρος της και να ερίζουν για την κατοχή της. Σαν πόλη δεν απέκτησε ποτέ την δόξα της Αθήνας ή της Σπάρτης. Στο γεωστρατηγικό χάρτη της αρχαιότητας (και όχι μόνο…) όμως υπήρξε μοναδική, για την θέση και τα ισχυρά τείχη της.
Γεώργιος Κ. Μπαλωμένος
ΠΗΓΕΣ
1. Ι. Βορτσέλας : “ΦΘΙΩΤΙΣ”, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973, Αθήνα.
2. Διοδώρου Σικελιώτη: “Ιστορική Βιβλιοθήκη”
3. Παυσανία : “Ελλάδος Περιήγησις”, Εκδοτική Αθηνών, 1974
4. Ελληνική Ιστορία , Τόμος Γ’, Εκδοτική Αθηνών, 2007
5. Ελευθερουδάκη, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό
6. Αλεξ. Παραδείση : “Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος”, Π. Ευσταθιάδης, 1976
7. http://www.yppo.gr/
8. el.wikipedia.org/
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι αριθμοί που δίνει ο Διόδωρος στην αρχή παρουσιάζουν αντιφάσεις με αυτούς στη συνέχεια. Πιθανόν έτσι να αποδίδεται η εξέλιξη των επιχειρήσεων στην θάλασσα μέχρις αυτού του σημείου, γεγονός όμως για το οποίο κάθε άλλο παρά σίγουροι μπορούμε να είμαστε.
[2] Οι Εχινάδες νήσοι βρίσκονται κοντά στα Αιτωλικά παράλια. Θεωρείται απίθανο να συναντήθηκαν εκεί οι δύο στόλοι, τόσο μακριά από τα κέντρα επιχειρήσεων. Ο Ι. Βορτσέλας και πολλοί μελετητές εικάζουν ότι τα νησιά που αναφέρει ο Διόδωρος είναι στην πραγματικότητα αυτά αντίκρυ του Εχίνου (σημ. Αχινός), δηλαδή τα Λιχαδονήσια.
Πηγή
Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατος του Αλεξάνδρου συνεκλήθη Εκκλησία του δήμου, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα θορυβώδης. Η αντιμακεδονική μερίδα επικράτησε και αποφασίστηκε να αναληφθεί αγώνας για την ελευθερία των Ελλήνων και να εκδιωχθούν οι μακεδονικές φρουρές από τις κατεχόμενες πόλεις. Επίσης απεστάλησαν πρέσβεις σε άλλες πόλεις για διπλωματική ενίσχυση των θέσεων της ενώ οι ίδιοι οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν 200 τριήρεις και 40 τετρήρεις και να καλέσουν στα όπλα τους άνδρες μέχρι 40 ετών.
Επικεφαλής ορίστηκε ο εμπειροπόλεμος στρατηγός Λεωσθένης. Αυτός αφού στρατολόγησε μυστικά 8.000 βετεράνους μισθοφόρους του Αλεξάνδρου (Παυσ. Α 25,5) και εξασφαλίζοντας στρατιωτική βοήθεια 7.000 ανδρών από τους Αιτωλούς, κατέλαβε τις Θερμοπύλες. Στη συνέχεια προσχώρησαν στον ελληνικό συνασπισμό όλοι οι Δωριείς (κάτοικοι Δωρίδας), οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Θεσσαλοί εκτός των Πελλιναίων, οι Μαλιείς, οι Αινιάνες, οι Αλυζαίοι Ακαρνάνες, οι Δόλοπες, οι Αθαμάνες, οι Λευκάδιοι, μια μερίδα των Μολοσσών, η Κάρυστος από την Εύβοια, το Άργος, η Σικυών, η Ηλεία και η παραλιακή Μεσσηνία. Στο πλευρό των Μακεδόνων παρέμειναν μόνον η Ηράκλεια, η Λαμία και οι Φθιωτικές Θήβες από την περιοχή της Φθιώτιδος (Διοδ.18,11).
Οι σύμμαχοι φρόντισαν να ενισχύσουν περαιτέρω τις θέσεις και τις δυνάμεις τους. Έτσι αθηναϊκό στράτευμα 5.000 οπλιτών, 500 ιππέων και 2.000 μισθοφόρων ξεκίνησε να συναντήσει τον Λεωσθένη. Οι Βοιωτοί με την μακεδονική φρουρά της Καδμείας (ακρόπολη της Θήβας) και δύναμη Ευβοέων τους έφραξαν το δρόμο κοντά στις Πλαταιές. Ο Λεωσθένης κατέφθασε ταχύτατα με μέρος του στρατού του, νίκησε τους αντιπάλους και αφού έστησε τρόπαιο επέστρεψε στις Θερμοπύλες. Πλέον με σύνολο 30000 ανδρών περίμενε την κυρίως δύναμη των Μακεδόνων (Διοδ. 18,11. Παυσ. Ι,1,3.).
Στην αντίπερα όχθη ο στρατηγός Αντίπατρος, τοποτηρητής του μακεδονικού θρόνου στα ευρωπαϊκά εδάφη, βρέθηκε σε δεινή θέση. Άργησε να αντιδράσει, καθώς διέθετε ισχνές δυνάμεις και ακόμα χειρότερα είχε να αντιμετωπίσει την ανανεωμένη επιθετικότητα Ιλλυριών και Θρακών. Παρ’ όλα αυτά στα εν λόγω μέτωπα δεν σημειώθηκαν εξελίξεις και ο Αντίπατρος αφού ζήτησε βοήθεια από τους στρατηγούς Κρατερό και Φιλώτα, κατήλθε τελικά στη Θεσσαλία με 13000 πεζούς, 600 ιππείς και με όλον τον στόλο, αποτελούμενο από 110 τριήρεις (Διοδ.18,11). Οι Θεσσαλοί τον συνέδραμαν με δύναμη ιππικού και έτσι έφτασε στον κάμπο του Σπερχειού, πέρασε τον ποταμό και κατέλαβε την Ηράκλεια. Ο Λεωσθένης όμως με συχνές αψιμαχίες κατάφερε να τον παρασύρει σε μάχη στην οποία οι Μακεδόνες ηττήθηκαν, ενώ το θεσσαλικό ιππικό αυτομόλησε στους επαναστάτες. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο Αντίπατρος βρέθηκε εγκλωβισμένος. Για καλή του τύχη όμως βρήκε αφύλακτες τις διαβάσεις του Σπερχειού, τον οποίο διέσχισε και εισέβαλε στην Λαμία όπου και οχυρώθηκε. Μετά από αυτά ολόκληρη η Θεσσαλία προσχώρησε στους επαναστατημένους (Ι. Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,11).
Φυσικά η Λαμία του καιρού εκείνου δεν διέθετε μόνον το επιβλητικό φρούριο που γνωρίζουμε σήμερα. Χτισμένη σε τοποθεσία μοναδικής γεωστρατηγικής σημασίας, είχε τη δυνατότητα ελέγχου της παραλιακής οδού και του στενού περάσματος που οδηγεί στη Θεσσαλία. Λογικό ήταν λοιπόν να αποτελέσει μήλο της έριδος αφού όποιος την καταλάμβανε, έκοβε ουσιαστικά την Ελλάδα στα δύο. Συνεπώς ήταν επόμενο να οχυρωθεί με ισχυρό τείχος. Ανασκαφές έχουν αποκαλύψει τμήματα του τα οποία όμως πλέον έχουν χαθεί από την δόμηση της σημερινής πόλης. Γνωρίζουμε ότι ξεκινούσε από τον λόφο του Κάστρου, διερχόταν τις συνοικίες που υπόκεινται αυτού, όπως για παράδειγμα αυτή των Αγίων Θεοδώρων, και κατέληγε - περιλαμβάνοντας φυσικά – στον λόφο του Αγίου Λουκά. Στα χαμηλότερα μέρη θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το τείχος ήταν ακόμη ισχυρότερο. Το γεγονός αυτό διαπίστωσε με πικρό τρόπο και ο ίδιος ο Λεωσθένης στη συνέχεια.
Η μόνη επιλογή του αποκομμένου Αντιπάτρου ήταν να αντέξει όσο μπορούσε στην επερχόμενη πολιορκία και να αναμένει ενισχύσεις από την Ασία. Σκέψεις για φυγή ασφαλώς δεν υπήρχε όσο το αντίπαλο ιππικό κυριαρχούσε στο ανοιχτό πεδίο. Έτσι άρχισε να ανακαινίζει και να βελτιώνει τις οχυρώσεις της Λαμίας, να κατασκευάζει όπλα και μηχανές και να συγκεντρώνει προμήθειες. Ο πολιορκητής Λεωσθένης, μετακινώντας τον στρατό του κοντά στα τείχη, έφτιαξε περιχαρακωμένο στρατόπεδο με τάφρο και άρχισε την πολιορκία. Σε πρώτη φάση παρέταξε τους άνδρες του και προκάλεσε τους Μακεδόνες σε ανοιχτή μάχη. Καθώς αυτοί δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο, αποπειράθηκε να καταλάβει την πόλη με έφοδο. Για μέρες οι σύμμαχοι εξαπέλυαν αλλεπάλληλες σφοδρές επιθέσεις στα τείχη, αλλά αποκρούονταν με σθένος και γενναιότητα από τους υπερασπιστές. Οι μεγάλες απώλειες ανάγκασαν τον Λεωσθένη να αλλάξει τακτική. Αποφάσισε λοιπόν να εκπορθήσει την πόλη με την πείνα. Κατασκεύασε εξωτερικό τείχος και τάφρο περιμετρικά της πόλης, έτσι ώστε να μη μπορεί να εισέλθει ούτε να εξέλθει κανείς από αυτή (Διοδ. 18,11. Ι.Βορτσ.Δ,3).
Αφού έγιναν αυτά οι Αιτωλοί ζήτησαν να αποχωρήσουν «δια τινάς εθνικάς χρείας». Οι ακριβείς αιτίες αυτής της κίνησης δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια. Είτε διότι είχε φτάσει ο καιρός να εκλέξουν στρατηγό, είτε είχαν κουραστεί από μακροχρόνιους αιματηρούς αλλά άκαρπους πολέμους, είτε τα εδάφη τους απειλήθηκαν από τους προαιώνιους εχθρούς τους Ακαρνάνες, γεγονός είναι ότι το συμμαχικό στράτευμα στερήθηκε μεγάλο μέρος της αρχικής του δύναμης, περίπου το ένα τέταρτο αυτής. Παρ’ όλα αυτά ο Λεωσθένης διέθετε αρκετό στρατό για να συνεχίσει την πολιορκία της πόλης (Ι.Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,11).
Στο στρατόπεδο των πολιορκημένων Μακεδόνων η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται εφιαλτική. Πολλά αναγκαία εξέλειπαν και το φάσμα της παράδοσης ήταν ήδη ορατό. Ο Αντίπατρος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις και ζήτησε ειρήνη, ο Λεωσθένης όμως ανταπαίτησε παράδοση άνευ όρων (Ι. Βορτσ.Δ,3, Ελευθ. Εγκυκλ. Λεξικό: Λεωσθένης). Εκεί που όλα φαίνονταν χαμένα ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να αλλάξει την ροή των εξελίξεων. Οι Μακεδόνες στοχεύοντας μια πολιορκητική τάφρο των Ελλήνων, πραγματοποίησαν ορμητική έξοδο. Ο Λεωσθένης έσπευσε να βοηθήσει τους στρατιώτες του αλλά δέχθηκε πέτρα στο κεφάλι και μεταφέρθηκε λιπόθυμος στο στρατόπεδο όπου τρεις μέρες μετά πέθανε. Ο θάνατος του λύπησε βαθιά όλους τους συμμάχους, καθώς τα κατορθώματα του είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία τους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παυσανίας (Α,25,4), το ηθικό τους δε καταρρακώθηκε και συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική ήττα. Ο νεκρός στρατηγός ενταφιάστηκε με τιμές ήρωα πιθανότατα στο στρατόπεδο του έξω από την Λαμία, όπως ισχυρίζεται ο Ι. Βορτσέλας. Η αρχηγία πλέον ανατέθηκε στον Αντίφιλο, ο οποίος περιγράφεται από τον Διόδωρο ως «ανήρ διαφέρων τη συνέσει στρατηγική και ανδρεία».
Όσο οι Έλληνες θρηνούσαν τον Λεωσθένη, οι Μακεδόνες κατέστρεψαν τμήμα του εχθρικού χαρακώματος και εφοδιάστηκαν με αρκετά τρόφιμα. Η σημαντικότερη είδηση όμως ήταν άλλη. Ο Λεοννάτος, σατράπης της Ελλησποντινής Φρυγίας, παιδικός φίλος και σωματοφύλακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού πέρασε στη Μακεδονία και συγκέντρωσε περισσότερους από 20.000 πεζούς και 2.500 ιππείς, κατέβαινε μέσω Θεσσαλίας να αναμετρηθεί με τους συνασπισμένους Έλληνες. Εάν δε ο Αντίπατρος κατόρθωνε να ενώσει την δύναμη του με αυτή του Λεοννάτου, η πλάστιγγα θα έγερνε αποφασιστικά υπέρ των Μακεδόνων. Ο Αντίφιλος όφειλε να αποτρέψει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό έλυσε την πολιορκία της Λαμίας, έκαψε τις αποσκευές και έσπευσε να συγκρουστεί με τον Λεοννάτο.
Οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι λίγα μίλια βορειοανατολικά της Λαμίας, πιθανόν στην τοποθεσία Ράμνος, στον δρόμο προς τις Φθιωτικές Θήβες (Ι. Βορτσ. Δ,3), όπου διεξήχθη σφοδρή ιππομαχία που διήρκεσε αρκετή ώρα. Τελικά επικράτησαν οι Έλληνες χάρη στην γενναιότητα των Θεσσαλών και του αρχηγού τους Μένωνος. Ο Λεοννάτος πολέμησε γενναία και ορμητικά, αποκλείσθηκε όμως σε ελώδη περιοχή, δέχθηκε αρκετά τραύματα στα οποία και υπέκυψε αργότερα. Το μακεδονικό πεζικό που δεν είχε εμπλακεί, βλέποντας την αρνητική έκβαση, αποσύρθηκε στους γύρω λόφους. Οι νικητές αφού έστησαν τρόπαιο στο πεδίο της μάχης, αποχώρησαν στις θέσεις τους (Ι.Βορτσ.Δ,3. Διοδ.18,14).
Ο Αντίπατρος εκμεταλλευόμενος την αναχώρηση των πολιορκητών, εξήλθε της Λαμίας και την επομένη της μάχης ενώθηκε με τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού. Απέφυγε την πορεία στο ομαλό πεδίο όπου το ελληνικό ιππικό κυριαρχούσε, και ακολουθώντας δύσβατα εδάφη έφθασε εγγύτερα στη Μακεδονία απ’ όπου μπορούσε να ανεφοδιάζεται ευκολότερα. Αντίθετα πάντως με τις χερσαίες επιχειρήσεις, οι Μακεδόνες είχαν επιβάλλει την κυριαρχία τους στην θάλασσα, μέχρι την άνοιξη του 322 π.Χ. Οι Αθηναίοι, με ναύαρχο τον Ηετίωνα, είχαν κατασκευάσει κι άλλα πλοία, των οποίων ο συνολικός αριθμός έφθασε τα 170. Οι Μακεδόνες, με επικεφαλής τον Κλείτο, είχαν την αριθμητική υπεροχή με 240 πλοία[1]. Οι δύο στόλοι ναυμάχησαν δύο φορές, στην Άβυδο του Ελλησπόντου και στην Αμοργό, ενώ ο μακεδονικός κατέστρεψε πολλά εχθρικά πλοία στις Εχινάδες νήσους[2] (Ι.Βορτσ.Δ,3. Ελλ. Ιστορία, Γ’. Διοδ.18,16).
Ο πόλεμος πλέον είχε εισέλθει στην τελική του φάση. Ο Κρατερός, γνωστός στρατηγός και φίλος του Αλεξάνδρου, κατέφθασε από την Κιλικία με 10000 πεζούς, εκ των οποίων 6000 ήταν βετεράνοι του Αλεξάνδρου, 1000 Πέρσες τοξότες και σφενδονητές και 1500 ιππείς. Κατέβηκε στην Θεσσαλία, ενώθηκε με τον Αντίπατρο στον οποίο παραχώρησε την αρχηγία και στρατοπέδευσε κοντά στον Πηνειό. Οι συνολικές τους δυνάμεις ανέρχονταν σε 40000 βαριά οπλισμένους πεζούς, 3000 τοξότες και σφενδονητές και 5000 ιππείς. Από την άλλη πλευρά αρκετοί Έλληνες είχαν αναχωρήσει για να επισκεφθούν τις οικογένειες τους, υποτιμώντας τους αντιπάλους τους λόγω των προηγουμένων επιτυχιών. Οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από 25000 πεζούς και 3500 εμπειροπόλεμους ιππείς, στους οποίους και στήριζαν τις ελπίδες τους. Οι στρατοί συναντήθηκαν στην Κραννώνα της Θεσσαλίας. Οι Μακεδόνες προσπάθησαν να εκβιάσουν την μάχη. Παρατάχθηκαν και επιτέθηκαν αρχικά με το ιππικό τους. Καθώς στην ιππομαχία που ακολούθησε φάνηκε να επικρατούν οι Έλληνες, το μακεδονικό πεζικό εισήλθε στη μάχη, συγκρούστηκε με το αντίπαλο πεζικό και του προκάλεσε βαριές απώλειες. Οι Έλληνες αδυνατώντας να αντέξουν την πίεση και την αριθμητική υπεροχή των Μακεδόνων, υποχώρησαν με τάξη σε πιο δύσβατα εδάφη. Το ιππικό τους, που ως εκείνη τη στιγμή νικούσε, μόλις αντελήφθη την υποχώρηση της υπόλοιπης παράταξης, αποχώρησε επίσης.
Την επομένη ημέρα οι αρχηγοί Αντίφιλος και Μένων συνεδρίασαν για το αν θα περιμένουν ενισχύσεις ή αν θα ζητήσουν ειρήνη. Τελικά αποφάσισαν το δεύτερο και έστειλαν πρεσβεία στον Αντίπατρο. Αυτός απάντησε ότι θα δεχθεί πρεσβείες από κάθε πόλη ξεχωριστά, και όχι σαν «Κοινό». Οι συνασπισμένοι Έλληνες δεν δέχθηκαν και οι Μακεδόνες προχώρησαν στην πολιορκία θεσσαλικών πόλεων, χωρίς να μπορούν οι πρώτοι να παράσχουν βοήθεια. Αποτέλεσμα ήταν να αποσπαστούν οι Θεσσαλοί από την συμμαχία, ο ελληνικός στρατός να αποχωρήσει και οι Αθηναίοι και οι Αιτωλοί να απομείνουν χωρίς συμμάχους (Ι. Βορτσ. Δ,3. Διοδ.18,17).
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο Αντίπατρος τελικά βάδισε ανεμπόδιστος ως την Βοιωτία, όπου δέχθηκε αθηναϊκή πρεσβεία. Οι Αθηναίοι, ανήμποροι πλέον, αποδέχθηκαν τους σκληρούς όρους του Αντιπάτρου, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία της πόλης, κατήργησε την δημοκρατία και εγκατέστησε μακεδονική φρουρά (Παυσ.Α,25,5-6. Διοδ.18,18). Ο πόλεμος αυτός ήταν απλά μια πρώτη γεύση από το χάος και τις σαρωτικές ανακατατάξεις που συνέβησαν σε όλον τον ελληνιστικό κόσμο την ταραγμένη περίοδο των Διαδόχων.
Κλείνοντας, όσον αφορά την Λαμία, είδε αμέτρητους στρατούς να περνάνε και πάλι από μπρος της και να ερίζουν για την κατοχή της. Σαν πόλη δεν απέκτησε ποτέ την δόξα της Αθήνας ή της Σπάρτης. Στο γεωστρατηγικό χάρτη της αρχαιότητας (και όχι μόνο…) όμως υπήρξε μοναδική, για την θέση και τα ισχυρά τείχη της.
Γεώργιος Κ. Μπαλωμένος
ΠΗΓΕΣ
1. Ι. Βορτσέλας : “ΦΘΙΩΤΙΣ”, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΛΙΑ, 1973, Αθήνα.
2. Διοδώρου Σικελιώτη: “Ιστορική Βιβλιοθήκη”
3. Παυσανία : “Ελλάδος Περιήγησις”, Εκδοτική Αθηνών, 1974
4. Ελληνική Ιστορία , Τόμος Γ’, Εκδοτική Αθηνών, 2007
5. Ελευθερουδάκη, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό
6. Αλεξ. Παραδείση : “Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος”, Π. Ευσταθιάδης, 1976
7. http://www.yppo.gr/
8. el.wikipedia.org/
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι αριθμοί που δίνει ο Διόδωρος στην αρχή παρουσιάζουν αντιφάσεις με αυτούς στη συνέχεια. Πιθανόν έτσι να αποδίδεται η εξέλιξη των επιχειρήσεων στην θάλασσα μέχρις αυτού του σημείου, γεγονός όμως για το οποίο κάθε άλλο παρά σίγουροι μπορούμε να είμαστε.
[2] Οι Εχινάδες νήσοι βρίσκονται κοντά στα Αιτωλικά παράλια. Θεωρείται απίθανο να συναντήθηκαν εκεί οι δύο στόλοι, τόσο μακριά από τα κέντρα επιχειρήσεων. Ο Ι. Βορτσέλας και πολλοί μελετητές εικάζουν ότι τα νησιά που αναφέρει ο Διόδωρος είναι στην πραγματικότητα αυτά αντίκρυ του Εχίνου (σημ. Αχινός), δηλαδή τα Λιχαδονήσια.
Πηγή