Το άλσος Περιστερίου, είναι το ομορφότερο και το πιο καλαίσθητο άλσος της Αττικής. Αποτελεί εκτός από ένα υπέροχο και καλαίσθητο πνεύμονα οξυγόνου, χώρο, άθλησης, διασκέδασης, αλλά και τόπο φιλοξενίας και έκφρασης πολλών καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δρωμένων.
Στην αρχαία Ελλάδα, ένας κατεξοχήν δημόσιος χώρος συμπίπτει κυρίως με τους ιερούς τόπους και με άλση τα οποία είναι αφιερωμένα σε διαφορετικούς θεούς. Το ιερό άλσος αποτελούσε ουσιαστικά ένα είδος ναού οριοθετημένο και αφιερωμένο στους Θεούς. Άλλοτε πυκνοφυτεμένο και άλλοτε χωρίς καθόλου βλάστηση, όπως περιγράφεται από τον Παυσανία.
Η πηγή συμπληρώνει τα ιερά άλση ως ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό γνώρισμα και μάλλον απαραίτητη για το πότισμα των δέντρων. Ιεροί νόμοι προστάτευαν τα ιερά άλση από τη λεηλασία.
Η Ακαδημία αποτελεί το πιο ονομαστό ιερό άλσος, που εξελίχθηκε σε διακοσμητικό κήπο. Γύρω από το ιερό του Ακάδημου βρίσκονταν ο αρχικός πυρήνα του, ο οποίος σχηματίζονταν από 12 ελιές που προέρχονταν από την ιερή ελιά της Ακρόπολης. Στη συνέχεια φυτεύτηκαν γύρω τους κι άλλα δέντρα και θάμνοι καλλωπιστικού περιεχόμενου, που συνετέλεσαν στη μετατροπή, ενός αυθεντικού αγροτικού τοπίου σε διακοσμητικό κήπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το Λύκειο άλσος , που οι πρώτες φυτεύσεις του πραγματοποιήθηκαν γύρω από το ιερό του Απόλλωνα τον 6ο αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια απόκτησε παγκόσμια φήμη χάρη στο Σωκράτη, ο οποίος σύχναζε και δίδασκε εκεί (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) και τον Αριστοτέλη, που λίγο αργότερα (335 π.Χ.) δημιούργησε εκεί κοντά την περιπατητική» σχολή του.
Αυτός αποτελούνταν εκτός από παραγωγικές καλλιέργειες και διακοσμητικό κήπο γύρω από το ιερό Τα λιβάδια με τα λουλούδια ενικά αντιπροσωπεύουν το κέντρο ενός φυσικού άδυτου, συνδέεται είτε με τη δύναμη του Έρωτα που προστατεύεται από την Αφροδίτη, ή με τον θάνατο υπό τη δικαιοδοσία του Άδη και της συζύγου του Περσεφόνης.
Αντίθετα τα τοπία που εμπνέουν τους λογοτέχνες, τα άλση της αρχαίας Ελλάδας μπορούν να θεωρηθούν και τελετουργικοί χώροι που διεγείρουν την ποιητική διάθεση σε συνθέσεις συνήθως λατρευτικού χαρακτήρα.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία οι Νύμφες ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη. Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια.
Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοι πόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.
Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: οι Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών, οι Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες.
Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Δρυάδες, τις Νύμφες των δασών. Τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Δρυάδας.
Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι, μιας και η κοπή του δέντρου σήμαινε το θάνατο της νύμφης.Οι αρχαίοι Έλληνες επίσης υιοθέτησαν πρώτοι και την καλλιέργεια φυτών σε γλάστρες και πιο συγκεκριμένα οι αρχαίες Ελληνίδες, στην τελετουργική θρησκευτική γιορτή του Άδωνη («Αδώνια»), όπου διακοσμούσαν συμβολικά τα αγάλματα του θεού και τις στέγες των σπιτιών τους με γλάστρες που είχαν σπείρει φυτά («Αδώνιοι κήποι») γρήγορης ανάπτυξης: στάρι, κριθάρι, μαρούλι, φακές, κ.α.
Ευάγγελος Ι. Μανωλάς, "Το Φυσικό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα", Έκδοση Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος, και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Πηγή
Στην αρχαία Ελλάδα, ένας κατεξοχήν δημόσιος χώρος συμπίπτει κυρίως με τους ιερούς τόπους και με άλση τα οποία είναι αφιερωμένα σε διαφορετικούς θεούς. Το ιερό άλσος αποτελούσε ουσιαστικά ένα είδος ναού οριοθετημένο και αφιερωμένο στους Θεούς. Άλλοτε πυκνοφυτεμένο και άλλοτε χωρίς καθόλου βλάστηση, όπως περιγράφεται από τον Παυσανία.
Η πηγή συμπληρώνει τα ιερά άλση ως ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό γνώρισμα και μάλλον απαραίτητη για το πότισμα των δέντρων. Ιεροί νόμοι προστάτευαν τα ιερά άλση από τη λεηλασία.
Η Ακαδημία αποτελεί το πιο ονομαστό ιερό άλσος, που εξελίχθηκε σε διακοσμητικό κήπο. Γύρω από το ιερό του Ακάδημου βρίσκονταν ο αρχικός πυρήνα του, ο οποίος σχηματίζονταν από 12 ελιές που προέρχονταν από την ιερή ελιά της Ακρόπολης. Στη συνέχεια φυτεύτηκαν γύρω τους κι άλλα δέντρα και θάμνοι καλλωπιστικού περιεχόμενου, που συνετέλεσαν στη μετατροπή, ενός αυθεντικού αγροτικού τοπίου σε διακοσμητικό κήπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το Λύκειο άλσος , που οι πρώτες φυτεύσεις του πραγματοποιήθηκαν γύρω από το ιερό του Απόλλωνα τον 6ο αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια απόκτησε παγκόσμια φήμη χάρη στο Σωκράτη, ο οποίος σύχναζε και δίδασκε εκεί (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) και τον Αριστοτέλη, που λίγο αργότερα (335 π.Χ.) δημιούργησε εκεί κοντά την περιπατητική» σχολή του.
Αυτός αποτελούνταν εκτός από παραγωγικές καλλιέργειες και διακοσμητικό κήπο γύρω από το ιερό Τα λιβάδια με τα λουλούδια ενικά αντιπροσωπεύουν το κέντρο ενός φυσικού άδυτου, συνδέεται είτε με τη δύναμη του Έρωτα που προστατεύεται από την Αφροδίτη, ή με τον θάνατο υπό τη δικαιοδοσία του Άδη και της συζύγου του Περσεφόνης.
Αντίθετα τα τοπία που εμπνέουν τους λογοτέχνες, τα άλση της αρχαίας Ελλάδας μπορούν να θεωρηθούν και τελετουργικοί χώροι που διεγείρουν την ποιητική διάθεση σε συνθέσεις συνήθως λατρευτικού χαρακτήρα.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία οι Νύμφες ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη. Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια.
Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοι πόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.
Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: οι Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών, οι Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες.
Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Δρυάδες, τις Νύμφες των δασών. Τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Δρυάδας.
Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι, μιας και η κοπή του δέντρου σήμαινε το θάνατο της νύμφης.Οι αρχαίοι Έλληνες επίσης υιοθέτησαν πρώτοι και την καλλιέργεια φυτών σε γλάστρες και πιο συγκεκριμένα οι αρχαίες Ελληνίδες, στην τελετουργική θρησκευτική γιορτή του Άδωνη («Αδώνια»), όπου διακοσμούσαν συμβολικά τα αγάλματα του θεού και τις στέγες των σπιτιών τους με γλάστρες που είχαν σπείρει φυτά («Αδώνιοι κήποι») γρήγορης ανάπτυξης: στάρι, κριθάρι, μαρούλι, φακές, κ.α.
Ευάγγελος Ι. Μανωλάς, "Το Φυσικό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα", Έκδοση Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος, και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Πηγή