Κατά τον σπουδαίο Βρετανό γλωσσολόγο, ακαδημαϊκό και συγγραφέα της «Εγκυκλοπαίδειας της Αγγλικής Γλώσσας του Κέιμπριτζ», Ντέιβιντ Κρίσταλ, τα 2/3 της αγγλικής γλώσσας προέρχονται από κλασικές λέξεις της ελληνικής και της λατινικής. Μία από τις λέξεις αυτές είναι και η λέξη «stop», που όσο και αν φαίνεται παράξενο, προέρχεται ως αντιδάνειο από τα αρχαία ελληνικά.
Η ετυμολογία της λέξης «stop», ξεκινά από το πολύ μακρινό παρελθόν. Πηγάζει από την αρχαία ελληνική λέξη, στυπ(π)είον και μεταγενέστερα τη στύππη, που στα νέα ελληνικά σημαίνει στουπί, το γνωστό ινώδες υλικό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τον καθαρισμό των μηχανών εξαιτίας της μεγάλης απορροφητικότητάς του.
Στη συνέχεια, τη στύππη τη δανείστηκαν οι Ρωμαίοι, τη μετέτρεψαν σε «stuppa» και ακόμη δημιούργησαν το ρήμα «stuppare» που σημαίνει «βουλώνω με στουπί» και άρα εμποδίζω, σταματώ την κίνηση.
Μάλιστα, το «stuppare» αποτελούσε εκείνη την εποχή όρο της καθομιλουμένης λατινικής γλώσσας. Με την πάροδο των χρόνων, πέρασε στις γερμανικές γλώσσες ως «stopfen», υιοθετήθηκε από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως τα γαλλικά («étouper») και τα ιταλικά («stoppare») και τελικά έφτασε ως αντιδάνειο στην αγγλική γλώσσα με τον όρο «stop». ‘Αλλωστε και οι σύγχρονοι Έλληνες χρησιμοποιούμε τη φράση «αυτό έχει στουμπώσει».
Επίσης, από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη στυπόχαρτο ή στουπόχαρτο, το χαρτί που απορροφά το μελάνι από τις σελίδες, γραμμένες με πένα. Η αναφορά στην αρχαιοελληνική προέλευση της λέξης «stop» πιστοποιείται από ένα από τα πιο έγκριτα αμερικανικά ηλεκτρονικά λεξικά που χρονολογείται από το 1828, το “Merriam-Webster”.
“Το γέλιο απελευθερώνει τον αγροίκο από το φόβο του διαβόλου, γιατί μεσ’ τη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος και επομένως ελέγξιμος…το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από το φόβο…ο αγροίκος που γελάει δε νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν θα πεθάνει…το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας”.
Με αυτά τα λόγια, και άλλα πολλά, περιγράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο “Όνομα του Ρόδου” τη σημασία του γέλιου στη ζωή του ανθρώπου. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, οι δύο διαφωνούντες μοναχοί του διαλόγου, Γουλιέλμος και Χόρχε, αναφέρουν ότι τα λουτρά, όπως και το γέλιο, αποκαθιστούν την ισορροπία των χυμών , που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και τον θεραπεύουν.
Με αυτό τον τρόπο ο Έκο μεταφέρει στο έργο του την μέχρι τον Μεσαίωνα πεποίθηση για τη σχέση των χυμών του σώματος με την ψυχική και σωματική Υγεία του ανθρώπου. Πρόκειται για του 4 χυμούς -το αίμα, η μαύρη χολή, η λευκή χολή και το φλέγμα-, που αν η ανάμειξη τους γίνεται κανονικά και κατά τις φυσικές αναλογίες τότε ο άνθρωπος είναι υγιής, εύθυμος, in boun umore,(κατά του Ιταλούς, ή en bonne humoeur, κατά τους Γάλλους. Άλλωστε η ιταλική umore, η γαλλική humoeur και αγγλική humor, ίσως να παράγονται ετυμολογικά από την ελληνική λέξη “χυμός”.
Αυτή η θεωρία του φιλόσοφου Εμπεδοκλή, του γιατρού Ιπποκράτη, και του Γαληνού επηρέασε την Ιατρική σκέψη μέχρι τον Μεσαίωνα και για αυτό το Humor ήταν συνδεδεμένο με την υγεία των ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι και η λέξη melancoly παράγεται από τη μαύρη χολή (μέλας:μαύρος + χολή)
Από τα τέλη του 16ου αιώνα η λέξη humor καθιερώνεται με την έννοια του αστείου: ο Benjamin Jonson παρουσιάζει το 1598 την κωμωδία Every Man in His Humour και ένα χρόνο αργότερα το Every Man out of His Humour. Την ίδια εποχή ο Shakespeare στο Henry IV, Part 2 υποστηρίζει ότι το humor είναι “ένα αστείο ειπωμένο με θλιβερή όψη”. Λίγο αργότερα, το 1636, το humoeur αναλύεται και από το Γάλλο Pierre Corneille.
Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα ο όρος humor θα αναλυθεί από τον Joseph Addison στο False and True Humour και θα δοθεί μία φανταστική γενεολογία του: η αλήθεια γέννησε τον ορθό λόγο, ο ορθός λόγος γέννησε το πνεύμα, το οποίος παντρεύτηκε την Ευθυμία και απέκτησε ένα γυιό, το Χιούμορ. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Τακερέι υποστηρίζει ότι το Χιούμορ είναι ο γιος της αγάπης. Κατά τον Mark Twain η εσωτερική πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά αλλά η λύπη.
Οι ελληνικής καταγωγής λέξεις για το “αστείο”, που χρησιμοποιούνται στην αγγλική, είναι πολλές, ενδεικτικά αναφέρω: humor, satire, sarcasm, sardonic, comic, comedy, euthemy, irony. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι διαφορετικό από το χιούμορ και η ειδικά η Σωκρατική ειρωνεία στηρίζεται πάνω στη θρησκευτική ιδέα για τον άνθρωπο. Κατά το Σωκράτη η ειρωνεία δίχως σεμνότητα και αιδώ είναι θράσος και αλαζονεία. Μόνο ο άνθρωπος που ξέρει να υποτάσσεται σε κάτι ανώτερο έχει το δικαίωμα να είναι ειρωνικός “γιατί πρέπει να πιστεύουμε σε κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο για να ειρωνευτούμε τη διαγωγή και τα φρονήματα του”.
Πηγή1 / Πηγή2
Η ετυμολογία της λέξης «stop», ξεκινά από το πολύ μακρινό παρελθόν. Πηγάζει από την αρχαία ελληνική λέξη, στυπ(π)είον και μεταγενέστερα τη στύππη, που στα νέα ελληνικά σημαίνει στουπί, το γνωστό ινώδες υλικό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τον καθαρισμό των μηχανών εξαιτίας της μεγάλης απορροφητικότητάς του.
Στη συνέχεια, τη στύππη τη δανείστηκαν οι Ρωμαίοι, τη μετέτρεψαν σε «stuppa» και ακόμη δημιούργησαν το ρήμα «stuppare» που σημαίνει «βουλώνω με στουπί» και άρα εμποδίζω, σταματώ την κίνηση.
Μάλιστα, το «stuppare» αποτελούσε εκείνη την εποχή όρο της καθομιλουμένης λατινικής γλώσσας. Με την πάροδο των χρόνων, πέρασε στις γερμανικές γλώσσες ως «stopfen», υιοθετήθηκε από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως τα γαλλικά («étouper») και τα ιταλικά («stoppare») και τελικά έφτασε ως αντιδάνειο στην αγγλική γλώσσα με τον όρο «stop». ‘Αλλωστε και οι σύγχρονοι Έλληνες χρησιμοποιούμε τη φράση «αυτό έχει στουμπώσει».
Επίσης, από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη στυπόχαρτο ή στουπόχαρτο, το χαρτί που απορροφά το μελάνι από τις σελίδες, γραμμένες με πένα. Η αναφορά στην αρχαιοελληνική προέλευση της λέξης «stop» πιστοποιείται από ένα από τα πιο έγκριτα αμερικανικά ηλεκτρονικά λεξικά που χρονολογείται από το 1828, το “Merriam-Webster”.
Η ιστορία της λέξης «χιούμορ». Παράγεται από την ελληνική λέξη χυμός και είναι συνδεδεμένο με την υγεία των ανθρώπων. Πότε έγινε συνώνυμο του αστείου
“Το γέλιο απελευθερώνει τον αγροίκο από το φόβο του διαβόλου, γιατί μεσ’ τη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος και επομένως ελέγξιμος…το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από το φόβο…ο αγροίκος που γελάει δε νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν θα πεθάνει…το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας”.
Με αυτά τα λόγια, και άλλα πολλά, περιγράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο “Όνομα του Ρόδου” τη σημασία του γέλιου στη ζωή του ανθρώπου. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, οι δύο διαφωνούντες μοναχοί του διαλόγου, Γουλιέλμος και Χόρχε, αναφέρουν ότι τα λουτρά, όπως και το γέλιο, αποκαθιστούν την ισορροπία των χυμών , που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και τον θεραπεύουν.
Με αυτό τον τρόπο ο Έκο μεταφέρει στο έργο του την μέχρι τον Μεσαίωνα πεποίθηση για τη σχέση των χυμών του σώματος με την ψυχική και σωματική Υγεία του ανθρώπου. Πρόκειται για του 4 χυμούς -το αίμα, η μαύρη χολή, η λευκή χολή και το φλέγμα-, που αν η ανάμειξη τους γίνεται κανονικά και κατά τις φυσικές αναλογίες τότε ο άνθρωπος είναι υγιής, εύθυμος, in boun umore,(κατά του Ιταλούς, ή en bonne humoeur, κατά τους Γάλλους. Άλλωστε η ιταλική umore, η γαλλική humoeur και αγγλική humor, ίσως να παράγονται ετυμολογικά από την ελληνική λέξη “χυμός”.
Αυτή η θεωρία του φιλόσοφου Εμπεδοκλή, του γιατρού Ιπποκράτη, και του Γαληνού επηρέασε την Ιατρική σκέψη μέχρι τον Μεσαίωνα και για αυτό το Humor ήταν συνδεδεμένο με την υγεία των ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι και η λέξη melancoly παράγεται από τη μαύρη χολή (μέλας:μαύρος + χολή)
To “χιούμορ” με τη σημασία του “αστείου”
Από τα τέλη του 16ου αιώνα η λέξη humor καθιερώνεται με την έννοια του αστείου: ο Benjamin Jonson παρουσιάζει το 1598 την κωμωδία Every Man in His Humour και ένα χρόνο αργότερα το Every Man out of His Humour. Την ίδια εποχή ο Shakespeare στο Henry IV, Part 2 υποστηρίζει ότι το humor είναι “ένα αστείο ειπωμένο με θλιβερή όψη”. Λίγο αργότερα, το 1636, το humoeur αναλύεται και από το Γάλλο Pierre Corneille.
Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα ο όρος humor θα αναλυθεί από τον Joseph Addison στο False and True Humour και θα δοθεί μία φανταστική γενεολογία του: η αλήθεια γέννησε τον ορθό λόγο, ο ορθός λόγος γέννησε το πνεύμα, το οποίος παντρεύτηκε την Ευθυμία και απέκτησε ένα γυιό, το Χιούμορ. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Τακερέι υποστηρίζει ότι το Χιούμορ είναι ο γιος της αγάπης. Κατά τον Mark Twain η εσωτερική πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά αλλά η λύπη.
Χιούμορ και ειρωνεία
Οι ελληνικής καταγωγής λέξεις για το “αστείο”, που χρησιμοποιούνται στην αγγλική, είναι πολλές, ενδεικτικά αναφέρω: humor, satire, sarcasm, sardonic, comic, comedy, euthemy, irony. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι διαφορετικό από το χιούμορ και η ειδικά η Σωκρατική ειρωνεία στηρίζεται πάνω στη θρησκευτική ιδέα για τον άνθρωπο. Κατά το Σωκράτη η ειρωνεία δίχως σεμνότητα και αιδώ είναι θράσος και αλαζονεία. Μόνο ο άνθρωπος που ξέρει να υποτάσσεται σε κάτι ανώτερο έχει το δικαίωμα να είναι ειρωνικός “γιατί πρέπει να πιστεύουμε σε κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο για να ειρωνευτούμε τη διαγωγή και τα φρονήματα του”.
Πηγή1 / Πηγή2