Η ξενομανία έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί σήμερα τα μέλη της οικογενείας τους να τα φωνάζουν father, mother, bro(ther), sis(ter) (όλα από ελληνικά έτυμα, εξηγούνται παρακάτω). Λίγο ακόμα και θα αποκαλούμε και την οικογένεια φαμίλια. Έχετε σκεφτεί ποτέ όμως τί είχε στο μυαλό του ο ονοματοθέτης και την ονόμασε <<οικογένεια>> και τα μέλη της έτσι όπως τα ονόμασε;
Αρχικά, για να εννοήσει κάποιος τί εστί οικογένεια, πρέπει να μελετήσει τί σημαίνει οίκος και τί γένος. Ο ΟΙΚΟΣ λοιπόν οφείλει το όνομά του στο -Ο- που σημαίνει τον κλειστό χώρο, το -ΙΚ- από το ρήμα ἴκω =φτάνω και την κατάληξη -ΟΣ- που δηλώνει σταθερότητα και ορισμόν ( Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ).
Είναι κατά κυριολεξία ο κλειστός χώρος που έχει ορίσει κανείς για να φτάνει, να γυρίζει, η βάση του καθενός, το άσυλό του, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Απ’την άλλη το ΓΕΝΟΣ προέρχεται από το ρήμα γίγνομαι και σηματοδοτεί τον γόνο σου, την προέλευσή σου, την σύνδεσή σου με τους προγόνους σου, τα κοινά χαρακτηριστικά σου με κάποιον άλλον.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έδιναν μεγάλη σημασία και στον οίκο τους και στο γένος τους, με λίγα λόγια στην οικογένειά τους και τα προστάτευαν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το έτυμον της λέξης ΜΟΙΧΟΣ (< μη +οίκος, αυτός που δεν ανήκει στον οίκο), ο μη τιμών τον οίκον.
Για να δημιουργηθεί όμως οικογένεια, εκτός από τον οίκο απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ένας ανήρ και μία γυνή, οι οποίοι θα δημιουργήσουν το γένος. Για την ακρίβεια ο ανήρ θα το γεννήσει ( ὡς φέρων τον γόνον καί διαιωνίζων τήν γενεάν, <<φιτύει γόνον>>, Ικέτιδες, Αισχύλος) και η γυναίκα θα το τεύξει ( =κατασκευάσει) 9 μήνες μέχρι τον τοκετό, όταν ως επίτοκος θα γεννήσει και θα δώσει τον τόκον.
(<< Το ἄρρεν παρέχεται το τε εἴδος, την ἀρχήν τῆς κινήσεως, το θῆλυ την ὕλη και το σῶμα>>, Αριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως) .
Ο ΑΝΗΡ ετυμολογείται εκ των ἄνω + αἴρω (=σηκώνω, ὁ πράττων ἐπί τῆι ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας). Το γράμμα -ρ στο τέλος δεν ετέθη τυχαίως, αλλά για να υποδείξει ροή και ορμή. Διότι χρειάζεται ορμή και θάρρος για να εξυψώσεις την οικογένεια, την πατρίδα κλπ.
Τους αποκαλούσαν και ΟΡΕΙΝΕΣ (< ὄρνημι =σηκώνω, υψώνω, βλ. όρος) αλλά ήταν και ΑΡΡΕΝΕΣ/ΑΡΣΕΝΕΣ [κατά κάποιους από τα ἄρω, ἀραρίσκω =συνδέω, αρμόζω (ὁ ἐπί θῆλυ συναπτόμενος) και κατ’ άλλους από το ἄρδω =αρδεύω (ο εκχύνων γονιμοποιόν υγρόν)].
Η δε ΓΥΝΗ κατά τον Πλάτωνα (Κρατύλος, περί ονομάτων ορθότητος) ετυμολογείται εκ του <<γονή, παρά τό γεννᾶν>>. Άλλη θεωρία είναι από το <<παρά τήν γῆν ἐοικέναι (εἴκω = ομοιάζω)>>. Γιατί όπως η γη οργώνεται με το υνί και σπείρεται και γεννά, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την γυνή. Γι΄αυτό και μία από τις πολλές ονομασίες της μήτρας είναι και άρουρα (βλ. άρθρο γη).
Ελέγετο και ΘΗΛΥ από το θάλλω (=ανθίζω, ακμάζω). Διότι το θήλυ είναι υπεύθυνο και φύσει ικανό να θηλάσει το μωρό και να το αυξήσει, όταν το βγάλει από την κοιλιά του. Φυσικά όλα αυτά υπό την προϋπόθεση πως η γυνή είναι ΠΑΡΘΕΝΟΣ (< παραθήνη < θάω =θηλάζω , είναι σε ηλικία που μπορεί να θηλάσει, έχει μαστούς και κατ’ επέκτασιν έμμηνον ρύση). Τα μικρότερα κορίτσια δεν απεκαλούντο παρθένα, διότι δεν ήταν με την τότε σημασία της λέξεως.
Για να δημιουργηθεί οικογένεια πρέπει να υπάρξει σύζευξη, δηλαδή ο άνδρας με την γυναίκα να γίνουν ΣΥΖΥΓΟΙ/ΟΜΟΖΥΓΟΙ (> συζεύγνυμι =συνδέω στον ίδιο ζυγό), να αποτελέσουν ζεύγος και να υπάρξει ΣΥΝΟΥΣΙΑ (συν +εἰμί, το ὁμοῦ εἶναι, το να γίνεις ένα και το αυτό με τον άλλον). Ο σύζυγος ελέγετο μεταξύ πολλών άλλων και ΠΟΣΙΣ [> πότις, ο ποτίζων δια του σπέρματος την άρουρα της γυναικός (boss τον λένε οι Άγγλοι σήμερα)] και η σύζυγος ΠΟΤΝΙΑ ή ΥΠΑΝΔΡΟΣ (< ὑπό +ἀνήρ, γιατί τίθεται υπό την προστασία του ανδρός της).
Ο ΓΑΜΟΣ, κατά την διάρκεια του οποίου ο ανήρ νυμφεύεται (> νύμφη =νεαρή γυναίκα) και η γυνή υπανδρεύεται, ετυμολογείται από το <<τήν γῆν ἀμᾶν (=θερίζω)>> γιατί σηματοδοτεί το θέρος, το θέρισμα που θα φέρει γόνους. Εξ ου και ο γαμβρός (< γαμερός).
Ο ανήρ λοιπόν κατά την συνουσία παράγει τα ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΑ*, τον σπόρον και η γυνή έχει τα ΩΑΡΙΑ ( =μικρά αυγά), τα οποία ομοιάζουν με το σχήμα της γης [<<Οἱ ἀρρένες τον θορόν (< θρώσκω, = αναπηδώ, το σπέρμα) και αἱ θήλειαι τά ὠάι ἔχουσιν>>, Αριστοτέλης, Περί ζώων].
(*Σημ.: Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Πλάτωνος σχετικά με την γονιμοποίηση σχεδόν 2500 χρόνια πριν << … οι άνδρες κατασπείρουν ζώα αόρατα λόγω σμικρότητος, από τα οποία θα διαλεχθούν τα καλλίτερα για να εκτραφούν εντός της μήτρας>>, Πλάτων Τίμαιος 91δ)
Ο ανήρ λοιπόν είναι αυτός που κύει/κυΐσκει (=φουσκώνει) ή οπύιει (< ὀπός =χυμός + ὕω=βρέχω) και η γυνή κυΐσκεται, καθίσταται δηλαδή ΕΜΠΑΙΣ/ΕΓΚΥΟΣ (εν + κῦμα =το φούσκωμα). Πρώτα τεύχει το ΒΡΕΦΟΣ/ΕΜΒΡΥΟ (> εν +βρύω = πληθαίνω) μέσω του ομφάλιου λώρου (> ομφύνω =αυξάνω + λώρος, λουρί) και ύστερα το τίκτει και εξέρχεται το ΝΕΟΓΝΟΝ (νέος + γίγνομαι). Το φύλο (< φύω, φύση) του, θα είναι είτε αρσενικό, είτε θηλυκό τουτ’ έστιν είτε υιός, είτε θυγάτηρ.
ΥΙΟΣ/ΓΥΙΟΣ/ΥΙΙΣ/ΥΙΕΥΣ κ.ά εκ του ὑώ =βρέχω + ιός (< εἴμι =έρχομαι), διότι φέρει υετό (=βροχή), υγρό, ήτοι σπέρμα. Αλλά αν τρέψουμε την δασεία σε -φ λέγεται και ΦΥΟΣ (έχει την δυνατότητα να φύει). Σήμερα λέμε συνήθως πως μια έγκυος θα κάνει ΑΓΟΡΙ ( στερ. α +ὥρα, γιατί είναι ακόμα άγουρος ανήρ).
Θ-Υ-ΓΑΤΗΡ απ’ την άλλη, είναι αυτή που διαθέτει Θέση για το Υγρόν στην ΓΑΣΤΕΡΑ (=κοιλιά) της . << Τά θήλεα ἔχει ὑποδοχήν τήν ὑστέραν>> έγραψε ο Αριστοτέλης στο έργο του <<Περί ζώων γενέσεως>>.
ΥΣΤΕΡΑ ήταν μια άλλη ονομασία της μήτρας, η υποδέχουσα το υγρόν. Πίστευαν δε πως η μη ικανοποίηση/καρποφορία της προκαλούσε ασθένεια, την γνωστή ως και σήμερα υστερία.
Σήμερα δεν λέμε θα κάνει θυγατέρα αλλά κορίτσι (=μικρή κόρη)/ κόρη. Και τα 2 ετυμολογούνται εκ του κορέω (=φροντίζω, τακτοποιώ και δεν συνδέονται με τον κούρον (> κείρω =κόβω, γιατί ξύριζαν τα γένια τους, όταν τα έβγαζαν περίπου κατά την εφηβική ηλικία).
Την θυγατέρα, την αποκαλούσαν επίσης και ΣΤΕΛΛΑΝΔΡΑ ( στέλλω +ανήρ, γιατί θα γεννούσε στο μέλλον άνδρες που θα διαιωνίσουν το γένος). Σπανίως, την θυγατέρα (αλλά και την σύντροφο) την αποκαλούσαν ΕΟΡ/ΑΟΡ (>ὁαριστής =οικείος -> ἕορ με τροπή της δασείας σεόρ < λατ. soror < αγγλ.sister).
Κι έτσι λοιπόν το ανδρόγυνο πλέον είναι και ΓΟΝΕΙΣ (=φέροντες τον γόνον του γένους). Ο ανήρ λέγεται ΠΑΤΗΡ (κλητ. πατερ < λατ. pater < αγγλ. father) και η γυναίκα ΜΗΤΗΡ/ ΜΑΤΗΡ (κλητ. ματερ < λατ. mater <αγγλ. mother).
Πατήρ εκ του πάτωρ (< πάομαι =λαμβάνω, κατέχω, ο κτήτωρ δηλαδή που οφείλει να προστατεύσει αυτά που απέκτησε). Λέγεται και ΦΥΤΙΣ/ ΦΥΤΩΡ (< φύω =φυτρώνω) ή ΓΕΝΝΗΤΩΡ. Λεγόταν και ΠΑΠΠΑΣ (<< προσελθών πάππα με καλεῖ>> , Αριστοφάνους Εκκλησιάζουσαι, <<φίλε πάππα>> Ομήρου, Οδύσσεια, ζ, 57) και αργότερα μετετράπη σε μπαμπάς. Ακόμη ένα όνομά του ήταν και ΑΤΤΑ/ΤΕΤΤΑ/ΙΕΤΤΑ (<<ἄττα γεραιέ>> Ομήρου, Ιλιάς,Δ,411), αλλά και ΑΠΦΥΣ (< ἀπό +φύω) και επειδή οι Μακεδόνες δεν χρησιμοποιούσαν δασείς φθόγγους, τον έλεγαν και ΑΠΠΑ (βλ. Φίλιππος- Βίλιππος).
Η Μήτηρ, η μάνα αλλά και η μαμμά προέρχονται εκ του πρωτοελληνικού μῶ (=ζητώ, <μαμμάω =ζητώ να θηλάσω). Το μῶ όπως και άλλα πρωτοελληνικά ρήματα φτιάχτηκαν ύστερα από παρατήρηση του κόσμου. Το ΜΩΡΟΝ (< μη +ὤρα =φροντίδα)/ ΓΑΛΑΘΗΝΟΝ ( =τρεφόμενο με γάλα) , δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του, ούτε να φάει και ζητά τον μαστόν (< μῶ), είτε μουρμουρίζοντας <<μμμ ,μμμ>>, είτε κλαίγοντας με αχό ( = εσωτερική στενοχώρια) <<ααα>> γιατί είναι ακόμα ΝΗΠΙΟΝ ( στερ. νη +ἔπος =λόγος) και δεν μπορεί να εκφραστεί λεκτικώς.
Επίσης, μπορεί το ζευγάρι να μην αποκτήσει μόνον έναν αλλά πολλούς ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ/ΑΦΑΙΜΟΥΣ (ἀπό +αἵμα)/ΕΞΑΙΜΟΥΣ/ΕΠΙΣΠΟΡΟΥΣ/ΕΚΓΟΝΟΥΣ.
Αυτοί μεταξύ τους θα είναι ΑΔΕΛΦΙΑ ( αθροιστ. Α + δελφύς =μήτρα), ΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ/ΟΜΟΝΗΔΥΙΟΙ (>ὅμοιος + νηδύς =κοιλιά) /ΟΜΟΣΦΥΡΟΙ (< ὅμοιος +σφυρά =αστράγαλοι, γιατί γεννούσαν σε σχεδόν όρθια θέση και τα μωρά <<έπεφταν>> στους αστραγάλους τους) /ΟΜΟΣΠΟΡΟΙ/ΣΥΓΓΟΝΟΙ/ΑΥΘΑΙΜΟΙ (> αὐτός =ίδιος +αἵμα)/ ΟΜΟΣΠΛΑΓΧΝΟΙ/ ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΙ (> κάσις =κοιλιά +γίγνομαι)/ ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΟΙ κ.ά.
Μπορεί να είναι όμως κι ετεροθαλή (ἕτερος +θάλλω) αδέλφια, είτε από τον ίδιο πατέρα και λέγονταν ΟΠΑΤΡΟΙ/ ΟΜΟΠΑΤΡΙΟΙ/ ΑΥΤΟΠΑΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΜΗΤΟΡΕΣ/ ΕΤΕΡΟΜΗΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΣΓΟΝΟΙ, είτε από την ίδια μητέρα (χαρακτηρισμοί αντίστοιχοι των προηγουμένων).
Τα αδέλφια χωρίζονται σε ΠΡΩΤΟΤΟΚΟ (πρώτος +τίκτω), ΑΜΦΙΚΟΡΟ (αμφί +κόρος) και ΝΕΙΑΤΟ (> νέος), αλλά μπορεί να είναι και ΔΙΔΥΜΑ (δις +δύω =βυθίζω, εισέρχομαι και φέρω). Οι μικρότεροι ως ένδειξη σεβασμού φώναζαν τον μεγαλύτερο ηθείο, δηλώνοντας πως είχαν τα ίδια ήθη/συνήθειες. Τον αδελφό τον αποκαλούσαν επίσης και ΦΡΑΤΩΡ (βλ. brother).
Τα παιδιά των παιδιών λέγονται μέχρι σήμερα ΕΓΓΟΝΙΑ (> εκ +γόνος) και υπήρχαν συγκεκριμένα ονόματα που διευκρίνιζαν την σχέση μεταξύ αυτών και των παππούδων τους. Έτσι ο υιός του υιού λεγόταν ΥΙΙΔΕΥΣ/ ΕΓΓΟΝΟΣ/ Ο ΥΙΩΝΕΥΣ και η κόρη του υιού ΕΓΓΟΝΗ/ Η ΥΙΩΝΕΥΣ/ ΝΕΟΠΤΡΑ. Ο υιός της κόρης λεγόταν ΘΥΓΑΤΡΙΔΗΣ/ΘΥΓΑΤΡΙΔΟΥΣ και η κόρη της κόρης ΘΥΓΑΤΡΙΔΗ. Κι όλα μαζί ΘΥΓΑΤΡΟΠΑΙΔΑ/ΘΥΓΑΤΡΟΤΕΚΝΑ. Ο δισέγγονος-η ΠΡΟΥΪΩΝΟΣ, ο τρισέγγονος-η ΤΡΙΥΪΩΝΟΣ κλπ. Τα εγγόνια δεν λέγονταν απόγονοί τους καθώς δεν είχαν άμεση σχέση μεταξύ τους, αλλά ΕΠΙΓΟΝΟΙ.
Ο παππούς λεγόταν ΠΑΠΠΟΣ, ΓΥΓΗΣ (εξ ου γιαγιά) /ΘΙΑΣ (ηθείος) /ΝΕΝΝΑΣ (συντελούσε κι αυτός στην ανατροφή του νέου) / ΠΟΠΑΡ/ ΠΡΟΠΑΤΩΡ (αν ήταν απ΄την πλευρά του πατέρα) /ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ (απ’την πλευρά της μητέρας). Υπήρχε και ο ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ κι ο παππούς του πατέρα ήταν ο ΕΠΙΠΑΠΠΟΣ. Ακόμα μια γενιά πιο πίσω, ο πατήρ του προπάππου δηλαδή, λεγόταν ΕΚΠΑΠΠΟΣ και ο παππούς του παππού λεγόταν ΠΑΠΠΕΠΙΠΑΠΠΟΣ και κάπως έτσι ανακαλούσαν τους προγόνους τους μέχρι τον ΠΡΟΠΑΤΟΡΑ (=γενάρχη).
Αντιστοίχως είχε και η γιαγιά πολλά ονόματα. ΜΑΜΜΗ/ΜΑΜΜΑΙΑ/ ΝΟΝΝΙΣ/ ΝΟΝΝΑ/ ΝΕΝΝΑ/ΑΝΝΙΣ/ΤΗΘΗ λίγα από τα σημαντικότερα ονόματά της. Η προγιαγιά λεγόταν ΕΠΙΤΗΘΗ/ΠΡΟΜΑΜΜΗ, πιο πίσω η ΕΠΙΠΡΟΜΑΜΜΗ κλπ.
Βέβαια, από μία οικογένεια δεν λείπουν και οι λοιποί ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ(συν +γόνος). Αυτοί χωρίζονται στους ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ / ΑΓΧΙΣΠΟΡΟΥΣ (ἄγχι =κοντά +σπόρος) και στους ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ/ ΠΑΟΥΣ (> πάομαι =αποκτώ)/ ΚΗΔΕΣΤΕΣ (> κήδω =φροντίζω, βλ. κηδεμών).
Τα παιδιά, τα αδέλφια των γονιών τους, τα είπαν ΘΕΙΟΥΣ (>ηθείος). Ο αδελφός του πατρός λεγόταν ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΠΑΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΟΣ/ ΠΑΤΡΟΘΕΙΟΣ κλπ. και η αδελφή του ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΗ. Της μητρός ο αδελφός λεγόταν ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΜΗΤΡΩΣ/ ΜΗΤΡΟΘΕΙΟΣ και η αδελφή αντιστοίχως. Τα παιδιά τους ήταν οι ΕΞΑΔΕΛΦΟΙ/ ΑΔΕΛΦΟΠΑΙΔΕΣ και ΔΙΣΕΚΓΟΝΟΙ ήταν τα δεύτερα εξαδέλφια.
Οι θείοι, τα ανήψια τους τα έλεγαν ΑΝΕΨΙΑ (νή +πούς = αδύναμος προς βάδισιν, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Ο αδελφός του/της συζύγου λεγόταν ΔΑΗΡ (> δέω =δένω) και η αδελφή ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΗ. Αργότερα έγιναν ΚΟΥΝΙΑΔΟΙ ( > συν + γνωτός < λατ. cum + natus). Οι συννυφάδες (γυναίκες των αδελφών) λέγονταν μεταξύ τους ΕΙΝΑΤΗΡΕΣ (> εν +ναίω =κατοικώ) και η αδελφή του συζύγου ΓΑΛΩΣ (> κάλως =σχοινί, καλώδιον)
Τον πατέρα του ετέρου ημίσεως τον αποκαλούσαν ΠΕΝΘΕΡΟΝ [> πένθμα, πεῖσμα = το σχοινί, (δεμένοι με δεσμούς συγγένειας)] /ΕΚΥΡΟN (> προσωπ. αντων. ἕ +κύριος, ο κύριος του/της) και την μητέρα ΠΕΝΘΕΡΑ/ ΕΚΥΡΑ. Ο πατέρας του πεθερού/πεθεράς ήταν ο ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΟΣ και η μητέρα η ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΑ. Ο γαμπρός των πεθερικών ήταν ο ΕΙΛΙΩΝ/ ΙΛΙΩΝ (> ἴλλω =συστρέφω, συναναστρέφω)/ ΟΜΟΓΑΜΒΡΟΣ και η νύφη ΝΥΟΣ. Τέλος, ο σύζυγος της εγγονής λεγόταν ΑΝΤΙΓΑΜΒΡΟΣ και η σύζυγος του εγγονού ΑΝΤΙΝΥΟΣ.
Χαρακτηριστικό όμως είναι το πώς εκφράζουν οι αλλοεθνείς τον όρο οικογένεια στις γλώσσες τους και πόσο απέχει από το ελληνικό έτυμον. Παραθέτω τον όρο στις πιο διαδεδομένες γλώσσες.
Αγγλ.: family
Γαλλ.: famille
Γερμ.: familie
Ιταλ.: famiglia
Ισπαν.:familia
Όλες τον ανάγουν στο λατινικό famulus [= δούλος, υπηρέτης, βοηθός> famina (=γυναίκα) > feo > φύω (=φυτρώνω)]. Με λίγα λόγια στο εξωτερικό, αυτοαποκαλούνται συμβοηθοί, βοηθά δηλαδή ο ένας τον άλλον στα του σπιτιού…
Τα σχόλια και οι σκέψεις δικές σας…
Πηγή
Αρχικά, για να εννοήσει κάποιος τί εστί οικογένεια, πρέπει να μελετήσει τί σημαίνει οίκος και τί γένος. Ο ΟΙΚΟΣ λοιπόν οφείλει το όνομά του στο -Ο- που σημαίνει τον κλειστό χώρο, το -ΙΚ- από το ρήμα ἴκω =φτάνω και την κατάληξη -ΟΣ- που δηλώνει σταθερότητα και ορισμόν ( Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ).
Είναι κατά κυριολεξία ο κλειστός χώρος που έχει ορίσει κανείς για να φτάνει, να γυρίζει, η βάση του καθενός, το άσυλό του, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Απ’την άλλη το ΓΕΝΟΣ προέρχεται από το ρήμα γίγνομαι και σηματοδοτεί τον γόνο σου, την προέλευσή σου, την σύνδεσή σου με τους προγόνους σου, τα κοινά χαρακτηριστικά σου με κάποιον άλλον.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έδιναν μεγάλη σημασία και στον οίκο τους και στο γένος τους, με λίγα λόγια στην οικογένειά τους και τα προστάτευαν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το έτυμον της λέξης ΜΟΙΧΟΣ (< μη +οίκος, αυτός που δεν ανήκει στον οίκο), ο μη τιμών τον οίκον.
Για να δημιουργηθεί όμως οικογένεια, εκτός από τον οίκο απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ένας ανήρ και μία γυνή, οι οποίοι θα δημιουργήσουν το γένος. Για την ακρίβεια ο ανήρ θα το γεννήσει ( ὡς φέρων τον γόνον καί διαιωνίζων τήν γενεάν, <<φιτύει γόνον>>, Ικέτιδες, Αισχύλος) και η γυναίκα θα το τεύξει ( =κατασκευάσει) 9 μήνες μέχρι τον τοκετό, όταν ως επίτοκος θα γεννήσει και θα δώσει τον τόκον.
(<< Το ἄρρεν παρέχεται το τε εἴδος, την ἀρχήν τῆς κινήσεως, το θῆλυ την ὕλη και το σῶμα>>, Αριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως) .
Ο ΑΝΗΡ ετυμολογείται εκ των ἄνω + αἴρω (=σηκώνω, ὁ πράττων ἐπί τῆι ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας). Το γράμμα -ρ στο τέλος δεν ετέθη τυχαίως, αλλά για να υποδείξει ροή και ορμή. Διότι χρειάζεται ορμή και θάρρος για να εξυψώσεις την οικογένεια, την πατρίδα κλπ.
Τους αποκαλούσαν και ΟΡΕΙΝΕΣ (< ὄρνημι =σηκώνω, υψώνω, βλ. όρος) αλλά ήταν και ΑΡΡΕΝΕΣ/ΑΡΣΕΝΕΣ [κατά κάποιους από τα ἄρω, ἀραρίσκω =συνδέω, αρμόζω (ὁ ἐπί θῆλυ συναπτόμενος) και κατ’ άλλους από το ἄρδω =αρδεύω (ο εκχύνων γονιμοποιόν υγρόν)].
Η δε ΓΥΝΗ κατά τον Πλάτωνα (Κρατύλος, περί ονομάτων ορθότητος) ετυμολογείται εκ του <<γονή, παρά τό γεννᾶν>>. Άλλη θεωρία είναι από το <<παρά τήν γῆν ἐοικέναι (εἴκω = ομοιάζω)>>. Γιατί όπως η γη οργώνεται με το υνί και σπείρεται και γεννά, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την γυνή. Γι΄αυτό και μία από τις πολλές ονομασίες της μήτρας είναι και άρουρα (βλ. άρθρο γη).
Ελέγετο και ΘΗΛΥ από το θάλλω (=ανθίζω, ακμάζω). Διότι το θήλυ είναι υπεύθυνο και φύσει ικανό να θηλάσει το μωρό και να το αυξήσει, όταν το βγάλει από την κοιλιά του. Φυσικά όλα αυτά υπό την προϋπόθεση πως η γυνή είναι ΠΑΡΘΕΝΟΣ (< παραθήνη < θάω =θηλάζω , είναι σε ηλικία που μπορεί να θηλάσει, έχει μαστούς και κατ’ επέκτασιν έμμηνον ρύση). Τα μικρότερα κορίτσια δεν απεκαλούντο παρθένα, διότι δεν ήταν με την τότε σημασία της λέξεως.
Για να δημιουργηθεί οικογένεια πρέπει να υπάρξει σύζευξη, δηλαδή ο άνδρας με την γυναίκα να γίνουν ΣΥΖΥΓΟΙ/ΟΜΟΖΥΓΟΙ (> συζεύγνυμι =συνδέω στον ίδιο ζυγό), να αποτελέσουν ζεύγος και να υπάρξει ΣΥΝΟΥΣΙΑ (συν +εἰμί, το ὁμοῦ εἶναι, το να γίνεις ένα και το αυτό με τον άλλον). Ο σύζυγος ελέγετο μεταξύ πολλών άλλων και ΠΟΣΙΣ [> πότις, ο ποτίζων δια του σπέρματος την άρουρα της γυναικός (boss τον λένε οι Άγγλοι σήμερα)] και η σύζυγος ΠΟΤΝΙΑ ή ΥΠΑΝΔΡΟΣ (< ὑπό +ἀνήρ, γιατί τίθεται υπό την προστασία του ανδρός της).
Ο ΓΑΜΟΣ, κατά την διάρκεια του οποίου ο ανήρ νυμφεύεται (> νύμφη =νεαρή γυναίκα) και η γυνή υπανδρεύεται, ετυμολογείται από το <<τήν γῆν ἀμᾶν (=θερίζω)>> γιατί σηματοδοτεί το θέρος, το θέρισμα που θα φέρει γόνους. Εξ ου και ο γαμβρός (< γαμερός).
Ο ανήρ λοιπόν κατά την συνουσία παράγει τα ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΑ*, τον σπόρον και η γυνή έχει τα ΩΑΡΙΑ ( =μικρά αυγά), τα οποία ομοιάζουν με το σχήμα της γης [<<Οἱ ἀρρένες τον θορόν (< θρώσκω, = αναπηδώ, το σπέρμα) και αἱ θήλειαι τά ὠάι ἔχουσιν>>, Αριστοτέλης, Περί ζώων].
(*Σημ.: Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Πλάτωνος σχετικά με την γονιμοποίηση σχεδόν 2500 χρόνια πριν << … οι άνδρες κατασπείρουν ζώα αόρατα λόγω σμικρότητος, από τα οποία θα διαλεχθούν τα καλλίτερα για να εκτραφούν εντός της μήτρας>>, Πλάτων Τίμαιος 91δ)
Ο ανήρ λοιπόν είναι αυτός που κύει/κυΐσκει (=φουσκώνει) ή οπύιει (< ὀπός =χυμός + ὕω=βρέχω) και η γυνή κυΐσκεται, καθίσταται δηλαδή ΕΜΠΑΙΣ/ΕΓΚΥΟΣ (εν + κῦμα =το φούσκωμα). Πρώτα τεύχει το ΒΡΕΦΟΣ/ΕΜΒΡΥΟ (> εν +βρύω = πληθαίνω) μέσω του ομφάλιου λώρου (> ομφύνω =αυξάνω + λώρος, λουρί) και ύστερα το τίκτει και εξέρχεται το ΝΕΟΓΝΟΝ (νέος + γίγνομαι). Το φύλο (< φύω, φύση) του, θα είναι είτε αρσενικό, είτε θηλυκό τουτ’ έστιν είτε υιός, είτε θυγάτηρ.
ΥΙΟΣ/ΓΥΙΟΣ/ΥΙΙΣ/ΥΙΕΥΣ κ.ά εκ του ὑώ =βρέχω + ιός (< εἴμι =έρχομαι), διότι φέρει υετό (=βροχή), υγρό, ήτοι σπέρμα. Αλλά αν τρέψουμε την δασεία σε -φ λέγεται και ΦΥΟΣ (έχει την δυνατότητα να φύει). Σήμερα λέμε συνήθως πως μια έγκυος θα κάνει ΑΓΟΡΙ ( στερ. α +ὥρα, γιατί είναι ακόμα άγουρος ανήρ).
Θ-Υ-ΓΑΤΗΡ απ’ την άλλη, είναι αυτή που διαθέτει Θέση για το Υγρόν στην ΓΑΣΤΕΡΑ (=κοιλιά) της . << Τά θήλεα ἔχει ὑποδοχήν τήν ὑστέραν>> έγραψε ο Αριστοτέλης στο έργο του <<Περί ζώων γενέσεως>>.
ΥΣΤΕΡΑ ήταν μια άλλη ονομασία της μήτρας, η υποδέχουσα το υγρόν. Πίστευαν δε πως η μη ικανοποίηση/καρποφορία της προκαλούσε ασθένεια, την γνωστή ως και σήμερα υστερία.
Σήμερα δεν λέμε θα κάνει θυγατέρα αλλά κορίτσι (=μικρή κόρη)/ κόρη. Και τα 2 ετυμολογούνται εκ του κορέω (=φροντίζω, τακτοποιώ και δεν συνδέονται με τον κούρον (> κείρω =κόβω, γιατί ξύριζαν τα γένια τους, όταν τα έβγαζαν περίπου κατά την εφηβική ηλικία).
Την θυγατέρα, την αποκαλούσαν επίσης και ΣΤΕΛΛΑΝΔΡΑ ( στέλλω +ανήρ, γιατί θα γεννούσε στο μέλλον άνδρες που θα διαιωνίσουν το γένος). Σπανίως, την θυγατέρα (αλλά και την σύντροφο) την αποκαλούσαν ΕΟΡ/ΑΟΡ (>ὁαριστής =οικείος -> ἕορ με τροπή της δασείας σεόρ < λατ. soror < αγγλ.sister).
Κι έτσι λοιπόν το ανδρόγυνο πλέον είναι και ΓΟΝΕΙΣ (=φέροντες τον γόνον του γένους). Ο ανήρ λέγεται ΠΑΤΗΡ (κλητ. πατερ < λατ. pater < αγγλ. father) και η γυναίκα ΜΗΤΗΡ/ ΜΑΤΗΡ (κλητ. ματερ < λατ. mater <αγγλ. mother).
Πατήρ εκ του πάτωρ (< πάομαι =λαμβάνω, κατέχω, ο κτήτωρ δηλαδή που οφείλει να προστατεύσει αυτά που απέκτησε). Λέγεται και ΦΥΤΙΣ/ ΦΥΤΩΡ (< φύω =φυτρώνω) ή ΓΕΝΝΗΤΩΡ. Λεγόταν και ΠΑΠΠΑΣ (<< προσελθών πάππα με καλεῖ>> , Αριστοφάνους Εκκλησιάζουσαι, <<φίλε πάππα>> Ομήρου, Οδύσσεια, ζ, 57) και αργότερα μετετράπη σε μπαμπάς. Ακόμη ένα όνομά του ήταν και ΑΤΤΑ/ΤΕΤΤΑ/ΙΕΤΤΑ (<<ἄττα γεραιέ>> Ομήρου, Ιλιάς,Δ,411), αλλά και ΑΠΦΥΣ (< ἀπό +φύω) και επειδή οι Μακεδόνες δεν χρησιμοποιούσαν δασείς φθόγγους, τον έλεγαν και ΑΠΠΑ (βλ. Φίλιππος- Βίλιππος).
Η Μήτηρ, η μάνα αλλά και η μαμμά προέρχονται εκ του πρωτοελληνικού μῶ (=ζητώ, <μαμμάω =ζητώ να θηλάσω). Το μῶ όπως και άλλα πρωτοελληνικά ρήματα φτιάχτηκαν ύστερα από παρατήρηση του κόσμου. Το ΜΩΡΟΝ (< μη +ὤρα =φροντίδα)/ ΓΑΛΑΘΗΝΟΝ ( =τρεφόμενο με γάλα) , δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του, ούτε να φάει και ζητά τον μαστόν (< μῶ), είτε μουρμουρίζοντας <<μμμ ,μμμ>>, είτε κλαίγοντας με αχό ( = εσωτερική στενοχώρια) <<ααα>> γιατί είναι ακόμα ΝΗΠΙΟΝ ( στερ. νη +ἔπος =λόγος) και δεν μπορεί να εκφραστεί λεκτικώς.
Επίσης, μπορεί το ζευγάρι να μην αποκτήσει μόνον έναν αλλά πολλούς ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ/ΑΦΑΙΜΟΥΣ (ἀπό +αἵμα)/ΕΞΑΙΜΟΥΣ/ΕΠΙΣΠΟΡΟΥΣ/ΕΚΓΟΝΟΥΣ.
Αυτοί μεταξύ τους θα είναι ΑΔΕΛΦΙΑ ( αθροιστ. Α + δελφύς =μήτρα), ΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ/ΟΜΟΝΗΔΥΙΟΙ (>ὅμοιος + νηδύς =κοιλιά) /ΟΜΟΣΦΥΡΟΙ (< ὅμοιος +σφυρά =αστράγαλοι, γιατί γεννούσαν σε σχεδόν όρθια θέση και τα μωρά <<έπεφταν>> στους αστραγάλους τους) /ΟΜΟΣΠΟΡΟΙ/ΣΥΓΓΟΝΟΙ/ΑΥΘΑΙΜΟΙ (> αὐτός =ίδιος +αἵμα)/ ΟΜΟΣΠΛΑΓΧΝΟΙ/ ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΙ (> κάσις =κοιλιά +γίγνομαι)/ ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΟΙ κ.ά.
Μπορεί να είναι όμως κι ετεροθαλή (ἕτερος +θάλλω) αδέλφια, είτε από τον ίδιο πατέρα και λέγονταν ΟΠΑΤΡΟΙ/ ΟΜΟΠΑΤΡΙΟΙ/ ΑΥΤΟΠΑΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΜΗΤΟΡΕΣ/ ΕΤΕΡΟΜΗΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΣΓΟΝΟΙ, είτε από την ίδια μητέρα (χαρακτηρισμοί αντίστοιχοι των προηγουμένων).
Τα αδέλφια χωρίζονται σε ΠΡΩΤΟΤΟΚΟ (πρώτος +τίκτω), ΑΜΦΙΚΟΡΟ (αμφί +κόρος) και ΝΕΙΑΤΟ (> νέος), αλλά μπορεί να είναι και ΔΙΔΥΜΑ (δις +δύω =βυθίζω, εισέρχομαι και φέρω). Οι μικρότεροι ως ένδειξη σεβασμού φώναζαν τον μεγαλύτερο ηθείο, δηλώνοντας πως είχαν τα ίδια ήθη/συνήθειες. Τον αδελφό τον αποκαλούσαν επίσης και ΦΡΑΤΩΡ (βλ. brother).
Τα παιδιά των παιδιών λέγονται μέχρι σήμερα ΕΓΓΟΝΙΑ (> εκ +γόνος) και υπήρχαν συγκεκριμένα ονόματα που διευκρίνιζαν την σχέση μεταξύ αυτών και των παππούδων τους. Έτσι ο υιός του υιού λεγόταν ΥΙΙΔΕΥΣ/ ΕΓΓΟΝΟΣ/ Ο ΥΙΩΝΕΥΣ και η κόρη του υιού ΕΓΓΟΝΗ/ Η ΥΙΩΝΕΥΣ/ ΝΕΟΠΤΡΑ. Ο υιός της κόρης λεγόταν ΘΥΓΑΤΡΙΔΗΣ/ΘΥΓΑΤΡΙΔΟΥΣ και η κόρη της κόρης ΘΥΓΑΤΡΙΔΗ. Κι όλα μαζί ΘΥΓΑΤΡΟΠΑΙΔΑ/ΘΥΓΑΤΡΟΤΕΚΝΑ. Ο δισέγγονος-η ΠΡΟΥΪΩΝΟΣ, ο τρισέγγονος-η ΤΡΙΥΪΩΝΟΣ κλπ. Τα εγγόνια δεν λέγονταν απόγονοί τους καθώς δεν είχαν άμεση σχέση μεταξύ τους, αλλά ΕΠΙΓΟΝΟΙ.
Ο παππούς λεγόταν ΠΑΠΠΟΣ, ΓΥΓΗΣ (εξ ου γιαγιά) /ΘΙΑΣ (ηθείος) /ΝΕΝΝΑΣ (συντελούσε κι αυτός στην ανατροφή του νέου) / ΠΟΠΑΡ/ ΠΡΟΠΑΤΩΡ (αν ήταν απ΄την πλευρά του πατέρα) /ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ (απ’την πλευρά της μητέρας). Υπήρχε και ο ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ κι ο παππούς του πατέρα ήταν ο ΕΠΙΠΑΠΠΟΣ. Ακόμα μια γενιά πιο πίσω, ο πατήρ του προπάππου δηλαδή, λεγόταν ΕΚΠΑΠΠΟΣ και ο παππούς του παππού λεγόταν ΠΑΠΠΕΠΙΠΑΠΠΟΣ και κάπως έτσι ανακαλούσαν τους προγόνους τους μέχρι τον ΠΡΟΠΑΤΟΡΑ (=γενάρχη).
Αντιστοίχως είχε και η γιαγιά πολλά ονόματα. ΜΑΜΜΗ/ΜΑΜΜΑΙΑ/ ΝΟΝΝΙΣ/ ΝΟΝΝΑ/ ΝΕΝΝΑ/ΑΝΝΙΣ/ΤΗΘΗ λίγα από τα σημαντικότερα ονόματά της. Η προγιαγιά λεγόταν ΕΠΙΤΗΘΗ/ΠΡΟΜΑΜΜΗ, πιο πίσω η ΕΠΙΠΡΟΜΑΜΜΗ κλπ.
Βέβαια, από μία οικογένεια δεν λείπουν και οι λοιποί ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ(συν +γόνος). Αυτοί χωρίζονται στους ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ / ΑΓΧΙΣΠΟΡΟΥΣ (ἄγχι =κοντά +σπόρος) και στους ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ/ ΠΑΟΥΣ (> πάομαι =αποκτώ)/ ΚΗΔΕΣΤΕΣ (> κήδω =φροντίζω, βλ. κηδεμών).
Τα παιδιά, τα αδέλφια των γονιών τους, τα είπαν ΘΕΙΟΥΣ (>ηθείος). Ο αδελφός του πατρός λεγόταν ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΠΑΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΟΣ/ ΠΑΤΡΟΘΕΙΟΣ κλπ. και η αδελφή του ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΗ. Της μητρός ο αδελφός λεγόταν ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΜΗΤΡΩΣ/ ΜΗΤΡΟΘΕΙΟΣ και η αδελφή αντιστοίχως. Τα παιδιά τους ήταν οι ΕΞΑΔΕΛΦΟΙ/ ΑΔΕΛΦΟΠΑΙΔΕΣ και ΔΙΣΕΚΓΟΝΟΙ ήταν τα δεύτερα εξαδέλφια.
Οι θείοι, τα ανήψια τους τα έλεγαν ΑΝΕΨΙΑ (νή +πούς = αδύναμος προς βάδισιν, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Ο αδελφός του/της συζύγου λεγόταν ΔΑΗΡ (> δέω =δένω) και η αδελφή ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΗ. Αργότερα έγιναν ΚΟΥΝΙΑΔΟΙ ( > συν + γνωτός < λατ. cum + natus). Οι συννυφάδες (γυναίκες των αδελφών) λέγονταν μεταξύ τους ΕΙΝΑΤΗΡΕΣ (> εν +ναίω =κατοικώ) και η αδελφή του συζύγου ΓΑΛΩΣ (> κάλως =σχοινί, καλώδιον)
Τον πατέρα του ετέρου ημίσεως τον αποκαλούσαν ΠΕΝΘΕΡΟΝ [> πένθμα, πεῖσμα = το σχοινί, (δεμένοι με δεσμούς συγγένειας)] /ΕΚΥΡΟN (> προσωπ. αντων. ἕ +κύριος, ο κύριος του/της) και την μητέρα ΠΕΝΘΕΡΑ/ ΕΚΥΡΑ. Ο πατέρας του πεθερού/πεθεράς ήταν ο ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΟΣ και η μητέρα η ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΑ. Ο γαμπρός των πεθερικών ήταν ο ΕΙΛΙΩΝ/ ΙΛΙΩΝ (> ἴλλω =συστρέφω, συναναστρέφω)/ ΟΜΟΓΑΜΒΡΟΣ και η νύφη ΝΥΟΣ. Τέλος, ο σύζυγος της εγγονής λεγόταν ΑΝΤΙΓΑΜΒΡΟΣ και η σύζυγος του εγγονού ΑΝΤΙΝΥΟΣ.
Χαρακτηριστικό όμως είναι το πώς εκφράζουν οι αλλοεθνείς τον όρο οικογένεια στις γλώσσες τους και πόσο απέχει από το ελληνικό έτυμον. Παραθέτω τον όρο στις πιο διαδεδομένες γλώσσες.
Αγγλ.: family
Γαλλ.: famille
Γερμ.: familie
Ιταλ.: famiglia
Ισπαν.:familia
Όλες τον ανάγουν στο λατινικό famulus [= δούλος, υπηρέτης, βοηθός> famina (=γυναίκα) > feo > φύω (=φυτρώνω)]. Με λίγα λόγια στο εξωτερικό, αυτοαποκαλούνται συμβοηθοί, βοηθά δηλαδή ο ένας τον άλλον στα του σπιτιού…
Τα σχόλια και οι σκέψεις δικές σας…
Πηγή