Ένα από τα μουσεία που επιλέξαμε να εξετάσουμε είναι το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, το οποίο είναι γνωστό και ως ΜΕΤ από τα αρχικά των λέξεων που απαρτίζουν το όνομα του. Οι λόγοι που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο μουσείο είναι διότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο γνωστά μουσεία τέχνης σε όλο τον κόσμο στο οποίο βρίσκεται πλούσια ποικιλία από πολλά και εξέχοντα εκθέματα προερχόμενα από όλες τις περιόδους της ελληνική αρχαιότητας, ξεκινώντας από την εποχή του Χαλκού μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Το μουσείο αυτό έκτασης δύο εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων θεμελιώθηκε το 1870 από μια ομάδα ανθρώπων που θέλησαν να δημιουργήσουν ένα ινστιτούτο τέχνης που θα αποκτούσε τη φήμη και την αξία των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Βρίσκεται στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν, κοντά στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης και δέχεται 5,5 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο καθώς αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης και πόλο έλξης τουριστών καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Όπως τα περισσότερα μουσεία ανά τον κόσμο έτσι και το ΜΕΤ έχει ποικιλία εκθεμάτων (γλυπτά, αγγεία, μουσικά όργανα, ζωγραφικούς πίνακες) από όλες τις ηπείρους και τους πολιτισμούς τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα της ιστορίας καθώς το φαινόμενο της αρπαγής και παράνομης εκμετάλλευσης αρχαιοτήτων δε θίγει μόνο την Ελλάδα αλλά διάφορες χώρες και έθνη ανά την υφήλιο. Πιο συγκεκριμένα τα αριστουργήματα που εκτίθενται στο ΜΕΤ καλύπτουν την περίοδο από τα βάθη της Νεολιθικής εποχής μέχρι και τη σημερινή και αφορούν πολλούς πολιτισμούς εκτός από τον ελληνορωμαϊκό όπως τον αιγυπτιακό, εκθέματα που αφορούν την αφρικανική τέχνη, πολιτισμούς της Ασίας (Ισλαμική τέχνη, Τουρκία, Ιράν, Κορέα κλπ.), της Ωκεανίας και φυσικά της υπόλοιπης Ευρώπης.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως όλα τα εκθέματα τα οποία θα αναλύσουμε στις επόμενες σελίδες και γίνονται αντικείμενα θαυμασμού επισκεπτών από όλο τον κόσμο, αποτελούν μέσο εκμετάλλευσης, προβολής και οικονομικής ενίσχυσης των ξένων μουσείων. Η προσπάθεια για επαναπατρισμό τους δεν έχει καταστεί ικανή αφού δεν έχουν γίνει επαρκώς οργανωμένες και συντονισμένες προσπάθειες επιστροφών. Πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες αποτελούν τροχοπέδη (εμπόδιο) στο αίτημα για επιστροφή ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι προσδίδουν κέρδος και κύρος στις χώρες στις οποίες βρίσκονται και είναι αυτονόητο πως από την πλευρά τους θα εμποδίσουν κάθε διαπραγμάτευση που θα έχει ως στόχο τη μεταφορά των ευρημάτων στον τόπο καταγωγής τους.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ
Ο τομέας με τα ελληνορωμαϊκά εκθέματα που θα εξετάσουμε εγκαινιάστηκε το 1909 και περιλαμβάνει περισσότερα από 35.000 αντικείμενα. Η συλλογή των εκθεμάτων της αρχαίας ελληνικής τέχνης την οποία αναλύουμε περιλαμβάνει τα σημαντικότερα δείγματα της Κυκλαδικής, Μινωικής, Μυκηναϊκής , Γεωμετρικής, Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου και είναι από τις πλουσιότερες του κόσμου. ΄Οπως θα δούμε και παρακάτω τα εκθέματα των παραπάνω εποχών δείχνουν την υψηλή ποιότητα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων των αρχαίων Ελλήνων. Επίσης, όπως είναι γνωστά από την ιστορία, τα εξαίρετα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία πάνω στα οποία απεικονίζονταν σκηνές από την καθημερινή ζωή και τη μυθολογία, οι επιτύμβιες στήλες με παραστάσεις μοναδικής ευαισθησίας και κομψότητας, ο μεγαλοπρεπής-επιβλητικός Κούρος, τα πήλινα και ορειχάλκινα αγαλματίδια, τα χρυσά κοσμήματα, οι Ταναγραίες (αρχαία Ελληνικά έργα πλαστικής τέχνης από τερακότα ύψους 15 ως 35 εκατοστά) και τα πλαστικά αττικά αγγεία μαρτυρούν το επίπεδο του ελληνικού πολιτισμού μέσα από τον τρόπο σκέψης, τη δημιουργικότητα, τη λεπτότητα και το βάθος των συναισθημάτων καθώς και από τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συλλογή Censola από την Κύπρο τα αντικείμενα της οποίας υπήρξαν από τις πρώτες συλλογές που απέκτησε το μουσείο και συνέβαλε σημαντικά στη φήμη και την ανάδειξή του ως τα ένα από τα πιο αξιόλογα ιδρύματα του κόσμου. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που αποκτήθηκαν μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων και διεκδικήσεων τους από διάφορες χώρες.
Κυκλαδικά ειδώλια
Αρπιστής
(Αποκτήθηκε από το ίδρυμα Rogers το 1947)
Τα μαρμάρινα ειδώλια αποτελούν το σπουδαιότερο δημιούργημα του Κυκλαδικού πολιτισμού και ανάμεσα σ’ αυτά εξέχουσα θέση κατέχει το αγαλματίδιο του «Αρπιστή». Η χρονολογία κατασκευής του πιθανολογείται ανάμεσα στο 2800 – 2300 π.χ. Όπως τα περισσότερα κυκλαδικά ειδώλια έτσι και το συγκεκριμένο είναι φιλοτεχνημένο από παριανό μάρμαρο, που το χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά οι καλλιτέχνες της εποχής, γιατί ήταν ολόλευκο, φωτεινό, χωρίς νερά, σμιλευόταν με ευκολία και έδινε ωραίο αποτέλεσμα.
Ο Αρπιστής, βρίσκεται στην αίθουσα αίθουσα «Robert and Renee Belfer Court» του ΜΕΤ που φιλοξενεί έργα κυκλαδικού πολιτισμου. Είναι το ένα από τα δύο κυκλαδικά ειδώλιο που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε καθώς αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα τέχνης εκείνης της περιόδου από τα σχολικά μας χρόνια. Πρόκειται για ένα έργο μοναδικό και άψογο από αισθητική άποψη στο οποίο κυριαρχεί η ομορφιά της απλότητάς του. Πέρα όμως από το ότι είναι κομψοτέχνημα και αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής του, θεωρείται ότι καταδεικνύει την ιστορική συνέχεια και την επανάληψη του ανθρώπινου γένους μέσα στους αιώνες. Ο Αρπιστής με τη στάσγ του σώματός του φαίνεται να κλείνει στην αγκαλιά του την άρπα σαν να θέλει να την προστατεύσει. Το ίδια κίνηση, (το αγκάλιασμα) το επαναλαμβάνουν και οι σύγχρονοι μουσικοί με το μουσικό όργανο το οποίο κρατάνε στα χέρια τους όταν παίζουν κάποια μελωδία.
Το αγαλματίδιο έχει αποδοθεί τρισδιάστατα στο χώρο, χαρακτηριστικό των ειδωλίων αυτής της περιόδου, έχει ύψος μόνον 29,31 εκατοστών και αναπαριστά έναν μουσικό καθισμένο σε μία καρέκλα – πιθανόν θρόνο- με ψηλή πλάτη και κοντά πόδια. Ο άνδρας είναι εμφανές ότι παίζει έγχορδο μουσικό όργανο το οποίο οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι είναι μια λύρα ή άρπα. Από εκεί πήρε και το όνομά του και το αποκαλούμε μέχρι σήμερα «Αρπιστή». Αυτό το συμπέρασμα το επιβεβαιώνει η κίνηση του χεριού του «Αρπιστή». Με τον αντίχειρα του δεξιού ο μουσικός φαίνεται σαν να ακουμπάει στην χορδή, ώστε να δημιουργήσει ήχο.
Ο Αρπιστής είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που τηρούσαν οι Κυκλαδίτες στην κατασκευή των έργων του, αλλά και την αίσθηση του ωραίου που είχαν αναπτύξει. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ενώ είναι συμμετρικά αποδοσμένο το σώμα του, το δεξί του χέρι είναι περισσότερο χοντρό. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι αρμονικό και οι διαστάσεις του σώματος να τηρούν τις αρχές της αναλογίας. Αν και τα δύο χέρια είχαν το ίδιο μέγεθος, ο θεατής θα έβλεπε το δεξί χέρι που βρίσκεται πίσω από την άρπα, πιο λεπτό αφού τον χωρίζει μεγαλύτερη απόσταση από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο κατασκευής όμως εξασφαλίζεται η αρμονία και η άψογη αισθητική.
Τα αυτιά του είναι κοίλα και μεγάλα, υποδηλώνοντας ενδεχομένως την οξυμένη ικανότητά του ακοή του, ενώ οι μύες στα χέρια του και η κάμψη στους αγκώνες, δηλώνουν ότι πρόκειται για άτομο που συνδυάζει τη δύναμη με την πυγμή, αλλά και την ευαισθησία ως καλλιτέχνης.
Κυκλαδικό γυναικείο ειδώλιο
Στην αρχαιότητα, σε αντίθεση με τα νεότερα χρόνια, οι κοινωνίες ήταν δομημένες μητριαρχικά, καθώς οι γυναίκες είχαν την ευλογία της γέννας. Καθώς με τις γεννήσεις εξασφαλιζότανε η διαιώνιση του είδους η γυναίκα-μητέρα, όχι μόνο κατείχε εξέχουσα θέση στην οικογένεια και την κοινωνία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είχε θεοποιηθεί. Οι Κυκλαδίτες καλλιτέχνες απέδιδαν μεγάλο σεβασμό και συμπεριφέρονταν με δέος απέναντι στις «επίγειες θεότητες», σύμβολο της ζωής και της αναπαραγωγής. Στις λατρευτικές τελετές, σε τάφους ή ιερά αφιέρωναν γυναικείες μορφές, όρθιες ή καθιστές, σε σχήμα που θύμιζε το ελληνικό γράμμα Φ ή Ψ, κατασκευασμένες με λιτές και απλές γραμμές, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κυκλαδίτικης τέχνης.
Το κυκλαδικό γυναικείο ειδώλιο έχει μείνει γνωστό ως «Αριστούργημα του Μπάστη» από τον ελληνοαμερικανό συλλέκτη Χρήστο Μπάστη που το δώρισε στο μουσείο. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του ΜΕΤ αντιπροσωπευτικό της κυκλαδικής εποχής και του πολιτισμού που αναπτύχθηκε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πιστεύεται πως κατασκευάστηκε μεταξύ του 2600 – 2400 π.Χ. από παριανό μάρμαρο και έχει ύψος 62,79 εκατοστών.
Αναπαριστά μία γυναικεία μορφή, σε κατάσταση εγκυμοσύνης με έντονες καμπύλες στην περιοχή των γοφών. Οι Κυκλαδίτες καλλιτέχνες κατασκεύαζαν τα έργα τους ακολουθώντας ορισμένους κανόνες. Προσπαθούσαν τα έργα τους να ανταποκρίνονται ανατομικά στην πραγματικότητα, να μεταφέρουν συμβολισμούς αλλά και να προσφέρουν αισθητική απόλαυση. Οι γυναικείες μορφές, τύποι της μεγάλης προϊστορικής θεάς, είναι σύμβολο της ζωής και της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Τα γυναικεία ειδώλια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει τα σχηματικά ή βιολόσχημα ειδώλια στα οποία αποδίδονται μόνο συγκεκριμένες λεπτομέρειες του ανθρώπινου σώματος π.χ. μαστοί, ενώ στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται ειδώλια που αποδίδουν το ανθρώπινο σώμα με φυσικό τρόπο και στην οποία κατηγορία ανήκει και το αριστούργημα του Μπάστη που εξετάζουμε.
Η κεφαλή του γυναικείου ειδωλίου είναι πεπλατυσμένη και γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω. Τα χέρια είναι λυγισμένα, κολλημένα στο σώμα και διπλωμένα στο στήθος. Τα γόνατα κάμπτονται ελαφρώς και τα δάχτυλα των ποδιών έχουν κλίση προς το έδαφος ενώ τα πέλματα είναι ελαφρώς ανασηκωμένα σαν να σηκώνεται η μορφή στις μύτες των ποδιών. Το στήθος τονίζεται με ελαφρά προβολή των μαστών, κυρίαρχο όμως χαρακτηριστικό είναι η φαρδιά λεκάνη και οι καμπύλες στην περιοχή των γοφών και της κοιλιάς που είναι έντονες πράγμα το οποίο υποδηλώνει την κατάσταση της εγκυμοσύνης στην οποία βρίσκεται η γυναικεία μορφή. Μέσα από την πληθωρική απόδοση του γυναικείου αγάλματος δηλώνεται η ανάγκη για ευγονία και διαιώνιση του είδους, μέσα από τη μυστηριακή διαδικασία της γέννας.
Το συγκεκριμένο γυναικείο ειδώλιο επιλέχθηκε γιατί μαζί με τον Αρπιστή αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του κυκλαδικού πολιτισμού. Αρμονικό και υποβλητικό αποτελεί ύμνο στη γυναίκα και τη συνεισφορά της. Η αυστηρότητα στη μορφή και η ρεαλιστική απόδοση της περιοχής που κυοφορείται η νέα ζωή, η ηρεμία με την οποία ατενίζει την αιωνιότητα την οποία έχει κερδίσει με τη συνεισφορά της στη διαιώνιση του είδους, η γνώση του ρόλου και της αποστολής που έχει αναλάβει, δημιουργούν συγκίνηση και καθησυχάζουν για τη συνέχεια της ζωής. Κυρίως όμως σε μια προσεκτική εξέταση, εντυπωσιάζουν οι αντιθέσεις που προβάλλονται από το ειδώλιο αυτό. Το γεγονός ότι η γυναικείο μορφή είναι άνθρωπος-γυναίκα και ταυτόχρονα θεά, ότι εξασφαλίζει τη συνέχεια από το παρελθόν και το μέλλον, ότι συνυπάρχουν το παλιό και το σύγχρονο, προβάλλει το συμπυκνωμένο το νόημα της ζωής και μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον.
Γεωμετρική εποχή
Σύμπλεγμα πολεμιστή και Κένταυρου
(δωρεά J. Pierpont Morgan, 1917)
Το ορειχάλκινο σύμπλεγμα της Γεωμετρικής εποχής που αναπαριστά έναν πολεμιστή να μάχεται μ’ έναν Κένταυρο, υπολογίζεται πως έχει κατασκευαστεί στα μέσα του 8ου π.Χ. αι.. Οι δύο μορφές είναι γυμνές, όρθιες και φορούν ψηλό κωνικό κράνος. Η λόγχη στην αριστερή πλευρά του Κένταυρου και η διαφορά ύψους ανάμεσα στις δύο μορφές (Ύψος πολεμιστή 11,4 εκ./Ύψος Κένταυρου 9,9) δηλώνουν την έκβαση της μάχης. Πιθανολογείται ότι το αγαλματίδιο προέρχεται από την Ολυμπία και ότι πρόκειται για τον Ηρακλή και τον κένταυρο Νέσσο.
Ο καλλιτέχνης απέδωσε μία βίαιη σκηνή μάχης, η οποία γίνεται εμφανής από τη λεπίδα στο πλευρό του Κένταυρου. Χαρακτηριστικά όπως οι αναλογίες των σωμάτων, οι στρογγυλές κεφαλές με τις γενειάδες και τα μεγάλα σε μέγεθος αυτιά είναι κοινά μεταξύ του πολεμιστή και του Κένταυρου. Ο άνθρωπος όμως σε σχέση με τον κένταυρο έχει έντονο βλέμμα και φυσικά ξεχωρίζει από το ύψος. Οι μορφές μπορεί να αναπαριστώνται λιτές και απλές, όμως η ένταση που επικρατεί, εφόσον πρόκειται για μια σκηνή μάχης προσδίδει στο έργο μνημειώδη ποιότητα.
Το σύμπλεγμα του πολεμιστή Ηρακλή και του Κένταυρου Νέσσου επιλέχθηκε γιατί είναι αξιοθαύμαστη η διοχέτευση της φαντασίας των αρχαίων σε ένα λιτό, φαινομενικά, άγαλμα. Η ικανότητα την οποία διέθεταν και κατόρθωναν να αποδώσουν στις μορφές τις αντιθέσεις είναι εκπληκτική. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν αντιθετικά ζεύγη: την ανθρώπινη φύση και την ζωώδη ορμή, έναν θεό (Ηρακλής) και έναν δαίμονα (Νέσσος), τη στατικότητα και τη βιαιότητα της μάχης, τις ψιλόλιγνες γραμμές και τα στρογγυλέματα, τον άνθρωπος και το ζώο, τη νίκη και την ήττα, τη ζωή και το θάνατο, είναι μοναδικός. Παρουσιάζονται στο θεατή με τέτοιο τρόπο επιτρέποντάς του να καταλάβει ότι η ζωή προχωρά μόνο μέσα από την αντιπαράθεση και ότι ο άνθρωπος κρύβει μέσα του και το καλό και το κακό που βρίσκονται μόνιμα σε πάλη.
Σκηνή πρόθεσης νεκρού
(Αποκτήθηκε από το ίδρυμα Rogers το 1914)
Πρόκειται για ένα πήλινο επιτύμβιο κρατήρα, μελανόμορφης τεχνοτροπίας, ύψους 1.08 μ. της γεωμετρικής περιόδου, που είναι, διακοσμημένος, εκτός από τα γεωμετρικά σχήματα με πολυπρόσωπες παραστάσεις, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του αγγείου. Η κατασκευή του υπολογίζεται το 750 – 735 π.Χ. Πήρε το όνομα του από τον G. Hirschfeld ο οποίος το έφερε στη δημοσιότητα το 1872, μετά την ανακάλυψη του σε νεκροταφείο στη Δίπυλο. Στην γεωμετρική εποχή συνήθιζαν να τοποθετούν πάνω στους τάφους μνημειώδη αγγεία, συχνά διακοσμημένα με παραστάσεις νεκρικού περιεχομένου. Στον υπέροχο αυτό κρατήρα αποδίδεται η πρόθεση ενός νεκρού, δηλαδή μία τελετή, που αποτελούσε συνήθη ταφική πρακτική στην αρχαία Ελλάδα.
Πρόκειται για τροχήλατο αγγείο, που η επιφάνειά του είναι χρωματισμένη με υποκίτρινο χρώμα, που διακόπτεται από μεγάλες μαύρες επιφάνειες που ονομάζονται ζώνες.. Όπως συμβαίνει σε όλα τα πήλινα αγγεία αυτής της περιόδου, ο αγγειογράφος, διαιρεί την επιφάνεια σε οριζόντιες ζώνες και το γεμίζει με γεωμετρικά σχήματα θαυμαστής ακρίβειας, σαν να χρησιμοποιούσε στην απόδοσή τους διαβήτη ή άλλα γεωμετρικά όργανα. Αυτό που αποκαλούμε «φόβο του κενού» έχει ως αποτέλεσμα όλη η επιφάνεια του αγγείου να καλύπτεται με διάφορα σχήματα, ρόμβους, τρίγωνα, κύκλους, γραμμές κ.α. ώστε να μη μείνει ακάλυπτο κανένα σημείο.
Στη μέση της ανώτερης ζώνης απεικονίζεται ο νεκρός ξαπλωμένος στο νεκρικό του κρεβάτι, μέσα στο σπίτι. Γύρω του συγγενείς, υπηρέτες και θρηνωδοί θρηνούν κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση που υποδηλώνει πένθος, τραβάνε δηλαδή τα μαλλιά τους, αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο φόρο τιμής στην θανόντα. Το σάβανο είναι ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο, με αβακωτό κόσμημα, που απλώνεται πάνω από τον νεκρό. Όλες οι ανθρώπινες μορφές ο κορμός αποδίδεται μετωπικά, ενώ τα πόδια και το κεφάλι από το πλάι. Στα πόδια του νεκρού 11
απεικονίζεται η γυναίκα του νεκρού με το παιδί στην αγκαλιά της.
Στην κάτω ζώνη ξετυλίγεται μία πομπή με άρματα, άλογα, οπλίτες δόρατα και ασπίδες, στοιχείο που πιθανότατα παραπέμπει στα πολεμικά κατορθώματα του νεκρού ή αναφέρεται στους ένδοξους προγόνους του. Ο λαιμός και το πόδι η βάση δηλαδή του αγγείου είναι διακοσμημένα με τρίγωνα, ρόμβους, γραμμές, κύκλους και μαιάνδρους, δηλαδή γεωμετρικά σχήματα που έδωσαν την ονομασία σ’ αυτήν την περίοδο, που άκμασε από το 1110 -700 π.Χ.
Το συγκεκριμένο αγγείο επιλέχθηκε γιατί πέρα από την προφανή καλλιτεχνική του αξία είναι γιατί αξιοσημείωτες είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζει με το ηπειρώτικο μοιρολόι. Η συνέχεια των εθίμων που περνούν από γενιά σε γενιά με τις οδυρόμενες μοιρολογίστρες, την εκφορά του νεκρού, τις τιμές που του αποδίδονται φαίνονται τόσο «σύγχρονα» που αποτελούν ζώσα πραγματικότητα. Επιπλέον αυτό που με συγκίνησε, ήταν η προσπάθεια του ζωγράφου του να αποδώσει την τρίτη διάσταση – το βάθος – αλλά και την κίνηση, χαράζοντας νέους ορίζοντες στην Τέχνη. Για να αποδώσει το βάθος ζωγραφίζει μικρότερα τα πίσω πόδια της νεκρικής κλίνης, τα άλογα να έχουν διαφορετικό ύψος, (πιο ψηλό το μπροστινό, πιο κοντά τα επόμενα και τα κεφάλια τους πιο μεγάλο το πρώτο, πιο μικρά τα επόμενα), ενώ αποδίδει την κίνηση με το να μην πατούν οι ρόδες της άμαξας στο έδαφος.
Αρχαϊκή εποχή
Γυναίκες σε οικιακές ασχολίες
(Αποκτήθηκε από ίδρυμα Fletcher το 1931)
Η Αττική μελανόμορφη λήκυθος, της Αρχαϊκής εποχής, που αποδίδεται στον ζωγράφο Αμάση, είναι κατασκευασμένη μεταξύ 550-530 π.Χ. από πηλό και έχει ύψος 17,15 εκ. Το κάτω μέρος είναι μαύρο, ενώ το κυρίως σώμα και ο ώμος κοσμούνται με παραστάσεις, οι οποίες συνδυάζουν ένα θρησκευτικό θέμα με μια σκηνή της καθημερινής ζωής. Στην κύρια σκηνή της ληκύθου πρωταγωνιστούν οι γυναικείες μορφές. Δύο στο κέντρο υφαίνουν σ’ έναν κάθετο αργαλειό, τρεις στα δεξιά ζυγίζουν το μαλλί και δίπλα τους τέσσερις άλλες γνέθουν με ρόκα. Ανάμεσα τους διακρίνεται διπλωμένο το τελειωμένο ύφασμα.
Το συγκεκριμένο αγγείο αφορά μία απλή καθημερινή δραστηριότητα που έχουν αναλάβει να εκτελούν οι γυναίκες. Μέσα από την αναπαράσταση αυτή βλέπουμε ότι οι υφάντρες, ο αργαλειός, τα νήματα, τα βαρίδια, τα υφάσματα, όλα είναι ίδια με την σημερινή εποχή. Ακόμα και ο ρόλος της γυναίκας σαν άοκνης εργάτριας, που φροντίζει την οικιακή οικονομία και αποτελεί το στυλοβάτη του σπιτιού, διαιωνίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι το σήμερα είναι η συνέχεια του χτες και το παρόν χτίζεται πάνω στα επιτεύγματα του παρελθόντος.
Πηγή : 3ο ΛΥΚΕΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ - ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Μπαριάμη Τζένη, «Η ελληνική τέχνη στα μουσεία του κόσμου», (Μητροπολιτικό Μουσείο), επιστημονική επιμέλεια: Πάνος Βαλαβάνης, Βασίλειος Λαμπρινουδάκης, εκδόσεις EXPLORER (η Καθημερινή), Αθήνα 2010
• Τσούντας Χρήστος, «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης», εκδότης Γ. Παπακωνσταντίνου, Αθήνα
• «Θησαυροί από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης: μνήμες και αναβιώσεις του κλασικού πνεύματος», Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, 1979