Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Τι συνέβη στην Τιτανομαχία και την Γιγαντομαχία

Η Τιτανομαχία


Ο Κρόνος αφού νικήθηκε από το γιο του τον στερνό, τον Δία — ή με φάρμακο που του έδωσε η Μήτιδα — έξήμεσε τα παιδιά του, που, όπως ξέρουμε, τα κατέπινε από φόβο μήπως του πά­ρουν τη βασιλεία. Αυτά τότε χάρηκαν που ξανα­βγήκαν στο φως, θαύμασαν τον γενναίο αδελφό τους, τον Δία, και στάθηκαν στο πλευρό του γεμά­τα μίσος για τον άδικο πατέρα τους. ' Ετσι οι θεοί χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα: από τη μια ο Δίας με τ' αδέλφια του, από την άλλη ο Κρόνος με τα δικά του αδέλφια, τους Τιτάνες.

Παλαιοί και νέοι θεοί, αρσενικοί και θηλυκοί, πήραν μέρος σ' αυτό τον πόλεμο. Τότε, με συμ­βουλή της Γης, ο Δίας ελευθέρωσε τους Κύκλω­πες και τους Εκατόγχειρες, που ο Κρόνος τους κρατούσε φυλακισμένους και αλυσοδεμένους στα Τάρταρα. Και αυτοί πήγαν με το μέρος του Δία, μάλιστα οι Κύκλωπες τού προμήθεψαν τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, τα τρομε­ρά όπλα του. Αλλά και από την Τιτανογενιά δεν ήταν όλοι με το μέρος του Κρόνου: η φοβερή Ωκεανίδα, η Στύγα, με τα τέσσερα παιδιά της, το Κράτος και τη Βία, τον Ζήλο και τη Νίκη, ήρθε πρώτη να ενισχύσει την παράταξη του Δία· και, όπως έλεγαν μερικοί, όχι μόνο η Στύγα, αλλά και ο πατέρας της, ο Ωκεανός, ο πρωτότοκος από τους Τιτάνες, ήταν με το μέρος του Δία ή τουλά­χιστον δεν πολέμησε στην παράταξη του Κρόνου.

Ακόμα και για τον Προμηθέα, το γιο του Ιαπετού, ενός από τους πιο μεγάλους Τιτάνες, ορισμένοι είπαν πως σ' αυτό τον πόλεμο είχε δράσει σαν πρωτοπαλίκαρο και σαν σύμβουλος του Δία. Τους Τιτάνες ούτε η μάνα τους η Γη δεν τους βοήθη­σε. Αυτή είχε σώσει τον Δία από τον ανθρωποφά­γο πατέρα του και αυτή τώρα έδινε συμβουλές στον προστατευόμενο της, για να νικήσει τους εχθρούς του και να γίνει βασιλιάς του ουρανού. Ωστόσο οι Τιτάνες δεν ήταν εύκολοι αντίπαλοι. Έτσι έπιασαν θέσεις πάνω στο βουνό την Ό-θρη, ενώ ο Δίας και οι δικοί του έπιασαν θέσεις στον Όλυμπο.

Τότ' εκείνοι μεταξύ τους μάχην άγριαν έχοντας, συνεχώς επολεμούσαν δέκα χρόνια ολόκληρα, και στην έριδα δεν ήταν λύση ουδέ τελειωμός για κανένα, ίσο τέλος ήταν του πολέμου τους.
Σ' αυτή την κατάσταση, σύμφωνα με μια πα­ραλλαγή του μύθου, η Γη έδωσε χρησμό πως ο Δίας έμελλε να νικήσει, μόνο αν έπαιρνε με το μέρος του εκείνους τους θεούς που ήταν φυλα­κισμένοι στα Τάρταρα. ' Ετσι τότε, έλεγαν, ο Δίας αποφάσισε να ελευθερώσει τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες ή τότε κατάφερε να τους πείσει να αλλάξουν στρατόπεδο και να πολεμή­σουν στο πλευρό του, αφού υποσχέθηκε πως με τη δική του βασιλεία αυτοί θα χαίρονταν μεγάλες απολαβές, όπως και οι άλλοι σύμμαχοι του, όπως η Γη και η Στύγα με τα παιδιά της, όπως τα ίδια τ' αδέλφια του. Έτσι, είπαν, οι Κύκλωπες έδω­σαν στον Δία τη βροντή, την αστραπή και τον κε­ραυνό, και ακόμα στον Ποσειδώνα την τρίαινα, και στον Άδη την «κυνέην», μια σκούφια από σκυλοτόμαρο, που τον έκανε αόρατο.

Τότε όλοι οι φίλοι του Δία εμψυχώθηκαν και ξαναμπήκαν στον πόλεμο. 'Ομως την πιο μεγάλη ορμή την έδειξαν οι Εκατόγχειρες:
Τότε αυτοί με τους Τιτάνες στήσαν μάχη φοβερή, πέτρες από τις πελώριες μες στα χέρια έχοντας. Κι οι Τιτάνες απ' την άλλη τις δικές τους φάλαγγες τις ενίσχυαν με ζήλο- κι έτσι και οι δυο μεριές των χεριών και της ορμής τους έργο φανερώνανε. Φοβερά τότες ο πόντος βούιζ' ο απέραντος, και στη γη πάταγος μέγας, στέναζε κι ο ουρανός, όπως σειόταν, κι απ' τις ρίζες τιναζόταν ο Όλυμπος στις ριπές των αθανάτων, δόνηση έφτανε βαθιά και στον Τάρταρο το μαύρο και ποδιών βαριά βουή από άμετρες εφόδους και βολές πολύ γερές.

Άλλο δεν κρατήθη ο Δίας, μα κι εκείνου παρευθύς μένος γιόμισαν τα φρένα και την πάσα δύναμη εφανέρωνε- και τότε μέα' από τον ουρανό κι απ' τον Όλυμπον ορμώντας άστραφτε συνέχεια, με βροντές οι κερανοί του κι αστραπές πετάγονταν απ' το στιβαρό του χέρι κι ιερή φλόγα άπλωναν.

Κι η ζωοδόχος γη τριγύρω καίγονταν με ορυμαγδό, τριζοβόλαγαν τα δάση στη μεγάλη πυρκαγιά- και η γη έβραζε πάσα, τα νερά του Ωκεανού και ο άπατος ο πόντος· τύλιγε θερμός ατμός τους Τιτάνες στη γη πάνω και η φλόγα έφτανε ως το θεϊκόν αέρα πλέρια και τους τύφλωνε, αν κι ασύγκριτους, η λάμψη κεραυνού και αστραπής. Κάμα κάτεχε το Χάος- φαίνονταν αντικριστά, με τ' αφτιά βουή ν' ακούσεις, με τα μάτια σου να ιδείς, έτσι ως όταν επλαγιάζαν μαζί η Γη κι ο Ουρανός-μ' άλλα λόγια τόσο μέγας γδούπος είχεν ορθωθεί, ως εκείνη ερειπωνόταν κι απ' τα ύφη του κι αυτός.

Ύστερα από όλα αυτά και με πάρα πολύ με­γάλη δυσκολία η μάχη άρχισε να κλίνει με το μέ­ρος των Ολυμπίων. Τότε οι τρεις Εκατόγχειρες, με τα τρακόσια χέρια τους συνολικά, σήκωσαν τρακόσιους τεράστιους βράχους και καταπλάκω­σαν τους Τιτάνες. Και σαν πέτυχαν τούτο το απί­στευτο, τότε πια τους πήραν και τους έριξαν κά­τω από τη γη τόσο βαθιά όσο απέχει από τη γη ο ουρανός. Εκεί, στον σκοτεινό και μουχλιασμένο χώρο του Ταρτάρου, τους έδεσαν με βαριά δε­σμά. Γύρω τους χάλκινος φράχτης και πέρα ως πέρα νύχτα και τείχος τριπλό" εκεί οι ρίζες της γης και της θάλασσας- από εκεί δεν γίνεται να ξαναβγούν τις πόρτες τις έχει κλείσει ο Ποσειδώνας- και, φύλακες πιστοί του Δία, μένουν εκεί οι Εκατόγχειρες.

Παραλλαγή. Όταν η Ήρα έμαθε πως από εξώγαμη σχέση του Δία γεννήθηκε ο ' Επαφος, θεός με δύναμη πολύ μεγάλη, κάλεσε τους Τιτά­νες να παραμερίσουν τον Δία από τη βασιλεία του ουρανού και να επαναφέρουν τον Κρόνο. Όπως όμως αυτοί προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στον ουρανό, ο Δίας με τη βοήθεια της Αθηνάς, του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τους γκρέμισε στα Τάρταρα. Τον αρχηγό τους, τον Άτλαντα, τον υποχρέωσε τότε ο Δίας να σηκώνει στους ώμους του αιώνια τον ουρανό και να τον κρατά πάντα πάνω από τη γη.

Η Γιγαντομαχία


Η Γιγαντομαχία είναι αρχαίος Ελληνικός μύθος που περιγράφει την πάλη του Δία και των ολυμπίων Θεών με τους Γίγαντες. Την περιγράφει ο Απολλόδωρος στο έργο του «περί θεών», ο Όμηρος στην «Οδύσσεια», ο Υγίνος στο «Poetica Astronomica», ο Παυσανίας και ο Νόννος ο Πανοπολίτης.

Πριν τη μάχη


Όταν ο Δίας νίκησε τον Κρόνο και τους Τιτάνες, και τους καταπόντισε στα Τάρταρα, η Γαία μίσησε τον Δία και τους άλλους θεούς του ουρανού, και όλα τα παιδιά τους. Ξεσήκωσε τους Γίγαντες, και αυτοί με αρχηγό τον Ευρυμέδοντα εκτόξευαν προς τον ουρανό τεράστιες κοτρώνες και φλεγόμενα βελανίδια. Η Γαία ξεκίνησε για να αναζητήσει το βοτάνι της αιωνιότητας για να κάνει τα παιδιά της αθάνατα. Ο Δίας τότε φώναξε την Ηώ, τον Ήλιο και την Σελήνη και τους απαγόρευσε να βγούν και να φωτίσουν. Μέσα στο σκοτάδι πήγε αυτός και βρήκε πρώτος το βοτάνι της αιωνιότητας. Ο χρησμός του μαντείου όμως είπε, ότι «μόνο η βοήθεια ενός θνητού θα έφερνε την νίκη, αφού οι Γίγαντες είναι άτρωτοι για τους θεούς». Η Αθηνά τότε ζήτησε την βοήθεια του Ηρακλή. Μαζί με τον Ηρακλή έσπευσε και ο Διόνυσος.

Η πορεία της μάχης


Οι θεοί πάλεψαν με τους Γίγαντες. Η Νύχτα και η Εκάτη τους έριχναν κάτω, και ο Ηρακλής με τα φαρμακερά του βέλη από το αίμα της Λερναίας Ύδρας τους σκότωνε. Ο Αλκυονέας, ένας από τους δυνατότερους Γίγαντες πέθανε από τα βέλη του Ηρακλή. Ο Γίγαντας Πορφυρίων αντεπιτέθηκε και αποπειράθηκε να απαγάγει την Ήρα, αλλά ο Δίας τον χτύπησε με έναν κεραυνό, και ο Ηρακλής τον αποτελείωσε με ένα βέλος. Ο Απόλλων και ο Ηρακλής σκότωσαν τον Εφιάλτη, χτυπώντας τον μαζί στα μάτια. Ο Διόνυσος οπλισμένος με τον θύρσο του σκότωσε τον Εύρυτο. Η Εκάτη με τους δαυλούς της πυρπόλησε τον Κλυτίο, ενώ ο Ήφαιστος με τα πυρωμένα σίδερά του σκότωσε τον Μίμα. Ο Εγκέλαδος υποχώρησε άτακτα, αλλά η Αθηνά τον έπιασε στην Σικελία και τον συνέθλιψε κάτω από το νησί. Κατόπιν σκότωσε και τον Πάλλα, και από το δέρμα του έφτιαξε ασπίδα. Ο Ποσειδώνας κατέρριψε την Νίσυρο επάνω στον Πολυβότη. Ο Ερμής φορώντας το κράνος του Άδη (την κυνή ή κυνέα)- που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε- σκότωσε τον Ιππόλυτο. Η Άρτεμις σκότωσε τον Γρατίωνα. Οι τρεις Μοίρες με τα χάλκινα ρόπαλά τους σκότωσαν τον Άγριο και τον Θώα. Οι υπόλοιποι Γίγαντες γίνανε βορά των κεραυνών του Δία και σκοτώθηκαν από τα βέλη του Ηρακλή.

Η Γαία βλέποντας την αποτρόπαια έκβαση της μάχης λύσσαξε από τον θυμό της και γέννησε τον Τυφώνα.


Πηγές

Ελληνική Μυθολογία της Εκδοτικής Αθηνών
Karl Kerényi: Die Mythologie der Griechen - Die Götter- und Menschheitsgeschichten, dtv, München 1994, ISBN 3-423-30030-2.
Vian, Francis: La Guerre des Géants. Le Mythe avant l'époque hellénistique, in L'Année sociologique, 3e série (1952), Paris, 1955, S. 440-443.




Πηγή1 / Πηγή2