Εν πολλοίς άγνωστο αρχαίο ελληνικό παρελθόν έχει η πόλη Τάξιλα ή Ταξάσιλα, που βρίσκεται στην πακιστανική επαρχία Παντζάμπ (Πενταποταμία), κοντά στη σύγχρονη πόλη Ραβαλπίντι και την διαφιλονικούμενη (ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν) περιοχή του Κασμίρ.
Το 1980, τα αρχαία Τάξιλα ανακηρύχθηκαν από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς η ιστορία της πόλης αρχίζει από τους προιστορικούς χρόνους και φθάνει μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ..
Από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τα ερείπια του 2ου και 1ου αιώνα π.Χ., τα Τάξιλα περιλαμβάνουν τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης μιας πόλης, η οποία, ευρισκόμενη πάνω στον Ινδό ποταμό, επηρεάστηκε άμεσα από την Ασία, την Περσική Αυτοκρατορία και την Ελληνική Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η περιοχή αποτέλεσε επίσης ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα μελέτης του Βουδισμού, καθώς εκεί ο Βούδας εκφράστηκε για πρώτη φορά με ανθρώπινη μορφή στη γλυπτική, αντί συμβολικά ως ίχνος πέλματος ή ως δένδρο.
Σύμφωνα με ινδικό θρύλο, η πόλη ιδρύθηκε τον 7ο ή 6ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά Ράμα και πήρε το όνομά της από το γιο του τελευταίου, Τάκσα. Αποτελούσε σημαντικό πολιτισμικό κέντρο, καθώς λέγεται ότι εκεί αναγνώσθηκε για πρώτη φορά το περίφημο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα. Η περιοχή στην οποία σώζονται ερείπια από αυτή την περίοδο ονομάζεται Τύμβος Μπιρ.
Τα Τάξιλα αποτελούσαν άκρως στρατηγικό σημείο για τους εμπορικούς δρόμους της Ασίας, καθώς συνδέονταν με το Δρόμο του Μεταξιού, μεταξύ Μεσοποταμίας και Άπω Ανατολής. Η πόλη προσαρτήθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών υπό τον Δαρείο τον Μέγα, και η περσική κατοχή κράτησε εκεί για περισσότερο από έναν αιώνα.
Στη συνέχεια, τα Τάξιλα συνδέονται με την αρχαία Ελλάδα όταν ο Μέγας Αλέξανδρος περνά από εκεί κατά την διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία.
Όπως γράφει ο σπουδαίος ιστοριογράφος Αρριανός στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις, την άνοιξη του 326 π.Χ., ο μεγάλος Έλληνας βασιλιάς και ο στρατός του ξεκίνησαν για τα Τάξιλα. Εκεί συνάντησε τον Αλέξανδρο ο γιος του βασιλιά Ταξίλη, Ώμφις, ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη, υποδέχθηκε τον μεγάλο στρατηλάτη επισήμως, δίνοντας δώρα, ενώ οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα και επιπλέον έδωσε στον βασιλιά Ταξίλη 1.000 τάλαντα, κάτι που εξόργισε τους Εταίρους, ανώτατους αξιωματικούς του αλεξανδρινού στρατού, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.
Στα Τάξιλα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας δέχθηκε ακόμη πρεσβεία του Αβισσάρη, βασιλιά των ορεσίβιων Ινδών, ενώ φαίνεται να συνάντησε για πρώτη φορά Βραχμάνους, όπως τους Ινδούς φιλόσοφους Δάνδαμη και Κάλανο, ή Κάρανο, σύμφωνα με τον Διόδωρο.
Μετά το πέρασμά του από τα Τάξιλα, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τον Υδάσπη ποταμό, όπου νίκησε τον Ινδό ηγεμόνα Πώρο. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ο Πώρος έγιναν μετά σύμμαχοι και ο Έλληνας στρατηλάτης ώθησε και τον Ταξίλη να συμφιλιωθεί με τον Πώρο.
Στην περιοχή των Ταξίλων, ο Αλέξανδρος διόρισε σατράπη τον Φίλιππο, που δολοφονήθηκε το 325 π.Χ. και τη θέση του πήρε ο Εύδημος από την Θράκη, ενώ το 316 π.Χ., ο Ινδός βασιλιάς Ανδρόκοπος κατέλαβε την κοιλάδα του Ινδού και έτσι τα Τάξιλα έχασαν την ανεξαρτησία τους.
Αυτό όμως δεν έμελλε να είναι το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή.Το 184 π.Χ., οι Έλληνες της Βακτρίας εισέβαλαν στη Πενταποταμία και έτσι τα Τάξιλα απέκτησαν Έλληνα βασιλιά. Η πόλη ξαναχτίστηκε στην απέναντι όχθη του ποταμού Ινδού και αποτέλεσε μια πολυπολιτισμική κοινωνία με θρησκευτική ανεκτικότητα. Στα Τάξιλα κυριαρχούσε η αρχαία ελληνική θρησκεία, τοπικές περσικές λατρείες, ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός. Ερείπια αυτής της περιόδου σώζονται στη περιοχή Σιρκάπ.
Ο Έλληνας ηγεμόνας Αγαθοκλής της Βακτρίας (167 π.Χ. - 165 π.Χ.) μετέφερε στα Τάξιλα την έδρα του από την Αραχωσία και έγινε έτσι ο ιδρυτής του Ελληνοϊνδικού κράτους. Για άλλα διακόσια χρόνια παρέμεινε η ελληνιστική επίδραση στον τοπικό πολιτισμό (γλώσσα, κοσμήματα, τέχνη, νομίσματα), μέχρι που σταδιακά ο πολιτισμός αυτός μετατράπηκε σε ελληνοϊνδικός.
Τον πρώτο αιώνα μ.Χ., στην περιοχή άρχισαν να κυριαρχούν οι Σκύθες και οι Πάρθοι. Σύμφωνα με πρωτοχριστιανικές πηγές, την εποχή εκείνη έφτασε στη πόλη ο Άγιος Απόστολος Θωμάς, καθώς και ο φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανεύς.
Στο βιογραφικό έργο του Φιλόστρατου για τον φιλόσοφο Απολλώνιο, περιγράφεται η πόλη των Ταξίλων οχυρωμένη σαν τις ελληνικές πόλεις και μεγάλη σε μέγεθος σαν τη βιβλική Νινευί.
Κατά τον 4ο αιώνα, η πόλη κατακτήθηκε από τον Πέρση βασιλιά Σαπούρ Β', της δυναστείας των Σασσανιδών, όπως δείχνουν νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή. Τα Τάξιλα καταστράφηκαν από μια επιδρομή των Ούννων, τον 5ο αιώνα, και δεν ανέκαμψαν έκτοτε.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στα Τάξιλα σηματοδοτούνται από τον Σερ Αλεξάντερ Κάνιγχαμ, τον Βρετανό "πατέρα" της ινδικής αρχαιολογίας, ο οποίος κατά τα έτη 1863-64 και 1872-73 προχώρησε σε ανασκαφές στην περιοχή και ταύτισε τα μνημεία με τα αρχαία Τάξιλα.
Τα ερείπια που βρέθηκαν χωρίζονται σε τρεις διαφορετικούς οικισμούς, που ανήκουν στην ινδική, την ελληνιστική και την ελληνοινδική περίοδο αντίστοιχα.
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Πηγή
Το 1980, τα αρχαία Τάξιλα ανακηρύχθηκαν από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς η ιστορία της πόλης αρχίζει από τους προιστορικούς χρόνους και φθάνει μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ..
Από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τα ερείπια του 2ου και 1ου αιώνα π.Χ., τα Τάξιλα περιλαμβάνουν τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης μιας πόλης, η οποία, ευρισκόμενη πάνω στον Ινδό ποταμό, επηρεάστηκε άμεσα από την Ασία, την Περσική Αυτοκρατορία και την Ελληνική Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η περιοχή αποτέλεσε επίσης ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα μελέτης του Βουδισμού, καθώς εκεί ο Βούδας εκφράστηκε για πρώτη φορά με ανθρώπινη μορφή στη γλυπτική, αντί συμβολικά ως ίχνος πέλματος ή ως δένδρο.
Σύμφωνα με ινδικό θρύλο, η πόλη ιδρύθηκε τον 7ο ή 6ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά Ράμα και πήρε το όνομά της από το γιο του τελευταίου, Τάκσα. Αποτελούσε σημαντικό πολιτισμικό κέντρο, καθώς λέγεται ότι εκεί αναγνώσθηκε για πρώτη φορά το περίφημο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα. Η περιοχή στην οποία σώζονται ερείπια από αυτή την περίοδο ονομάζεται Τύμβος Μπιρ.
Τα Τάξιλα αποτελούσαν άκρως στρατηγικό σημείο για τους εμπορικούς δρόμους της Ασίας, καθώς συνδέονταν με το Δρόμο του Μεταξιού, μεταξύ Μεσοποταμίας και Άπω Ανατολής. Η πόλη προσαρτήθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών υπό τον Δαρείο τον Μέγα, και η περσική κατοχή κράτησε εκεί για περισσότερο από έναν αιώνα.
Στη συνέχεια, τα Τάξιλα συνδέονται με την αρχαία Ελλάδα όταν ο Μέγας Αλέξανδρος περνά από εκεί κατά την διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία.
Όπως γράφει ο σπουδαίος ιστοριογράφος Αρριανός στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις, την άνοιξη του 326 π.Χ., ο μεγάλος Έλληνας βασιλιάς και ο στρατός του ξεκίνησαν για τα Τάξιλα. Εκεί συνάντησε τον Αλέξανδρο ο γιος του βασιλιά Ταξίλη, Ώμφις, ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη, υποδέχθηκε τον μεγάλο στρατηλάτη επισήμως, δίνοντας δώρα, ενώ οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα και επιπλέον έδωσε στον βασιλιά Ταξίλη 1.000 τάλαντα, κάτι που εξόργισε τους Εταίρους, ανώτατους αξιωματικούς του αλεξανδρινού στρατού, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.
Στα Τάξιλα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας δέχθηκε ακόμη πρεσβεία του Αβισσάρη, βασιλιά των ορεσίβιων Ινδών, ενώ φαίνεται να συνάντησε για πρώτη φορά Βραχμάνους, όπως τους Ινδούς φιλόσοφους Δάνδαμη και Κάλανο, ή Κάρανο, σύμφωνα με τον Διόδωρο.
Μετά το πέρασμά του από τα Τάξιλα, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τον Υδάσπη ποταμό, όπου νίκησε τον Ινδό ηγεμόνα Πώρο. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ο Πώρος έγιναν μετά σύμμαχοι και ο Έλληνας στρατηλάτης ώθησε και τον Ταξίλη να συμφιλιωθεί με τον Πώρο.
Στην περιοχή των Ταξίλων, ο Αλέξανδρος διόρισε σατράπη τον Φίλιππο, που δολοφονήθηκε το 325 π.Χ. και τη θέση του πήρε ο Εύδημος από την Θράκη, ενώ το 316 π.Χ., ο Ινδός βασιλιάς Ανδρόκοπος κατέλαβε την κοιλάδα του Ινδού και έτσι τα Τάξιλα έχασαν την ανεξαρτησία τους.
Αυτό όμως δεν έμελλε να είναι το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή.Το 184 π.Χ., οι Έλληνες της Βακτρίας εισέβαλαν στη Πενταποταμία και έτσι τα Τάξιλα απέκτησαν Έλληνα βασιλιά. Η πόλη ξαναχτίστηκε στην απέναντι όχθη του ποταμού Ινδού και αποτέλεσε μια πολυπολιτισμική κοινωνία με θρησκευτική ανεκτικότητα. Στα Τάξιλα κυριαρχούσε η αρχαία ελληνική θρησκεία, τοπικές περσικές λατρείες, ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός. Ερείπια αυτής της περιόδου σώζονται στη περιοχή Σιρκάπ.
Ο Έλληνας ηγεμόνας Αγαθοκλής της Βακτρίας (167 π.Χ. - 165 π.Χ.) μετέφερε στα Τάξιλα την έδρα του από την Αραχωσία και έγινε έτσι ο ιδρυτής του Ελληνοϊνδικού κράτους. Για άλλα διακόσια χρόνια παρέμεινε η ελληνιστική επίδραση στον τοπικό πολιτισμό (γλώσσα, κοσμήματα, τέχνη, νομίσματα), μέχρι που σταδιακά ο πολιτισμός αυτός μετατράπηκε σε ελληνοϊνδικός.
Τον πρώτο αιώνα μ.Χ., στην περιοχή άρχισαν να κυριαρχούν οι Σκύθες και οι Πάρθοι. Σύμφωνα με πρωτοχριστιανικές πηγές, την εποχή εκείνη έφτασε στη πόλη ο Άγιος Απόστολος Θωμάς, καθώς και ο φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανεύς.
Στο βιογραφικό έργο του Φιλόστρατου για τον φιλόσοφο Απολλώνιο, περιγράφεται η πόλη των Ταξίλων οχυρωμένη σαν τις ελληνικές πόλεις και μεγάλη σε μέγεθος σαν τη βιβλική Νινευί.
Κατά τον 4ο αιώνα, η πόλη κατακτήθηκε από τον Πέρση βασιλιά Σαπούρ Β', της δυναστείας των Σασσανιδών, όπως δείχνουν νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή. Τα Τάξιλα καταστράφηκαν από μια επιδρομή των Ούννων, τον 5ο αιώνα, και δεν ανέκαμψαν έκτοτε.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στα Τάξιλα σηματοδοτούνται από τον Σερ Αλεξάντερ Κάνιγχαμ, τον Βρετανό "πατέρα" της ινδικής αρχαιολογίας, ο οποίος κατά τα έτη 1863-64 και 1872-73 προχώρησε σε ανασκαφές στην περιοχή και ταύτισε τα μνημεία με τα αρχαία Τάξιλα.
Τα ερείπια που βρέθηκαν χωρίζονται σε τρεις διαφορετικούς οικισμούς, που ανήκουν στην ινδική, την ελληνιστική και την ελληνοινδική περίοδο αντίστοιχα.
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Πηγή