Οι αρχαίες συγγραφικές πηγές για τον Μέγα Αλέξανδρο και την εκστρατεία του μπορούν να χωρισθούν σε δύο βασικές κατηγορίες, τις διασωθείσες και τις απολεσθείσες. Οι διασωθείσες αρχαίες πηγές μετρώνται κυριολεκτικά στα δάχτυλα του ενός χεριού και όλες έχουν χάσματα μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης.
Πρόκειται για τα έργα τριών Ελλήνων (Αρριανός, Πλούταρχος και Διόδωρος) και δύο Ρωμαίων (Κούρτιος και Ιουστίνος) συγγραφέων, κοινό δε χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο παλαιότερος εξ αυτών συνέγραψε τουλάχιστον 250 χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Επιπλέον τα διαθέσιμα χειρόγραφα είναι πάρα πολύ μεταγενέστερα αντίγραφα, τα μεν ελληνικά συνήθως είναι της Βυζαντινής περιόδου τα δε λατινικά του Μεσαίωνα.
Εξ αυτών των πέντε αρχαίων συγγραφέων ο Αρριανός αποτελεί μόνος του ξεχωριστή κατηγορία και όλοι οι άλλοι αποτελούν τη λεγόμενη (τουλάχιστον στην αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία) λαϊκή παράδοση (vulgata). Οι συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης (άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο) χρησιμοποίησαν τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του ως υπόβαθρο για τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, τα οποία ως αναγνώσματα είναι φυσικά πολύ πιο ευχάριστα από το στεγνό στρατιωτικό σύγγραμμα του Αρριανού. Αναλυτικότερα αξιολογούνται ως εξής:
Αρριανός (Φλάβιος Αρριανός): γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας (Ιζμίτ της σημερινής Τουρκίας) το 97 μ.Χ. και πέθανε περί το 175 μ.Χ. Σπούδασε στην Αθήνα και ο αυτοκράτορας Αδριανός τον διόρισε έπαρχο της Καππαδοκίας και ύπατο. Διέμεινε πολύ χρόνο στην Αθήνα και το 147-148μ.Χ. την έσωσε από εισβολή των Αλανών. Έγραψε ιστορικά, φιλοσοφικά και πολεμικά συγγράμματα με σημαντικότερο την «Αλεξάνδρου Ανάβαση» και το αναπόσπαστο συμπλήρωμά της, την «Ινδική». Είχε ως λογοτεχνικό πρότυπο τον Ξενοφώντα, τον οποίο μιμήθηκε με απόλυτη επιτυχία. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να βρει κανείς πιο αξιόπιστες πηγές από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των γεγονότων κι αυτό ακριβώς έκανε ο Αρριανός. Για την Ανάβαση βασίσθηκε κυρίως στους Πτολεμαίο και Αριστόβουλο και για την Ινδική στους Νέαρχο, Μεγασθένη και Ερατοσθένη. Όπου οι πηγές του διαφωνούσαν, κατέγραψε τις διαφωνίες και δεν επέλεξε τη μία ή την άλλη ή κάποια δική του εκδοχή. Έτσι, βοήθησε να μη χαθεί η πραγματικότητα μέσα στην ομίχλη του μυθιστορήματος και δικαίως είναι ο μόνος ιστορικός του Αλεξάνδρου, που δεν τοποθετείται στη λεγόμενη λαϊκή παράδοση.
Διόδωρος ο Σικελιώτης: γεννήθηκε στο Αγύριο (Ατζίρα) της Σικελίας περί το 90 και πέθανε περί το 30 π.Χ. Το σύγγραμμά του, «Βιβλιοθήκη Ιστορική», πραγματεύεται την παγκόσμια ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι την αρχή των Γαλατικών πολέμων (59 π.Χ.) του Ιουλίου Καίσαρα. Η σχετικά σύντομη πραγματεία του για τον Αλέξανδρο θεωρείται ότι προέρχεται κυρίως από τον Κλείταρχο, και δευτερευόντως από τον Φύλαρχο, τον Δούριδα και τον Πολύβιο. Έγραψε εξαρτημένος από τις πηγές του, οι οποίες πολλές φορές αναγνωρίζονται από τους ειδικούς μέσα στο κείμενό του. Το έργο του παρά τα μειονεκτήματά του είναι συνολικά ευχάριστο ως ανάγνωσμα και λόγω της απλής γλώσσας του ήταν δημοφιλέστατο στα χρόνια του Βυζαντίου.
Πλούταρχος: γεννήθηκε το 46 μ.Χ. στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας και πέθανε μετά το 127 μ.Χ. Δεν έγραψε ιστορία, αλλά περιέγραψε τους χαρακτήρες διαφόρων προσωπικοτήτων. Τα έργα του, απ’ τα οποία αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία, είναι πρωτίστως το «Αλέξανδρος-Καίσαρ», δευτερευόντως το «Δημοσθένης-Κικέρων», ενώ σχετικές πληροφορίες υπάρχουν και σε άλλους «Βίους Παράλληλους». Οι λεπτομέρειες που μάς δίνει για τις τελευταίες ημέρες του Αλεξάνδρου, σχεδόν ταυτίζονται με εκείνες του Αρριανού και φαίνεται να προέρχονται από τις Βασίλειες εφημερίδες.
Κούρτιος: είναι ο συγγραφέας του πληρέστερα διασωθέντος έργου για τον Αλέξανδρο στα λατινικά. Ωστόσο τα περισσότερα από τα υπάρχοντα χειρόγραφα είναι πολύ κακής ποιότητας, κι επιπλέον έχουν χαθεί τα δύο πρώτα από τα συνολικά 10 βιβλία του έργου, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε με βεβαιότητα ούτε το όνομα του συγγραφέα, ούτε πότε έζησε, ούτε τον τίτλο του έργου. Το πλήρες όνομα του συγγραφέα μάλλον ήταν Κούιντους Κούρτιους Ρούφους, ενώ ο τίτλος του έργου σε όσα χειρόγραφα εμφανίζεται, αναφέρεται άλλοτε ως «Ιστορία», άλλοτε ως «Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνα» και άλλοτε ως «Η ιστορία του μεγάλου Μακεδόνα, Αλεξάνδρου». Είναι εντελώς ασαφές πότε συνέγραψε ο Κούρτιος, αλλά η κυρίαρχη τάση σήμερα τον θέλει σύγχρονο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου (41-54 μ.Χ.) ή του Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.). Ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι κανένας άλλος συγγραφέας δεν φαίνεται να γνώριζε το έργο του Κούρτιου από το χρόνο της συγγραφής του ως τον Μεσαίωνα.
Αρκετοί μελετητές τον θεωρούν ως πολύτιμη πηγή πληροφόρησης με το σκεπτικό ότι είναι ο μοναδικός αρχαίος συγγραφέας, που μας παραθέτει κάποια συγκεκριμένα περιστατικά ή πληροφορίες. Δυστυχώς όμως σε όσα περιστατικά ή πληροφορίες διαθέτουμε κι άλλες πηγές, αποδεικνύονται τα μειονεκτήματα του Κούρτιου. Σημαντικότερα από αυτά είναι η ανεπάρκειά του σε στρατιωτικά θέματα, η διατύπωση σημαντικών ισχυρισμών και εν συνεχεία η αναίρεσή τους, μία σειρά από σοβαρότατα γεωγραφικά σφάλματα και πάνω απ’ όλα η εξόφθαλμη λογοκλοπή από παλαιότερους συγγραφείς και η σχεδόν αυτούσια εμφύτευση στη διήγησή του περιστατικών, που συνέβησαν πριν ή μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και φυσικά με άλλους πρωταγωνιστές.
Ιουστίνος: το πλήρες όνομά του ήταν Μάρκους Ιουνιάνους (ή Ιουνιάνιους) Ιουστίνους, πρέπει να ήταν εκλατινισμένος Γαλάτης κι εμφανίσθηκε στη Ρώμη ως δάσκαλος της ρητορικής. Έγραψε στα λατινικά μία επιτομή (περίληψη) της ιστορίας του Τρόγου κάποια στιγμή μεταξύ 144 και 395 μ.Χ. Αν και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ακρωτηριασμό και όχι για περίληψη, το αποτέλεσμα ήταν ότι η Επιτομή του Ιουστίνου διασώθηκε ως τις ημέρες μας, ενώ από την κολοσσιαίας έκτασης Ιστορία του Τρόγου διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ο ίδιος ο Ιουστίνος λέει ότι από τα 44 βιβλία του Τρόγου σταχυολόγησε «το πιο αξιόλογο υλικό» και ότι δημιούργησε «ένα είδος ανθολογίας», παραλείποντας «ό,τι δεν διαβαζόταν εύκολα ή δεν προέβαλλε την ηθική».
Εκτός από τους παραπάνω συγγραφείς πληροφορίες για τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του βρίσκουμε και σε αποσπάσματα μη διασωθέντων ιστορικών καθώς και σε τοπικές πηγές (επιγραφές και παπύρους) των χωρών που κατέκτησε. Η αξιολόγηση αυτού του υλικού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ακόμη και την οπτική γωνία του συγγραφέα τους, πολύ δε δυσκολότερο είναι να ελέγξουμε την αξιοπιστία του. Η δήλωση του Πλούταρχου «αυτό το γνωρίζω από τον Σωτίωνα, που λέει ότι το άκουσε από τον Ποτάμωνα τον Λέσβιο» μας δίνει μία πολύ καλή εικόνα της αναξιοπιστίας κάποιων (αν όχι των περισσοτέρων) απ’ αυτούς. Κάποιοι άλλοι ιστορικοί απέδωσαν στον Καλλισθένη τον κομπασμό ότι η εικόνα του Αλεξάνδρου και των έργων του καθώς και η αποδοχή ή απόρριψη της θεϊκής καταγωγής του εξαρτώνταν από τον ίδιο τον Καλλισθένη και τα γραπτά του, με την ιδιότητα του διαπιστευμένου χρονικογράφου της εκστρατείας. Ο Ονησίκριτος πάλι δεν δίστασε να γράψει ότι ο Αλέξανδρος διέκοψε την καταδίωξη του Δαρείου, για να επιδοθεί σε πολυήμερη σεξουαλική παραλυσία με τη βασίλισσα των Αμαζόνων.
Για αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου φαίνεται ότι κυκλοφορούσε ένας μεγάλος αριθμός επιστολών του Αλεξάνδρου προς διάφορους αξιωματούχους, ακόμη και προς τη μητέρα του, και αυτές τις επιστολές επικαλούνταν ως τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους πολλοί συγγραφείς. Φυσικά είναι πολύ αμφίβολο αν οι επιστολές αυτές ήταν γνήσιες και με δεδομένα τα παραπάνω μάλλον πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι ήταν πλαστές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι κατασκευάσματα ακριβώς εκείνων, που τις επικαλούντο ως τεκμηρίωση. Με δεδομένη δε την ευρηματικότητα συγγραφέων, όπως ο Ονησίκριτος, ο Δούρις και ο Φύλαρχος, πρέπει να θεωρούμε εξ ορισμού πλαστή όλην αυτήν την αλληλογραφία.
Οι σωζόμενοι αρχαίοι συγγραφείς κατέγραψαν τα ονόματα και σχολίασαν ή αξιολόγησαν αποσπάσματα μερικών μη σωζόμενων ιστορικών του Αλεξάνδρου. Έτσι γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος ότι συνέγραψαν ιστορία αφού προηγουμένως πήραν μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος, ο Αριστόβουλος, ο Νέαρχος, ο Καλλισθένης, ο Ονησίκριτος και ο Χάρις, οι οποίοι αξιολογούνται ως εξής:
Αριστόβουλος ο Κασσανδρεύς: πήρε μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου, αλλά σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία άρχισε τη συγγραφή της ιστορίας του σε ηλικία 84 ετών. Αυτό σημαίνει ότι έγραψε αργότερα από τους Κλείταρχο, Ονησίκριτο, Χάρητα, Μαρσύα και Έφιππο, γι’ αυτό αρκετοί σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ανέμιξε τις δικές του αναμνήσεις με την ήδη πλούσια φιλολογία εκείνων των ημερών. Το βέβαιο είναι ότι συχνά διαφωνεί με όσα παραδίδει ο Πτολεμαίος. Επειδή πήρε μέρος στην εκστρατεία και γνώριζε πολλές και σημαντικές λεπτομέρειες, ο Αρριανός τον επέλεξε ως τη δεύτερη σημαντικότερη πηγή του.
Ευμένης ο Καρδιανός: σε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι ήταν ο Διοικητής του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων στο Επιτελείο του Αλεξάνδρου. Ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την ενημέρωση των Βασιλείων Εφημερίδων, δηλαδή του επισήμου ημερολογίου της Αυλής.
Καλλισθένης ο Ολύνθιος: γεννήθηκε περί το 370 ή 360 π.Χ., ήταν ανιψιός του Αριστοτέλη, αυστηρών αρχών και ανεξάρτητος χαρακτήρας. Συνέγραψε τα «Ελληνικά», που άρχιζαν από την Ανταλκίδειο Ειρήνη (387) και τελείωναν στην αρχή του Γ΄ Ιερού Πολέμου (354). Έθεσε τις συγγραφικές του ικανότητες στην υπηρεσία του πανελληνίου οράματος της Μακεδονικής Ηγεμονίας, ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία και ύμνησε πανηγυρικά τα κατορθώματά του. Ήταν όμως από τους σημαντικότερους πολέμιους της προσκύνησης και το 327 οι αυλοκόλακες (ή ο ίδιος ο Αλέξανδρος) τον ενέπλεξαν στη συνωμοσία των παίδων και πέτυχαν την εκτέλεσή του. Η ιστοριογραφία του χαρακτηριζόταν από πλήθος φανταστικών στοιχείων, γι’ αυτό του αποδόθηκε η πατρότητα του «Μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου».
Νέαρχος του Ανδροτίμου: προσωπικός κι έμπιστος φίλος του Αλεξάνδρου. Ήταν από τους σημαντικότερους εταίρους και ναύαρχος από το 325 ως το θάνατο του Αλεξάνδρου (323). Τα απομνημονεύματά του είχαν τίτλο «Παράπλους» και απετέλεσαν μία από τις βασικές πηγές του Αρριανού.
Ονησίκρητος από την Αστυπάλαια: ήταν μαθητής του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, πήρε μέρος στην εκστρατεία και πριν ακόμη πεθάνει ο Αλέξανδρος, άρχισε να γράφει την ιστορία του, στην οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τον εμφάνιζε με φιλοσοφικά, κυρίως κυνικά, χαρακτηριστικά. Η ιστορία του δεν σώθηκε ως τις μέρες μας, αλλά ήταν πολύ γνωστή στους αρχαίους. Άρχιζε από την παιδική ηλικία του Αλεξάνδρου, εξιστορούσε την εκστρατεία και περιέγραφε ειδικότερα τους λαούς της Ινδίας, όπως δείχνουν τα ελάχιστα αποσπάσματα, που διασώθηκαν. Επειδή όμως αυτά, που περιέγραφε φαίνονταν παράδοξα στους συγχρόνους του, τον χαρακτήρισαν μυθιστοριογράφο και δεν είχαν καθόλου άδικο. Ο ίδιος κατέγραψε τον εαυτό του ως ναύαρχο, ενώ ο Νέαρχος τον κατέγραψε ως κυβερνήτη τριήρους και επιπλέον τον χαρακτήρισε (ούτε λίγο ούτε πολύ) ως βλάκα. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Ονησίκριτος είχε το θράσος να διαβάσει στον Λυσίμαχο (βασιλιά πλέον των ευρωπαϊκών εδαφών) το τέταρτο βιβλίο του για την εκστρατεία, όπου περιλάμβανε το χονδροειδέστατο μύθευμά για τις επί 13 ημέρες ερωτικές παραλυσίες του Αλεξάνδρου με τη βασίλισσα των Αμαζόνων. Τότε ο Λυσίμαχος τον φιλοδώρησε με το ειρωνικό σχόλιο: «Καλά, κι εγώ πού ήμουνα τότε;».
Πτολεμαίος του Λάγου: συνέγραψε όταν ήταν πλέον βασιλιάς (Φαραώ) της Αιγύπτου, προφανώς προς το τέλος της ζωής του (ίσως μεταξύ 300 και 283 π.Χ.). «Η φήμη παρέλαβε αυτά τα ψέματα, που είπαν οι πρώτοι, τα διέσωσε ως τις μέρες μας και θα συνεχίσει να τα διαδίδει και στο μέλλον, αν δεν τα σταματήσει αυτό εδώ το σύγγραμμα» έγραψε οργισμένος ο Αρριανός (ΣΤ.11.) και κατά πάσα πιθανότητα εξίσου οργισμένος κι ο Πτολεμαίος θέλησε να αντιπαραθέσει αυτά, που ο ίδιος γνώριζε από πρώτο χέρι, σε όσα κυκλοφορούσαν ήδη ως ιστορία του Αλεξάνδρου. Εκτός από αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς ή πρωταγωνιστής σε συγκεκριμένα περιστατικά, ο Πτολεμαίος ως υψηλόβαθμος επιτελικός αξιωματικός είχε επιπλέον στη διάθεσή του τις Βασίλειες εφημερίδες. Το έργο του δεν διασώθηκε ως τις ημέρες μας στο σύνολό του, αλλά μόνο σε μερικά αποσπάσματα, που βρίσκουμε στην «Αλεξάνδρου Ανάβαση» του Αρριανού. Από τον Αρριανό παίρνουμε την εντύπωση ότι το έργο του Πτολεμαίου ήταν αρκετά απροκατάληπτο και ότι περιείχε έγκυρες γεωγραφικές και εθνολογικές πληροφορίες.
Χάρις ο Μυτιληναίος: έλαβε μέρος στην εκστρατεία ως εισαγγελεύς (τελετάρχης) και τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του δεν επιτρέπουν τη συνολική αξιολόγησή του.
Δεν είναι μόνο οι παραπάνω όλοι όσοι συνέγραψαν ιστορία για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και τελικά δεν είναι τρομερή υπερβολή να πούμε ότι οποιοσδήποτε ήξερε γραφή και ακολούθησε από οποιαδήποτε απόσταση και θέση την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, έγραψε κι από ένα βιβλίο. Στην αρχαία γραμματεία καταγράφονται τα ονόματα και άλλων συγγραφέων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εντοπίζονται και αποσπάσματα του έργου τους στα έργα των συγγραφέων, από τους οποίους μνημονεύονται. Συνήθως γνωρίζουμε μόνο το όνομα αυτών των ιστορικών και σε σπανιότατες περιπτώσεις μπορούμε να αντιληφθούμε κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του έργου τους. Έτσι, παραμένει ανοιχτό ένα πεδίο πολύ ενδιαφέρον για τους ειδικούς, που προσπαθούν να προσδιορίσουν από ποιά παλαιότερη και μη διασωθείσα πηγή προέρχεται η μία ή άλλη πληροφορία κάθε εξεταζόμενου συγγραφέα.
Αναξιμένης ο Λαμψακηνός: ήταν ακραίος εκπρόσωπος της ρητορικής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές είναι ο πραγματικός συγγραφέας της «Ρητορικής προς Αλέξανδρον», που αποδίδεται στον Αριστοτέλη λόγω μίας ενσωματωμένης ψευδεπίγραφης επιστολής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άλλο έργο του ο «Τρικάρανος», το οποίο ο Αναξιμένης φρόντισε να αποδοθεί στον Θεόπομπο, για να τον εκθέσει. Έγραψε και για τον Αλέξανδρο, αλλά σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα του έργου του.
Δούρις ο Σάμιος: το έργο του («Ιστορίαι» ή ίσως «Μακεδονικά») πρέπει να άρχιζε με το θάνατο του Αμύντα (359), του πατέρα του Φιλίππου, και να έφτανε ως τον Πύρρο της Ηπείρου (318-272). Ανήκει στους συγγραφείς, που επέλεξαν να δραματοποιήσουν τις διηγήσεις τους με τα μέσα της τραγικής τέχνης, σε σημείο ώστε να μην ξεχωρίζει η δημιουργία από την ιστοριογραφία. Χαρακτηριστική είναι η κατηγορία του Δούριδος κατά του Εφόρου και του Θεόπομπου ότι «παρέλειψαν τα περισσότερα στοιχεία της δημιουργίας, διότι δεν χρησιμοποίησαν ούτε δραματοποιήσεις ούτε ευχάριστες διατυπώσεις, αλλά ασχολήθηκαν μόνον με την καταγραφή [των γεγονότων]».
Έφιππος ο Ολύνθιος: ήταν σύγχρονος του Αλεξάνδρου, ίσως να πήρε μέρος στην εκστρατεία και τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του δείχνουν ότι έκανε σφοδρή κριτική στον Αλέξανδρο.
Κλείταρχος: δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία και φαίνεται να συνέγραψε μεταξύ 323 και 300 π.Χ., δηλαδή μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και μάλλον πριν από τον Πτολεμαίο. Έγραψε ρητορικά και τραγικά, το έργο του ξεκινούσε με την άνοδο του Αλεξάνδρου στο θρόνο της Μακεδονίας (336) και τελείωνε με το θάνατό του. Φαίνεται να έχει αντλήσει τις πληροφορίες του από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και το Θεόπομπο, ειδικά στις εθνογραφικές και γεωγραφικές περιγραφές της Περσίας και Ινδίας. Είναι ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της λαϊκής παράδοσης (vulgata) με τη χαρακτηριστικά μυθιστορηματική διήγηση.
Μαρσύας ο Πελλαίος: σύγχρονος του Αλεξάνδρου και αδελφός του Αντίγονου. Στο βαθμό, που μπορούν να αξιολογηθούν τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του («Μακεδονικά») φαίνεται ότι έγραψε από την παραδοσιακή μακεδονική άποψη, που δεν συμμερίσθηκε τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου.
Μεγασθένης: έζησε στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Έκανε πολλά ταξίδια ως πρέσβυς στον Σανδράκοτο, βασιλιά των Πραισίων. Το έργο του «Ινδικά» σε 4 βιβλία ήταν γενικά εθνογραφικό με σημαντικές πληροφορίες για τη γεωγραφία, την πανίδα και τη χλωρίδα της Ινδίας, τη ζωή, τα ήθη καθώς και παραδόσεις των κατοίκων, για τις οποίες όμως κατηγορείται ότι ανέμιξε ελληνικούς και ξένους μύθους. Περίληψη του βιβλίου του μας δίνει ο Διόδωρος, ενώ αποσπάσματά του βρίσκουμε στο Στράβωνα και τον Αρριανό.
Τρόγος (Πομπήιος Τρόγος): ήταν εκλατινισμένος Γαλάτης και γεννήθηκε στη Ναρβωνική Γαλατία (περίπου τη σημερινή Προβηγκία της Γαλλίας), ίσως στη σημαντικότερη πόλη της το Βάσιον (Βαιζόν λα Ρομαίν, στα ΒΑ της Οράγγης). Την εποχή του Αυγούστου (64 π.Χ.-14 μ.Χ.) συνέγραψε μία παγκόσμια ιστορία με τον παράδοξο τίτλο «Φιλιππικές Ιστορίες» (ίσως μιμούμενος τον Θεόπομπο), όπου περιελάμβανε τα περί τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του. Το έργο του χάθηκε στο σύνολό του και διασώθηκε μόνο μία επιτομή του από τον Ιουστίνο.
Φύλαρχος: άκμασε μεταξύ 200 και 250 π.Χ. Ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος τον κατηγορούν ότι αντί να ασχοληθεί με τη διαπίστωση και τη μετάδοση της αλήθειας, όπως πρέπει να κάνει ένας ιστοριογράφος, υπηρέτησε τον εντυπωσιασμό με κάθε θυσία, ώστε να πετύχει την επίδραση στο συναίσθημα. Είναι κι αυτός τυπικός εκπρόσωπος της λαϊκής παράδοσης, δηλαδή ανήκει στους συγγραφείς, που επέλεξαν να δραματοποιήσουν τις διηγήσεις τους με τα μέσα της τραγικής τέχνης, σε σημείο ώστε να μην ξεχωρίζει η δημιουργία από την ιστοριογραφία.
Ψευδοκαλλισθένης: «Το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου», που ψευδώς αποδίδεται στον Καλλισθένη εμφανίζεται για πρώτη φορά σε διάφορες παραλλαγές της ελληνιστικής περιόδου. Αυτές ενσωμάτωναν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό φανταστικές επιστολές του Αλεξάνδρου κυρίως προς την Ολυμπιάδα και τον Αριστοτέλη, καθώς και άλλες συγγραφές, όπως για τον υποτιθέμενο διάλογο του Αλεξάνδρου με τους γυμνοσοφιστές και για τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Όλο αυτό το συνοθύλευμα συνενώθηκε σε ενιαίο μυθιστόρημα μάλλον τον 3ο μ.Χ. αιώνα και είναι απίστευτα τα σφάλματα και οι υπερβολές του, αλλά ακόμη πιο απίστευτος είναι ο (γνωστός) αριθμός γλωσσών, στις οποίες μεταφράσθηκε. Πολύ νωρίς μεταφράσθηκε στα λατινικά, αιθιοπικά, παλαιοπερσικά, σε διάφορες γλώσσες της Ινδίας, της Μαλαισίας και της Ιάβας, ενώ σημαντικότερη απ’ όλες ήταν η αρμενική μετάφραση. Από το ελληνικό «πρωτότυπο» προέκυψαν στα χρόνια του Βυζαντίου οι παραλλαγές στη βουλγαρική, σερβική, ρωσική, γεωργιανή, τσεχική, πολωνική και ρουμανική γλώσσα. Από τη λατινική μετάφραση προέκυψαν τον Μεσαίωνα οι διασκευές στην προβηγκιανή, αγγλική, φλαμανδική, γερμανική, σουηδική, ισπανική, ιταλική, δανική και ισλανδική γλώσσα. Ως τις αρχές των νεωτέρων χρόνων «Το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δεν σταμάτησε να μεταφράζεται, να παραλλάσσεται και να διαμορφώνει παγκοσμίως τη λαϊκή εικόνα του Αλεξάνδρου. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε αγαπημένο λαϊκό ανάγνωσμα με τίτλο «Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου».
Εδώ αξίζει να κάνουμε μία σύντομη αναφορά στις σημαντικότερες περσικές πηγές για τον Αλέξανδρο.
Φιρντουσί ή Φιρντουζί: γεννήθηκε το 932 και πέθανε το 1025. Ήταν ο μεγαλύτερος Πέρσης ποιητής και είναι για τους Πέρσες ό,τι ο Όμηρος για τους Έλληνες. Μπήκε στην Αυλή του σουλτάνου Μαχμούτ Σεμπουτεκίν και ανέλαβε τη συγγραφή ποιητικού έργου με θέμα τις πράξεις των αρχαίων Περσών βασιλέων. 30 χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε τους 60.000 στίχους του «Σαχ-Ναμέ» (Βιβλίο των Βασιλέων), όπου κάνει λόγο για τον Σικάνταρ (Αλέξανδρο). Τον παρουσιάζει όμως ως γιο Πέρση βασιλιά και Ελληνίδας και ετεροθαλή αδελφό του Ντάρα (Δαρείου).
Νιζάμι: ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Πέρσες ποιητές. Γεννήθηκε το 1141 στο Γκεντζέ της Ατροπατηνής Μηδίας (Αζερμπαϊτζάν) και πέθανε το 1203, ένα χρόνο αφού ολοκλήρωσε το «Σικανταρνάμα» (βιβλίο του Αλεξάνδρου), που διαιρείται σε δύο μέρη, το «Σικάνταρνάμα ε μπάρα» (βιβλίο του Αλεξάνδρου κατά ξηράν) και το «Σικάνταρνάμα ε μπάχρ» (βιβλίο του Αλεξάνδρου κατά θάλασσαν).
Εν κατακλείδι, οι σωζόμενες αρχαίες πηγές είναι πράγματι λίγες και συχνά παρέχουν ελλιπείς ή αντικρουόμενες πληροφορίες, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες ακόμη και για το όνομα συγκεκριμένων προσώπων. Λόγου χάριν, η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου ίσως ονομαζόταν Κλεοπάτρα ή ίσως Ευρυδίκη και ο υπεύθυνος για τις βασίλειες εφημερίδες αλλού αναφέρεται ως Ευμένης κι αλλού ως Ευμενής. Το πρόβλημα της ασυμφωνίας των πηγών είναι χαρακτηριστικότερο στην Ινδία, όπου σχεδόν κάθε αρχαίος συγγραφέας αναφέρει λαούς άγνωστους στους υπόλοιπους συγγραφείς. Τέλος, οι αρχαίες πηγές παρέχουν εξίσου αντικρουόμενες ή ελλιπείς πληροφορίες και σε θέματα χρονολόγησης, ενώ όσο βαθύτερα στην Ασία ακολουθούμε τον Αλέξανδρο, τόσο δυσκολότερη γίνεται η ταυτοποίηση των αρχαίων τοπωνυμίων με τα σημερινά.
Ωστόσο όλα τα παραπάνω προβλήματα δεν καθιστούν αδύνατη την ανασύνθεση των γεγονότων. Κι αυτό διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ακόμη και τα τέσσερα αποδεκτά Ευαγγέλια έχουν διαφορές μεταξύ τους, ότι στη ζωή του Ιησού υπάρχει ένα τεράστιο χρονολογικό χάσμα κι ότι η ιστορική επαλήθευση από μη χριστιανικές πηγές των παραδιδομένων έχει αποδώσει πολύ φτωχά αποτελέσματα. Και φυσικά όλα αυτά δεν εμπόδισαν καθόλου τη δημιουργία της σημαντικότερης μονοθεϊστικής θρησκείας.
Έτσι, για το σχηματισμό της πλήρους εικόνας και την κάλυψη των κενών στην ιστορία του Αλεξάνδρου αναγκαστικά συνδυάζονται πληροφορίες απ’ όλους τους σωζόμενους ιστορικούς, ανεξαρτήτως της μεταξύ τους συμβατότητας. Εμείς απλώς πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η εικόνα, που συνθέτουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως μοιάζει λιγότερο στον Αλέξανδρο και περισσότερο στον Φρανκενστάιν ή στον Μυνχάουζεν. Βέβαια, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι ο καθένας έχει δημιουργήσει στο μυαλό του μία συγκεκριμένη και εντελώς αδιαπραγμάτευτη εικόνα του Αλεξάνδρου και αναζητά επιλεκτικά, πότε στον έναν και πότε στον άλλο συγγραφέα, τις «αποδείξεις» ότι ο δικός του Αλέξανδρος είναι ο πραγματικός.
Πηγή
Πρόκειται για τα έργα τριών Ελλήνων (Αρριανός, Πλούταρχος και Διόδωρος) και δύο Ρωμαίων (Κούρτιος και Ιουστίνος) συγγραφέων, κοινό δε χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο παλαιότερος εξ αυτών συνέγραψε τουλάχιστον 250 χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Επιπλέον τα διαθέσιμα χειρόγραφα είναι πάρα πολύ μεταγενέστερα αντίγραφα, τα μεν ελληνικά συνήθως είναι της Βυζαντινής περιόδου τα δε λατινικά του Μεσαίωνα.
Εξ αυτών των πέντε αρχαίων συγγραφέων ο Αρριανός αποτελεί μόνος του ξεχωριστή κατηγορία και όλοι οι άλλοι αποτελούν τη λεγόμενη (τουλάχιστον στην αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία) λαϊκή παράδοση (vulgata). Οι συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης (άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο) χρησιμοποίησαν τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του ως υπόβαθρο για τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, τα οποία ως αναγνώσματα είναι φυσικά πολύ πιο ευχάριστα από το στεγνό στρατιωτικό σύγγραμμα του Αρριανού. Αναλυτικότερα αξιολογούνται ως εξής:
Αρριανός (Φλάβιος Αρριανός): γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας (Ιζμίτ της σημερινής Τουρκίας) το 97 μ.Χ. και πέθανε περί το 175 μ.Χ. Σπούδασε στην Αθήνα και ο αυτοκράτορας Αδριανός τον διόρισε έπαρχο της Καππαδοκίας και ύπατο. Διέμεινε πολύ χρόνο στην Αθήνα και το 147-148μ.Χ. την έσωσε από εισβολή των Αλανών. Έγραψε ιστορικά, φιλοσοφικά και πολεμικά συγγράμματα με σημαντικότερο την «Αλεξάνδρου Ανάβαση» και το αναπόσπαστο συμπλήρωμά της, την «Ινδική». Είχε ως λογοτεχνικό πρότυπο τον Ξενοφώντα, τον οποίο μιμήθηκε με απόλυτη επιτυχία. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να βρει κανείς πιο αξιόπιστες πηγές από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των γεγονότων κι αυτό ακριβώς έκανε ο Αρριανός. Για την Ανάβαση βασίσθηκε κυρίως στους Πτολεμαίο και Αριστόβουλο και για την Ινδική στους Νέαρχο, Μεγασθένη και Ερατοσθένη. Όπου οι πηγές του διαφωνούσαν, κατέγραψε τις διαφωνίες και δεν επέλεξε τη μία ή την άλλη ή κάποια δική του εκδοχή. Έτσι, βοήθησε να μη χαθεί η πραγματικότητα μέσα στην ομίχλη του μυθιστορήματος και δικαίως είναι ο μόνος ιστορικός του Αλεξάνδρου, που δεν τοποθετείται στη λεγόμενη λαϊκή παράδοση.
Διόδωρος ο Σικελιώτης: γεννήθηκε στο Αγύριο (Ατζίρα) της Σικελίας περί το 90 και πέθανε περί το 30 π.Χ. Το σύγγραμμά του, «Βιβλιοθήκη Ιστορική», πραγματεύεται την παγκόσμια ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι την αρχή των Γαλατικών πολέμων (59 π.Χ.) του Ιουλίου Καίσαρα. Η σχετικά σύντομη πραγματεία του για τον Αλέξανδρο θεωρείται ότι προέρχεται κυρίως από τον Κλείταρχο, και δευτερευόντως από τον Φύλαρχο, τον Δούριδα και τον Πολύβιο. Έγραψε εξαρτημένος από τις πηγές του, οι οποίες πολλές φορές αναγνωρίζονται από τους ειδικούς μέσα στο κείμενό του. Το έργο του παρά τα μειονεκτήματά του είναι συνολικά ευχάριστο ως ανάγνωσμα και λόγω της απλής γλώσσας του ήταν δημοφιλέστατο στα χρόνια του Βυζαντίου.
Πλούταρχος: γεννήθηκε το 46 μ.Χ. στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας και πέθανε μετά το 127 μ.Χ. Δεν έγραψε ιστορία, αλλά περιέγραψε τους χαρακτήρες διαφόρων προσωπικοτήτων. Τα έργα του, απ’ τα οποία αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία, είναι πρωτίστως το «Αλέξανδρος-Καίσαρ», δευτερευόντως το «Δημοσθένης-Κικέρων», ενώ σχετικές πληροφορίες υπάρχουν και σε άλλους «Βίους Παράλληλους». Οι λεπτομέρειες που μάς δίνει για τις τελευταίες ημέρες του Αλεξάνδρου, σχεδόν ταυτίζονται με εκείνες του Αρριανού και φαίνεται να προέρχονται από τις Βασίλειες εφημερίδες.
Κούρτιος: είναι ο συγγραφέας του πληρέστερα διασωθέντος έργου για τον Αλέξανδρο στα λατινικά. Ωστόσο τα περισσότερα από τα υπάρχοντα χειρόγραφα είναι πολύ κακής ποιότητας, κι επιπλέον έχουν χαθεί τα δύο πρώτα από τα συνολικά 10 βιβλία του έργου, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε με βεβαιότητα ούτε το όνομα του συγγραφέα, ούτε πότε έζησε, ούτε τον τίτλο του έργου. Το πλήρες όνομα του συγγραφέα μάλλον ήταν Κούιντους Κούρτιους Ρούφους, ενώ ο τίτλος του έργου σε όσα χειρόγραφα εμφανίζεται, αναφέρεται άλλοτε ως «Ιστορία», άλλοτε ως «Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνα» και άλλοτε ως «Η ιστορία του μεγάλου Μακεδόνα, Αλεξάνδρου». Είναι εντελώς ασαφές πότε συνέγραψε ο Κούρτιος, αλλά η κυρίαρχη τάση σήμερα τον θέλει σύγχρονο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου (41-54 μ.Χ.) ή του Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.). Ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι κανένας άλλος συγγραφέας δεν φαίνεται να γνώριζε το έργο του Κούρτιου από το χρόνο της συγγραφής του ως τον Μεσαίωνα.
Αρκετοί μελετητές τον θεωρούν ως πολύτιμη πηγή πληροφόρησης με το σκεπτικό ότι είναι ο μοναδικός αρχαίος συγγραφέας, που μας παραθέτει κάποια συγκεκριμένα περιστατικά ή πληροφορίες. Δυστυχώς όμως σε όσα περιστατικά ή πληροφορίες διαθέτουμε κι άλλες πηγές, αποδεικνύονται τα μειονεκτήματα του Κούρτιου. Σημαντικότερα από αυτά είναι η ανεπάρκειά του σε στρατιωτικά θέματα, η διατύπωση σημαντικών ισχυρισμών και εν συνεχεία η αναίρεσή τους, μία σειρά από σοβαρότατα γεωγραφικά σφάλματα και πάνω απ’ όλα η εξόφθαλμη λογοκλοπή από παλαιότερους συγγραφείς και η σχεδόν αυτούσια εμφύτευση στη διήγησή του περιστατικών, που συνέβησαν πριν ή μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και φυσικά με άλλους πρωταγωνιστές.
Ιουστίνος: το πλήρες όνομά του ήταν Μάρκους Ιουνιάνους (ή Ιουνιάνιους) Ιουστίνους, πρέπει να ήταν εκλατινισμένος Γαλάτης κι εμφανίσθηκε στη Ρώμη ως δάσκαλος της ρητορικής. Έγραψε στα λατινικά μία επιτομή (περίληψη) της ιστορίας του Τρόγου κάποια στιγμή μεταξύ 144 και 395 μ.Χ. Αν και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ακρωτηριασμό και όχι για περίληψη, το αποτέλεσμα ήταν ότι η Επιτομή του Ιουστίνου διασώθηκε ως τις ημέρες μας, ενώ από την κολοσσιαίας έκτασης Ιστορία του Τρόγου διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ο ίδιος ο Ιουστίνος λέει ότι από τα 44 βιβλία του Τρόγου σταχυολόγησε «το πιο αξιόλογο υλικό» και ότι δημιούργησε «ένα είδος ανθολογίας», παραλείποντας «ό,τι δεν διαβαζόταν εύκολα ή δεν προέβαλλε την ηθική».
Εκτός από τους παραπάνω συγγραφείς πληροφορίες για τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του βρίσκουμε και σε αποσπάσματα μη διασωθέντων ιστορικών καθώς και σε τοπικές πηγές (επιγραφές και παπύρους) των χωρών που κατέκτησε. Η αξιολόγηση αυτού του υλικού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ακόμη και την οπτική γωνία του συγγραφέα τους, πολύ δε δυσκολότερο είναι να ελέγξουμε την αξιοπιστία του. Η δήλωση του Πλούταρχου «αυτό το γνωρίζω από τον Σωτίωνα, που λέει ότι το άκουσε από τον Ποτάμωνα τον Λέσβιο» μας δίνει μία πολύ καλή εικόνα της αναξιοπιστίας κάποιων (αν όχι των περισσοτέρων) απ’ αυτούς. Κάποιοι άλλοι ιστορικοί απέδωσαν στον Καλλισθένη τον κομπασμό ότι η εικόνα του Αλεξάνδρου και των έργων του καθώς και η αποδοχή ή απόρριψη της θεϊκής καταγωγής του εξαρτώνταν από τον ίδιο τον Καλλισθένη και τα γραπτά του, με την ιδιότητα του διαπιστευμένου χρονικογράφου της εκστρατείας. Ο Ονησίκριτος πάλι δεν δίστασε να γράψει ότι ο Αλέξανδρος διέκοψε την καταδίωξη του Δαρείου, για να επιδοθεί σε πολυήμερη σεξουαλική παραλυσία με τη βασίλισσα των Αμαζόνων.
Για αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου φαίνεται ότι κυκλοφορούσε ένας μεγάλος αριθμός επιστολών του Αλεξάνδρου προς διάφορους αξιωματούχους, ακόμη και προς τη μητέρα του, και αυτές τις επιστολές επικαλούνταν ως τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους πολλοί συγγραφείς. Φυσικά είναι πολύ αμφίβολο αν οι επιστολές αυτές ήταν γνήσιες και με δεδομένα τα παραπάνω μάλλον πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι ήταν πλαστές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι κατασκευάσματα ακριβώς εκείνων, που τις επικαλούντο ως τεκμηρίωση. Με δεδομένη δε την ευρηματικότητα συγγραφέων, όπως ο Ονησίκριτος, ο Δούρις και ο Φύλαρχος, πρέπει να θεωρούμε εξ ορισμού πλαστή όλην αυτήν την αλληλογραφία.
Οι σωζόμενοι αρχαίοι συγγραφείς κατέγραψαν τα ονόματα και σχολίασαν ή αξιολόγησαν αποσπάσματα μερικών μη σωζόμενων ιστορικών του Αλεξάνδρου. Έτσι γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος ότι συνέγραψαν ιστορία αφού προηγουμένως πήραν μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος, ο Αριστόβουλος, ο Νέαρχος, ο Καλλισθένης, ο Ονησίκριτος και ο Χάρις, οι οποίοι αξιολογούνται ως εξής:
Αριστόβουλος ο Κασσανδρεύς: πήρε μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου, αλλά σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία άρχισε τη συγγραφή της ιστορίας του σε ηλικία 84 ετών. Αυτό σημαίνει ότι έγραψε αργότερα από τους Κλείταρχο, Ονησίκριτο, Χάρητα, Μαρσύα και Έφιππο, γι’ αυτό αρκετοί σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ανέμιξε τις δικές του αναμνήσεις με την ήδη πλούσια φιλολογία εκείνων των ημερών. Το βέβαιο είναι ότι συχνά διαφωνεί με όσα παραδίδει ο Πτολεμαίος. Επειδή πήρε μέρος στην εκστρατεία και γνώριζε πολλές και σημαντικές λεπτομέρειες, ο Αρριανός τον επέλεξε ως τη δεύτερη σημαντικότερη πηγή του.
Ευμένης ο Καρδιανός: σε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι ήταν ο Διοικητής του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων στο Επιτελείο του Αλεξάνδρου. Ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την ενημέρωση των Βασιλείων Εφημερίδων, δηλαδή του επισήμου ημερολογίου της Αυλής.
Καλλισθένης ο Ολύνθιος: γεννήθηκε περί το 370 ή 360 π.Χ., ήταν ανιψιός του Αριστοτέλη, αυστηρών αρχών και ανεξάρτητος χαρακτήρας. Συνέγραψε τα «Ελληνικά», που άρχιζαν από την Ανταλκίδειο Ειρήνη (387) και τελείωναν στην αρχή του Γ΄ Ιερού Πολέμου (354). Έθεσε τις συγγραφικές του ικανότητες στην υπηρεσία του πανελληνίου οράματος της Μακεδονικής Ηγεμονίας, ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία και ύμνησε πανηγυρικά τα κατορθώματά του. Ήταν όμως από τους σημαντικότερους πολέμιους της προσκύνησης και το 327 οι αυλοκόλακες (ή ο ίδιος ο Αλέξανδρος) τον ενέπλεξαν στη συνωμοσία των παίδων και πέτυχαν την εκτέλεσή του. Η ιστοριογραφία του χαρακτηριζόταν από πλήθος φανταστικών στοιχείων, γι’ αυτό του αποδόθηκε η πατρότητα του «Μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου».
Νέαρχος του Ανδροτίμου: προσωπικός κι έμπιστος φίλος του Αλεξάνδρου. Ήταν από τους σημαντικότερους εταίρους και ναύαρχος από το 325 ως το θάνατο του Αλεξάνδρου (323). Τα απομνημονεύματά του είχαν τίτλο «Παράπλους» και απετέλεσαν μία από τις βασικές πηγές του Αρριανού.
Ονησίκρητος από την Αστυπάλαια: ήταν μαθητής του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, πήρε μέρος στην εκστρατεία και πριν ακόμη πεθάνει ο Αλέξανδρος, άρχισε να γράφει την ιστορία του, στην οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τον εμφάνιζε με φιλοσοφικά, κυρίως κυνικά, χαρακτηριστικά. Η ιστορία του δεν σώθηκε ως τις μέρες μας, αλλά ήταν πολύ γνωστή στους αρχαίους. Άρχιζε από την παιδική ηλικία του Αλεξάνδρου, εξιστορούσε την εκστρατεία και περιέγραφε ειδικότερα τους λαούς της Ινδίας, όπως δείχνουν τα ελάχιστα αποσπάσματα, που διασώθηκαν. Επειδή όμως αυτά, που περιέγραφε φαίνονταν παράδοξα στους συγχρόνους του, τον χαρακτήρισαν μυθιστοριογράφο και δεν είχαν καθόλου άδικο. Ο ίδιος κατέγραψε τον εαυτό του ως ναύαρχο, ενώ ο Νέαρχος τον κατέγραψε ως κυβερνήτη τριήρους και επιπλέον τον χαρακτήρισε (ούτε λίγο ούτε πολύ) ως βλάκα. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Ονησίκριτος είχε το θράσος να διαβάσει στον Λυσίμαχο (βασιλιά πλέον των ευρωπαϊκών εδαφών) το τέταρτο βιβλίο του για την εκστρατεία, όπου περιλάμβανε το χονδροειδέστατο μύθευμά για τις επί 13 ημέρες ερωτικές παραλυσίες του Αλεξάνδρου με τη βασίλισσα των Αμαζόνων. Τότε ο Λυσίμαχος τον φιλοδώρησε με το ειρωνικό σχόλιο: «Καλά, κι εγώ πού ήμουνα τότε;».
Πτολεμαίος του Λάγου: συνέγραψε όταν ήταν πλέον βασιλιάς (Φαραώ) της Αιγύπτου, προφανώς προς το τέλος της ζωής του (ίσως μεταξύ 300 και 283 π.Χ.). «Η φήμη παρέλαβε αυτά τα ψέματα, που είπαν οι πρώτοι, τα διέσωσε ως τις μέρες μας και θα συνεχίσει να τα διαδίδει και στο μέλλον, αν δεν τα σταματήσει αυτό εδώ το σύγγραμμα» έγραψε οργισμένος ο Αρριανός (ΣΤ.11.) και κατά πάσα πιθανότητα εξίσου οργισμένος κι ο Πτολεμαίος θέλησε να αντιπαραθέσει αυτά, που ο ίδιος γνώριζε από πρώτο χέρι, σε όσα κυκλοφορούσαν ήδη ως ιστορία του Αλεξάνδρου. Εκτός από αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς ή πρωταγωνιστής σε συγκεκριμένα περιστατικά, ο Πτολεμαίος ως υψηλόβαθμος επιτελικός αξιωματικός είχε επιπλέον στη διάθεσή του τις Βασίλειες εφημερίδες. Το έργο του δεν διασώθηκε ως τις ημέρες μας στο σύνολό του, αλλά μόνο σε μερικά αποσπάσματα, που βρίσκουμε στην «Αλεξάνδρου Ανάβαση» του Αρριανού. Από τον Αρριανό παίρνουμε την εντύπωση ότι το έργο του Πτολεμαίου ήταν αρκετά απροκατάληπτο και ότι περιείχε έγκυρες γεωγραφικές και εθνολογικές πληροφορίες.
Χάρις ο Μυτιληναίος: έλαβε μέρος στην εκστρατεία ως εισαγγελεύς (τελετάρχης) και τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του δεν επιτρέπουν τη συνολική αξιολόγησή του.
Δεν είναι μόνο οι παραπάνω όλοι όσοι συνέγραψαν ιστορία για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και τελικά δεν είναι τρομερή υπερβολή να πούμε ότι οποιοσδήποτε ήξερε γραφή και ακολούθησε από οποιαδήποτε απόσταση και θέση την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, έγραψε κι από ένα βιβλίο. Στην αρχαία γραμματεία καταγράφονται τα ονόματα και άλλων συγγραφέων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εντοπίζονται και αποσπάσματα του έργου τους στα έργα των συγγραφέων, από τους οποίους μνημονεύονται. Συνήθως γνωρίζουμε μόνο το όνομα αυτών των ιστορικών και σε σπανιότατες περιπτώσεις μπορούμε να αντιληφθούμε κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του έργου τους. Έτσι, παραμένει ανοιχτό ένα πεδίο πολύ ενδιαφέρον για τους ειδικούς, που προσπαθούν να προσδιορίσουν από ποιά παλαιότερη και μη διασωθείσα πηγή προέρχεται η μία ή άλλη πληροφορία κάθε εξεταζόμενου συγγραφέα.
Αναξιμένης ο Λαμψακηνός: ήταν ακραίος εκπρόσωπος της ρητορικής ιστοριογραφίας. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές είναι ο πραγματικός συγγραφέας της «Ρητορικής προς Αλέξανδρον», που αποδίδεται στον Αριστοτέλη λόγω μίας ενσωματωμένης ψευδεπίγραφης επιστολής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άλλο έργο του ο «Τρικάρανος», το οποίο ο Αναξιμένης φρόντισε να αποδοθεί στον Θεόπομπο, για να τον εκθέσει. Έγραψε και για τον Αλέξανδρο, αλλά σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα του έργου του.
Δούρις ο Σάμιος: το έργο του («Ιστορίαι» ή ίσως «Μακεδονικά») πρέπει να άρχιζε με το θάνατο του Αμύντα (359), του πατέρα του Φιλίππου, και να έφτανε ως τον Πύρρο της Ηπείρου (318-272). Ανήκει στους συγγραφείς, που επέλεξαν να δραματοποιήσουν τις διηγήσεις τους με τα μέσα της τραγικής τέχνης, σε σημείο ώστε να μην ξεχωρίζει η δημιουργία από την ιστοριογραφία. Χαρακτηριστική είναι η κατηγορία του Δούριδος κατά του Εφόρου και του Θεόπομπου ότι «παρέλειψαν τα περισσότερα στοιχεία της δημιουργίας, διότι δεν χρησιμοποίησαν ούτε δραματοποιήσεις ούτε ευχάριστες διατυπώσεις, αλλά ασχολήθηκαν μόνον με την καταγραφή [των γεγονότων]».
Έφιππος ο Ολύνθιος: ήταν σύγχρονος του Αλεξάνδρου, ίσως να πήρε μέρος στην εκστρατεία και τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του δείχνουν ότι έκανε σφοδρή κριτική στον Αλέξανδρο.
Κλείταρχος: δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία και φαίνεται να συνέγραψε μεταξύ 323 και 300 π.Χ., δηλαδή μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και μάλλον πριν από τον Πτολεμαίο. Έγραψε ρητορικά και τραγικά, το έργο του ξεκινούσε με την άνοδο του Αλεξάνδρου στο θρόνο της Μακεδονίας (336) και τελείωνε με το θάνατό του. Φαίνεται να έχει αντλήσει τις πληροφορίες του από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και το Θεόπομπο, ειδικά στις εθνογραφικές και γεωγραφικές περιγραφές της Περσίας και Ινδίας. Είναι ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της λαϊκής παράδοσης (vulgata) με τη χαρακτηριστικά μυθιστορηματική διήγηση.
Μαρσύας ο Πελλαίος: σύγχρονος του Αλεξάνδρου και αδελφός του Αντίγονου. Στο βαθμό, που μπορούν να αξιολογηθούν τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του («Μακεδονικά») φαίνεται ότι έγραψε από την παραδοσιακή μακεδονική άποψη, που δεν συμμερίσθηκε τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου.
Μεγασθένης: έζησε στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Έκανε πολλά ταξίδια ως πρέσβυς στον Σανδράκοτο, βασιλιά των Πραισίων. Το έργο του «Ινδικά» σε 4 βιβλία ήταν γενικά εθνογραφικό με σημαντικές πληροφορίες για τη γεωγραφία, την πανίδα και τη χλωρίδα της Ινδίας, τη ζωή, τα ήθη καθώς και παραδόσεις των κατοίκων, για τις οποίες όμως κατηγορείται ότι ανέμιξε ελληνικούς και ξένους μύθους. Περίληψη του βιβλίου του μας δίνει ο Διόδωρος, ενώ αποσπάσματά του βρίσκουμε στο Στράβωνα και τον Αρριανό.
Τρόγος (Πομπήιος Τρόγος): ήταν εκλατινισμένος Γαλάτης και γεννήθηκε στη Ναρβωνική Γαλατία (περίπου τη σημερινή Προβηγκία της Γαλλίας), ίσως στη σημαντικότερη πόλη της το Βάσιον (Βαιζόν λα Ρομαίν, στα ΒΑ της Οράγγης). Την εποχή του Αυγούστου (64 π.Χ.-14 μ.Χ.) συνέγραψε μία παγκόσμια ιστορία με τον παράδοξο τίτλο «Φιλιππικές Ιστορίες» (ίσως μιμούμενος τον Θεόπομπο), όπου περιελάμβανε τα περί τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του. Το έργο του χάθηκε στο σύνολό του και διασώθηκε μόνο μία επιτομή του από τον Ιουστίνο.
Φύλαρχος: άκμασε μεταξύ 200 και 250 π.Χ. Ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος τον κατηγορούν ότι αντί να ασχοληθεί με τη διαπίστωση και τη μετάδοση της αλήθειας, όπως πρέπει να κάνει ένας ιστοριογράφος, υπηρέτησε τον εντυπωσιασμό με κάθε θυσία, ώστε να πετύχει την επίδραση στο συναίσθημα. Είναι κι αυτός τυπικός εκπρόσωπος της λαϊκής παράδοσης, δηλαδή ανήκει στους συγγραφείς, που επέλεξαν να δραματοποιήσουν τις διηγήσεις τους με τα μέσα της τραγικής τέχνης, σε σημείο ώστε να μην ξεχωρίζει η δημιουργία από την ιστοριογραφία.
Ψευδοκαλλισθένης: «Το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου», που ψευδώς αποδίδεται στον Καλλισθένη εμφανίζεται για πρώτη φορά σε διάφορες παραλλαγές της ελληνιστικής περιόδου. Αυτές ενσωμάτωναν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό φανταστικές επιστολές του Αλεξάνδρου κυρίως προς την Ολυμπιάδα και τον Αριστοτέλη, καθώς και άλλες συγγραφές, όπως για τον υποτιθέμενο διάλογο του Αλεξάνδρου με τους γυμνοσοφιστές και για τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Όλο αυτό το συνοθύλευμα συνενώθηκε σε ενιαίο μυθιστόρημα μάλλον τον 3ο μ.Χ. αιώνα και είναι απίστευτα τα σφάλματα και οι υπερβολές του, αλλά ακόμη πιο απίστευτος είναι ο (γνωστός) αριθμός γλωσσών, στις οποίες μεταφράσθηκε. Πολύ νωρίς μεταφράσθηκε στα λατινικά, αιθιοπικά, παλαιοπερσικά, σε διάφορες γλώσσες της Ινδίας, της Μαλαισίας και της Ιάβας, ενώ σημαντικότερη απ’ όλες ήταν η αρμενική μετάφραση. Από το ελληνικό «πρωτότυπο» προέκυψαν στα χρόνια του Βυζαντίου οι παραλλαγές στη βουλγαρική, σερβική, ρωσική, γεωργιανή, τσεχική, πολωνική και ρουμανική γλώσσα. Από τη λατινική μετάφραση προέκυψαν τον Μεσαίωνα οι διασκευές στην προβηγκιανή, αγγλική, φλαμανδική, γερμανική, σουηδική, ισπανική, ιταλική, δανική και ισλανδική γλώσσα. Ως τις αρχές των νεωτέρων χρόνων «Το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δεν σταμάτησε να μεταφράζεται, να παραλλάσσεται και να διαμορφώνει παγκοσμίως τη λαϊκή εικόνα του Αλεξάνδρου. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε αγαπημένο λαϊκό ανάγνωσμα με τίτλο «Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου».
Εδώ αξίζει να κάνουμε μία σύντομη αναφορά στις σημαντικότερες περσικές πηγές για τον Αλέξανδρο.
Φιρντουσί ή Φιρντουζί: γεννήθηκε το 932 και πέθανε το 1025. Ήταν ο μεγαλύτερος Πέρσης ποιητής και είναι για τους Πέρσες ό,τι ο Όμηρος για τους Έλληνες. Μπήκε στην Αυλή του σουλτάνου Μαχμούτ Σεμπουτεκίν και ανέλαβε τη συγγραφή ποιητικού έργου με θέμα τις πράξεις των αρχαίων Περσών βασιλέων. 30 χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε τους 60.000 στίχους του «Σαχ-Ναμέ» (Βιβλίο των Βασιλέων), όπου κάνει λόγο για τον Σικάνταρ (Αλέξανδρο). Τον παρουσιάζει όμως ως γιο Πέρση βασιλιά και Ελληνίδας και ετεροθαλή αδελφό του Ντάρα (Δαρείου).
Νιζάμι: ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Πέρσες ποιητές. Γεννήθηκε το 1141 στο Γκεντζέ της Ατροπατηνής Μηδίας (Αζερμπαϊτζάν) και πέθανε το 1203, ένα χρόνο αφού ολοκλήρωσε το «Σικανταρνάμα» (βιβλίο του Αλεξάνδρου), που διαιρείται σε δύο μέρη, το «Σικάνταρνάμα ε μπάρα» (βιβλίο του Αλεξάνδρου κατά ξηράν) και το «Σικάνταρνάμα ε μπάχρ» (βιβλίο του Αλεξάνδρου κατά θάλασσαν).
Εν κατακλείδι, οι σωζόμενες αρχαίες πηγές είναι πράγματι λίγες και συχνά παρέχουν ελλιπείς ή αντικρουόμενες πληροφορίες, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες ακόμη και για το όνομα συγκεκριμένων προσώπων. Λόγου χάριν, η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου ίσως ονομαζόταν Κλεοπάτρα ή ίσως Ευρυδίκη και ο υπεύθυνος για τις βασίλειες εφημερίδες αλλού αναφέρεται ως Ευμένης κι αλλού ως Ευμενής. Το πρόβλημα της ασυμφωνίας των πηγών είναι χαρακτηριστικότερο στην Ινδία, όπου σχεδόν κάθε αρχαίος συγγραφέας αναφέρει λαούς άγνωστους στους υπόλοιπους συγγραφείς. Τέλος, οι αρχαίες πηγές παρέχουν εξίσου αντικρουόμενες ή ελλιπείς πληροφορίες και σε θέματα χρονολόγησης, ενώ όσο βαθύτερα στην Ασία ακολουθούμε τον Αλέξανδρο, τόσο δυσκολότερη γίνεται η ταυτοποίηση των αρχαίων τοπωνυμίων με τα σημερινά.
Ωστόσο όλα τα παραπάνω προβλήματα δεν καθιστούν αδύνατη την ανασύνθεση των γεγονότων. Κι αυτό διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ακόμη και τα τέσσερα αποδεκτά Ευαγγέλια έχουν διαφορές μεταξύ τους, ότι στη ζωή του Ιησού υπάρχει ένα τεράστιο χρονολογικό χάσμα κι ότι η ιστορική επαλήθευση από μη χριστιανικές πηγές των παραδιδομένων έχει αποδώσει πολύ φτωχά αποτελέσματα. Και φυσικά όλα αυτά δεν εμπόδισαν καθόλου τη δημιουργία της σημαντικότερης μονοθεϊστικής θρησκείας.
Έτσι, για το σχηματισμό της πλήρους εικόνας και την κάλυψη των κενών στην ιστορία του Αλεξάνδρου αναγκαστικά συνδυάζονται πληροφορίες απ’ όλους τους σωζόμενους ιστορικούς, ανεξαρτήτως της μεταξύ τους συμβατότητας. Εμείς απλώς πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η εικόνα, που συνθέτουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως μοιάζει λιγότερο στον Αλέξανδρο και περισσότερο στον Φρανκενστάιν ή στον Μυνχάουζεν. Βέβαια, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι ο καθένας έχει δημιουργήσει στο μυαλό του μία συγκεκριμένη και εντελώς αδιαπραγμάτευτη εικόνα του Αλεξάνδρου και αναζητά επιλεκτικά, πότε στον έναν και πότε στον άλλο συγγραφέα, τις «αποδείξεις» ότι ο δικός του Αλέξανδρος είναι ο πραγματικός.
Πηγή