Κτίσθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., επί βασιλείας Ιέρωνος του Α΄, (478 - 466 π.Χ.), από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Δημοκόπο τον Μύριλλο, με λάξευση της νότιας πλευράς του Τεμενίτη λόφου που βρίσκεται βόρεια του μυχού του λιμένα των Συρακουσών. Σημειώνεται ότι στη θέση του υπήρχε από το 550 π.Χ. παλαιότερο πρόχειρο θέατρο που αντικαταστάθηκε από το νέο αυτό του Δημοκόπου.
Η αρχική λάξευση του βράχου είχε τραπεζοειδές σχήμα. Στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. επί άρχοντος Τιμολέοντος διασκευάστηκε και απέκτησε το τελικό ημικυκλικό σχήμα, όπως διασώζεται σήμερα. Η διάμετρός του είναι 150 μ. επί του οποίου και ξεχωρίζουν 59 καλώς διατηρημένες σειρές εδωλίων από τις οποίες οι 11 χαμηλότερες καλύπτονταν παλαιότερα από μάρμαρο.
Το όλο κοίλο του θεάτρου χωρίζονταν σε εννέα κερκίδες, που κάθε μία έφερε ιδιαίτερη ονομασία. Πέντε ονομασίες εξ αυτών έχουν διασωθεί, χαραγμένες σε βράχο, που είναι: Ζευς, Ηρακλής, Ιέρων Β΄, Φιλιστίς, και Νηρίς.
Το θέατρο αυτό υπολογίσθηκε πως είχε χωρητικότητα 10.000 καθήμενων θεατών ή 24.000 όρθιων. Περί το μέσον έφερε ευρύ διάζωμα που χώριζε αυτό στο κατώτερο και ανώτερο τμήμα. Πίσω από το ανώτερο τμήμα του θεάτρου υφίσταται βραχώδες συνεχές παραπέτασμα που φέρει ίχνη επιστεγάσματος.
Προς δε το μέρος της σκηνής που ελάχιστα σώζεται υπάρχουν ίχνη θεμελίων κτιρίων, που μαρτυρούν ότι όλη η σκηνή πρέπει να ήταν ξύλινη. Είχε άριστη ακουστική και γενικά θεωρούνταν αριστούργημα αρχιτεκτονικής σε όλη την ευρύτερη περιοχή στην εποχή του. Λειτούργησε ακατάπαυστα επί μία χιλιετία. Το θέατρο αυτό ήταν επίσης περίφημο και για τη θέα που παρείχε πάνω από την πόλη, τον λιμένα, το Ιόνιο, καθώς και για την υπέροχη δύση του Ηλίου.
Στην αρχαιότητα στο θέατρο αυτό ανεβάστηκαν για πρώτη φορά πολλά έργα των μεγαλυτέρων δραματικών συγγραφέων της εποχής όπως των Επίχαρμου, Ευριπίδη, Αισχύλου κ.ά.. Μεγάλη ακμή όμως παρουσίασε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μάλιστα ο Κικέρων το αποκαλούσε «Maximum». Αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους εγκαταλείφθηκε, καταχώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.
Μετά τις ανασκαφές των νεότερων χρόνων καθαρίστηκε και μεταβλήθηκε σε μεγάλο κέντρο θεατρικών παραστάσεων αρχαίων ελληνικών δραματικών έργων, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και οργανώθηκαν με συνέπεια να σημειώσουν μεγάλη επιτυχία και να καταστούν περίφημες.
Η πρώτη σύγχρονη παράσταση αρχαίου ελληνικού δράματος έγινε το 1914 με πρωτοβουλία του Συρακούσιου ευγενή Μάριου Θωμά Γκαργκάλο, ο οποίος ίδρυσε ειδική υπό την προεδρία του επιτροπή στην οποία συμμετείχε και ο ελληνιστής φιλόλογος καθηγητής και μεταφραστής Έκτορας Ρομανιόλι (Ettore Romagnioli).
Στις 16 Απριλίου του έτους εκείνου (1914), ανεβάστηκε το έργο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Ακολούθησε μια επταετή διακοπή λόγω του Μεγάλου πολέμου, όπου και επαναλήφθηκαν το 1921 όταν ανεβάστηκαν οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου, το 1922 οι «Βάκχαι» του Ευριπίδη και ο «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή, και το 1924 οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Οι τελευταίες μάλιστα παραστάσεις είχαν τόση μεγάλη επιτυχία που προσείλκυαν στις Συρακούσες πλήθος Ιταλών και άλλων Ευρωπαίων, και όχι μόνο, περιηγητών και διανοουμένων που κέντρισε το ενδιαφέρον του Βασιλέως της Ιταλίας και της ιταλικής κυβέρνησης όπου και ιδρύθηκε το Εθνικό Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος, (INDA), το οποίο και ανέλαβε από τότε όλες τις παραστάσεις με φεστιβαλικό χαρακτήρα.
Πηγή
Η αρχική λάξευση του βράχου είχε τραπεζοειδές σχήμα. Στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. επί άρχοντος Τιμολέοντος διασκευάστηκε και απέκτησε το τελικό ημικυκλικό σχήμα, όπως διασώζεται σήμερα. Η διάμετρός του είναι 150 μ. επί του οποίου και ξεχωρίζουν 59 καλώς διατηρημένες σειρές εδωλίων από τις οποίες οι 11 χαμηλότερες καλύπτονταν παλαιότερα από μάρμαρο.
Το όλο κοίλο του θεάτρου χωρίζονταν σε εννέα κερκίδες, που κάθε μία έφερε ιδιαίτερη ονομασία. Πέντε ονομασίες εξ αυτών έχουν διασωθεί, χαραγμένες σε βράχο, που είναι: Ζευς, Ηρακλής, Ιέρων Β΄, Φιλιστίς, και Νηρίς.
Το θέατρο αυτό υπολογίσθηκε πως είχε χωρητικότητα 10.000 καθήμενων θεατών ή 24.000 όρθιων. Περί το μέσον έφερε ευρύ διάζωμα που χώριζε αυτό στο κατώτερο και ανώτερο τμήμα. Πίσω από το ανώτερο τμήμα του θεάτρου υφίσταται βραχώδες συνεχές παραπέτασμα που φέρει ίχνη επιστεγάσματος.
Προς δε το μέρος της σκηνής που ελάχιστα σώζεται υπάρχουν ίχνη θεμελίων κτιρίων, που μαρτυρούν ότι όλη η σκηνή πρέπει να ήταν ξύλινη. Είχε άριστη ακουστική και γενικά θεωρούνταν αριστούργημα αρχιτεκτονικής σε όλη την ευρύτερη περιοχή στην εποχή του. Λειτούργησε ακατάπαυστα επί μία χιλιετία. Το θέατρο αυτό ήταν επίσης περίφημο και για τη θέα που παρείχε πάνω από την πόλη, τον λιμένα, το Ιόνιο, καθώς και για την υπέροχη δύση του Ηλίου.
Στην αρχαιότητα στο θέατρο αυτό ανεβάστηκαν για πρώτη φορά πολλά έργα των μεγαλυτέρων δραματικών συγγραφέων της εποχής όπως των Επίχαρμου, Ευριπίδη, Αισχύλου κ.ά.. Μεγάλη ακμή όμως παρουσίασε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μάλιστα ο Κικέρων το αποκαλούσε «Maximum». Αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους εγκαταλείφθηκε, καταχώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.
Αναστήλωση
Μετά τις ανασκαφές των νεότερων χρόνων καθαρίστηκε και μεταβλήθηκε σε μεγάλο κέντρο θεατρικών παραστάσεων αρχαίων ελληνικών δραματικών έργων, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και οργανώθηκαν με συνέπεια να σημειώσουν μεγάλη επιτυχία και να καταστούν περίφημες.
Η πρώτη σύγχρονη παράσταση αρχαίου ελληνικού δράματος έγινε το 1914 με πρωτοβουλία του Συρακούσιου ευγενή Μάριου Θωμά Γκαργκάλο, ο οποίος ίδρυσε ειδική υπό την προεδρία του επιτροπή στην οποία συμμετείχε και ο ελληνιστής φιλόλογος καθηγητής και μεταφραστής Έκτορας Ρομανιόλι (Ettore Romagnioli).
Στις 16 Απριλίου του έτους εκείνου (1914), ανεβάστηκε το έργο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Ακολούθησε μια επταετή διακοπή λόγω του Μεγάλου πολέμου, όπου και επαναλήφθηκαν το 1921 όταν ανεβάστηκαν οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου, το 1922 οι «Βάκχαι» του Ευριπίδη και ο «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή, και το 1924 οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Οι τελευταίες μάλιστα παραστάσεις είχαν τόση μεγάλη επιτυχία που προσείλκυαν στις Συρακούσες πλήθος Ιταλών και άλλων Ευρωπαίων, και όχι μόνο, περιηγητών και διανοουμένων που κέντρισε το ενδιαφέρον του Βασιλέως της Ιταλίας και της ιταλικής κυβέρνησης όπου και ιδρύθηκε το Εθνικό Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος, (INDA), το οποίο και ανέλαβε από τότε όλες τις παραστάσεις με φεστιβαλικό χαρακτήρα.
Πηγή