Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.
Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.
Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.
Από μιαν ορισμένη εποχή και ύστερα, η διάκριση ανάμεσα στους Σάτυρους και τους Σειληνούς εξαφανίστηκε και γενικά τους συγχέουν δίνοντάς τους αδιάφορα το ένα ή το άλλο όνομα. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις επικράτησε περισσότερο ο τύπος του Σάτυρου με αυτιά και ουρά αλόγου.
Ο αριθμός των Σειληνών είναι απροσδιόριστος. Ένας τους ωστόσο έχει ειδική θέση ο οποίος θεωρείται ότι διαπαιδαγώγησε τον Διόνυσο. Έλεγαν πως ήταν γιος του Πανός και μιας Νύμφης. Άλλοι όμως συγγραφείς θεωρούσαν πατέρα του τον Απόλλωνα.
Κατά έναν άλλο μύθο ότι είχε γεννηθεί όπως οι Γίγαντες, από τις σταλαγματιές του αίματος του ακρωτηριασμένου Ουρανού. Διέμενε στο βουνό Νύσα που, κατά το μύθο, ανατράφηκε από τις Νύμφες ο Διόνυσος. Αυτές εμπιστεύθηκαν τη μόρφωση του νέου θεού στο Σειληνό, που έγινε κατά κάποιο τρόπο αχώριστος σύντροφός του. Τον θεωρούσαν σοφό και πως είχε το χάρισμα της προφητείας, που όμως δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα μεθυσμένος. Γι' αυτό φρόντιζαν να τον πιάσουν και να τον μεθύσουν για να του αποσπάσουν αποκαλύψεις για το μέλλον. Έτσι έπεσε στα χέρια του βασιλιά Μίδα, κοντά σε μια πηγή κατά τους μεν, επάνω στο βουνό Βέρμιο της Μακεδονίας κατά τους δε, Όταν τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αρνήθηκε στην αρχή να μιλήσει. Ωστόσο σε λίγο μίλησε για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. "Θα ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο να μη γεννιόταν ή να πεθαίνει μόλις γεννιέται", είπε.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σειληνός είχε πιαστεί πολλές φορές από θνητούς που ήθελαν να φωτιστούν από τη σοφία του. Στην έκτη "Εκλογή" του, ο Βιργίλιος διηγείται, πως δύο τσοπανόπουλα, που τους είχε στ' αστεία συχνά υποσχεθεί ο Σειληνός να τους πει ένα από τα τραγούδια του, βρήκαν το γερο-Σειληνό σε μια σπηλιά μέσα να κοιμάται. Τον έδεσαν με τη βοήθεια της Νύμφης Αίγλης με το στεφάνι που είχε γλιστρήσει μέσα στον ύπνο του από το κεφάλι του. Σαν ξύπνησε, γέλασε με την πονηριά τους κι άρχισε ένα τραγούδι για το πως γεννήθηκε ο κόσμος και το κάθε τι που ζει, λέγοντάς τους πανάρχαιους μύθους του Κρόνου, της Πύρρας και του Προμηθέα. Έτρεξαν όλα τα γύρω ζωντανά κοντά του να τον ακούσουν. Να ακούσουν το τραγούδι του γερο-Σειληνού, ακόμα κι οι βαλανιδιές σαλεύανε τις κορυφές τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας έδειχναν μια πέτρα όπου είχε καθίσει Σειληνός να ξαποστάσει, τότε που είχε έρθει μαζί με τον Διόνυσο στην πρωτεύουσα της Αττικής.
Στην αγορά της Ήλιδας, στην Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Σειληνό, με άγαλμα του θεού που η Μέθη του πρόσφερε ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Και στον Μαλέα της Λακωνίας τιμούσαν επίσης τον Σειληνό, όπου είχε εγκατασταθεί ο σύντροφος τούτος του Διονύσου, καθώς πίστευαν. Και στη Φολόη, ως έλεγαν είχε αποκτήσει ο Σειληνός από τη Νύμφη Μελία τον Κένταυρο τον Φόλο.
Σύμφωνα με κάποιο μύθο που αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, πίστευαν οι Αρκάδες πως ο Σειληνός ήταν πατέρας του "Νομίου Απόλλωνος", του προστάτη των κοπαδιών δηλαδή. Σε μεταγενέστερη εποχή θεωρούσαν γιο του Σειληνού ένα μυθικό πρόσωπο, τον Στάφυλο, που πρώτος ανακάτεψε το κρασί με το νερό. Ένας Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Νόννος, αναφέρει τρεις γιους του Σειληνού: τον Αστραίο, τον Μάρωνα και τον Ληνέο.
Οι Σειληνοί απεικονίζονται συχνά χορεύοντας με τις Μαινάδες, και ήταν και μουσικοί. Η λύρα δεν ήταν άγνωστη στους Σειληνούς, που συνόδευαν τα τραγούδια τους μ' αυτή. Παράδειγμα, ο μύθος του Σάτυρου Μαρσύα που προκάλεσε τον Απόλλωνα με τη λύρα του.
Πριν να συσχετιστούν με τον Διόνυσο οι Σειληνοί και οι Σάτυροι υπήρχαν ως χωριστές οντότητες στη φαντασία των Ελλήνων. Εξηγούσαν το συνδυασμό τους αυτό με το θεό, στην αρχαιότητα, με τη μεγάλη έλξη που ασκούσε η νέα, η διονυσιακή λατρεία που υιοθετεί σιγά σιγά τα δευτερεύοντα πνεύματα των νερών, των δασών και των πηγών. Οι Σάτυροι ξανάρχισαν για τον Διόνυσο τους τελετουργικούς χορούς, που είχαν άλλοτε εκτελέσει για την Κυβέλη. Οι εξωτικές τελετές αυτής της λατρείας προκαλούσαν στους πιστούς κρίσεις ενθουσιασμού: πίστευαν πως είχαν καταληφθεί απ' το θεό και πως μεταμορφώνονταν σε ιερά ζώα, τράγους και άλογα (Σάτυρους και Σειληνούς).
Ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί έχασαν το ζωωδικό τους χαρακτήρα και δεν ήταν πια παρά άνθρωποι μεταμφιεσμένοι, που έπαιρναν μέρος σε εκδηλώσεις θορυβώδικες κατά τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Κι από τούτη τη συμμετοχή γεννήθηκε στην Αθήνα ο διθύραμβος, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα. Οι ηθοποιοί που έπαιζαν ρόλο Σατύρων φορούσαν μάσκα που θύμιζε τα χαρακτηριστικά των μυθικών προσώπων που υποτίθεται πως παράσταιναν. Ήταν ως τη μέση γυμνοί ή φορούσαν τουλάχιστον εάν λεπτό "φανελάκι" σε απόχρωση δέρματος. Όχι σπάνια, όμως, σκεπάζονταν με δέρμα ζώου ή φορούσαν συνηθισμένα ρούχα. Στα πρώτα χρόνια οι Χορευτές ήταν δώδεκα. Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις που διασώθηκαν βλέπουμε ανάμεσά τους και Σάτυρους, που εύκολα αναγνωρίζονται απ' τη μορφή και το ντύσιμό τους.
Οι Σειληνοί βοήθησαν τον Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία, καβάλα σε γαϊδάρους, που τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους αντίπαλους των Ολύμπιων. Ένα αγγείο αρχαϊκής εποχής δείχνει τον Διόνυσο να μπήγει το θύρσο του στο σώμα ενός Γίγαντα που είχε πέσει κάτω, ενώ ένας πάνθηρας χώνει τα δόντια του στο στήθος του. Οι δυο Σειληνοί τρέχουν προς το μέρος του Γίγαντα, που ο ένας τους κρατάει στο δεξί του μπράτσο ένα δέρμα πάνθηρα και με το αριστερό του χέρι παίρνει από κάτω μια πέτρα για να τη ρίξει κατά του πεσμένου Γίγαντα, ενώ ο σύντροφός του κρατάει ασπίδα και δόρυ με την αιχμή του προς τα κάτω. Στην άλλη πλευρά του αγγείου απεικονίζεται ένας οπλισμένος Σειληνός πάνω σε πολεμικό άρμα, που δυο άλλοι το σέρνουν άοπλοι και πίσω από το άρμα ένας τέταρτος Σειληνός σαλπίζει.
Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου παρουσιάζονται οι Σειληνοί να 'χουν δοσοληψίες με τους θεούς. Στο περίφημο "αγγείο του Βρύγγου" απεικονίζονται να τσακώνονται με την αγγελειαφόρο των θεών, την Ίριδα, καθώς και η Ίριδα παίρνει από το βωμό την ουρά μιας αγελάδας που θυσιάστηκε, προστρέχουν τρεις Σειληνοί. Ο ένας πιάνει τη θεά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να της πάρει την ουρά. Ο άλλος ορμάει πάνω από το βωμό, ενώ ο τρίτος τρέχει κι αυτός να βοηθήσει. Ο Διόνυσος παρακολουθεί τούτη τη σκηνή μ' ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι και μ' έναν κάνθαρο στο δεξί. Και μένει κατάπληκτος απ' την τολμηρή ασέβεια των Σειληνών. Στο ίδιο αγγείο, έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης Σειληνούς που θέλουν να βιάσουν την ίδια τη σύζυγο του Διός, την Ήρα. Την υπερασπίζει ο Ερμής, που μπήκε ανάμεσά τους, όμως η θεά σώζεται μόνο μετά την επέμβαση του Ηρακλή, που μόλις φάνηκε το έβαλαν στα πόδια.
Φαίνεται πως ο ένδοξος ήρωας ενέπνεε πάντα απερίγραπτο φόβο στους ακόλουθους του Διονύσου. Το μαρτυρούν πολλές αγειογραφίες που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Σε μιαν απ' αυτές έξι Σειληνοί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Διόνυσο και δίπλα στον καθένα βρίσκεται ένα δοχείο γεμάτο κρασί. Ξαφνικά, φτάνει ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και οπλισμένο με το ρόπαλό του και με το τόξο. Ο Διόνυσος χαιρετά το γιο της Αλκμήνης, ενώ οι Σειληνοί φαίνονται, περίτρομοι, να παίρνουν τις πιο κωμικές στάσεις.
Σ' άλλην αγγειογραφία απεικονίζεται ο Ηρακλής ξαπλωμένος δίπλα στον Διόνυσο. Ένας Σειληνός, που σέρνεται στα γόνατα, πάει να κλέψει ένα γλύκισμα, ενώ ένας σύντροφός του κοιτάει αλλού, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σε άλλο αγγείο απεικονίζεται ο Ηρακλής να βαδίζει πίσω από δύο Σειληνούς δεμένους, ο ένας με τον άλλον απ' τα χέρια, ενώ οι δυο άλλοι το βάζουν στα πόδια.
Ακόμα, βλέπουμε σε αγγειογραφίες Σειληνούς να έχουν κλέψει τα όπλα του Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και μόλις ο γιος του Διός και της Αλκμήνης κάνει κάποια κίνηση στον ύπνο του ή ανοίγει τα μάτια, το βάζουν στα πόδια εγκαταλείποντας τα κλοπιμαία.
Οι Σάτυροι τα βάζουν και με έναν άλλο διάσημο ήρωα, τον Περσέα, που για να απαλλαγεί από αυτούς αναγκάστηκε να δείξει το κεφάλι της Γοργόνας. Και είναι πραγματικά πολύ κωμικός ο τρόπος που οι Σάτυροι καταφοβισμένοι κλείνουν τα μάτια τους και γονατίζουν.
Οι Σειλήνιοι και Σάτυροι στην τέχνη
Παρουσιάζονται στις αρχαιότερες καλλιτεχνικές απεικονίσεις που μας έχουν διασωθεί, πρώτοι οι Σειληνοί, που κατά τη διάπλασή τους μοιάζουν μάλλον με τα άλογα, ενώ οι Σάτυροι με τράγους.
Σε νομίσματα της Θάσου απεικονίζονται, καθώς και σε κοσμήματα, με ουρά, αυτιά και οπλές αλόγου. Σε μια σαρκοφάγο στις Κλαζομενές, σ' ένα από τα αρχαιότερα μνημεία που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας βλέπουμε έναν Σειληνό με ολότελα κτηνωδική μορφή. Η μύτη του είναι χονδρή και ανασηκωμένη, στρογγυλά τα μάτια του, όμοια με χαίτη τα γένεια του και τα μαλλιά του, τ' αυτιά του μυτερά. Κι έχει οπλές στα πόδια του και μια ουρά κάτω απ' τη μέση.
Πάνω σ' έναν αμφορέα στο Λέυντεν παρουσιάζονται έξι Σειληνοί και μαζί έξι Νύμφες. Οι Σειληνοί έχουν ανάλογα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά: χονδρό κεφάλι, μύτη πλακουτσωτή, γαϊδουρινά αυτιά, πυκνή χαίτη, μακρύ γένι που σκεπάζει την κοιλιά και ουρά αλόγου. Στην Αττική οι Σειληνοί, ενω διατηρούσαν στ' αρχαϊκά αγγεία τον κτηνώδικο χαρακτήρα τους, έχουν και κάποια χάρη, με κεφάλι που δεν τους διαφοροποιεί πολύ απ' τους ανθρώπους. Κι έχουν καμιά φορά αλόγου πόδια κι άλλες πάλι φορές ανθρώπου. Και είναι ολότελα ντυμένοι.
Στα αρχαιότερα αττικά αγγεία, απεικονίζονται οι Σειληνοί συνοδεύοντας προπάντων τον Διόνυσο, όμως και χορεύοντας με τις Μαινάδες ή απαγάγοντάς τες. Αλλά κυρίως ως υπηρέτες του θεού, όπως στη σκηνή της επιστροφής του Ηφαίστου, που τον ξαναφέρνει ο Διόνυσος στον Όλυμπο. Ωστόσο, η συνοδεία του θεού δεν έχει ακόμα τον οργιαστικό χαρακτήρα, που θα πάρει αργότερα. Αυτό δεν εμποδίζει τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς στις πιο άσεμνες στάσεις και να κουβαλάνε στη ράχη τους ασκιά γεμάτα κρασί ή να κρατάνε στο χέρι τους μια οινοχόη, χωρίς να πίνουν οι ίδιοι.
Κατά τον τρύγο οι Σειληνοί βοηθούν στο να συλλέγουν τον καρπό, να μαζεύουν δηλαδή τα σταφύλια, να τα φέρνουν στο πατητήρι (το ληνό) και να τα πατούν. Παίζουν κιθάρα και αυλό. Όσο για τα ζώα που τους συνοδεύουν, είναι το μουλάρι, ο γάιδαρος, ο τράγος και κάποιες φορές κι ο ταύρος.
Ο τύπος ωστόσο του Σειληνού, κάτω από την επιρροή των Αθηναίων καλλιτεχνών, κατά την περίοδο που ακολουθεί την εποχή της Αρχαϊκής τέχνης, μεταβάλλεται. Τα μακριά του τα μαλλιά εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια φαλάκρα σχεδόν ολοκληρωτική. Η έκφραση του προσώπου γίνεται λιγότερο κτηνωδική, πιο ζωντανή, και συχνά βρίσκουμε τους Σειληνούς μαζί με τις Μαινάδες παρέα, αλλά προπάντων να συνοδεύουν τον Διόνυσο, χορεύοντας τριγύρω του και παίζοντας αυλό. Ετούτη μάλιστα την εποχή οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τους Σειληνούς στις μυθικές σκηνές τους βιασμού της Ίσιδας και της Ήρας, πάλη με τον Ηρακλή, κ.α.
Στην κλασική εποχή η τάση να απεικονίζουν τους Σειληνούς λιγότερο άγριους, να τους δίνουν κάποια γλυκύτητα κι ευγένεια γίενται εντονότερη ολοένα: έχουν τώρα σώμα λυγερό κι είναι γενικά φαλακροί, πράμα που τους κάνει (η φαλάκρα) αστείους και συμπαθητικούς. Και τα γένια τους είναι αρκετά πυκνά, μα η ουρά τους πιο κοντή, που φτάνει μόλις ως τα γόνατά τους. Και είναι η έκφρασή τους στο πρόσωπο σοβαρή και κάποτε μάλιστα και μελαγχολική. Και είναι σχεδόν πάντοτε γυμνοί, με κύριο έμβλημά τους το θύρσο. Και παίζουν το διπλόν αυλό και παίζουν και τη λύρα.
Για ένα μάλιστα μεγάλο χρονικό διάστημα οι καλλιτέχνες αναπαρίσταναν τους Σειληνούς ως άνδρες προχωρημένης ηλικίας. Έπειτα πήραν τη συνήθεια να παρουσιάζουν πλάι σ΄αυτούς τους ηλικιωμένους και άτομα πιο νέα, με κινήσεις λιγότερο βαριές. Συναντούμε και τον τύπο του παιδαγωγού του Διονύσου, να φροντίζει ως πατέρας τον κύριό του - τύπος που θα γίνει κλασικός από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ύστερα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με σωκρατικό πρόσωπο, φαλακρός κι αγένειος, άσχημος και πρόσχαρος μαζί, με μέλη παχιά και κοιλαράς. Είναι μάλιστα εξακριβωμένο πως το δεύτερο μισό της Κλασικής εποχής εξαφανίστηκε η τάση να δίνεται στους Σειληνούς μια έκφραση λιγότερο αχαλίνωτη. Απεναντίας τώρα κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η οργιαστική πλευρά της διονυσιακής λατρείας, που οδηγεί τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς όχι με την έκταση των Μαινάδων, αλλά με μια ελευθερία συμπεριφοράς που θυμίζει την Αχαϊκή τέχνη.
Η αναπαράσταση των Σειληνών με την πλαστική τέχνη παρουσιάζεται σε μια σχετικά νεότερη εποχή της ελληνικής τέχνης. Μονάχα από λογοτεχνικές πηγές μας είναι γνωστό το περίφημο σύμπλεγμα του Μύρωνα, με την Αθηνά να πετάει κάτω τον αυλό που είχε επινοήσει, μα που της παραμόρφωνε το στόμα, και τον Μαρσύα ν΄ανυπομονεί να τον περιμαζέψει. Αντίθετα, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα μεγάλοι γλύπτες βάλθηκαν ν' απεικονίσουν πρόσωπα που ως τότε είχαν τραβήξει την προσοχή μονάχα των αγγειογράφων. Κι ήταν το περιφημότερο από τ' αγάλματα αυτά ο "Σάτυρος του Πραξιτέλη", που διασώθηκαν πολλά αντίγραφά του. 'Εχουμε μπροστά μας ένα νέο με κανονικά χαρακτηριστικά, που μονάχα τα μυτερά του αυτιά θυμίζουν τους πρωτόγονους σύντροφους του Διονύσου. Στηρίζεται σε έναν κορμό δέντρου και με το κεφάλι του, ελαφριά σκυμμένο, κοιτάει μακριά στο άπειρο.
Στο "μνημείο του Λυσικράτη" επίσης είναι μαζεμένοι γύρω στον Διόνυσο νεαροί Σάτυροι. Ένας άλλος μεγάλος γλύπτης, ο Λύσιππος, είχε αναπαραστήσει τον Σειληνό με τον Διόνυσο παιδί. Το καλύτερο αντίγραφο του θαυμάσιου αυτού έργου, που είχε αποδοθεί στην αρχή στον Πραξιτέλη, βρίσκεται στον Λούβρο. Όσο για το Σειληνό από τούτη την εποχή κυριάρχησε στη γλυπτική ο τύπος του καλοκαμωμένου ανθρώπου, που οι μυώνές του είχαν ήδη υποστεί την εισβολή του λίπους, ως αποτέλεσμα της καλοφαγίας. Κι είναι το κρανίο του μυτερό και φαλακρό, το μέτωπό του ρυτιδωμένο κι έχει και πυκνή γενειάδα. Τα χοντρά, μυτερά αυτιά του μοιάζουν με αυτιά χοίρου.
Η Ελληνιστική εποχή είναι πολύ πλούσια σε αναπαραστάσεις κάθε είδους Σειληνών και Σατύρων. Το ίδιο ισχύει και για τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από τότε οι καλλιτέχνες επιδίδονταν ολοένα και περισσότερο στην αναπαράσταση νεαρών Σατύρων και γερόντων Σειληνών.
Πηγή
Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.
Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.
Από μιαν ορισμένη εποχή και ύστερα, η διάκριση ανάμεσα στους Σάτυρους και τους Σειληνούς εξαφανίστηκε και γενικά τους συγχέουν δίνοντάς τους αδιάφορα το ένα ή το άλλο όνομα. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις επικράτησε περισσότερο ο τύπος του Σάτυρου με αυτιά και ουρά αλόγου.
Ο αριθμός των Σειληνών είναι απροσδιόριστος. Ένας τους ωστόσο έχει ειδική θέση ο οποίος θεωρείται ότι διαπαιδαγώγησε τον Διόνυσο. Έλεγαν πως ήταν γιος του Πανός και μιας Νύμφης. Άλλοι όμως συγγραφείς θεωρούσαν πατέρα του τον Απόλλωνα.
Κατά έναν άλλο μύθο ότι είχε γεννηθεί όπως οι Γίγαντες, από τις σταλαγματιές του αίματος του ακρωτηριασμένου Ουρανού. Διέμενε στο βουνό Νύσα που, κατά το μύθο, ανατράφηκε από τις Νύμφες ο Διόνυσος. Αυτές εμπιστεύθηκαν τη μόρφωση του νέου θεού στο Σειληνό, που έγινε κατά κάποιο τρόπο αχώριστος σύντροφός του. Τον θεωρούσαν σοφό και πως είχε το χάρισμα της προφητείας, που όμως δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα μεθυσμένος. Γι' αυτό φρόντιζαν να τον πιάσουν και να τον μεθύσουν για να του αποσπάσουν αποκαλύψεις για το μέλλον. Έτσι έπεσε στα χέρια του βασιλιά Μίδα, κοντά σε μια πηγή κατά τους μεν, επάνω στο βουνό Βέρμιο της Μακεδονίας κατά τους δε, Όταν τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αρνήθηκε στην αρχή να μιλήσει. Ωστόσο σε λίγο μίλησε για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. "Θα ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο να μη γεννιόταν ή να πεθαίνει μόλις γεννιέται", είπε.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σειληνός είχε πιαστεί πολλές φορές από θνητούς που ήθελαν να φωτιστούν από τη σοφία του. Στην έκτη "Εκλογή" του, ο Βιργίλιος διηγείται, πως δύο τσοπανόπουλα, που τους είχε στ' αστεία συχνά υποσχεθεί ο Σειληνός να τους πει ένα από τα τραγούδια του, βρήκαν το γερο-Σειληνό σε μια σπηλιά μέσα να κοιμάται. Τον έδεσαν με τη βοήθεια της Νύμφης Αίγλης με το στεφάνι που είχε γλιστρήσει μέσα στον ύπνο του από το κεφάλι του. Σαν ξύπνησε, γέλασε με την πονηριά τους κι άρχισε ένα τραγούδι για το πως γεννήθηκε ο κόσμος και το κάθε τι που ζει, λέγοντάς τους πανάρχαιους μύθους του Κρόνου, της Πύρρας και του Προμηθέα. Έτρεξαν όλα τα γύρω ζωντανά κοντά του να τον ακούσουν. Να ακούσουν το τραγούδι του γερο-Σειληνού, ακόμα κι οι βαλανιδιές σαλεύανε τις κορυφές τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας έδειχναν μια πέτρα όπου είχε καθίσει Σειληνός να ξαποστάσει, τότε που είχε έρθει μαζί με τον Διόνυσο στην πρωτεύουσα της Αττικής.
Στην αγορά της Ήλιδας, στην Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Σειληνό, με άγαλμα του θεού που η Μέθη του πρόσφερε ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Και στον Μαλέα της Λακωνίας τιμούσαν επίσης τον Σειληνό, όπου είχε εγκατασταθεί ο σύντροφος τούτος του Διονύσου, καθώς πίστευαν. Και στη Φολόη, ως έλεγαν είχε αποκτήσει ο Σειληνός από τη Νύμφη Μελία τον Κένταυρο τον Φόλο.
Σύμφωνα με κάποιο μύθο που αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, πίστευαν οι Αρκάδες πως ο Σειληνός ήταν πατέρας του "Νομίου Απόλλωνος", του προστάτη των κοπαδιών δηλαδή. Σε μεταγενέστερη εποχή θεωρούσαν γιο του Σειληνού ένα μυθικό πρόσωπο, τον Στάφυλο, που πρώτος ανακάτεψε το κρασί με το νερό. Ένας Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Νόννος, αναφέρει τρεις γιους του Σειληνού: τον Αστραίο, τον Μάρωνα και τον Ληνέο.
Οι Σειληνοί απεικονίζονται συχνά χορεύοντας με τις Μαινάδες, και ήταν και μουσικοί. Η λύρα δεν ήταν άγνωστη στους Σειληνούς, που συνόδευαν τα τραγούδια τους μ' αυτή. Παράδειγμα, ο μύθος του Σάτυρου Μαρσύα που προκάλεσε τον Απόλλωνα με τη λύρα του.
Πριν να συσχετιστούν με τον Διόνυσο οι Σειληνοί και οι Σάτυροι υπήρχαν ως χωριστές οντότητες στη φαντασία των Ελλήνων. Εξηγούσαν το συνδυασμό τους αυτό με το θεό, στην αρχαιότητα, με τη μεγάλη έλξη που ασκούσε η νέα, η διονυσιακή λατρεία που υιοθετεί σιγά σιγά τα δευτερεύοντα πνεύματα των νερών, των δασών και των πηγών. Οι Σάτυροι ξανάρχισαν για τον Διόνυσο τους τελετουργικούς χορούς, που είχαν άλλοτε εκτελέσει για την Κυβέλη. Οι εξωτικές τελετές αυτής της λατρείας προκαλούσαν στους πιστούς κρίσεις ενθουσιασμού: πίστευαν πως είχαν καταληφθεί απ' το θεό και πως μεταμορφώνονταν σε ιερά ζώα, τράγους και άλογα (Σάτυρους και Σειληνούς).
Ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί έχασαν το ζωωδικό τους χαρακτήρα και δεν ήταν πια παρά άνθρωποι μεταμφιεσμένοι, που έπαιρναν μέρος σε εκδηλώσεις θορυβώδικες κατά τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Κι από τούτη τη συμμετοχή γεννήθηκε στην Αθήνα ο διθύραμβος, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα. Οι ηθοποιοί που έπαιζαν ρόλο Σατύρων φορούσαν μάσκα που θύμιζε τα χαρακτηριστικά των μυθικών προσώπων που υποτίθεται πως παράσταιναν. Ήταν ως τη μέση γυμνοί ή φορούσαν τουλάχιστον εάν λεπτό "φανελάκι" σε απόχρωση δέρματος. Όχι σπάνια, όμως, σκεπάζονταν με δέρμα ζώου ή φορούσαν συνηθισμένα ρούχα. Στα πρώτα χρόνια οι Χορευτές ήταν δώδεκα. Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις που διασώθηκαν βλέπουμε ανάμεσά τους και Σάτυρους, που εύκολα αναγνωρίζονται απ' τη μορφή και το ντύσιμό τους.
Οι Σειληνοί βοήθησαν τον Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία, καβάλα σε γαϊδάρους, που τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους αντίπαλους των Ολύμπιων. Ένα αγγείο αρχαϊκής εποχής δείχνει τον Διόνυσο να μπήγει το θύρσο του στο σώμα ενός Γίγαντα που είχε πέσει κάτω, ενώ ένας πάνθηρας χώνει τα δόντια του στο στήθος του. Οι δυο Σειληνοί τρέχουν προς το μέρος του Γίγαντα, που ο ένας τους κρατάει στο δεξί του μπράτσο ένα δέρμα πάνθηρα και με το αριστερό του χέρι παίρνει από κάτω μια πέτρα για να τη ρίξει κατά του πεσμένου Γίγαντα, ενώ ο σύντροφός του κρατάει ασπίδα και δόρυ με την αιχμή του προς τα κάτω. Στην άλλη πλευρά του αγγείου απεικονίζεται ένας οπλισμένος Σειληνός πάνω σε πολεμικό άρμα, που δυο άλλοι το σέρνουν άοπλοι και πίσω από το άρμα ένας τέταρτος Σειληνός σαλπίζει.
Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου παρουσιάζονται οι Σειληνοί να 'χουν δοσοληψίες με τους θεούς. Στο περίφημο "αγγείο του Βρύγγου" απεικονίζονται να τσακώνονται με την αγγελειαφόρο των θεών, την Ίριδα, καθώς και η Ίριδα παίρνει από το βωμό την ουρά μιας αγελάδας που θυσιάστηκε, προστρέχουν τρεις Σειληνοί. Ο ένας πιάνει τη θεά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να της πάρει την ουρά. Ο άλλος ορμάει πάνω από το βωμό, ενώ ο τρίτος τρέχει κι αυτός να βοηθήσει. Ο Διόνυσος παρακολουθεί τούτη τη σκηνή μ' ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι και μ' έναν κάνθαρο στο δεξί. Και μένει κατάπληκτος απ' την τολμηρή ασέβεια των Σειληνών. Στο ίδιο αγγείο, έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης Σειληνούς που θέλουν να βιάσουν την ίδια τη σύζυγο του Διός, την Ήρα. Την υπερασπίζει ο Ερμής, που μπήκε ανάμεσά τους, όμως η θεά σώζεται μόνο μετά την επέμβαση του Ηρακλή, που μόλις φάνηκε το έβαλαν στα πόδια.
Φαίνεται πως ο ένδοξος ήρωας ενέπνεε πάντα απερίγραπτο φόβο στους ακόλουθους του Διονύσου. Το μαρτυρούν πολλές αγειογραφίες που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Σε μιαν απ' αυτές έξι Σειληνοί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Διόνυσο και δίπλα στον καθένα βρίσκεται ένα δοχείο γεμάτο κρασί. Ξαφνικά, φτάνει ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και οπλισμένο με το ρόπαλό του και με το τόξο. Ο Διόνυσος χαιρετά το γιο της Αλκμήνης, ενώ οι Σειληνοί φαίνονται, περίτρομοι, να παίρνουν τις πιο κωμικές στάσεις.
Σ' άλλην αγγειογραφία απεικονίζεται ο Ηρακλής ξαπλωμένος δίπλα στον Διόνυσο. Ένας Σειληνός, που σέρνεται στα γόνατα, πάει να κλέψει ένα γλύκισμα, ενώ ένας σύντροφός του κοιτάει αλλού, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σε άλλο αγγείο απεικονίζεται ο Ηρακλής να βαδίζει πίσω από δύο Σειληνούς δεμένους, ο ένας με τον άλλον απ' τα χέρια, ενώ οι δυο άλλοι το βάζουν στα πόδια.
Ακόμα, βλέπουμε σε αγγειογραφίες Σειληνούς να έχουν κλέψει τα όπλα του Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και μόλις ο γιος του Διός και της Αλκμήνης κάνει κάποια κίνηση στον ύπνο του ή ανοίγει τα μάτια, το βάζουν στα πόδια εγκαταλείποντας τα κλοπιμαία.
Οι Σάτυροι τα βάζουν και με έναν άλλο διάσημο ήρωα, τον Περσέα, που για να απαλλαγεί από αυτούς αναγκάστηκε να δείξει το κεφάλι της Γοργόνας. Και είναι πραγματικά πολύ κωμικός ο τρόπος που οι Σάτυροι καταφοβισμένοι κλείνουν τα μάτια τους και γονατίζουν.
Οι Σειλήνιοι και Σάτυροι στην τέχνη
Παρουσιάζονται στις αρχαιότερες καλλιτεχνικές απεικονίσεις που μας έχουν διασωθεί, πρώτοι οι Σειληνοί, που κατά τη διάπλασή τους μοιάζουν μάλλον με τα άλογα, ενώ οι Σάτυροι με τράγους.
Σε νομίσματα της Θάσου απεικονίζονται, καθώς και σε κοσμήματα, με ουρά, αυτιά και οπλές αλόγου. Σε μια σαρκοφάγο στις Κλαζομενές, σ' ένα από τα αρχαιότερα μνημεία που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας βλέπουμε έναν Σειληνό με ολότελα κτηνωδική μορφή. Η μύτη του είναι χονδρή και ανασηκωμένη, στρογγυλά τα μάτια του, όμοια με χαίτη τα γένεια του και τα μαλλιά του, τ' αυτιά του μυτερά. Κι έχει οπλές στα πόδια του και μια ουρά κάτω απ' τη μέση.
Πάνω σ' έναν αμφορέα στο Λέυντεν παρουσιάζονται έξι Σειληνοί και μαζί έξι Νύμφες. Οι Σειληνοί έχουν ανάλογα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά: χονδρό κεφάλι, μύτη πλακουτσωτή, γαϊδουρινά αυτιά, πυκνή χαίτη, μακρύ γένι που σκεπάζει την κοιλιά και ουρά αλόγου. Στην Αττική οι Σειληνοί, ενω διατηρούσαν στ' αρχαϊκά αγγεία τον κτηνώδικο χαρακτήρα τους, έχουν και κάποια χάρη, με κεφάλι που δεν τους διαφοροποιεί πολύ απ' τους ανθρώπους. Κι έχουν καμιά φορά αλόγου πόδια κι άλλες πάλι φορές ανθρώπου. Και είναι ολότελα ντυμένοι.
Στα αρχαιότερα αττικά αγγεία, απεικονίζονται οι Σειληνοί συνοδεύοντας προπάντων τον Διόνυσο, όμως και χορεύοντας με τις Μαινάδες ή απαγάγοντάς τες. Αλλά κυρίως ως υπηρέτες του θεού, όπως στη σκηνή της επιστροφής του Ηφαίστου, που τον ξαναφέρνει ο Διόνυσος στον Όλυμπο. Ωστόσο, η συνοδεία του θεού δεν έχει ακόμα τον οργιαστικό χαρακτήρα, που θα πάρει αργότερα. Αυτό δεν εμποδίζει τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς στις πιο άσεμνες στάσεις και να κουβαλάνε στη ράχη τους ασκιά γεμάτα κρασί ή να κρατάνε στο χέρι τους μια οινοχόη, χωρίς να πίνουν οι ίδιοι.
Κατά τον τρύγο οι Σειληνοί βοηθούν στο να συλλέγουν τον καρπό, να μαζεύουν δηλαδή τα σταφύλια, να τα φέρνουν στο πατητήρι (το ληνό) και να τα πατούν. Παίζουν κιθάρα και αυλό. Όσο για τα ζώα που τους συνοδεύουν, είναι το μουλάρι, ο γάιδαρος, ο τράγος και κάποιες φορές κι ο ταύρος.
Ο τύπος ωστόσο του Σειληνού, κάτω από την επιρροή των Αθηναίων καλλιτεχνών, κατά την περίοδο που ακολουθεί την εποχή της Αρχαϊκής τέχνης, μεταβάλλεται. Τα μακριά του τα μαλλιά εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια φαλάκρα σχεδόν ολοκληρωτική. Η έκφραση του προσώπου γίνεται λιγότερο κτηνωδική, πιο ζωντανή, και συχνά βρίσκουμε τους Σειληνούς μαζί με τις Μαινάδες παρέα, αλλά προπάντων να συνοδεύουν τον Διόνυσο, χορεύοντας τριγύρω του και παίζοντας αυλό. Ετούτη μάλιστα την εποχή οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τους Σειληνούς στις μυθικές σκηνές τους βιασμού της Ίσιδας και της Ήρας, πάλη με τον Ηρακλή, κ.α.
Στην κλασική εποχή η τάση να απεικονίζουν τους Σειληνούς λιγότερο άγριους, να τους δίνουν κάποια γλυκύτητα κι ευγένεια γίενται εντονότερη ολοένα: έχουν τώρα σώμα λυγερό κι είναι γενικά φαλακροί, πράμα που τους κάνει (η φαλάκρα) αστείους και συμπαθητικούς. Και τα γένια τους είναι αρκετά πυκνά, μα η ουρά τους πιο κοντή, που φτάνει μόλις ως τα γόνατά τους. Και είναι η έκφρασή τους στο πρόσωπο σοβαρή και κάποτε μάλιστα και μελαγχολική. Και είναι σχεδόν πάντοτε γυμνοί, με κύριο έμβλημά τους το θύρσο. Και παίζουν το διπλόν αυλό και παίζουν και τη λύρα.
Για ένα μάλιστα μεγάλο χρονικό διάστημα οι καλλιτέχνες αναπαρίσταναν τους Σειληνούς ως άνδρες προχωρημένης ηλικίας. Έπειτα πήραν τη συνήθεια να παρουσιάζουν πλάι σ΄αυτούς τους ηλικιωμένους και άτομα πιο νέα, με κινήσεις λιγότερο βαριές. Συναντούμε και τον τύπο του παιδαγωγού του Διονύσου, να φροντίζει ως πατέρας τον κύριό του - τύπος που θα γίνει κλασικός από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ύστερα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με σωκρατικό πρόσωπο, φαλακρός κι αγένειος, άσχημος και πρόσχαρος μαζί, με μέλη παχιά και κοιλαράς. Είναι μάλιστα εξακριβωμένο πως το δεύτερο μισό της Κλασικής εποχής εξαφανίστηκε η τάση να δίνεται στους Σειληνούς μια έκφραση λιγότερο αχαλίνωτη. Απεναντίας τώρα κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η οργιαστική πλευρά της διονυσιακής λατρείας, που οδηγεί τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς όχι με την έκταση των Μαινάδων, αλλά με μια ελευθερία συμπεριφοράς που θυμίζει την Αχαϊκή τέχνη.
Η αναπαράσταση των Σειληνών με την πλαστική τέχνη παρουσιάζεται σε μια σχετικά νεότερη εποχή της ελληνικής τέχνης. Μονάχα από λογοτεχνικές πηγές μας είναι γνωστό το περίφημο σύμπλεγμα του Μύρωνα, με την Αθηνά να πετάει κάτω τον αυλό που είχε επινοήσει, μα που της παραμόρφωνε το στόμα, και τον Μαρσύα ν΄ανυπομονεί να τον περιμαζέψει. Αντίθετα, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα μεγάλοι γλύπτες βάλθηκαν ν' απεικονίσουν πρόσωπα που ως τότε είχαν τραβήξει την προσοχή μονάχα των αγγειογράφων. Κι ήταν το περιφημότερο από τ' αγάλματα αυτά ο "Σάτυρος του Πραξιτέλη", που διασώθηκαν πολλά αντίγραφά του. 'Εχουμε μπροστά μας ένα νέο με κανονικά χαρακτηριστικά, που μονάχα τα μυτερά του αυτιά θυμίζουν τους πρωτόγονους σύντροφους του Διονύσου. Στηρίζεται σε έναν κορμό δέντρου και με το κεφάλι του, ελαφριά σκυμμένο, κοιτάει μακριά στο άπειρο.
Στο "μνημείο του Λυσικράτη" επίσης είναι μαζεμένοι γύρω στον Διόνυσο νεαροί Σάτυροι. Ένας άλλος μεγάλος γλύπτης, ο Λύσιππος, είχε αναπαραστήσει τον Σειληνό με τον Διόνυσο παιδί. Το καλύτερο αντίγραφο του θαυμάσιου αυτού έργου, που είχε αποδοθεί στην αρχή στον Πραξιτέλη, βρίσκεται στον Λούβρο. Όσο για το Σειληνό από τούτη την εποχή κυριάρχησε στη γλυπτική ο τύπος του καλοκαμωμένου ανθρώπου, που οι μυώνές του είχαν ήδη υποστεί την εισβολή του λίπους, ως αποτέλεσμα της καλοφαγίας. Κι είναι το κρανίο του μυτερό και φαλακρό, το μέτωπό του ρυτιδωμένο κι έχει και πυκνή γενειάδα. Τα χοντρά, μυτερά αυτιά του μοιάζουν με αυτιά χοίρου.
Η Ελληνιστική εποχή είναι πολύ πλούσια σε αναπαραστάσεις κάθε είδους Σειληνών και Σατύρων. Το ίδιο ισχύει και για τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από τότε οι καλλιτέχνες επιδίδονταν ολοένα και περισσότερο στην αναπαράσταση νεαρών Σατύρων και γερόντων Σειληνών.
Πηγή