Κατά το πρώτο μισό της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας, η Αττική ήταν διηρημένη σε αρκετές ανεξάρτητες κοινότητες. Η Αθήνα (ταυτιζόμενη ουσιαστικά με την Ακρόπολη) ήταν μία από τις ισχυρότερες κοινότητες, πιθανώς κυβερνώμενη από Δαναούς ηγεμόνες.
Η κομβική θέση της στο μέσο σχεδόν της απόστασης από την Ερένεια έως το Σούνιο (ακραία σημεία της Αττικής προς τα βορειοδυτικά και τα νοτιοανατολικά αντιστοίχως), η σχετικά εύφορη γη που την περιέβαλε και η δυσπρόσβλητη θέση της Ακρόπολης, ήταν μερικές παράμετροι οι οποίες έδωσαν στην Αθήνα κάποιο προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστικών της κοινοτήτων-κρατιδίων για την τελική επικράτηση στην Αττική, κυρίως έναντι της Ελευσίνας και της Παλλήνης. Η Αθήνα ήταν η τελική νικήτρια στον ενδο-αττικό αγώνα.
Φαίνεται πως κατά τον ύστερο 16ο αι. π.Χ., οι Δαναοί της Αθήνας ανατράπηκαν από μία δυναστεία Λαπιθών (μάλλον του μυθικού Εριχθόνιου), καταγόμενη από τη Θεσσαλία. Η λαπιθική καταγωγή της είναι εμφανής από τη λίγο μεταγενέστερη διακυβέρνηση της Αθήνας από τους αναμφίβολα Λαπίθες ήρωες Αιγέα και Θησέα, ή ορθότερα τους βασιλείς-πολεμιστές που εκείνοι αντιπροσωπεύουν.
Η λαπιθική δυναστεία έφθασε στο απόγειο της κατά τη βασιλεία του μυθολογικού ήρωα Θησέα, μάλλον σε κάποιο απροσδιόριστο διάστημα του 14ου αι., όταν εκείνος (ή ορθότερα οι Αιγειίδες-Θησείδες βασιλείς που αντιπροσωπεύει) κατόρθωσε να ενώσει τα αττικά κρατίδια σε ένα ανακτορικό κράτος. Ο αναφερόμενος Συνοικισμός της Αττικής, αν δεν είναι μυθικός, σήμανε την ουσιαστική ίδρυση του Αττικού/Αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση του αθηναϊκού στρατού. Εκτός από την ισχυρή Ελευσίνα, είναι άγνωστο αν στους αιώνες που ακολούθησαν, οι αττικές κοινότητες κατόρθωναν να ανακτούν την ανεξαρτησία τους από την Αθήνα για κάποια χρονικά διαστήματα. Θεωρείται πιθανό ότι αυτό συνέβαινε κατά τα Τρωικά. Η απουσία των πόλεων της Αττικής εκτός της Αθήνας, από τον Κατάλογο Νηών των Αχαιών, της Ιλιάδας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή ίσως οφείλεται σε μεταγενέστερη αθηναϊκή παρέμβαση στο κείμενο του.
Ο αττικός στρατός του 14ου αι. π.Χ. ακολουθούσε τα πρώιμα μυκηναϊκά ανακτορικά πρότυπα οργάνωσης, εξοπλισμού και τακτικών. Τον 13ο αι., η μυκηναϊκή πολεμική τέχνη μεταβλήθηκε δραματικά, σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις των καιρών, αν και κάποια κράτη όπως η Πύλος, η Κνωσός και η Σαλαμίνα, μάλλον διατήρησαν τα πρωτομυκηναϊκά στρατιωτικά πρότυπα. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν οι Μυκηναίοι της Αττικής ακολούθησαν τις υστερομυκηναϊκές στρατιωτικές καινοτομίες, όμως αυτό είναι το πιθανότερο. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως οι Αττικοί/Αθηναίοι διέθεταν πολεμικά άρματα λόγω της ανακτορικής οργάνωσης τους. Οι Αττικοί συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο (περίπου μέσα 13ου αι.) υπό τον ήρωα Μενεσθέα.
Μετά τη μυκηναϊκή κατάρρευση, οι Αθηναίοι/Αττικοί αντιμετώπισαν την επίθεση των Βορειοδυτικών Ελλήνων (γνωστών γενικά ως «Δωριέων»). Η ανατολική Αττική ήταν σχεδόν η μόνη νοτιοελλαδική ηπειρωτική περιοχή (μαζί με την Αρκαδία) στην οποία αποκρούσθηκαν οι νεοφερμένοι, χαρακτηριζόμενη από τους αρχαιολόγους ως η «Κιβωτός όλης της Ελλάδας». Τότε ο πληθυσμός της ενισχύθηκε σημαντικά από τους Ιωνες πρόσφυγες από τη βόρεια Πελοπόννησο, οι οποίοι συνέστησαν ένα ποσοστό του πληθυσμού της (και όχι την πλειοψηφία του, όπως θεωρείται συνήθως και εσφαλμένα).
Η απόκρουση της δωρικής εισβολής μάλλον λίγο μετά το 1000 π.Χ. είναι μία μεγάλη και ευρέως λησμονημένη νίκη του αθηναϊκού/αττικού στρατού, ο οποίος είχε ενισχυθεί με Ιωνες, Αχαιούς, Μινύες, Τροιζήνιους και άλλους μάχιμους πρόσφυγες. Οι Δωριείς που επιτέθηκαν στην Αττική (προερχόμενοι από τις Κορινθία, Μεγαρίδα, Αργολίδα και Μεσσηνία) κατέλαβαν το Θριάσιο πεδίο και κατέστρεψαν την Ελευσίνα, αλλά αποκρούσθηκαν από τους Αθηναίους και εκκένωσαν την Αττική καταλήγοντας αργότερα στην Κρήτη.
Η εισβολή των Πελοποννήσιων Δωριέων στην Αττική (περί το 1.000 π.Χ.) κατέστρεψε την Ελευσίνα, μία παράδοση που επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογία. Το Θριάσιο πεδίο, η πολιτική χώρα της Ελευσίνας, έμεινε ακατοίκητο για μεγάλο διάστημα ενώ οι κάτοικοι του είναι βέβαιο πως είχαν καταφύγει στην ανατολική Αττική. Η ανατολική Αττική είχε καταστεί το προπύργιο της αντίστασης στους Δωριείς και πριν την έλευση τους, υπήρξε η «Κιβωτός όλης της Ελλάδας» όπως έχει χαρακτηρισθεί από τους αρχαιολόγους, όντας το μόνο σχεδόν ασφαλές έδαφος στην ηπειρωτική χώρα εν μέσω των αναστατώσεων που επέφερε η πολιτικοοικονομική κατάρρευση του Ανατολικομεσογειακού κόσμου (12ος αι.).
Η δυτική Αττική (Θριάσιο και λίγα περιβάλλοντα εδάφη) εκκενώθηκε επειδή γεωστρατηγικά δεν μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά έναντι εχθρών που προωθούνται από τα δυτικά (οι Δωριείς εν προκειμένω) λόγω της γεωμορφολογίας της. Η μόνη υπερασπίσιμη γραμμή άμυνας είναι εκείνη που διατρέχει την Πάρνηθα και το όρος Αιγάλεω (σύνορα ανατολικής και δυτικής Αττικής), όπως απέδειξε και η μεταγενέστερη κατασκευή ενός αμυντικού τειχίσματος κοντά στο σύγχρονο Δαφνί από τους Κλασικούς Αθηναίους. Όταν οι Αττικοί και οι πρόσφυγες (Ιωνες, Αχαιοί, Τροιζήνιοι κ.ά.) που είχαν καταφύγει στην Αττική νίκησαν τους Δωριείς εισβολείς, οι Ελευσίνιοι επέστρεψαν στο Θριάσιο ενώ οι περισσότεροι πρόσφυγες προωθήθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία. Τότε η Ελευσίνα ανέκτησε την ανεξαρτησία της, προφανώς λόγω της αθηναϊκής εξασθένησης από τη δωρική επίθεση. Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή). Η επίθεση των Δωριέων εναντίον της Αττικής αντικατοπτρίζεται στον μύθο του βασιλιά Κόδρου.
Η σημασία της απόκρουσης της δωρικής εισβολής είχε το ίδιο ειδικό βάρος για την Ιστορία της
Αθήνας, με εκείνο της αθηναϊκής νίκης στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), επειδή απέτρεψε οριστικά το ενδεχόμενο να καταστεί η Αττική δωρικό έδαφος. Η πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική και τεχνολογική εξέλιξη μίας υποθετικής δωρικής Αθήνας, θα ήταν πιθανώς πολύ διαφορετική από τη γνωστή, με προφανείς κοσμοϊστορικές συνέπειες για την ανθρώπινη Ιστορία (κυρίως για τον παγκόσμιο πολιτισμό). Μία δωρική Αθήνα μάλλον θα εξελισσόταν σε μία πόλη περιορισμένης σημασίας, στην περιφέρεια του δωρικού κόσμου, που θα ζούσε στη σκιά των μεγάλων δωρικών δυνάμεων Αργους, Σπάρτης, Κορίνθου και της συγγενικής τους εθνολογικά Θήβας. Επίσης το πιθανότερο είναι ότι θα ιδρύονταν περισσότερα από ένα ή δύο δωρικά κράτη στην Αττική, επειδή έχουμε τα ιστορικά παράλληλα της Αργολίδας και της Βοιωτίας.
Ετσι η Αθήνα θα ήταν ακόμη πιο αποδυναμωμένη. Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες αθηναϊκές νίκες του 1000 π.Χ. και του 490 π.Χ. (με χρονική διαφορά πέντε αιώνων) ήταν ότι οι Δωριείς εισβολείς στο Θριάσιο ήταν Ελληνες, ενώ οι εισβολείς στον Μαραθώνα ήταν βάρβαροι. Οι Δωριείς ανέπτυξαν κατά την Κλασσική περίοδο έναν σπουδαίο πολιτισμό, ο οποίος όμως υστερούσε έναντι του κλασσικού Αθηναϊκού σύμφωνα με την άποψη των περισσοτέρων ερευνητών και ιστορικών, Ελλήνων και μη-Ελλήνων. Ωστόσο η άποψη του συγγραφέα αυτού του άρθρου σχετικά με αυτή την «υστέρηση» είναι τελείως διαφορετική αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ σε μελλοντικό άρθρο.
Σχετικά με τον αθηναϊκό στρατό της ευρύτερης Γεωμετρικής περιόδου (11ος-8ος αι. π.Χ.) ο οποίος στις Αρχές της πέτυχε τη νίκη επί των Δωριέων, εκείνος ακολουθούσε τα κοινά νοτιοελλαδικά πρότυπα οπλοσκευής, με τη χρήση υστερομυκηναϊκών κωδωνοειδών θωράκων, κωνόσχημων περικεφαλαίων «Κέγκελ» (Kegelhelm), πρωτοκορινθιακών κ.ά. Οι ασπίδες ήταν συνηθως Υστερου οκτώσχημου τύπου μικρού μεγέθους, τύπου Διπύλου (ονοματισμένος από την ομώνυμη αθηναϊκή πύλη), «Χέρτσπρουνγκ» (Herzsprung, κυρίως για τους ευγενείς) κ.ά., τα ξίφη και τα δόρατα ανήκαν σε διάφορους τύπους της Γεωμετρικής, κτλ. Το άρμα δεν ήταν πλέον Οπλο κρούσης αλλά κυρίως ένα μεταφορικό μέσο για τους ευγενείς.
Πηγή
Η κομβική θέση της στο μέσο σχεδόν της απόστασης από την Ερένεια έως το Σούνιο (ακραία σημεία της Αττικής προς τα βορειοδυτικά και τα νοτιοανατολικά αντιστοίχως), η σχετικά εύφορη γη που την περιέβαλε και η δυσπρόσβλητη θέση της Ακρόπολης, ήταν μερικές παράμετροι οι οποίες έδωσαν στην Αθήνα κάποιο προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστικών της κοινοτήτων-κρατιδίων για την τελική επικράτηση στην Αττική, κυρίως έναντι της Ελευσίνας και της Παλλήνης. Η Αθήνα ήταν η τελική νικήτρια στον ενδο-αττικό αγώνα.
Φαίνεται πως κατά τον ύστερο 16ο αι. π.Χ., οι Δαναοί της Αθήνας ανατράπηκαν από μία δυναστεία Λαπιθών (μάλλον του μυθικού Εριχθόνιου), καταγόμενη από τη Θεσσαλία. Η λαπιθική καταγωγή της είναι εμφανής από τη λίγο μεταγενέστερη διακυβέρνηση της Αθήνας από τους αναμφίβολα Λαπίθες ήρωες Αιγέα και Θησέα, ή ορθότερα τους βασιλείς-πολεμιστές που εκείνοι αντιπροσωπεύουν.
Η λαπιθική δυναστεία έφθασε στο απόγειο της κατά τη βασιλεία του μυθολογικού ήρωα Θησέα, μάλλον σε κάποιο απροσδιόριστο διάστημα του 14ου αι., όταν εκείνος (ή ορθότερα οι Αιγειίδες-Θησείδες βασιλείς που αντιπροσωπεύει) κατόρθωσε να ενώσει τα αττικά κρατίδια σε ένα ανακτορικό κράτος. Ο αναφερόμενος Συνοικισμός της Αττικής, αν δεν είναι μυθικός, σήμανε την ουσιαστική ίδρυση του Αττικού/Αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση του αθηναϊκού στρατού. Εκτός από την ισχυρή Ελευσίνα, είναι άγνωστο αν στους αιώνες που ακολούθησαν, οι αττικές κοινότητες κατόρθωναν να ανακτούν την ανεξαρτησία τους από την Αθήνα για κάποια χρονικά διαστήματα. Θεωρείται πιθανό ότι αυτό συνέβαινε κατά τα Τρωικά. Η απουσία των πόλεων της Αττικής εκτός της Αθήνας, από τον Κατάλογο Νηών των Αχαιών, της Ιλιάδας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή ίσως οφείλεται σε μεταγενέστερη αθηναϊκή παρέμβαση στο κείμενο του.
Ο αττικός στρατός του 14ου αι. π.Χ. ακολουθούσε τα πρώιμα μυκηναϊκά ανακτορικά πρότυπα οργάνωσης, εξοπλισμού και τακτικών. Τον 13ο αι., η μυκηναϊκή πολεμική τέχνη μεταβλήθηκε δραματικά, σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις των καιρών, αν και κάποια κράτη όπως η Πύλος, η Κνωσός και η Σαλαμίνα, μάλλον διατήρησαν τα πρωτομυκηναϊκά στρατιωτικά πρότυπα. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν οι Μυκηναίοι της Αττικής ακολούθησαν τις υστερομυκηναϊκές στρατιωτικές καινοτομίες, όμως αυτό είναι το πιθανότερο. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως οι Αττικοί/Αθηναίοι διέθεταν πολεμικά άρματα λόγω της ανακτορικής οργάνωσης τους. Οι Αττικοί συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο (περίπου μέσα 13ου αι.) υπό τον ήρωα Μενεσθέα.
Μετά τη μυκηναϊκή κατάρρευση, οι Αθηναίοι/Αττικοί αντιμετώπισαν την επίθεση των Βορειοδυτικών Ελλήνων (γνωστών γενικά ως «Δωριέων»). Η ανατολική Αττική ήταν σχεδόν η μόνη νοτιοελλαδική ηπειρωτική περιοχή (μαζί με την Αρκαδία) στην οποία αποκρούσθηκαν οι νεοφερμένοι, χαρακτηριζόμενη από τους αρχαιολόγους ως η «Κιβωτός όλης της Ελλάδας». Τότε ο πληθυσμός της ενισχύθηκε σημαντικά από τους Ιωνες πρόσφυγες από τη βόρεια Πελοπόννησο, οι οποίοι συνέστησαν ένα ποσοστό του πληθυσμού της (και όχι την πλειοψηφία του, όπως θεωρείται συνήθως και εσφαλμένα).
Η απόκρουση της δωρικής εισβολής μάλλον λίγο μετά το 1000 π.Χ. είναι μία μεγάλη και ευρέως λησμονημένη νίκη του αθηναϊκού/αττικού στρατού, ο οποίος είχε ενισχυθεί με Ιωνες, Αχαιούς, Μινύες, Τροιζήνιους και άλλους μάχιμους πρόσφυγες. Οι Δωριείς που επιτέθηκαν στην Αττική (προερχόμενοι από τις Κορινθία, Μεγαρίδα, Αργολίδα και Μεσσηνία) κατέλαβαν το Θριάσιο πεδίο και κατέστρεψαν την Ελευσίνα, αλλά αποκρούσθηκαν από τους Αθηναίους και εκκένωσαν την Αττική καταλήγοντας αργότερα στην Κρήτη.
Η εισβολή των Πελοποννήσιων Δωριέων στην Αττική (περί το 1.000 π.Χ.) κατέστρεψε την Ελευσίνα, μία παράδοση που επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογία. Το Θριάσιο πεδίο, η πολιτική χώρα της Ελευσίνας, έμεινε ακατοίκητο για μεγάλο διάστημα ενώ οι κάτοικοι του είναι βέβαιο πως είχαν καταφύγει στην ανατολική Αττική. Η ανατολική Αττική είχε καταστεί το προπύργιο της αντίστασης στους Δωριείς και πριν την έλευση τους, υπήρξε η «Κιβωτός όλης της Ελλάδας» όπως έχει χαρακτηρισθεί από τους αρχαιολόγους, όντας το μόνο σχεδόν ασφαλές έδαφος στην ηπειρωτική χώρα εν μέσω των αναστατώσεων που επέφερε η πολιτικοοικονομική κατάρρευση του Ανατολικομεσογειακού κόσμου (12ος αι.).
Η δυτική Αττική (Θριάσιο και λίγα περιβάλλοντα εδάφη) εκκενώθηκε επειδή γεωστρατηγικά δεν μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά έναντι εχθρών που προωθούνται από τα δυτικά (οι Δωριείς εν προκειμένω) λόγω της γεωμορφολογίας της. Η μόνη υπερασπίσιμη γραμμή άμυνας είναι εκείνη που διατρέχει την Πάρνηθα και το όρος Αιγάλεω (σύνορα ανατολικής και δυτικής Αττικής), όπως απέδειξε και η μεταγενέστερη κατασκευή ενός αμυντικού τειχίσματος κοντά στο σύγχρονο Δαφνί από τους Κλασικούς Αθηναίους. Όταν οι Αττικοί και οι πρόσφυγες (Ιωνες, Αχαιοί, Τροιζήνιοι κ.ά.) που είχαν καταφύγει στην Αττική νίκησαν τους Δωριείς εισβολείς, οι Ελευσίνιοι επέστρεψαν στο Θριάσιο ενώ οι περισσότεροι πρόσφυγες προωθήθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία. Τότε η Ελευσίνα ανέκτησε την ανεξαρτησία της, προφανώς λόγω της αθηναϊκής εξασθένησης από τη δωρική επίθεση. Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή). Η επίθεση των Δωριέων εναντίον της Αττικής αντικατοπτρίζεται στον μύθο του βασιλιά Κόδρου.
Η σημασία της απόκρουσης της δωρικής εισβολής είχε το ίδιο ειδικό βάρος για την Ιστορία της
Αθήνας, με εκείνο της αθηναϊκής νίκης στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), επειδή απέτρεψε οριστικά το ενδεχόμενο να καταστεί η Αττική δωρικό έδαφος. Η πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική και τεχνολογική εξέλιξη μίας υποθετικής δωρικής Αθήνας, θα ήταν πιθανώς πολύ διαφορετική από τη γνωστή, με προφανείς κοσμοϊστορικές συνέπειες για την ανθρώπινη Ιστορία (κυρίως για τον παγκόσμιο πολιτισμό). Μία δωρική Αθήνα μάλλον θα εξελισσόταν σε μία πόλη περιορισμένης σημασίας, στην περιφέρεια του δωρικού κόσμου, που θα ζούσε στη σκιά των μεγάλων δωρικών δυνάμεων Αργους, Σπάρτης, Κορίνθου και της συγγενικής τους εθνολογικά Θήβας. Επίσης το πιθανότερο είναι ότι θα ιδρύονταν περισσότερα από ένα ή δύο δωρικά κράτη στην Αττική, επειδή έχουμε τα ιστορικά παράλληλα της Αργολίδας και της Βοιωτίας.
Ετσι η Αθήνα θα ήταν ακόμη πιο αποδυναμωμένη. Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες αθηναϊκές νίκες του 1000 π.Χ. και του 490 π.Χ. (με χρονική διαφορά πέντε αιώνων) ήταν ότι οι Δωριείς εισβολείς στο Θριάσιο ήταν Ελληνες, ενώ οι εισβολείς στον Μαραθώνα ήταν βάρβαροι. Οι Δωριείς ανέπτυξαν κατά την Κλασσική περίοδο έναν σπουδαίο πολιτισμό, ο οποίος όμως υστερούσε έναντι του κλασσικού Αθηναϊκού σύμφωνα με την άποψη των περισσοτέρων ερευνητών και ιστορικών, Ελλήνων και μη-Ελλήνων. Ωστόσο η άποψη του συγγραφέα αυτού του άρθρου σχετικά με αυτή την «υστέρηση» είναι τελείως διαφορετική αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ σε μελλοντικό άρθρο.
Σχετικά με τον αθηναϊκό στρατό της ευρύτερης Γεωμετρικής περιόδου (11ος-8ος αι. π.Χ.) ο οποίος στις Αρχές της πέτυχε τη νίκη επί των Δωριέων, εκείνος ακολουθούσε τα κοινά νοτιοελλαδικά πρότυπα οπλοσκευής, με τη χρήση υστερομυκηναϊκών κωδωνοειδών θωράκων, κωνόσχημων περικεφαλαίων «Κέγκελ» (Kegelhelm), πρωτοκορινθιακών κ.ά. Οι ασπίδες ήταν συνηθως Υστερου οκτώσχημου τύπου μικρού μεγέθους, τύπου Διπύλου (ονοματισμένος από την ομώνυμη αθηναϊκή πύλη), «Χέρτσπρουνγκ» (Herzsprung, κυρίως για τους ευγενείς) κ.ά., τα ξίφη και τα δόρατα ανήκαν σε διάφορους τύπους της Γεωμετρικής, κτλ. Το άρμα δεν ήταν πλέον Οπλο κρούσης αλλά κυρίως ένα μεταφορικό μέσο για τους ευγενείς.
Πηγή