Το ομηρικό ιερό της Αρτέμιδος, που ανακαλύφθηκε τυχαία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής λίγα μόλις χιλιόμετρα από την Αθήνα, βρίσκεται εγκαταλειμμένο μεταξύ βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ενώ θα μπορούσε να αποτελεί ένα από τα προσφιλέστερα σημεία επίσκεψης Ελλήνων και ξένων, μαθητών και ενηλίκων.
Η Αυλίδα βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από την πηγή της Αρευούσας, η οποία βρίσκεται στον Άγιο Στέφανο Χαλκίδας. Στην Αυλίδα είχε μαζευτεί ο ελληνικός στόλος πριν αναχωρήσει για την Τροία.
Ο χώρος που έχει αποκαλυφτεί στην Αυλίδα είναι ο τόπος λατρείας της Αρτέμιδας όπου βρίσκεται το ιερό της θεάς. Η φάση ακμής του ιερού διήρκεσε από την κλασική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο χώρος λατρείας της Αυλιδείας Αρτέμιδος διατηρείται σήμερα στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο με το ναό, την Ιερή κρήνη και διάφορα άλλα κτήρια που προστέθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο, καθώς επίσης και συγκρότημα λουτρών (θέρμες) της ύστερης ρωμαϊκής εποχής.
Από το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας ξεχωρίζει ο κλασικός ναός της θεάς. Ο χώρος του ιερού απλώνεται μπροστά από το ναό που κάνει την εμφάνισή του στα νοτιοανατολικά. Κτίστηκε τον 5ο αι. π.Χ., πιθανόν πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού.
Οι διαστάσεις του είναι 9,40 x 31 μ. Αποτελείται από πρόναο ανοιχτό με 4 ή 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, σηκό που διαιρείται σε 3 κλίτη με δύο σειρές τεσσάρων ιωνικών κιόνων και άδυτο.
Το άδυτο χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινη πόρτα και είχε έκταση 3,70 x 7,55 μ. Δύο αγάλματα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας στέκονταν στην είσοδο του άδυτου.Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν αγάλματα, βάσεις αναθημάτων, μικροί "θησαυροί" και τράπεζες προσφορών. Στη ρωμαϊκή εποχή αντικαταστάθηκαν όλοι οι κίονες του ναού.
Η Ιερή κρήνη του τεμένους βρίσκεται 8 μ. ανατολικά του ναού και πλαισιώνεται από περίβολο. Το νερό αντλούνταν από τετράγωνη (1,80 x 1,80 μ.) δεξαμενή, που ήταν προσιτή από κτιστή κλίμακα και πιθανόν ήταν στεγασμένη. Ίσως από την πηγή αυτή και τους βωμούς που βρίσκονταν γύρω της να ξεκίνησε η τοπική λατρεία (Ιλιάδα Β, 303-307).
H ιερή κρήνη είναι τετράγωνη υπόγεια κατασκευή στην οποία οδηγείται κανείς από λιθόστρωτο δρόμο και σκάλα που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Μπροστά στην είσοδό της ήταν στα αριστερά ο βωμός και στα δεξιά το σημείο όπου πιθανόν να βρισκόταν η ρίζα του πανάρχαιου ομηρικού πλατάνου (B 307).
Από τις δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν τον σηκό σε τρία κλίτη σώζονται μόνο οι βάσεις των κιόνων. Εκεί βρίσκεται και μία άλλη μεγάλη στρογγυλή βάση από μαύρη πέτρα που ίσως πάνω της να υπήρχε «το ξύλο» από τον ομηρικό πλάτανο το οποίο είδε ο Παυσανίας μέσα στον ναό (βιβ. IX 19, 7). Μεταξύ άλλων, ο Παυσανίας αναφέρει και δύο αγάλματα της θεάς Αρτεμης, ένα που κρατούσε δάδα και το άλλο τόξο.
Ο σημερινός δρόμος που περνάει ακριβώς μπροστά από τον ναό έχει αφανίσει τη μία γωνία του προστώου. Ακόμη, σε αντίθεση με την αρχαία οδό που έχει εντοπιστεί, ο σημερινός δρόμος χωρίζει τον ναό από τον βωμό του και την ιερή κρήνη την οποία αναφέρει ο Ομηρος για το «αγλαόν ύδωρ» της.
Τέλος, τα υπολείμματα κτισμάτων που βλέπει κανείς στα νότια του ναού της Αρτέμιδος ήταν ξενώνας με μαγειρείο που φιλοξενούσε τους αρχαίους προσκυνητές και σημαντικά εργαστήρια αγγειοπλαστικής που αποτελούσαν πηγή πλούτου για τον τόπο.
Στην ελληνιστική περίοδο κατασκευάστηκε συγκρότημα κτηρίων (κτήρια ''Λ'', ''Ν'', ''Π'', ''Μ''), τα οποία χρονολογούνται στον 3ο - 2ο αι. π.Χ. και βρίσκονται νότια του ναού της Αρτέμιδας. Το συγκρότημα αποτελούν δωμάτια που διατάσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή γύρω από μία κεντρική αυλή.
Τα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν ένας κεραμικός κλίβανος, πηλός για αγγεία και ειδώλια και κτιστοί πάγκοι, έδειξαν ότι τα κτήρια ''Λ'', ''Ν'' και ''Π'' ήταν οργανωμένα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και κοροπλαστικής, ενώ το ''κτήριο Μ'' ίσως ήταν ξενώνας, στον οποίο διέμεναν οι επισκέπτες του ιερού.
Αργότερα, στη θέση του ναού που καταστράφηκε το 396 μ.Χ. ιδρύθηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις (θέρμες). Οι θέρμες κατασκευάστηκαν μετά τον 4ο αι. μ.Χ. επάνω στο ανατολικό τμήμα του σηκού του ναού και στο χώρο βορειότερα. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικοί λίθοι και γλυπτά από το ναό.
Η ευρύτερη περιοχή κατοικείται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια (16ος - 12ος αι. π.Χ.), η ομηρική όμως Αυλίδα πιστεύεται ότι βρίσκεται βορειότερα, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα. Λείψανα της μυκηναϊκής εποχής έχουν βρεθεί στη βραχώδη περιοχή Γελαδοβούνι.
Τη συνεχή χρήση του χώρου πιστοποιεί η εύρεση τμήματος αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων (10ος - 8ος αι. π.Χ.) κάτω από το ναό της Αρτέμιδας του 5ου αι. π.Χ. Την ίδια εποχή κατασκευάζεται η Ιερή Κρήνη.
Στα ελληνιστικά χρόνια (330 - 30 π.Χ.) προστίθεται ο πρόναος στο ναό και κτίζεται συγκρότημα εργαστηρίων και ένας ξενώνας νοτιότερα. Στα αυτοκρατορικά χρόνια (30 π.Χ. - 330 μ.Χ.) ο ναός επισκευάζεται, ενώ το πλήθος των αναθημάτων δείχνει την άνθιση της λατρείας. Το ιερό καταστράφηκε κατά τις επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου το 396 μ.Χ.
Η Αυλίδα δεν αποτέλεσε ποτέ μια πόλη. Θεωρούνταν τμήμα της θηβαϊκής επαρχίας μέχρι το 387 π.Χ. Από τότε ανήκε εδαφικά στην Τανάγρα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Αγησίλαος, ως ''νέος Αγαμέμνονας'', θυσίασε στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας, προτού ξεκινήσει για την Ασία το 397 π.Χ.
Παρατηρείται λοιπόν αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου από τα μυκηναϊκά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η Αυλίδα κατόρθωσε να επιζήσει κυρίως χάρη στην ύπαρξη του ιερού της Άρτεμης και στα κεραμικά εργαστήρια. Αναφορά στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας γίνεται στο Στράβωνα (9,2,8) και στον Παυσανία (9,19,6 κε.).
Σποραδικές ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1928, κατά την ανέγερση του εργοστασίου "Τσιμέντα Χαλκίδος" και το 1954 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ι. Θρεψιάδη. Συστηματικότερες έρευνες διενεργήθηκαν από τον Ι. Θρεψιάδη το διάστημα από το 1956 ως το 1961 με την υποστήριξη της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας. Συντήρηση των τοίχων των οικοδομημάτων γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από την ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Όταν αποφασίσει κανείς να επισκεφθεί τον χώρο, θα αντικρίσει καθώς πλησιάζει δύο πανέμορφους φυσικούς όρμους, το Μεγάλο Βαθύ και το Μικρό Βαθύ. Στους όρμους αυτούς πρέπει να φανταστεί αγκυροβολημένα τα χίλια πλοία που αποτελούσαν τον στόλο των Αχαιών. Το ιερό της Αρτέμιδος βρίσκεται στο Μικρό Βαθύ.
H πρόσβαση είναι μάλλον δύσκολη διότι η διαδρομή είναι περίπλοκη. Οι δε πινακίδες που υπάρχουν δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται μέσα σε βιομηχανική περιοχή. Στο Μικρό Βαθύ βρίσκεται από το 1928 εργοστάσιο τσιμέντων και στο Μεγάλο Βαθύ υπάρχουν εγκαταστάσεις ναυπηγείων και εργοστάσιο χημικών.
Πώς ανακαλύφθηκε ο ναός της Αρτέμιδος; Τυχαία, όταν, το 1941, με διαταγή των γερμανικών αρχών κατοχής, έγιναν έργα διαπλάτυνσης της αγροτικής οδού που συνέδεε το εργοστάσιο με το σημερινό χωριό Βαθύ, προκειμένου να επιταχυνθεί η μεταφορά τσιμέντων στο αεροδρόμιο της Τανάγρας.
Τότε λοιπόν, σε απόσταση περίπου 600 μέτρων από το εργοστάσιο, ανακαλύφθηκαν ο ναός της Αρτέμιδος και τα μαρμάρινα γυναικεία αγάλματα ιερειών και της ίδιας της θεάς που φυλάσσονται σήμερα στο μουσείο της Θήβας.
Οπως μας πληροφορεί ο αρχαιολόγος ανασκαφέας I. Θρεψιάδης (Πρακτ. της Αρχ. Εταιρείας 1956, σ. 96) «η ανασκαφή εκείνη, διαρκέσασα μόλις ολίγας ημέρας και διακοπείσα διά την δυστυχίαν των καιρών, επανελήφθη δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν έτει 1956».
Πηγή
Η Αυλίδα βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από την πηγή της Αρευούσας, η οποία βρίσκεται στον Άγιο Στέφανο Χαλκίδας. Στην Αυλίδα είχε μαζευτεί ο ελληνικός στόλος πριν αναχωρήσει για την Τροία.
Ο χώρος που έχει αποκαλυφτεί στην Αυλίδα είναι ο τόπος λατρείας της Αρτέμιδας όπου βρίσκεται το ιερό της θεάς. Η φάση ακμής του ιερού διήρκεσε από την κλασική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο χώρος λατρείας της Αυλιδείας Αρτέμιδος διατηρείται σήμερα στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο με το ναό, την Ιερή κρήνη και διάφορα άλλα κτήρια που προστέθηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο, καθώς επίσης και συγκρότημα λουτρών (θέρμες) της ύστερης ρωμαϊκής εποχής.
Από το ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας ξεχωρίζει ο κλασικός ναός της θεάς. Ο χώρος του ιερού απλώνεται μπροστά από το ναό που κάνει την εμφάνισή του στα νοτιοανατολικά. Κτίστηκε τον 5ο αι. π.Χ., πιθανόν πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού.
Οι διαστάσεις του είναι 9,40 x 31 μ. Αποτελείται από πρόναο ανοιχτό με 4 ή 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, σηκό που διαιρείται σε 3 κλίτη με δύο σειρές τεσσάρων ιωνικών κιόνων και άδυτο.
Το άδυτο χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινη πόρτα και είχε έκταση 3,70 x 7,55 μ. Δύο αγάλματα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας στέκονταν στην είσοδο του άδυτου.Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν αγάλματα, βάσεις αναθημάτων, μικροί "θησαυροί" και τράπεζες προσφορών. Στη ρωμαϊκή εποχή αντικαταστάθηκαν όλοι οι κίονες του ναού.
Η Ιερή κρήνη του τεμένους βρίσκεται 8 μ. ανατολικά του ναού και πλαισιώνεται από περίβολο. Το νερό αντλούνταν από τετράγωνη (1,80 x 1,80 μ.) δεξαμενή, που ήταν προσιτή από κτιστή κλίμακα και πιθανόν ήταν στεγασμένη. Ίσως από την πηγή αυτή και τους βωμούς που βρίσκονταν γύρω της να ξεκίνησε η τοπική λατρεία (Ιλιάδα Β, 303-307).
H ιερή κρήνη είναι τετράγωνη υπόγεια κατασκευή στην οποία οδηγείται κανείς από λιθόστρωτο δρόμο και σκάλα που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Μπροστά στην είσοδό της ήταν στα αριστερά ο βωμός και στα δεξιά το σημείο όπου πιθανόν να βρισκόταν η ρίζα του πανάρχαιου ομηρικού πλατάνου (B 307).
Από τις δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν τον σηκό σε τρία κλίτη σώζονται μόνο οι βάσεις των κιόνων. Εκεί βρίσκεται και μία άλλη μεγάλη στρογγυλή βάση από μαύρη πέτρα που ίσως πάνω της να υπήρχε «το ξύλο» από τον ομηρικό πλάτανο το οποίο είδε ο Παυσανίας μέσα στον ναό (βιβ. IX 19, 7). Μεταξύ άλλων, ο Παυσανίας αναφέρει και δύο αγάλματα της θεάς Αρτεμης, ένα που κρατούσε δάδα και το άλλο τόξο.
Ο σημερινός δρόμος που περνάει ακριβώς μπροστά από τον ναό έχει αφανίσει τη μία γωνία του προστώου. Ακόμη, σε αντίθεση με την αρχαία οδό που έχει εντοπιστεί, ο σημερινός δρόμος χωρίζει τον ναό από τον βωμό του και την ιερή κρήνη την οποία αναφέρει ο Ομηρος για το «αγλαόν ύδωρ» της.
Τέλος, τα υπολείμματα κτισμάτων που βλέπει κανείς στα νότια του ναού της Αρτέμιδος ήταν ξενώνας με μαγειρείο που φιλοξενούσε τους αρχαίους προσκυνητές και σημαντικά εργαστήρια αγγειοπλαστικής που αποτελούσαν πηγή πλούτου για τον τόπο.
Στην ελληνιστική περίοδο κατασκευάστηκε συγκρότημα κτηρίων (κτήρια ''Λ'', ''Ν'', ''Π'', ''Μ''), τα οποία χρονολογούνται στον 3ο - 2ο αι. π.Χ. και βρίσκονται νότια του ναού της Αρτέμιδας. Το συγκρότημα αποτελούν δωμάτια που διατάσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή γύρω από μία κεντρική αυλή.
Τα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν ένας κεραμικός κλίβανος, πηλός για αγγεία και ειδώλια και κτιστοί πάγκοι, έδειξαν ότι τα κτήρια ''Λ'', ''Ν'' και ''Π'' ήταν οργανωμένα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και κοροπλαστικής, ενώ το ''κτήριο Μ'' ίσως ήταν ξενώνας, στον οποίο διέμεναν οι επισκέπτες του ιερού.
Αργότερα, στη θέση του ναού που καταστράφηκε το 396 μ.Χ. ιδρύθηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις (θέρμες). Οι θέρμες κατασκευάστηκαν μετά τον 4ο αι. μ.Χ. επάνω στο ανατολικό τμήμα του σηκού του ναού και στο χώρο βορειότερα. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικοί λίθοι και γλυπτά από το ναό.
Η ευρύτερη περιοχή κατοικείται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια (16ος - 12ος αι. π.Χ.), η ομηρική όμως Αυλίδα πιστεύεται ότι βρίσκεται βορειότερα, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα. Λείψανα της μυκηναϊκής εποχής έχουν βρεθεί στη βραχώδη περιοχή Γελαδοβούνι.
Τη συνεχή χρήση του χώρου πιστοποιεί η εύρεση τμήματος αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων (10ος - 8ος αι. π.Χ.) κάτω από το ναό της Αρτέμιδας του 5ου αι. π.Χ. Την ίδια εποχή κατασκευάζεται η Ιερή Κρήνη.
Στα ελληνιστικά χρόνια (330 - 30 π.Χ.) προστίθεται ο πρόναος στο ναό και κτίζεται συγκρότημα εργαστηρίων και ένας ξενώνας νοτιότερα. Στα αυτοκρατορικά χρόνια (30 π.Χ. - 330 μ.Χ.) ο ναός επισκευάζεται, ενώ το πλήθος των αναθημάτων δείχνει την άνθιση της λατρείας. Το ιερό καταστράφηκε κατά τις επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου το 396 μ.Χ.
Η Αυλίδα δεν αποτέλεσε ποτέ μια πόλη. Θεωρούνταν τμήμα της θηβαϊκής επαρχίας μέχρι το 387 π.Χ. Από τότε ανήκε εδαφικά στην Τανάγρα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Αγησίλαος, ως ''νέος Αγαμέμνονας'', θυσίασε στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας, προτού ξεκινήσει για την Ασία το 397 π.Χ.
Παρατηρείται λοιπόν αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου από τα μυκηναϊκά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η Αυλίδα κατόρθωσε να επιζήσει κυρίως χάρη στην ύπαρξη του ιερού της Άρτεμης και στα κεραμικά εργαστήρια. Αναφορά στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας γίνεται στο Στράβωνα (9,2,8) και στον Παυσανία (9,19,6 κε.).
Σποραδικές ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1928, κατά την ανέγερση του εργοστασίου "Τσιμέντα Χαλκίδος" και το 1954 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ι. Θρεψιάδη. Συστηματικότερες έρευνες διενεργήθηκαν από τον Ι. Θρεψιάδη το διάστημα από το 1956 ως το 1961 με την υποστήριξη της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας. Συντήρηση των τοίχων των οικοδομημάτων γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από την ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Όταν αποφασίσει κανείς να επισκεφθεί τον χώρο, θα αντικρίσει καθώς πλησιάζει δύο πανέμορφους φυσικούς όρμους, το Μεγάλο Βαθύ και το Μικρό Βαθύ. Στους όρμους αυτούς πρέπει να φανταστεί αγκυροβολημένα τα χίλια πλοία που αποτελούσαν τον στόλο των Αχαιών. Το ιερό της Αρτέμιδος βρίσκεται στο Μικρό Βαθύ.
H πρόσβαση είναι μάλλον δύσκολη διότι η διαδρομή είναι περίπλοκη. Οι δε πινακίδες που υπάρχουν δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται μέσα σε βιομηχανική περιοχή. Στο Μικρό Βαθύ βρίσκεται από το 1928 εργοστάσιο τσιμέντων και στο Μεγάλο Βαθύ υπάρχουν εγκαταστάσεις ναυπηγείων και εργοστάσιο χημικών.
Πώς ανακαλύφθηκε ο ναός της Αρτέμιδος; Τυχαία, όταν, το 1941, με διαταγή των γερμανικών αρχών κατοχής, έγιναν έργα διαπλάτυνσης της αγροτικής οδού που συνέδεε το εργοστάσιο με το σημερινό χωριό Βαθύ, προκειμένου να επιταχυνθεί η μεταφορά τσιμέντων στο αεροδρόμιο της Τανάγρας.
Τότε λοιπόν, σε απόσταση περίπου 600 μέτρων από το εργοστάσιο, ανακαλύφθηκαν ο ναός της Αρτέμιδος και τα μαρμάρινα γυναικεία αγάλματα ιερειών και της ίδιας της θεάς που φυλάσσονται σήμερα στο μουσείο της Θήβας.
Οπως μας πληροφορεί ο αρχαιολόγος ανασκαφέας I. Θρεψιάδης (Πρακτ. της Αρχ. Εταιρείας 1956, σ. 96) «η ανασκαφή εκείνη, διαρκέσασα μόλις ολίγας ημέρας και διακοπείσα διά την δυστυχίαν των καιρών, επανελήφθη δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν έτει 1956».
Πηγή