Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, της 28.9.480 π.Χρ., κατ’ εντολήν του Ξέρξη, ο αρχιστράτηγος των περσικών δυνάμεων εισβολής στην κατεχόμενη Ελλάδα, Μαρδόνιος, έστειλε διαδοχικά δύο ειδικούς απεσταλμένους, τον γιο του Αμύντα τον Αλέξανδρο και τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη, με δελεαστικές προτάσεις για συνθηκολόγηση, στους Αθηναίους.
Εκείνοι, ηγούμενοι της αντίστασης κατά των Μήδων, με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή, κι επιλέγοντας τα «ξύλινα τείχη», βρισκόντουσαν πρόσφυγες στη Σαλαμίνα καθώς τη γη τους κατέλαβαν και πυρπόλησαν οι κατακτητές.
Την 1η πρόταση Μαρδονίου την απέρριψαν με το γνωστό έκτοτε «όσο ο ήλιος θ’ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη». (η λαχτάρα της λευτεριάς μας παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε [τον κατακτητή] μ’ όση δύναμη έχουμε- Ηροδότου VIII-143).
Ο Μαρδόνιος πρότεινε να τους δώσει πίσω όλη τη γη τους κι επιπρόσθετα όποια άλλα εδάφη ήθελαν για να ορίζουν. Στις «Αποκαταστάσεις» πρότεινε να τους ξανακτίσει τους ναούς που είχαν καταστρέψει τα στρατεύματά του και στην πτυχή της «Διακυβέρνησης» τούς πρότεινε αναγνώριση της αυτονομίας τους, με μόνο αντάλλαγμα να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη και να συνομολογήσουν συμμαχία μαζί του.
Όπως μήνυσαν και στους Λακεδαιμονίους οι Αθηναίοι, «μολονότι ξέρουμε καλά πως θα 'χουμε μεγαλύτερο κέρδος αν κάνουμε συνθήκες με τον Πέρση παρά αν τον πολεμάμε.
Μετά την πρώτη απόρριψη των προτάσεών του, ο Μαρδόνιος τις ξανάστειλε με τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα, στην εξ εξορία Βουλή των 500. Τότε ένας βουλευτής, ονόματι Λυκίδης, -γράφει ο Ηρόδοτος- πρότεινε να δεχτούν τις προτάσεις και να τις πάνε για έγκριση στην εν εξορία Εκκλησία του Δήμου.
Κι ο Ηρόδοτος συνεχίζει: «Οι Αθηναίοι όμως αγανάκτησαν κι αμέσως, όσοι έβγαιναν από τη Βουλή κι όσοι ήρθαν απ’ έξω μόλις το 'μαθαν, έβαλαν στη μέση τον Λυκίδη και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό («περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες»).
Έμαθαν κι οι γυναίκες των Αθηναίων το τι τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του και καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του».
Πηγή
Εκείνοι, ηγούμενοι της αντίστασης κατά των Μήδων, με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή, κι επιλέγοντας τα «ξύλινα τείχη», βρισκόντουσαν πρόσφυγες στη Σαλαμίνα καθώς τη γη τους κατέλαβαν και πυρπόλησαν οι κατακτητές.
Την 1η πρόταση Μαρδονίου την απέρριψαν με το γνωστό έκτοτε «όσο ο ήλιος θ’ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη». (η λαχτάρα της λευτεριάς μας παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε [τον κατακτητή] μ’ όση δύναμη έχουμε- Ηροδότου VIII-143).
Ο Μαρδόνιος πρότεινε να τους δώσει πίσω όλη τη γη τους κι επιπρόσθετα όποια άλλα εδάφη ήθελαν για να ορίζουν. Στις «Αποκαταστάσεις» πρότεινε να τους ξανακτίσει τους ναούς που είχαν καταστρέψει τα στρατεύματά του και στην πτυχή της «Διακυβέρνησης» τούς πρότεινε αναγνώριση της αυτονομίας τους, με μόνο αντάλλαγμα να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη και να συνομολογήσουν συμμαχία μαζί του.
Όπως μήνυσαν και στους Λακεδαιμονίους οι Αθηναίοι, «μολονότι ξέρουμε καλά πως θα 'χουμε μεγαλύτερο κέρδος αν κάνουμε συνθήκες με τον Πέρση παρά αν τον πολεμάμε.
Μετά την πρώτη απόρριψη των προτάσεών του, ο Μαρδόνιος τις ξανάστειλε με τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα, στην εξ εξορία Βουλή των 500. Τότε ένας βουλευτής, ονόματι Λυκίδης, -γράφει ο Ηρόδοτος- πρότεινε να δεχτούν τις προτάσεις και να τις πάνε για έγκριση στην εν εξορία Εκκλησία του Δήμου.
Κι ο Ηρόδοτος συνεχίζει: «Οι Αθηναίοι όμως αγανάκτησαν κι αμέσως, όσοι έβγαιναν από τη Βουλή κι όσοι ήρθαν απ’ έξω μόλις το 'μαθαν, έβαλαν στη μέση τον Λυκίδη και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό («περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες»).
Έμαθαν κι οι γυναίκες των Αθηναίων το τι τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του και καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του».
Πηγή