Ο Αιακός ήταν γιος του Δία και της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ήταν ένας από τους πιο τίμιους και θεοσεβούμενους ανθρώπους όλης της Ελλάδας. Η Ήρα, για να εκδικηθεί το Δία και την Αίγινα, έστειλε στο νησί του Ασωπού τρία πελώρια φίδια.
Μέσα σε μια νύχτα τα φίδια έριξαν το φοβερό τους δηλητήριο σε όλες τις πηγές και τα πηγάδια του νησιού κι έτσι όλοι οι κάτοικοι, αφού ήπιαν νερό, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Γλύτωσε μόνο ο Αιακός που την ημέρα εκείνη έλλειπε από το νησί. Συγκλονισμένος από τη συμφορά αυτή ο Αιακός έτρεξε στη μητέρα του και ανέφερε το λυπητερό συμβάν. Η Αίγινα μίλησε αμέσως με το Δία και τον παρακάλεσε να βρει τρόπο για να κατοικηθεί αμέσως το νησί και να μη μείνει μόνος του ο γιος της.
Ο Δίας με την παντοδυναμία του, αφού επισκέφτηκε το νησί ακούμπησε το χέρι του στον σάπιο κορμό ενός δέντρου ο οποίος ήταν γεμάτος μυρμήγκια.
Αμέσως, τα μυρμήγκια αυτά μεταμορφώθηκαν σε εκατοντάδες ανθρώπους που πλημμύρησαν το νησί της Αίγινας! Οι άνθρωποι αυτοί που βγήκαν από τα μυρμήγκια, ονομάστηκαν Μυρμιδόνες και ήταν πιστοί ακόλουθοι του Αχιλλέα σε όλη τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου.
Όπως και τα μυρμήγκια, έτσι και οι Μυρμιδόνες ήταν σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί πολεμιστές. Λέγεται ότι και το καφέ χρώμα της πανοπλίας τους προήλθε από το καφέ χρώμα των μυρμηγκιών. Ο Αιακός είχε τρεις γιους, τον Πηλέα, τον Τελαμώνα και το Φώκο.
Τον Φώκο τον απέκτησε από την Ψαμάθη, θυγατέρα του Θαλάσσιου Δαίμονα Νηρέα. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Αιακού, ύστερα από παρότρυνση της μητέρας τους, σκότωσαν κάποτε σε αγώνες δισκοβολίας το Φώκο ρίχνοντας πάνω του το δίσκο.
Φοβισμένοι, για να αποφύγουν την οργή του πατέρα τους Αιακού, έφυγαν από το νησί και ο Πηλέας εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία ακολουθούμενος από έναν αριθμό κατοίκων του νησιού (Μυρμηδόνες) ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα.
Ο Τελαμώνας όμως ένα βράδυ ξαναγύρισε κρυφά στο νησί και έκτισε τάφο για τον αδικοσκοτωμένο αδελφό του και ύστερα θέλησε να απολογηθεί και να ζητήσει συγνώμη από τον πατέρα του. Ο Αιακός δεν του επέτρεψε να βγει στη στεριά κι αυτός κατασκεύασε ένα ανάχωμα στο λιμάνι και από εκεί απολογήθηκε.
Ο Αιακός δεν βρήκε επαρκή την απολογία του και δεν θέλησε να τον αθωώσει. Έτσι ο Τελαμώνας γύρισε ξανά στη Σαλαμίνα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα πια, ενώ ο Αιακός έμεινε χωρίς απογόνους στην Αίγινα. Αργότερα, μερικοί από τους Μυρμιδόνες μαζί με τον Αιακό έφυγαν από την Αίγινα κι εγκαταστάθηκαν στην εύφορη περιοχή της Φθίας, όπου στήθηκε το βασίλειο των Μυρμιδόνων.
Ο Αιακός παντρεύτηκε την κόρη του Κένταυρου Χείρωνα, την όμορφη Ενδυίδα και απέκτησε δύο παιδιά, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά της θάλασσας Θέτιδα και απέκτησε το μυθικό βασιλιά της Φθίας, τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ήταν δηλαδή εγγονός του Αιακού.
Ο Αιακός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός λόγω της τιμιότητάς του, όχι μόνο στην Φθία, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Όταν κάποτε ο Δίας, για να τιμωρήσει τους Έλληνες σταμάτησε για πολλούς μήνες τη βροχή και η ζωή ήταν έτοιμη να σβήσει, όλοι παρακάλεσαν τον Αιακό να μεσολαβήσει και να τον παρακαλέσει να τους λυπηθεί δίνοντας τέλος στην ξηρασία.
Πράγματι ο Αιακός μπήκε στο ναό του Δία, προσευχήθηκε και ο θεός του έκανε τη χάρη. Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και άρχισε να βρέχει σε όλη την Ελλάδα. Ο Αιακός, γιος του Δια και της νύμφης Αίγινας, βασίλευσε πάρα πολλά χρόνια στην Αίγινα κι έγινε γνωστός για τη μεγάλη του δικαιοσύνη.
Το χάρισμα αυτό του Αιγινήτη βασιλιά εκτιμήθηκε απ’ όλους τους άλλους άρχοντες της Ελλάδας. Γι’ αυτό, όταν κάποτε υπήρξε στην Ελλάδα μεγάλη ξηρασία, σαν τιμωρία των Θεών επειδή ο Πέλοπας σκότωσε το βασιλιά Στύμφαλο, η Πυθία είπε στους αντιπροσώπους των πόλεων, που κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, ότι για να βρέξει πρέπει να προσευχηθεί ο Αιακός. Έτσι ο δίκαιος βασιλιάς της Αίγινας ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό του νησιού του και παρακάλεσε τους Θεούς να στείλουν την πολυπόθητη βροχή.
Πριν ακόμη τελειώσει καλά καλά η δέηση του Αιακού, άρχισε να βρέχει. Αυτός για να ευχαριστήσει το Δία, έχτισε στο βουνό ένα ιερό που το αφιέρωσε στον Ελλάνιο Δία. Από τότε το βουνό λέγεται Ελλάνιο Ορος, δηλαδή αφιερωμένο από όλους τους Έλληνες στο Θεό της βροχής το Δία. Μια άλλη φορά, οι Τρώες είχαν καλέσει τον Αιακό να χτίσει τα τείχη της πόλης τους.
Όταν τελείωσε το χτίσιμο, τρία πελώρια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και όρμησαν στη μυθική πόλη. Τα δύο χτύπησαν πάνω στα τείχη και έπεσαν νεκρά. Μόνο το τρίτο κατάφερε να σκαρφαλώσει και να μπει μέσα.
Οι Τρώες ρώτησαν τον Απόλλωνα τι μπορεί να σήμαινε αυτό και ο θεός του φωτός τους απάντησε ότι ύστερα από πολλά χρόνια, κάποιος από τους απογόνους του ανθρώπου που τους έχτισε τα τείχη, θα κατέστρεφε την πόλη τους. Και ο χρησμός βγήκε αληθινός. Ο Αχιλλέας, ο εγγονός του Αιακού ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες που συμμετείχε στην καταστροφή της Τροίας.
Όταν πέθανε ο Αιακός, ο Πλούτωνας για να τον τιμήσει τον έκανε δικαστή στον Άδη για να δικάζει τους νεκρούς που έμπαιναν στον κάτω κόσμο. Τόση εμπιστοσύνη είχε στην τιμιότητά του.
Ο Πηλέας ήταν γιος της Ενδηΐδας και του γιου του Διός, Αιακού. Ο Αιακός υπήρξε γενάρχης του γένους των Αιακιδών, πρώτος βασιλιάς της Αίγινας και σύζυγος της Ενδηΐδας (κόρης του Χείρωνα ή του Σκίρωνα). Με την Ενδηΐδα απέκτησε δύο γιους, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα, ενώ από τη δεύτερη γυναίκα του, την Νηρηΐδα Ψαμάθη απέκτησε το Φώκο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φώκος ήταν καλύτερος από τους αδελφούς του σε όλα τα αθλήματα και όταν ο Τελαμώνας τον σκότωσε κατά λάθος, κατά την εξάσκησή τους στην δισκοβολία, οι κάτοικοι της Αίγινας νόμιζαν ότι το έκανε από φθόνο.
Ο Αιακός, που αγαπούσε πάρα πολύ τους δύο μεγαλύτερους γιούς του, αναγκάστηκε να τους εξορίσει από την Αίγινα προς κατευνασμό των δύσπιστων πολιτών της.
Έτσι ο Πηλέας κατέφυγε στη Φθία μαζί με πολλούς από τους Μυρμιδόνες και ίδρυσε το κράτος των Μυρμιδόνων, ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα, όπου και έγινε βασιλέας. Κατά μία άλλη εκδοχή του μύθου ο θάνατος του Φώκου ήταν εσκεμμένη δολοφονία, καθώς οι μεγαλύτεροι αδελφοί του τον φθονούσαν διότι ήταν φανερά καλύτερός τους σε όλα.
Έπειτα από την εξορία του ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα, ο οποίος τον εξάγνισε, του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του, την Αντιγόνη και του παραχώρησε το ένα τρίτο από το βασίλειό του.
Από το γάμο του με την Αντιγόνη ο Πηλέας απέκτησε μια κόρη, την Πολυδώρα. Ένας ακόμη φόνος θα αναγκάσει τον Πηλέα να πάρει για δεύτερη φορά το δρόμο της εξορίας. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού του Καλυδωνίου Κάπρου, άθελα του, σκότωσε τον πεθερό του Ευρυτίωνα.
Για το φόνο αυτό εξαγνίστηκε από το βασιλιά της Ιωλκού Άκαστο και παρέμεινε κοντά του. Η σύζυγος του Ακάστου Αστυδάμεια ερωτεύθηκε τον όμορφο νέο και όταν εκείνος απέκρουσε τις προτάσεις της, τον συκοφάντησε και στον άνδρα της και στη γυναίκα του, την Αντιγόνη.
Αποτέλεσμα των συκοφαντιών της βασίλισσας ήταν η αυτοκτονία της Αντιγόνης και η προσπάθεια του Ακάστου να τιμωρήσει τον αχάριστο Πηλέα. Διοργάνωσε ένα κυνήγι στο Πήλιο, ώστε να έχει την ευκαιρία, που χρειαζόταν, για να πάρει την εκδίκησή του. Όταν άρχισε το κυνήγι, καθένας από τους συμμετέχοντες κουβαλούσε τα θηρία, που σκότωνε, για να αποδείξει το πλήθος τους.
Ο Πηλέας αντίθετα έκοβε μονάχα τις γλώσσες των θηρίων και άφηνε πίσω του τα κουφάρια τους. Οι σύντροφοί του στο κυνήγι, για να καυχηθούν ότι σκότωσαν τα περισσότερα θηράματα, άρχισαν να κουβαλούν και τα κουφάρια όσων θηρίων άφηνε πίσω του ο Πηλέας.
Όταν, όμως, στο τέλος ο Πηλέας παρουσίασε τις κομμένες γλώσσες αποδείχθηκε η ικανότητα και η δύναμή του. Στη συνέχεια ο Πηλέας, καταβεβλημένος από την ολοήμερη προσπάθειά του, αποκοιμήθηκε.
Ο Άκαστος πίστεψε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία, που περίμενε. Έκρυψε το μαχαίρι του Πηλέα, δώρο από τον Ήφαιστο, μέσα στην κοπριά και έφυγε μαζί με τους υπολοίπους συντρόφους του, εγκαταλείποντας τον ήρωα άοπλο και αβοήθητο, βορά, όπως νόμιζε, στις άγριες διαθέσεις των Κενταύρων.
Ο ήρωας, όμως, με την καθοριστική βοήθεια του Κενταύρου Χείρωνα, κατόρθωσε να σωθεί. Η Αστυδάμεια πλήρωσε με τη ζωή της το βαρύ της κρίμα. Ο Πηλέας, με τη βοήθεια του Ιάσονα και των Διόσκουρων και με στρατό, κυρίεψε την Ιωλκό και την σκότωσε.
Ο Πηλέας πήρε μέρος σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις του μυθικού παρελθόντος της Ελλάδας, όπως στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου, στους επιτάφιους αγώνες για τον Πελία, στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας και των Αμαζόνων.
Ως βασιλιάς της Φθίας διακρίθηκε για τη νηφαλιότητα, την ευαισθησία και το αίσθημα δικαιοσύνη, που τον διέκρινε. Η τελευταία περίοδος της ζωής του Πηλέα σε τίποτε δεν ταίριαζε με αυτόν που υπήρξε ο αγαπημένος και ξεχωριστός ήρωας των Θεών, αυτόν που γνώρισε την τιμή να έχει ως σύζυγό του μια Θεά.
Εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, απροστάτευτος από το γιο του και δίχως καμία ελπίδα να τον δει ξανά ζωντανό, διώχνεται βίαια από το βασίλειό του, από τον παλαιό εχθρό του τον Άκαστο ή τους γιούς του και ο θάνατος τον βρίσκει από τις στερήσεις και τις κακουχίες στο νησί Ίκο, τη σημερινή Αλόννησο, κατά ειρωνικό τρόπο την εποχή ακριβώς που οι Αχαιοί ετοιμάζονταν να γυρίσουν από την Τροία. Έπειτα από το θάνατό του βρίσκει την ανάπαυση και τη γαλήνη, ζώντας μαζί με το γιο του Αχιλλέα στο νησί των Μακάρων.
Για το γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Πηλέας, ένα βράδυ με πανσέληνο, αντίκρισε τη Νηρηΐδα Θέτιδα να χορεύει, μαζί με τις αδελφές της, στην ακρογιαλιά του ακρωτηρίου της Σηπιάδας και την ερωτεύθηκε παράφορα.
Με τη βοήθεια του Κενταύρου Χείρωνα κατάφερε τελικά να την κάνει δική του, αν και εκείνη πάλεψε λυσσασμένα να του ξεφύγει, παίρνοντας διαδοχικά τη μορφή της φωτιάς, του λιονταριού, του φιδιού και του νερού, δίχως αποτέλεσμα. Αναγκάστηκε να ξαναγίνει γυναίκα και να υποκύψει στις επιθυμίες του Πηλέα.
Έπειτα τον ακολούθησε στο σπίτι του. Όσο καιρό διήρκησε αυτός ο γάμος η Θέτιδα δεν μίλησε ποτέ στο θνητό της σύζυγο. Μια δεύτερη εκδοχή θέλει τη Θέτιδα αντικείμενο του έρωτα τόσο του Δία, όσο και του Ποσειδώνα. Η θεϊκή σοφία απέτρεψε την τρομακτική αδελφική σύγκρουση μέσω της παρέμβασης της Θεάς Θέμιδος.
Η Θέμις αποκάλυψε πως η Θέτις ήταν προορισμένη να φέρει στον κόσμο ένα γιο, που θα είχε δυνατότερα όπλα από την αστραπή και την τρίαινα, σε περίπτωση που θα δινόταν ως σύζυγος στο Δία ή στον Ποσειδώνα.
Φοβούμενος για την εξουσία του, ο Δίας έδωσε στη Θέτιδα ως σύζυγο ένα θνητό, τον ευσεβή Πηλέα, που όπως λεγόταν ήταν ο πιο θεοσεβούμενος άνθρωπος της Θεσσαλίας. Ο γάμος της θεάς με το θνητό ορίστηκε να γίνει στην σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνα, μια νύχτα με γεμάτο φεγγάρι.
Μια τρίτη εκδοχή ορίζει ότι τη Θέτιδα την αγαπούσε ο Δίας και επιθυμούσε να την κάνει δική του, εκείνη όμως αρνήθηκε σθεναρά να τον έρωτά του από σεβασμό προς την Ήρα, που την είχε αναθρέψει.
Οργισμένος ο Πατέρας των Θεών από την άρνηση της Θέτιδας ορκίστηκε να της δώσει ως σύζυγο ένα θνητό. Μάταια η Ήρα προσπάθησε να ανατρέψει την απόφαση του συζύγου της και το μόνο που κατόρθωσε ήταν να επιλέξει εκείνη το πρόσωπο και διάλεξε τον ξεχωριστό σε δύναμη, ομορφιά και ευσέβεια, Πηλέα.
Οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδας έγιναν με περισσή λαμπρότητα και με την παρουσία των Ολύμπιων Θεών στο Πήλιο. Η μη πρόσκληση της θεάς Έριδος στο γάμο ήταν η απαρχή μιας σειράς γεγονότων που οδήγησαν τελικά στον Τρωικό πόλεμο. Από την ένωση του Πηλέα και της Θέτιδας γεννήθηκε ο ύψιστος των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, ο Αχιλλέας.
Η Θέτιδα (Θέτις) ήταν μία από τις Νηρηίδες και σημαντική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Δίας και ο Ποσειδώνας θέλησαν να την κάνουν γυναίκα τους, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Η Θέμιδα αποκάλυψε κατόπιν πως η Θέτιδα θα έφερνε στον κόσμο ένα γιο που θα ήταν δυνατότερος από τον πατέρα του.
Έτσι, ο Δίας, φοβούμενος για την εξουσία του, πάντρεψε τη Θέτιδα με ένα θνητό, τον Πηλέα, το γιο του Αιακού. Στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας προσκλήθηκαν όλοι οι θεοί, χαρίζοντας πλούσια δώρα στους νεόνυμφους, εκτός από την Έριδα, με αποτέλεσμα εκείνη θυμωμένη να ρίξει το χρυσό μήλο με την επιγραφή «ΤΗι ΚΑΛΛΙΣΤΗι», το οποίο στάθηκε αργότερα η αιτία/αφορμή του Τρωικού πολέμου. Η Θέτιδα γέννησε τον ήρωα Αχιλλέα, τον οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να κάνει αθάνατο.
Κατά μια εκδοχή του μύθου άλειψε το σώμα του νηπίου με αμβροσία και το έβαλε επάνω στη φωτιά, για να καούν τα θνητά του μέρη. Ο τρομαγμένος πατέρας, νομίζοντας ότι θέλει να κάψει το παιδί, διέκοψε την προσπάθειά της και αυτή οργισμένη τον εγκατέλειψε.
Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή φέρεται να βυθίζει το παιδί στα ιερά νερά της Στύγας, κρατώντας το από τη φτέρνα. Όλα τα σημεία του σώματός του έγιναν άτρωτα, εκτός όμως από τη φτέρνα που έμεινε στεγνή (αχίλλειος πτέρνα).
Ο Πηλέας πάλι τρομαγμένος ότι η γυναίκα του ήθελε να πνίξει το γιο τους, την έστειλε πίσω στον πατέρα της, το Νηρέα, και ανέθεσε την ανατροφή του γιου τους στον Κένταυρο Χείρωνα.
Ο Πηλέας για να παντρευτεί τη Θέτιδα, μιας κι εκείνη αρχικά αρνιόταν, ζήτησε τη βοήθεια του Κένταυρου Χείρωνα, ο οποίος τον συμβούλευσε να κάνει το εξής: ένα πρωινό που η Θέτιδα θα έβγαινε από τη θάλασσα, εκείνος θα ορμούσε και θα την άρπαζε από τη μέση, αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά. Έτσι κι έγινε.
Η Θέτιδα στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα χέρια του, μεταμορφώθηκε σε φωτιά, νερό, άνεμο, δέντρο, όρνιθα, τίγρη, λιοντάρι, φίδι και σουπιά, αλλά δεν κατάφερε να απελευθερωθεί. Έτσι, αποκαμωμένη δέχτηκε να τον παντρευτεί.
Ο Αχιλλέας, ο μυθικός αυτός πολεμιστής είχε τις ρίζες του στην περιοχή της αρχαίας Φαρσάλου. Η επικράτειά του εκτείνονταν σε πεδινές (Φθία), ορεινές (Τρηχίνη) και παράλιες περιοχές (Αλός, Αλμυρός).
Σύμφωνα με σχετικό χωρίο της Ιλιάδας, οι περίφημοι Μυρμιδόνες, πολεμιστές της περιοχής της Φθίας έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη.
Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: »Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.»
Ο Αχιλλέας, ήταν γιος του Πηλέα και της Θέτιδας και περίφημος για την ανδρεία του, την ευγένεια και ευσέβειά του, καθώς και για τα φιλόστοργα και πιστής αφοσίωσης αισθήματά του. Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του.
Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ’ όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα».
Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου.
Όταν άρχισε η τρωική εκστρατεία, γνωρίζοντας την προφητεία του μάντη Κάλχα, αναφορικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής του στην εκστρατεία, αν οι Έλληνες ήθελαν να κατακτήσουν την Τροία, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον παρέδωσε στο βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, για να τον κρύψει ανάμεσα στις κόρες του.
Ο βασιλιάς της Ιθάκης, Οδυσσέας, ντύθηκε πραματευτής και μπήκε στο παλάτι της Σκύρου, αφήνοντας στην άκρη της αυλής μια πανοπλία και μετά σήμανε στα όπλα για πόλεμο, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του Αχιλλέα, που ακούγοντας το σάλπισμα, πέταξε τα γυναικεία ρούχα και ανάλαβε τα όπλα. Έτσι ο Αχιλλέας ακολούθησε τον Οδυσσέα στην Τροία.
Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο πατέρας του ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κενταύρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει.
Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.
Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του.
Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.
Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες ξακουστούς πολεμιστές της Φθίας. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας.
Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά, λαμβάνοντας ως αιχμάλωτη τη Βρισηίδα και ο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα.
Όταν ο Αγαμέμνονας απώλεσε τη Χρυσηίδα και άρπαξε τη Βρισηίδα, ο Αχιλλέας, με πληγωμένη την περηφάνια του και εντονότατο το θυμό του, αποχώρησε από την εκστρατεία, αρνούμενος κάθε προτροπή να επανασυνταχθεί στο μέρος των Αχαιών.
Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα, η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση.
Τελικά, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν κόμη περισσότερο για τους Αχαιούς, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο. Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, επέστρεψε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του.
Έχοντας προστάτιδές του τη μητέρα του, αλλά και την ίδια τη θεά Αθηνά, προέλασε με μηδαμινή αντίσταση στην Τροία, όπου και μονομάχησε με τον Έκτορα, αρχηγό των Τρώων και αφού τον σκότωσε, έδεσε το νεκρό του σώμα πίσω από το άρμα του και το έσυρε γύρω από τα τείχη της Τροίας, μέχρι και το στρατόπεδο των Αχαιών, όπου και το έσυρε γύρω γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.
Η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη ήταν καταστροφική για τους Τρώες. Τόσοι ήταν οι νεκροί που σκότωσε, που ο Άδης γέμισε ψυχές και ο Σκάμανδρος ποταμός γέμισε με τόσους πολλούς νεκρούς, μη μπορώντας πλέον να διοχετεύσει τα νερά του στη θάλασσα. Ο Αχιλλέας επέστρεψε στην Τροία, αφού έκανε εξιλαστήριες θυσίες στην Ελλάδα.
Ο θεός Απόλλωνας, που γνώριζε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα, βοήθησε τον όμορφο, αλλά δειλό, γιο του Πριάμου, Πάρη, να σαϊτέψει τον Αχιλλέα με φαρμακερό βέλος στην αχίλλειο πτέρνα, σκοτώνοντάς τον. Έτσι, ο περίφημος ήρωας σκοτώθηκε.
Η Θέτιδα και οι υπόλοιπες Νηρηίδες τον θρηνούσαν για 17 ολόκληρες μέρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκύρο και πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο στην Τροία, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά Λυκομήδη και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της. Καρπός της σχέσης ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος αφού μεγάλωσε, έλαβε μέρος κι αυτός στον τρωικό πόλεμο, μιας και, όταν σκοτώθηκε ο Αχιλλέας, έπρεπε να λάβει μέρος στον πόλεμο, για να νικηθεί η Τροία και να πληρωθεί η προφητεία.
Έτσι εισήλθε στην πόλη μέσω του Δούρειου Ίππου, σκοτώνοντας τον Πρίαμο και τον Αστυάνακτα, γιο του Έκτορα και θυσιάζοντας την Πολυξένη στον τάφο του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, και κατέκτησε την Ήπειρο, γεννώντας πολλές κόρες, τις επονομαζόμενες Αιακίδες.
Ο Νεοπτόλεμος, ο «νέος πολεμιστής», είναι γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη. Η σύλληψή του έγινε την εποχή που τον Αχιλλέα τον είχε κρύψει η μάνα του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη. Επειδή ο Αχιλλέας τότε είχε το όνομα Πύρρα («κοκκινομάλα», γιατί ήταν μεταμφιεσμένος σε κορίτσι), το όνομα Πύρρος (ο «κοκκινομάλης») έμεινε συνδεδεμένο με το γιο του. Στη μυθολογία είναι γνωστός και με τις δύο ονομασίες, και ως Πύρρος και ως Νεοπτόλεμος.
Τον Νεοπτόλεμο, που γεννήθηκε ύστερα από την αναχώρηση του πατέρα του για τον Τρωϊκό πόλεμο, τον μεγάλωσε ο παππούς του Λυκομήδης. Ύστερα από το θάνατο του Αχιλλέα και την αιχμαλωσία του μάντη Έλενου, οι Έλληνες έμαθαν από αυτόν πως δε θα μπορούσαν ποτέ να πάρουν την πόλη, αν ο Νεοπτόλεμος δεν ερχόταν να πολεμήσει μαζί τους.
Ένας άλλος όρος ήταν να πάρουν το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Έστειλαν λοιπόν μια πρώτη αποστολή να αναζητήσει τον Νεοπτόλεμο στη Σκύρο. Ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Διομήδης ανέλαβαν να τον φέρουν.
Ο Λυκομήδης δεν άφηνε το νέο να φύγει· αυτός όμως, πιστός στην πατρική παράδοση, ακολούθησε τους Έλληνες απεσταλμένους. Στο δρόμο για την Τροία τους συνόδευσε στη Λήμνο, όπου βρισκόταν ο Φιλοκτήτης, άρρωστος, ανίκανος να απαλλαγεί μόνος του από τη θλιβερή κατάσταση στην οποία τον είχε κάποτε εγκαταλείψει ο Αγαμέμνονας, με τη συμβουλή του Οδυσσέα.
Ο Φιλοκτήτης όμως κατείχε τα όπλα του Ηρακλή και ο Νεοπτόλεμος βάλθηκε με τον Οδυσσέα και τον Φοίνικα να τον πείσει και να τον οδηγήσει στην Τροία. Τελικά το πέτυχε. Μπροστά στην Τροία ολόκληρος ο ελληνικός στρατός ξαναβρήκε στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου έναν καινούριο Αχιλλέα.
Τα κατορθώματά του στάθηκαν πολυάριθμα. Συγκεκριμένα, σκότωσε τον Ευρύπυλο, το γιο του Τήλεφου, και μέσα στη χαρά του επινόησε έναν πολεμικό χορό, τον Πυρρίχιο. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ήρωες που κρύφτηκαν μέσα στο Δούρειο ίππο και πήραν την πόλη.
Κατά τις αποφασιστικές μάχες σκοτώνει τον Έλασο και τον Αστύνοο, πληγώνει τον Κόροιβο και τον Αγήνορα, και έπειτα γκρεμίζει τον μικρό Αστυάνακτα κάτω από έναν πύργο· έτσι ο Έκτορας σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα, ο γιος του από τον Νεοπτόλεμο.
Ως λάφυρο ο Νεοπτόλεμος πήρε την Ανδρομάχη, τη χήρα του Έκτορα. Για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του, του προσφέρει ως θυσία την Πολυξένη, την οποία σφάζει πάνω στον τάφο του. Αυτό το μέρος του μύθου αναφέρεται από όλες τις πηγές με τρόπο λίγο πολύ όμοιο. Από τη στιγμή όμως της επιστροφής από την Τροία οι εκδοχές αρχίζουν να είναι πολύ ανόμοιες.
Η ομηρική παράδοση είναι απλή· ο Νεοπτόλεμος, όπως και ο Μενέλαος, είχε ευτυχισμένη επιστροφή. Ο Μενέλαος του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Ερμιόνη και ο Νεοπτόλεμος και η Ερμιόνη πήγαν να ζήσουν στη Φθιώτιδα, τη χώρα του Πηλέα και του Αχιλλέα.
Οι Νόστοι (= έπη του γυρισμού) διηγούνταν πως είχε ξεφύγει από την κοινή μοίρα των Ελλήνων χάρη στη μεσολάβηση της Θέτιδας, η οποία τον είχε συμβουλεύσει να μείνει ακόμα λίγες μέρες στην Τροία και να γυρίσει από τον ξηρά. Γι' αυτόν το λόγο ο Νεοπτόλεμος διέσχισε τη Θράκη, όπου αντάμωσε τον Οδυσσέα, και από εκεί πήγε στην Ήπειρο, τη χώρα που αργότερα πήρε το όνομα «χώρα των Μολοσσών».
Άλλη παράδοση, που διασώζει ο Σέρβιος στο υπόμνηνά του στην Αινειάδα, λέει ότι η συμβουλή αυτή δόθηκε στον Νεοπτόλεμο όχι από τη Θέτιδα, αλλά από το μάντη Έλενο, ο οποίος τον συνόδευε με τη θέλησή του.
Στο σημείο αυτό ίσως να βρίσκεται η αρχή της φιλίας που ένωσε τους δυο τους και έκαμε τον Νεοπτόλεμο πεθαίνοντας να του εμπιστευτεί την Ανδρομάχη ζητώντας του να την παντρευτεί. Για να εξηγήσουν γιατί ο Νεοπτόλεμος δεν είχε εγκατασταθεί στη Φθιώτιδα, στο βασίλειο του πατέρα του, είχαν επινοήσει πως, τον καιρό κατά τον οποίο απουσίαζε ο Αχιλλέας, ο Πηλέας είχε χάσει το βασίλειό του, που το είχε πάρει ο Άκαστος. Έτσι ο Νεοπτόλεμος πήγε απευθείας στην Ήπειρο.
Όμως και σ' αυτό το σημείο οι μύθοι ποικίλλουν. Διηγούνταν π.χ. ότι στην Ήπειρο είχε κλέψει μια εγγονή του Ηρακλή. τη Λεώνασσα, και αυτή του έκαμε οχτώ παιδιά, που εγκαταστάθηκαν στη χώρα και έγιναν οι πρόγονοι των Ηπειρωτών.
Έλεγαν ακόμη πως, αφού είχε αποβιβασθεί στη Θεσσαλία κατά την επιστροφή του από την Τροία, είχε κάψει τα πλοία του με τη συμβουλή της Θέτιδας και έπειτα εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο, γιατί στη χώρα αυτή είχε βρει την εκπλήρωση ενός χρησμού του Έλενου· πράγματι ο Έλενος τον είχε συμβουλεύσει να εγκατασταθεί στη χώρα, όπου τα σπίτια θα είχαν σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και στέγη από ύφασμα.
Στην Ήπειρο, λοιπόν, οι ντόπιοι ζούσαν μέσα σε σκηνές που οι πάσσαλοί τους είχαν μύτη από σίδερο, τα χωρίσματά τους ήταν επενδυμένα από ξύλο και από πάνω καλύπτονταν από ύφασμα. Στις περισσότερες από τις παραπάνω εκδοχές ο Νεοπτόλεμος είναι παντρεμένος με την Ερμιόνη. Ο γάμος του όμως είναι άγονος, ενώ από την ένωσή του με την Ανδρομάχη γεννιούνται τρεις γιοι, ο Μολοσσός, ο Πίελος και ο Πέργαμος.
Η Ερμιόνη ζηλεύει τη γονιμότητα μιας παλλακίδας και για να την εκδικηθεί καλεί τον παλιό της μνηστήρα, τον Ορέστη. Κατά την πιο απλή παράδοση, αυτός σκοτώνει τον Νεοπτόλεμο στη Φθία ή ακόμη στην Ήπειρο. Στη μορφή όμως που υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ο μύθος έγινε πιο σύνθετος.
Στους Δελφούς ο Ορέστης εκπλήρωσε την εκδίκηση, της οποίας το κίνητρο ήταν διπλό· σκοτώνοντας τον Νεοπτόλεμο, δεν έπαιρνε μόνο εκδίκηση για την Ερμιόνη, αλλά τιμωρούσε τον αντίπαλό του, που του είχε κλέψει τη μνηστή του.
Ο Νεοπτόλεμος είχε πάει στους Δελφούς να συμβουλευτεί το μαντείο και να το ρωτήσει γιατί ο γάμος του με την Ερμιόνη έμεινε άγονος. Ή ακόμη, για να ζητήσει το λόγο από τον Απόλλωνα για την έχθρα του εναντίον του πατέρα του, έχθρα που είχε προκαλέσει το θάνατο του πατέρα του, αφού το βέλος του Πάρη είχε οδηγηθεί από αυτόν.
Ο Ορέστης προκάλεσε στάση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε. Υπήρχε όμως άλλος μύθος, στον οποίο ο Ορέστης δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Στους Δελφούς ήταν έθιμο οι ιερείς να παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος από το κρέας των θυμάτων που προσφέρονταν για θυσία, μην αφήνοντας σχεδόν τίποτα σ' αυτόν που θυσίαζε. Ο Νεοπτόλεμος αντέδρασε σ' αυτό το έθιμο και θέλησε να εμποδίσει τους ιερείς να του πάρουν το θύμα που είχε θυσιάσει.
Ένας από αυτούς, ο Μαχαιρέας, τον σκότωσε με μια μαχαιριά, για να αξιώσει σεβασμό στα προνόμια της ιερατικής τάξης. Τέλος, ισχυρίζονταν ακόμη πως οι κάτοικοι των Δελφών είχαν σκοτώσει τον Νεοπτόλεμο με την προσταγή της ίδιας της Πυθίας· ο Απόλλωνας άπλωνε την οργή που είχε εναντίον του Αχιλλέα ίσαμε τους απογόνους του.
Ο Νεοπτόλεμος θάφτηκε κάτω από το κατώφλι του ναού των Δελφών και του απέδωσαν θεϊκές τιμές. Από τον Νεοπτόλεμο καταγόταν η βασιλική δυναστεία των Μολοσσών της αρχαίας Ηπείρου που απόγονοι του ήταν η βασίλισσα Ολυμπιάδα της Μακεδονίας και ο γιός της ο Μέγας Αλεξάνδρος.
Πηγή
Μέσα σε μια νύχτα τα φίδια έριξαν το φοβερό τους δηλητήριο σε όλες τις πηγές και τα πηγάδια του νησιού κι έτσι όλοι οι κάτοικοι, αφού ήπιαν νερό, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Γλύτωσε μόνο ο Αιακός που την ημέρα εκείνη έλλειπε από το νησί. Συγκλονισμένος από τη συμφορά αυτή ο Αιακός έτρεξε στη μητέρα του και ανέφερε το λυπητερό συμβάν. Η Αίγινα μίλησε αμέσως με το Δία και τον παρακάλεσε να βρει τρόπο για να κατοικηθεί αμέσως το νησί και να μη μείνει μόνος του ο γιος της.
Ο Δίας με την παντοδυναμία του, αφού επισκέφτηκε το νησί ακούμπησε το χέρι του στον σάπιο κορμό ενός δέντρου ο οποίος ήταν γεμάτος μυρμήγκια.
Αμέσως, τα μυρμήγκια αυτά μεταμορφώθηκαν σε εκατοντάδες ανθρώπους που πλημμύρησαν το νησί της Αίγινας! Οι άνθρωποι αυτοί που βγήκαν από τα μυρμήγκια, ονομάστηκαν Μυρμιδόνες και ήταν πιστοί ακόλουθοι του Αχιλλέα σε όλη τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου.
Όπως και τα μυρμήγκια, έτσι και οι Μυρμιδόνες ήταν σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί πολεμιστές. Λέγεται ότι και το καφέ χρώμα της πανοπλίας τους προήλθε από το καφέ χρώμα των μυρμηγκιών. Ο Αιακός είχε τρεις γιους, τον Πηλέα, τον Τελαμώνα και το Φώκο.
Τον Φώκο τον απέκτησε από την Ψαμάθη, θυγατέρα του Θαλάσσιου Δαίμονα Νηρέα. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Αιακού, ύστερα από παρότρυνση της μητέρας τους, σκότωσαν κάποτε σε αγώνες δισκοβολίας το Φώκο ρίχνοντας πάνω του το δίσκο.
Φοβισμένοι, για να αποφύγουν την οργή του πατέρα τους Αιακού, έφυγαν από το νησί και ο Πηλέας εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία ακολουθούμενος από έναν αριθμό κατοίκων του νησιού (Μυρμηδόνες) ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα.
Ο Τελαμώνας όμως ένα βράδυ ξαναγύρισε κρυφά στο νησί και έκτισε τάφο για τον αδικοσκοτωμένο αδελφό του και ύστερα θέλησε να απολογηθεί και να ζητήσει συγνώμη από τον πατέρα του. Ο Αιακός δεν του επέτρεψε να βγει στη στεριά κι αυτός κατασκεύασε ένα ανάχωμα στο λιμάνι και από εκεί απολογήθηκε.
Ο Αιακός δεν βρήκε επαρκή την απολογία του και δεν θέλησε να τον αθωώσει. Έτσι ο Τελαμώνας γύρισε ξανά στη Σαλαμίνα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα πια, ενώ ο Αιακός έμεινε χωρίς απογόνους στην Αίγινα. Αργότερα, μερικοί από τους Μυρμιδόνες μαζί με τον Αιακό έφυγαν από την Αίγινα κι εγκαταστάθηκαν στην εύφορη περιοχή της Φθίας, όπου στήθηκε το βασίλειο των Μυρμιδόνων.
Ο Αιακός παντρεύτηκε την κόρη του Κένταυρου Χείρωνα, την όμορφη Ενδυίδα και απέκτησε δύο παιδιά, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά της θάλασσας Θέτιδα και απέκτησε το μυθικό βασιλιά της Φθίας, τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ήταν δηλαδή εγγονός του Αιακού.
Ο Αιακός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός λόγω της τιμιότητάς του, όχι μόνο στην Φθία, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Όταν κάποτε ο Δίας, για να τιμωρήσει τους Έλληνες σταμάτησε για πολλούς μήνες τη βροχή και η ζωή ήταν έτοιμη να σβήσει, όλοι παρακάλεσαν τον Αιακό να μεσολαβήσει και να τον παρακαλέσει να τους λυπηθεί δίνοντας τέλος στην ξηρασία.
Πράγματι ο Αιακός μπήκε στο ναό του Δία, προσευχήθηκε και ο θεός του έκανε τη χάρη. Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και άρχισε να βρέχει σε όλη την Ελλάδα. Ο Αιακός, γιος του Δια και της νύμφης Αίγινας, βασίλευσε πάρα πολλά χρόνια στην Αίγινα κι έγινε γνωστός για τη μεγάλη του δικαιοσύνη.
Το χάρισμα αυτό του Αιγινήτη βασιλιά εκτιμήθηκε απ’ όλους τους άλλους άρχοντες της Ελλάδας. Γι’ αυτό, όταν κάποτε υπήρξε στην Ελλάδα μεγάλη ξηρασία, σαν τιμωρία των Θεών επειδή ο Πέλοπας σκότωσε το βασιλιά Στύμφαλο, η Πυθία είπε στους αντιπροσώπους των πόλεων, που κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, ότι για να βρέξει πρέπει να προσευχηθεί ο Αιακός. Έτσι ο δίκαιος βασιλιάς της Αίγινας ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό του νησιού του και παρακάλεσε τους Θεούς να στείλουν την πολυπόθητη βροχή.
Πριν ακόμη τελειώσει καλά καλά η δέηση του Αιακού, άρχισε να βρέχει. Αυτός για να ευχαριστήσει το Δία, έχτισε στο βουνό ένα ιερό που το αφιέρωσε στον Ελλάνιο Δία. Από τότε το βουνό λέγεται Ελλάνιο Ορος, δηλαδή αφιερωμένο από όλους τους Έλληνες στο Θεό της βροχής το Δία. Μια άλλη φορά, οι Τρώες είχαν καλέσει τον Αιακό να χτίσει τα τείχη της πόλης τους.
Όταν τελείωσε το χτίσιμο, τρία πελώρια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και όρμησαν στη μυθική πόλη. Τα δύο χτύπησαν πάνω στα τείχη και έπεσαν νεκρά. Μόνο το τρίτο κατάφερε να σκαρφαλώσει και να μπει μέσα.
Οι Τρώες ρώτησαν τον Απόλλωνα τι μπορεί να σήμαινε αυτό και ο θεός του φωτός τους απάντησε ότι ύστερα από πολλά χρόνια, κάποιος από τους απογόνους του ανθρώπου που τους έχτισε τα τείχη, θα κατέστρεφε την πόλη τους. Και ο χρησμός βγήκε αληθινός. Ο Αχιλλέας, ο εγγονός του Αιακού ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες που συμμετείχε στην καταστροφή της Τροίας.
Όταν πέθανε ο Αιακός, ο Πλούτωνας για να τον τιμήσει τον έκανε δικαστή στον Άδη για να δικάζει τους νεκρούς που έμπαιναν στον κάτω κόσμο. Τόση εμπιστοσύνη είχε στην τιμιότητά του.
Ο Πηλέας ήταν γιος της Ενδηΐδας και του γιου του Διός, Αιακού. Ο Αιακός υπήρξε γενάρχης του γένους των Αιακιδών, πρώτος βασιλιάς της Αίγινας και σύζυγος της Ενδηΐδας (κόρης του Χείρωνα ή του Σκίρωνα). Με την Ενδηΐδα απέκτησε δύο γιους, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα, ενώ από τη δεύτερη γυναίκα του, την Νηρηΐδα Ψαμάθη απέκτησε το Φώκο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φώκος ήταν καλύτερος από τους αδελφούς του σε όλα τα αθλήματα και όταν ο Τελαμώνας τον σκότωσε κατά λάθος, κατά την εξάσκησή τους στην δισκοβολία, οι κάτοικοι της Αίγινας νόμιζαν ότι το έκανε από φθόνο.
Ο Αιακός, που αγαπούσε πάρα πολύ τους δύο μεγαλύτερους γιούς του, αναγκάστηκε να τους εξορίσει από την Αίγινα προς κατευνασμό των δύσπιστων πολιτών της.
Έτσι ο Πηλέας κατέφυγε στη Φθία μαζί με πολλούς από τους Μυρμιδόνες και ίδρυσε το κράτος των Μυρμιδόνων, ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα, όπου και έγινε βασιλέας. Κατά μία άλλη εκδοχή του μύθου ο θάνατος του Φώκου ήταν εσκεμμένη δολοφονία, καθώς οι μεγαλύτεροι αδελφοί του τον φθονούσαν διότι ήταν φανερά καλύτερός τους σε όλα.
Έπειτα από την εξορία του ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα, ο οποίος τον εξάγνισε, του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του, την Αντιγόνη και του παραχώρησε το ένα τρίτο από το βασίλειό του.
Από το γάμο του με την Αντιγόνη ο Πηλέας απέκτησε μια κόρη, την Πολυδώρα. Ένας ακόμη φόνος θα αναγκάσει τον Πηλέα να πάρει για δεύτερη φορά το δρόμο της εξορίας. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού του Καλυδωνίου Κάπρου, άθελα του, σκότωσε τον πεθερό του Ευρυτίωνα.
Για το φόνο αυτό εξαγνίστηκε από το βασιλιά της Ιωλκού Άκαστο και παρέμεινε κοντά του. Η σύζυγος του Ακάστου Αστυδάμεια ερωτεύθηκε τον όμορφο νέο και όταν εκείνος απέκρουσε τις προτάσεις της, τον συκοφάντησε και στον άνδρα της και στη γυναίκα του, την Αντιγόνη.
Αποτέλεσμα των συκοφαντιών της βασίλισσας ήταν η αυτοκτονία της Αντιγόνης και η προσπάθεια του Ακάστου να τιμωρήσει τον αχάριστο Πηλέα. Διοργάνωσε ένα κυνήγι στο Πήλιο, ώστε να έχει την ευκαιρία, που χρειαζόταν, για να πάρει την εκδίκησή του. Όταν άρχισε το κυνήγι, καθένας από τους συμμετέχοντες κουβαλούσε τα θηρία, που σκότωνε, για να αποδείξει το πλήθος τους.
Ο Πηλέας αντίθετα έκοβε μονάχα τις γλώσσες των θηρίων και άφηνε πίσω του τα κουφάρια τους. Οι σύντροφοί του στο κυνήγι, για να καυχηθούν ότι σκότωσαν τα περισσότερα θηράματα, άρχισαν να κουβαλούν και τα κουφάρια όσων θηρίων άφηνε πίσω του ο Πηλέας.
Όταν, όμως, στο τέλος ο Πηλέας παρουσίασε τις κομμένες γλώσσες αποδείχθηκε η ικανότητα και η δύναμή του. Στη συνέχεια ο Πηλέας, καταβεβλημένος από την ολοήμερη προσπάθειά του, αποκοιμήθηκε.
Ο Άκαστος πίστεψε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία, που περίμενε. Έκρυψε το μαχαίρι του Πηλέα, δώρο από τον Ήφαιστο, μέσα στην κοπριά και έφυγε μαζί με τους υπολοίπους συντρόφους του, εγκαταλείποντας τον ήρωα άοπλο και αβοήθητο, βορά, όπως νόμιζε, στις άγριες διαθέσεις των Κενταύρων.
Ο ήρωας, όμως, με την καθοριστική βοήθεια του Κενταύρου Χείρωνα, κατόρθωσε να σωθεί. Η Αστυδάμεια πλήρωσε με τη ζωή της το βαρύ της κρίμα. Ο Πηλέας, με τη βοήθεια του Ιάσονα και των Διόσκουρων και με στρατό, κυρίεψε την Ιωλκό και την σκότωσε.
Ο Πηλέας πήρε μέρος σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις του μυθικού παρελθόντος της Ελλάδας, όπως στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου, στους επιτάφιους αγώνες για τον Πελία, στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας και των Αμαζόνων.
Ως βασιλιάς της Φθίας διακρίθηκε για τη νηφαλιότητα, την ευαισθησία και το αίσθημα δικαιοσύνη, που τον διέκρινε. Η τελευταία περίοδος της ζωής του Πηλέα σε τίποτε δεν ταίριαζε με αυτόν που υπήρξε ο αγαπημένος και ξεχωριστός ήρωας των Θεών, αυτόν που γνώρισε την τιμή να έχει ως σύζυγό του μια Θεά.
Εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, απροστάτευτος από το γιο του και δίχως καμία ελπίδα να τον δει ξανά ζωντανό, διώχνεται βίαια από το βασίλειό του, από τον παλαιό εχθρό του τον Άκαστο ή τους γιούς του και ο θάνατος τον βρίσκει από τις στερήσεις και τις κακουχίες στο νησί Ίκο, τη σημερινή Αλόννησο, κατά ειρωνικό τρόπο την εποχή ακριβώς που οι Αχαιοί ετοιμάζονταν να γυρίσουν από την Τροία. Έπειτα από το θάνατό του βρίσκει την ανάπαυση και τη γαλήνη, ζώντας μαζί με το γιο του Αχιλλέα στο νησί των Μακάρων.
Για το γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Πηλέας, ένα βράδυ με πανσέληνο, αντίκρισε τη Νηρηΐδα Θέτιδα να χορεύει, μαζί με τις αδελφές της, στην ακρογιαλιά του ακρωτηρίου της Σηπιάδας και την ερωτεύθηκε παράφορα.
Με τη βοήθεια του Κενταύρου Χείρωνα κατάφερε τελικά να την κάνει δική του, αν και εκείνη πάλεψε λυσσασμένα να του ξεφύγει, παίρνοντας διαδοχικά τη μορφή της φωτιάς, του λιονταριού, του φιδιού και του νερού, δίχως αποτέλεσμα. Αναγκάστηκε να ξαναγίνει γυναίκα και να υποκύψει στις επιθυμίες του Πηλέα.
Η Θέμις αποκάλυψε πως η Θέτις ήταν προορισμένη να φέρει στον κόσμο ένα γιο, που θα είχε δυνατότερα όπλα από την αστραπή και την τρίαινα, σε περίπτωση που θα δινόταν ως σύζυγος στο Δία ή στον Ποσειδώνα.
Φοβούμενος για την εξουσία του, ο Δίας έδωσε στη Θέτιδα ως σύζυγο ένα θνητό, τον ευσεβή Πηλέα, που όπως λεγόταν ήταν ο πιο θεοσεβούμενος άνθρωπος της Θεσσαλίας. Ο γάμος της θεάς με το θνητό ορίστηκε να γίνει στην σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνα, μια νύχτα με γεμάτο φεγγάρι.
Μια τρίτη εκδοχή ορίζει ότι τη Θέτιδα την αγαπούσε ο Δίας και επιθυμούσε να την κάνει δική του, εκείνη όμως αρνήθηκε σθεναρά να τον έρωτά του από σεβασμό προς την Ήρα, που την είχε αναθρέψει.
Οργισμένος ο Πατέρας των Θεών από την άρνηση της Θέτιδας ορκίστηκε να της δώσει ως σύζυγο ένα θνητό. Μάταια η Ήρα προσπάθησε να ανατρέψει την απόφαση του συζύγου της και το μόνο που κατόρθωσε ήταν να επιλέξει εκείνη το πρόσωπο και διάλεξε τον ξεχωριστό σε δύναμη, ομορφιά και ευσέβεια, Πηλέα.
Οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδας έγιναν με περισσή λαμπρότητα και με την παρουσία των Ολύμπιων Θεών στο Πήλιο. Η μη πρόσκληση της θεάς Έριδος στο γάμο ήταν η απαρχή μιας σειράς γεγονότων που οδήγησαν τελικά στον Τρωικό πόλεμο. Από την ένωση του Πηλέα και της Θέτιδας γεννήθηκε ο ύψιστος των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, ο Αχιλλέας.
Η Θέτιδα (Θέτις) ήταν μία από τις Νηρηίδες και σημαντική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Δίας και ο Ποσειδώνας θέλησαν να την κάνουν γυναίκα τους, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Η Θέμιδα αποκάλυψε κατόπιν πως η Θέτιδα θα έφερνε στον κόσμο ένα γιο που θα ήταν δυνατότερος από τον πατέρα του.
Έτσι, ο Δίας, φοβούμενος για την εξουσία του, πάντρεψε τη Θέτιδα με ένα θνητό, τον Πηλέα, το γιο του Αιακού. Στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας προσκλήθηκαν όλοι οι θεοί, χαρίζοντας πλούσια δώρα στους νεόνυμφους, εκτός από την Έριδα, με αποτέλεσμα εκείνη θυμωμένη να ρίξει το χρυσό μήλο με την επιγραφή «ΤΗι ΚΑΛΛΙΣΤΗι», το οποίο στάθηκε αργότερα η αιτία/αφορμή του Τρωικού πολέμου. Η Θέτιδα γέννησε τον ήρωα Αχιλλέα, τον οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να κάνει αθάνατο.
Κατά μια εκδοχή του μύθου άλειψε το σώμα του νηπίου με αμβροσία και το έβαλε επάνω στη φωτιά, για να καούν τα θνητά του μέρη. Ο τρομαγμένος πατέρας, νομίζοντας ότι θέλει να κάψει το παιδί, διέκοψε την προσπάθειά της και αυτή οργισμένη τον εγκατέλειψε.
Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή φέρεται να βυθίζει το παιδί στα ιερά νερά της Στύγας, κρατώντας το από τη φτέρνα. Όλα τα σημεία του σώματός του έγιναν άτρωτα, εκτός όμως από τη φτέρνα που έμεινε στεγνή (αχίλλειος πτέρνα).
Ο Πηλέας πάλι τρομαγμένος ότι η γυναίκα του ήθελε να πνίξει το γιο τους, την έστειλε πίσω στον πατέρα της, το Νηρέα, και ανέθεσε την ανατροφή του γιου τους στον Κένταυρο Χείρωνα.
Ο Πηλέας για να παντρευτεί τη Θέτιδα, μιας κι εκείνη αρχικά αρνιόταν, ζήτησε τη βοήθεια του Κένταυρου Χείρωνα, ο οποίος τον συμβούλευσε να κάνει το εξής: ένα πρωινό που η Θέτιδα θα έβγαινε από τη θάλασσα, εκείνος θα ορμούσε και θα την άρπαζε από τη μέση, αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά. Έτσι κι έγινε.
Η Θέτιδα στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα χέρια του, μεταμορφώθηκε σε φωτιά, νερό, άνεμο, δέντρο, όρνιθα, τίγρη, λιοντάρι, φίδι και σουπιά, αλλά δεν κατάφερε να απελευθερωθεί. Έτσι, αποκαμωμένη δέχτηκε να τον παντρευτεί.
Ο Αχιλλέας, ο μυθικός αυτός πολεμιστής είχε τις ρίζες του στην περιοχή της αρχαίας Φαρσάλου. Η επικράτειά του εκτείνονταν σε πεδινές (Φθία), ορεινές (Τρηχίνη) και παράλιες περιοχές (Αλός, Αλμυρός).
Σύμφωνα με σχετικό χωρίο της Ιλιάδας, οι περίφημοι Μυρμιδόνες, πολεμιστές της περιοχής της Φθίας έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη.
Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: »Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.»
Ο Αχιλλέας, ήταν γιος του Πηλέα και της Θέτιδας και περίφημος για την ανδρεία του, την ευγένεια και ευσέβειά του, καθώς και για τα φιλόστοργα και πιστής αφοσίωσης αισθήματά του. Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του.
Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ’ όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα».
Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου.
Όταν άρχισε η τρωική εκστρατεία, γνωρίζοντας την προφητεία του μάντη Κάλχα, αναφορικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής του στην εκστρατεία, αν οι Έλληνες ήθελαν να κατακτήσουν την Τροία, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον παρέδωσε στο βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, για να τον κρύψει ανάμεσα στις κόρες του.
Ο βασιλιάς της Ιθάκης, Οδυσσέας, ντύθηκε πραματευτής και μπήκε στο παλάτι της Σκύρου, αφήνοντας στην άκρη της αυλής μια πανοπλία και μετά σήμανε στα όπλα για πόλεμο, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του Αχιλλέα, που ακούγοντας το σάλπισμα, πέταξε τα γυναικεία ρούχα και ανάλαβε τα όπλα. Έτσι ο Αχιλλέας ακολούθησε τον Οδυσσέα στην Τροία.
Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο πατέρας του ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κενταύρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει.
Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.
Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του.
Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.
Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες ξακουστούς πολεμιστές της Φθίας. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας.
Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά, λαμβάνοντας ως αιχμάλωτη τη Βρισηίδα και ο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα.
Όταν ο Αγαμέμνονας απώλεσε τη Χρυσηίδα και άρπαξε τη Βρισηίδα, ο Αχιλλέας, με πληγωμένη την περηφάνια του και εντονότατο το θυμό του, αποχώρησε από την εκστρατεία, αρνούμενος κάθε προτροπή να επανασυνταχθεί στο μέρος των Αχαιών.
Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα, η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση.
Τελικά, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν κόμη περισσότερο για τους Αχαιούς, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο. Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, επέστρεψε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του.
Έχοντας προστάτιδές του τη μητέρα του, αλλά και την ίδια τη θεά Αθηνά, προέλασε με μηδαμινή αντίσταση στην Τροία, όπου και μονομάχησε με τον Έκτορα, αρχηγό των Τρώων και αφού τον σκότωσε, έδεσε το νεκρό του σώμα πίσω από το άρμα του και το έσυρε γύρω από τα τείχη της Τροίας, μέχρι και το στρατόπεδο των Αχαιών, όπου και το έσυρε γύρω γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.
Η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη ήταν καταστροφική για τους Τρώες. Τόσοι ήταν οι νεκροί που σκότωσε, που ο Άδης γέμισε ψυχές και ο Σκάμανδρος ποταμός γέμισε με τόσους πολλούς νεκρούς, μη μπορώντας πλέον να διοχετεύσει τα νερά του στη θάλασσα. Ο Αχιλλέας επέστρεψε στην Τροία, αφού έκανε εξιλαστήριες θυσίες στην Ελλάδα.
Ο θεός Απόλλωνας, που γνώριζε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα, βοήθησε τον όμορφο, αλλά δειλό, γιο του Πριάμου, Πάρη, να σαϊτέψει τον Αχιλλέα με φαρμακερό βέλος στην αχίλλειο πτέρνα, σκοτώνοντάς τον. Έτσι, ο περίφημος ήρωας σκοτώθηκε.
Η Θέτιδα και οι υπόλοιπες Νηρηίδες τον θρηνούσαν για 17 ολόκληρες μέρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκύρο και πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο στην Τροία, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά Λυκομήδη και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της. Καρπός της σχέσης ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος αφού μεγάλωσε, έλαβε μέρος κι αυτός στον τρωικό πόλεμο, μιας και, όταν σκοτώθηκε ο Αχιλλέας, έπρεπε να λάβει μέρος στον πόλεμο, για να νικηθεί η Τροία και να πληρωθεί η προφητεία.
Έτσι εισήλθε στην πόλη μέσω του Δούρειου Ίππου, σκοτώνοντας τον Πρίαμο και τον Αστυάνακτα, γιο του Έκτορα και θυσιάζοντας την Πολυξένη στον τάφο του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, και κατέκτησε την Ήπειρο, γεννώντας πολλές κόρες, τις επονομαζόμενες Αιακίδες.
Ο Νεοπτόλεμος, ο «νέος πολεμιστής», είναι γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη. Η σύλληψή του έγινε την εποχή που τον Αχιλλέα τον είχε κρύψει η μάνα του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη. Επειδή ο Αχιλλέας τότε είχε το όνομα Πύρρα («κοκκινομάλα», γιατί ήταν μεταμφιεσμένος σε κορίτσι), το όνομα Πύρρος (ο «κοκκινομάλης») έμεινε συνδεδεμένο με το γιο του. Στη μυθολογία είναι γνωστός και με τις δύο ονομασίες, και ως Πύρρος και ως Νεοπτόλεμος.
Τον Νεοπτόλεμο, που γεννήθηκε ύστερα από την αναχώρηση του πατέρα του για τον Τρωϊκό πόλεμο, τον μεγάλωσε ο παππούς του Λυκομήδης. Ύστερα από το θάνατο του Αχιλλέα και την αιχμαλωσία του μάντη Έλενου, οι Έλληνες έμαθαν από αυτόν πως δε θα μπορούσαν ποτέ να πάρουν την πόλη, αν ο Νεοπτόλεμος δεν ερχόταν να πολεμήσει μαζί τους.
Ένας άλλος όρος ήταν να πάρουν το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Έστειλαν λοιπόν μια πρώτη αποστολή να αναζητήσει τον Νεοπτόλεμο στη Σκύρο. Ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Διομήδης ανέλαβαν να τον φέρουν.
Ο Λυκομήδης δεν άφηνε το νέο να φύγει· αυτός όμως, πιστός στην πατρική παράδοση, ακολούθησε τους Έλληνες απεσταλμένους. Στο δρόμο για την Τροία τους συνόδευσε στη Λήμνο, όπου βρισκόταν ο Φιλοκτήτης, άρρωστος, ανίκανος να απαλλαγεί μόνος του από τη θλιβερή κατάσταση στην οποία τον είχε κάποτε εγκαταλείψει ο Αγαμέμνονας, με τη συμβουλή του Οδυσσέα.
Ο Φιλοκτήτης όμως κατείχε τα όπλα του Ηρακλή και ο Νεοπτόλεμος βάλθηκε με τον Οδυσσέα και τον Φοίνικα να τον πείσει και να τον οδηγήσει στην Τροία. Τελικά το πέτυχε. Μπροστά στην Τροία ολόκληρος ο ελληνικός στρατός ξαναβρήκε στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου έναν καινούριο Αχιλλέα.
Τα κατορθώματά του στάθηκαν πολυάριθμα. Συγκεκριμένα, σκότωσε τον Ευρύπυλο, το γιο του Τήλεφου, και μέσα στη χαρά του επινόησε έναν πολεμικό χορό, τον Πυρρίχιο. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ήρωες που κρύφτηκαν μέσα στο Δούρειο ίππο και πήραν την πόλη.
Κατά τις αποφασιστικές μάχες σκοτώνει τον Έλασο και τον Αστύνοο, πληγώνει τον Κόροιβο και τον Αγήνορα, και έπειτα γκρεμίζει τον μικρό Αστυάνακτα κάτω από έναν πύργο· έτσι ο Έκτορας σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα, ο γιος του από τον Νεοπτόλεμο.
Ως λάφυρο ο Νεοπτόλεμος πήρε την Ανδρομάχη, τη χήρα του Έκτορα. Για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του, του προσφέρει ως θυσία την Πολυξένη, την οποία σφάζει πάνω στον τάφο του. Αυτό το μέρος του μύθου αναφέρεται από όλες τις πηγές με τρόπο λίγο πολύ όμοιο. Από τη στιγμή όμως της επιστροφής από την Τροία οι εκδοχές αρχίζουν να είναι πολύ ανόμοιες.
Η ομηρική παράδοση είναι απλή· ο Νεοπτόλεμος, όπως και ο Μενέλαος, είχε ευτυχισμένη επιστροφή. Ο Μενέλαος του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Ερμιόνη και ο Νεοπτόλεμος και η Ερμιόνη πήγαν να ζήσουν στη Φθιώτιδα, τη χώρα του Πηλέα και του Αχιλλέα.
Οι Νόστοι (= έπη του γυρισμού) διηγούνταν πως είχε ξεφύγει από την κοινή μοίρα των Ελλήνων χάρη στη μεσολάβηση της Θέτιδας, η οποία τον είχε συμβουλεύσει να μείνει ακόμα λίγες μέρες στην Τροία και να γυρίσει από τον ξηρά. Γι' αυτόν το λόγο ο Νεοπτόλεμος διέσχισε τη Θράκη, όπου αντάμωσε τον Οδυσσέα, και από εκεί πήγε στην Ήπειρο, τη χώρα που αργότερα πήρε το όνομα «χώρα των Μολοσσών».
Άλλη παράδοση, που διασώζει ο Σέρβιος στο υπόμνηνά του στην Αινειάδα, λέει ότι η συμβουλή αυτή δόθηκε στον Νεοπτόλεμο όχι από τη Θέτιδα, αλλά από το μάντη Έλενο, ο οποίος τον συνόδευε με τη θέλησή του.
Στο σημείο αυτό ίσως να βρίσκεται η αρχή της φιλίας που ένωσε τους δυο τους και έκαμε τον Νεοπτόλεμο πεθαίνοντας να του εμπιστευτεί την Ανδρομάχη ζητώντας του να την παντρευτεί. Για να εξηγήσουν γιατί ο Νεοπτόλεμος δεν είχε εγκατασταθεί στη Φθιώτιδα, στο βασίλειο του πατέρα του, είχαν επινοήσει πως, τον καιρό κατά τον οποίο απουσίαζε ο Αχιλλέας, ο Πηλέας είχε χάσει το βασίλειό του, που το είχε πάρει ο Άκαστος. Έτσι ο Νεοπτόλεμος πήγε απευθείας στην Ήπειρο.
Όμως και σ' αυτό το σημείο οι μύθοι ποικίλλουν. Διηγούνταν π.χ. ότι στην Ήπειρο είχε κλέψει μια εγγονή του Ηρακλή. τη Λεώνασσα, και αυτή του έκαμε οχτώ παιδιά, που εγκαταστάθηκαν στη χώρα και έγιναν οι πρόγονοι των Ηπειρωτών.
Έλεγαν ακόμη πως, αφού είχε αποβιβασθεί στη Θεσσαλία κατά την επιστροφή του από την Τροία, είχε κάψει τα πλοία του με τη συμβουλή της Θέτιδας και έπειτα εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο, γιατί στη χώρα αυτή είχε βρει την εκπλήρωση ενός χρησμού του Έλενου· πράγματι ο Έλενος τον είχε συμβουλεύσει να εγκατασταθεί στη χώρα, όπου τα σπίτια θα είχαν σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και στέγη από ύφασμα.
Στην Ήπειρο, λοιπόν, οι ντόπιοι ζούσαν μέσα σε σκηνές που οι πάσσαλοί τους είχαν μύτη από σίδερο, τα χωρίσματά τους ήταν επενδυμένα από ξύλο και από πάνω καλύπτονταν από ύφασμα. Στις περισσότερες από τις παραπάνω εκδοχές ο Νεοπτόλεμος είναι παντρεμένος με την Ερμιόνη. Ο γάμος του όμως είναι άγονος, ενώ από την ένωσή του με την Ανδρομάχη γεννιούνται τρεις γιοι, ο Μολοσσός, ο Πίελος και ο Πέργαμος.
Η Ερμιόνη ζηλεύει τη γονιμότητα μιας παλλακίδας και για να την εκδικηθεί καλεί τον παλιό της μνηστήρα, τον Ορέστη. Κατά την πιο απλή παράδοση, αυτός σκοτώνει τον Νεοπτόλεμο στη Φθία ή ακόμη στην Ήπειρο. Στη μορφή όμως που υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ο μύθος έγινε πιο σύνθετος.
Στους Δελφούς ο Ορέστης εκπλήρωσε την εκδίκηση, της οποίας το κίνητρο ήταν διπλό· σκοτώνοντας τον Νεοπτόλεμο, δεν έπαιρνε μόνο εκδίκηση για την Ερμιόνη, αλλά τιμωρούσε τον αντίπαλό του, που του είχε κλέψει τη μνηστή του.
Ο Νεοπτόλεμος είχε πάει στους Δελφούς να συμβουλευτεί το μαντείο και να το ρωτήσει γιατί ο γάμος του με την Ερμιόνη έμεινε άγονος. Ή ακόμη, για να ζητήσει το λόγο από τον Απόλλωνα για την έχθρα του εναντίον του πατέρα του, έχθρα που είχε προκαλέσει το θάνατο του πατέρα του, αφού το βέλος του Πάρη είχε οδηγηθεί από αυτόν.
Ο Ορέστης προκάλεσε στάση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε. Υπήρχε όμως άλλος μύθος, στον οποίο ο Ορέστης δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Στους Δελφούς ήταν έθιμο οι ιερείς να παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος από το κρέας των θυμάτων που προσφέρονταν για θυσία, μην αφήνοντας σχεδόν τίποτα σ' αυτόν που θυσίαζε. Ο Νεοπτόλεμος αντέδρασε σ' αυτό το έθιμο και θέλησε να εμποδίσει τους ιερείς να του πάρουν το θύμα που είχε θυσιάσει.
Ένας από αυτούς, ο Μαχαιρέας, τον σκότωσε με μια μαχαιριά, για να αξιώσει σεβασμό στα προνόμια της ιερατικής τάξης. Τέλος, ισχυρίζονταν ακόμη πως οι κάτοικοι των Δελφών είχαν σκοτώσει τον Νεοπτόλεμο με την προσταγή της ίδιας της Πυθίας· ο Απόλλωνας άπλωνε την οργή που είχε εναντίον του Αχιλλέα ίσαμε τους απογόνους του.
Ο Νεοπτόλεμος θάφτηκε κάτω από το κατώφλι του ναού των Δελφών και του απέδωσαν θεϊκές τιμές. Από τον Νεοπτόλεμο καταγόταν η βασιλική δυναστεία των Μολοσσών της αρχαίας Ηπείρου που απόγονοι του ήταν η βασίλισσα Ολυμπιάδα της Μακεδονίας και ο γιός της ο Μέγας Αλεξάνδρος.
Πηγή