Η περιοχή είχε κατακτηθεί στην διάρκεια της Μέσης Χαλκοκρατίας (Μεσοελλαδική, 1900-1600 π.Χ.) από ελληνόφωνα φύλα της Δυτικής (Ηπειρωτικής) ομάδας, τα οποία κατείχαν επίσης την ακτή του Ιονίου και εκτεταμένο τμήμα της ενδοχώρας, μέχρι την Πελαγονία, την Λυγκηστίδα και την κοιλάδα του Αλιάκμονα.
Η μεγάλη φρυγική μετανάστευση θα έχει ως αποτέλεσμα η περιοχή της κεντρικής Αλβανίας να περάσει στην κατοχή ενός λαού, που αναφέρεται στις ιστορικές πηγές ως Βρύγες. Αυτά τα γεγονότα τοποθετούνται στην διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. και η κατάληψη της περιοχής της Επιδάμνου από τους Βρύγες, λίγο αργότερα, γύρω στο 1080-1050 π.Χ.
Στην συνέχεια σημειώνεται η άφιξη των πρώτων ιλλυρικών φύλων στην περιοχή, των Ταυλαντίων και των Παρθίνων, που προσδιορίζεται χρονικά γύρω στο 1050-1000 π.Χ. Το δεύτερο μέρος της Φρυγικής κυριαρχίας, η Ύστερη Φρυγική Περίοδος τοποθετείται μεταξύ 950 - 800 π.Χ. Σημειώνεται απώλεια της κυριαρχίας των Φρυγών βορείως της λίμνης Αχρίδος και του ποταμού Γενούσου (Σκούμπι), λόγω της ισχυροποιήσεως και επεκτάσεως των Ιλλυρικών φύλων.
Οι Φρύγες, θα συνεχίσουν να επικοινωνούν μέχρι το 850 π.Χ. περίπου, με τις Δυτικές περιοχές τους στα παράλια της Αδριατικής και την Ιταλία, μέσω της πεδιάδας της Κορυτσάς, όπου η αρχαιολογική έρευνα διαπίστωσε ότι οι τελευταίες ταφές που αποδίδονται σε Φρύγες διακόπτονται τότε. Τα προϊόντα που εξάγονται από τις Φρυγικές περιοχές της Μακεδονίας ήσαν κυρίως μεταλλικά αντικείμενα (οι Φρύγες σπουδαίοι μεταλλουργοί), υφαντά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Το βασικό θεμέλιο της Οικονομίας τους αποτελούσε η συστηματική κτηνοτροφία, που ήταν και η κύρια πηγή πλούτου.
Γύρω στο 800 π.Χ. σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις: Οι Φρύγες αποχωρούν από την Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και σύμφωνα με την παράδοση, μεταναστεύουν μαζικά προς την Μικρά Ασία, όπου ήδη είχε καταλήξει ένα σημαντικό τμήμα της Φρυγικής μετανάστευσης του 12ου αιώνα π.Χ. Ως βασική αιτία η εντεινόμενη πίεση των πολεμοχαρών Ιλλυρικών φύλων, τα οποία ήδη χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα σε μεγάλες ποσότητες, γεγονός που τους προσέδιδε σαφή πολεμική υπεροχή.
Η Επίδαμνος είναι αρχαία ελληνική πόλη, που ιδρύθηκε το 627 π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων στις ιλλυρικές ακτές και ονομάζεται τώρα Δυρράχιο. Αν και αποικίστηκε από Κερκυραίους πολίτες, αρχηγός της αποικίας ήταν ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας ο γιος του Ερατοκλείδη. Αυτό είχε γίνει προς τιμή της αρχικής μητρόπολης, αφού η Κόρινθος ήταν μητρόπολη της Κέρκυρας.
Η πόλη της Επιδάμνου έγινε γνωστή για τις εμπορικές δραστηριότητές της, αλλά και για το γεγονός ότι οι διαμάχες της αποτέλεσαν μια από τις αφορμές για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η Επίδαμνος άκμαζε εμπορικά και πολιτισμικά, αλλά είχε έντονες πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της και σημαντικές τριβές με τους ντόπιους, τους "βαρβάρους Ταυλαντίους" που ανήκαν στο ιλλυρικό έθνος και ζούσαν στην ενδοχώρα ή πάντως κοντά στην ελληνική αποικία. Ο Στράβων μνημονεύει τους Ταυλάντιους μαζί με άλλα γειτονικά τους φύλα, τους Βυλλίονες, τους Παρθίνους και τους Βρύγους (=Βρύγες, Φρύγες).
Οι νεώτεροι ιστορικοί έχουν ανιχνεύσει την αρχαιότερη Ιστορία των Ταυλαντίων και των λαών της περιοχής, μέχρι τις απαρχές της. Σύμφωνα λοιπόν με τις πλέον πρόσφατες απόψεις οι Ταυλάντιοι αποτελούσαν μια ομάδα φύλων (ένα από αυτά ήσαν οι Άβροι), που κυριάρχησε κατά περιόδους το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδος μεταξύ των ποταμών Αώου στα νότια και Δρίλωνος στον βορρά.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ : "Βρισκόμαστε μπροστά στην ίδρυση μιας νέας αποικίας που στελεχώνεται κυρίως από Κερκυραίους, αλλά την ηγεσία ασκεί Κορίνθιος, αφού οι πατροπαράδοτοι νόμοι ορίζουν ότι κάθε αποικία οφείλει να τιμά την μητρόπολη και η Κέρκυρα ήταν αποικία των Κορινθίων. Μ’ άλλα λόγια μια αποικία (η Κέρκυρα) ιδρύει μια νέα αποικία (την Επίδαμνο) πράγμα που σημαίνει ότι η τελική αφετηρία όλων είναι η Κόρινθος: «Με τον καιρό η Επίδαμνος έγινε πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπη.
Ύστερα όμως από εμφύλιες διαμάχες που κράτησαν, όπως λέγεται, πολλά χρόνια, κάποιος πόλεμος με τους γειτονικούς βαρβάρους έφερε σε παρακμή την Επίδαμνο και τη στέρησε από το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της. Τέλος, λίγα χρόνια πριν αρχίσει ο πόλεμος που εξιστορώ, οι δημοκρατικοί της Επιδάμνου έδιωξαν τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους κι έκαναν ληστρικές επιδρομές εναντίον των κατοίκων της πόλης κι από στεριά κι από θάλασσα.
Οι Επιδάμνιοι, επειδή βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, έστειλαν πρέσβεις στην Κέρκυρα, που ήταν μητρόπολή τους, ζητώντας να μην βλέπει αδιάφορη την καθημερινή φθορά τους, αλλά να βοηθήσει να συμβιβαστούν με τους εξόριστους ολιγαρχικούς και να κλειστεί ειρήνη με τους βαρβάρους".....
Οι Κερκυραίοι όμως αρνήθηκαν τη βοήθεια κι έστειλαν πίσω τους πρέσβεις άπρακτους. Τα αίτια της άρνησης δεν ξεκαθαρίζονται. Το σίγουρο είναι ότι οι Επιδάμνιοι, μπροστά στο αδιέξοδο, θυμήθηκαν ξανά την Κόρινθο, ως πρωταρχική μητρόπολη, αφού ιδρυτής της πόλης ήταν Κορίνθιος. Έστειλαν μάλιστα και απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών προκειμένου να μάθουν τη γνώμη των θεών για το αν πρέπει να απευθυνθούν στην Κόρινθο.
Όταν έλαβαν τη θετική απάντηση του μαντείου έστειλαν αμέσως πρέσβεις στην Κόρινθο: «Οι Κορίνθιοι υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, τόσο γιατί πίστευαν ότι ενεργούσαν σύμφωνα με το δίκιο μια και θαρρούσαν πως η Επίδαμνος δεν ήταν λιγότερο δική τους αποικία απ’ ό,τι των Κερκυραίων όσο και γιατί μισούσαν τους Κερκυραίους, επειδή, αν κι ήταν άποικοί τους, παραμελούσαν τις υποχρεώσεις τους απέναντί τους...... "Γιατί οι Κερκυραίοι, αν και αρχικώς αδιάφοροι, όταν μαθαίνουν την επέμβαση των Κορινθίων, γίνονται έξαλλοι.
Η μέχρι πρότινος άρνησή τους δεν έχει καμιά σημασία μπροστά στις ανεπιθύμητες εξελίξεις, αφού η αλαζονεία της δεδομένης κτήσης είναι η περιφρόνηση που γεννά ο εφησυχασμός και που μετατρέπεται σε θανάσιμο μίσος όταν κλονίζεται από αναπάντεχους ανταγωνιστές. Οι Κερκυραίοι υποτίμησαν το δράμα των Επιδάμνιων και προφανώς δεν θεώρησαν τους Ταυλάντιους σοβαρή απειλή για την κυριαρχία του τόπου."
Ο Θουκυδίδης το καθιστά σαφές από την αρχή: «Για να εξηγήσω τους λόγους που οδήγησαν στη διάλυση της ειρήνης, πρώτα πρώτα έγραψα για τις αιτίες των παραπόνων που είχε ο ένας εναντίον του άλλου και για τις διαφορές τους, ώστε να μην ψάχνει κανείς μελλοντικά να βρει γιατί έγινε ένας τόσο μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες. Η πιο αληθινή λοιπόν, αλλά και η λιγότερο ομολογούμενη αιτία ήταν, νομίζω, το γεγονός ότι η δύναμη των Αθηναίων γινόταν όλο και πιο μεγάλη, πράγμα που φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν».
Οι Κερκυραίοι, βαθείς γνώστες του ιμπεριαλιστικού παιχνιδιού, όταν στέλνουν πρέσβεις στους Αθηναίους για να ζητήσουν βοήθεια μπαίνουν αμέσως στο ψητό: «Όσο για τον πόλεμο, στον οποίο εμείς θα μπορούσαμε να σας φανούμε χρήσιμοι, αν κανείς σας νομίζει πως τούτος δε θα γίνει, πλανιέται και δεν καταλαβαίνει πως οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή σας φοβούνται, θέλουν τον πόλεμο, κι ότι οι Κορίνθιοι, που είναι εχθροί σας κι έχουν μεγάλη επιρροή πάνω τους, χτυπούν σήμερα εμάς για να επιτεθούν κατόπιν εναντίον σας».
Το 314 π.Χ. η Επίδαμνος κατελήφθη από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας, αλλά οι Κερκυραίοι θεώρησαν πιο σύμφορο η πόλη να διοικείται από Ιλλυριούς. Εξεδίωξαν τον Κάσσανδρο και παρέδωσαν την Επίδαμνο στον Ιλλυριό βασιλιά Γλαυκία. Κάποια στιγμή ως βασίλισσα της περιοχής αναφέρεται η Τεύτα, ιλλυρικής εθνότητας επίσης. Το 296 π.Χ., η περιοχή των Ταυλαντίων θα προσαρτηθεί στο Βασίλειο του Πύρρου της Ηπείρου.
Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το 272 π.Χ. και την γοργή παρακμή της Ηπείρου, οι Ταυλάντιοι θα ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, αλλά σύντομα θα υποταχθούν στην ανερχόμενη δύναμη των Δαρδάνων. Το δεύτερο όμως μισό του 3ου αιώνα π.Χ. είναι η εποχή της ακμής των Αρδιαίων και του ηγεμόνα τους Άγρωνος, οι οποίοι όχι μόνον θα κυριαρχήσουν στην Ιλλυρίδα, αλλά θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Οι Ρωμαίοι, τους οποίους οι Αρδιαίοι παρενοχλούσαν συχνά και απειλούσαν την κυριαρχία τους στην Αδριατική, μετά την οριστική κατάκτηση της Μακεδονίας το 168/167 π.Χ. θα στραφούν τελικώς εναντίον του ηγεμόνος των Αρδιαίων Γένθιου, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τους Μακεδόνες. Μέσα σε 30 μέρες οι Αρδιαίοι θα συντριβούν και ο Γένθιος, η σύζυγός του Ετλέβα, ο αδελφός του Καραβάντιος και τα δυό του παιδιά, Σκερδιλαΐδας και Πλευράτος θα σταλούν αλυσσοδεμένοι στην Ρώμη. Οι Ταυλάντιοι, που βοήθησαν τους Ρωμαίους θα ανταμειφθούν με αυτονομία και απαλλαγή από τον φόρο υποτελείας.
Η πόλη κατελήφθη από τους Ρωμαίους και το 229 π.Χ. οι Ιλλυριοί επανήλθαν για να τη διεκδικήσουν. Κατέλαβαν προσωρινά την Κέρκυρα και την Επίδαμνο, αλλά οι Ρωμαίοι αστραπιαία ανακατέλαβαν και τις δύο. Από τότε η πόλη έμεινε σε ρωμαϊκά χέρια και αναφέρεται στο εξής ως Δυρράχιο επειδή η λατινική επιρροή μετέβαλε σε δυσοίωνο το αρχαιοελληνικό όνομά της -στα λατινικά το δεύτερο συνθετικό παρέπεμπε στο επίθετο damno που σήμαινε καταραμένο και καταδικασμένο σε θάνατο. Οι Ταυλάντιοι θα έχουν την τύχη των υπολοίπων ιλλυρικών φύλων στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας και βαθμιαία θα εξαφανισθούν από τις ιστορικές αναφορές.
Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας.
Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχία), με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη «Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova), που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών.
H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Η «Νέα Ήπειρος» με πρωτεύουσα το Δυρράχιο είχε συμπεριλάβει στα όρια της την νότια και κεντρική Αλβανία (2/3 της χώρας περίπου) ανήκε αρχικά στην ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας. Η Νέα Ήπειρος (Epirus Nova) ή Ελληνική Ιλλυρία (Illyria Graeca) ή κυρίως Ιλλυρία (Illyris proper) ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε από τον Διοκλητιανό κατά την αναδιάρθρωση των μεθοριακών επαρχιών. Μέχρι τότε η επαρχία ανήκε στην επαρχία της Μακεδονίας. Το Δυρράχιο (ή Επίδαμνος) καθιερώθηκε ως πρωτεύουσα της Νέας Ηπείρου.
Η περιοχή της Νέας Ηπείρου αντιστοιχούσε σε ένα τμήμα της Ιλλυρίας που ήταν τότε «εν μέρει Ελληνικό και εν μέρει εξελληνισμένο». Η οικονομία τονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, την εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις πόλεις, και την ίδρυση Ρωμαϊκών αποικιών. Η Αυτοκρατορική κυβέρνηση έφερε, μαζί με τους δρόμους και το διοικητικό της σύστημα, την οικονομική άνθηση, που ωφέλησε τόσο τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη όσο και τα λαϊκά στρώματα. Με τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και πλούσια βοσκοτόπια, οι μεγάλες ηγετικές οικογένειες συσσώρευσαν τεράστιες περιουσίες, που βασίζονταν στην εργασία δούλων.
Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων επέφερε αύξηση του αριθμού των τεχνιτών και βιοτεχνών στην περιοχή. Πετράδες, ανθρακωρύχοι, σιδεράδες, κ.α. απασχολούντο σε κάθε είδους εμπορική δραστηριότητα και τέχνη. Ελληνες επίσης απασχολούντο ευρέως ως καθηγητές, δάσκαλοι και γιατροί σε όλο το Ρωμαϊκό κόσμο. Η οικονομία εξαγωγών βασιζόταν ουσιαστικά στη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ εξάγονταν επίσης σίδηρος, χαλκός και χρυσός, μαζί με προϊόντα, όπως ξυλεία, ρητίνη, πίσσα, κάνναβη, λινάρι και ψάρις.
Η Ήπειρος περιήλθε στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.χ.. Η Υπαρχία Ιλλυρικού ή Επαρχότης του πραιτορίου του Ιλλυρικού ήταν μια από τις τέσσερις Υπαρχίες στις οποίες διαιρούνταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε οι Υπαρχίες αντικαταστάθηκαν με τα βυζαντινά Θέματα. Το διοικητικό κέντρο της Υπαρχίας ήταν το Σίρμιο (375-379) στην Παννονία και μετά το 379 η Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης έμεινε ως Ύπαρχος ως τον 9ο αιώνα, αλλά λίγο πριν το 840 δημιουργήθηκε χωριστό Θέμα Θεσσαλονίκης με επικεφαλής στρατηγό.
Ο Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος (431 -518) Βυζαντινός αυτοκράτοραςαπό το 491 έως το 518. Ο Φλάβιος Αναστάσιος γεννήθηκε περί το 431 στο Δυρράχιο από γονείς ταπεινής καταγωγής και είχε ένα ιδιαίτερο φυσικό χαρακτηριστικό. Οι κόρες των ματιών του είχαν διαφορετικό χρώμα, έτσι το ένα μάτι φαινόταν μαύρο ενώ το άλλο γαλανό, για αυτό και τον ονόμαζαν Δίκορο. Πολύ νέος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός στην υπηρεσία των ανακτόρων. Προήχθη σε δευτερεύουσα θέση αυλικού, αυτή του σιλεντιάριου.
Απέκτησε όμως φήμη για τις διοικητικές του ικανότητες και εξασφάλισε την εύνοια της κόρης του αυτοκράτορα Λέοντα Α’, Αριάδνης. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα πλέον αυτοκράτειρα, Αριάδνη, προώθησε και ανέβασε στο θρόνο, στις 11 Απριλίου 491, τον εκλεκτό της αυλικό Αναστάσιο. Σαράντα ημέρες μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, τον παντρεύτηκε, εξακολουθώντας έτσι να αναμειγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Για την εξασφάλιση των συνόρων ο Αναστάσιος έκτισε το οχυρό Δάρας στην Μεσοποταμία, το οποίο αναπτύχθηκε σε πόλη που ονομάστηκε Αναστασιούπολη.
Ήταν από τους ελάχιστους αυτοκράτορες που άφησε γεμάτα τα δημόσια ταμεία, εφόσον μετά τον θάνατό του υπήρχαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο 350.000 λίτρες χρυσού. Από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα του ήταν η κατασκευή νέου τείχους γύρω από την πρωτεύουσα, το οποίο περιέλαβε όλα τα κτίσματα που είχαν κτισθεί πέρα από το Θεοδοσιανό τείχος. Έτσι έκτισε το Αναστασιανό τείχος της Κωνσταντινούπολης, ενισχυμένο με πύργους που επικοινωνούσαν με εσωτερικούς διαδρόμους.
Ο Αναστάσιος πέθανε το 518 χωρίς να αφήσει απογόνους. Είχε βέβαια τρεις ανεψιούς, από τους οποίους όμως δεν εξέλεξε κανένα για διάδοχό του. Πολλοί σύγχρονοί του έγραψαν ατελείωτους επαίνους για τα έργα του και την προσφορά του στην αυτοκρατορία, ενώ άλλοι τον πολέμησαν με φανατισμό, επικρίνοντας τα θρησκευτικά του πιστεύω και τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, μπορεί μεν να μην έφερε το χρυσό αιώνα στο Βυζάντιο, πέτυχε όμως όσο λίγοι να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς κινδύνους, να ανακουφίσει τις λαϊκές μάζες, να προάγει την τεχνολογία, την οικονομία και τη δικαιοσύνη.
Τον 4ο αιώνα το Δυρράχιο έγινε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας "Epirus nova". Υπήρξε η γενέτειρα του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ το 430. Λίγο αργότερα το Δυρράχιο χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό που κατέστρεψε τις οχυρώσεις της πόλης.
Ο Αναστάσιος Α΄ ξανάχτισε και ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, δημιουργώντας έτσι τις ισχυρότερες οχυρώσεις στα δυτικά Βαλκάνια. Τα ύψους 12 μέτρων τείχη ήταν τόσο παχιά που, σύμφωνα με τη Βυζαντινή ιστορικό Άννα Κομνηνή τέσσερις ιππείς μπορούσαν να ιππεύουν πάνω τους παράλληλα. Διατηρούνται ακόμη σημαντικά τμήματα των οχυρώσεων της αρχαίας πόλης, αν και έχουν απομειωθεί πολύ με την πάροδο των αιώνων.
Το Κάστρο του Δυρραχίου είναι ένα κάστρο, κτίσμα του 5ου ή 6ου αιώνα, που βρίσκεται στο Δυρράχιο, της σημερινής Αλβανίας. Το κάστρο χτίστηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αναστάσιο Α΄. Εκείνη την εποχή ο Αναστάσιος έκανε την πόλη μία από τις πιο οχυρωμένες πόλεις στην Αδριατική. Επισκευές έγιναν σε πολλά τμήματα του τείχους μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1273. Αυτή τη στιγμή μεσαιωνικά τείχη έχουν 4,6 μέτρα ύψος και τρεις πύλες, μερικοί από τους πύργους οχύρωσης σώζονται σχεδόν στο ένα τρίτο του αρχικού μήκους των τειχών του κάστρου.
Το Δυρράχιο και οι γύρω επαρχίες υπέφεραν πολύ από βαρβαρικές επιδρομές κατά τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Πολιορκήθηκε το 481 από το Θευδέριχο το Μέγα, βασιλιά των Οστρογότθων, και τους επόμενους αιώνες αναγκάστηκε να αποκρούσει πολλές επιθέσεις των Βουλγάρων. Aνεπηρέαστη από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη διατηρήθηκε υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως σημαντικό λιμάνι και κύριος κόμβος μεταξύ Αυτοκρατορίας και Δυτικής Ευρώπης. Η πόλη και οι γύρω ακτές αποτέλεσαν Βυζαντινή επαρχία (το Θέμα του Δυρραχίου) στις αρχές του 9ου αιώνα.
Η Βυζαντινή κυριαρχία αμφισβητήθηκε από τους Βουλγάρους υπό το Συμεών το Μέγα, αλλά έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα, οπότε ο Σαμουήλ της Βουλγαρίας κατέλαβε την πόλη και την κράτησε μέχρι το 1005. Το Δυρράχιο πέρασε το Φεβρουάριο του 1082 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στους Νορμανδούς υπό το Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και το γιο του Βοϊμόνδο, με τη Μάχη του Δυρραχίου. Ο Βυζαντινός έλεγχος αποκαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά η πόλη χάθηκε πάλι το 1185, αυτή τη φορά στο Νορμανδό Βασιλιά, Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας.
Το 1081, ο Αλέξιος Κομνηνός νικήθηκε στο Δυρράχιο από τους Νορμανδούς του Δούκα της Απουλίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, που διεκδικούσε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, για να «προστατεύσει» τα δικαιώματα του γαμπρού του.
Οι Νορμανδοί που σε συμμαχία με τον Πάπα Γρηγόριο Ζ κατέλαβαν την Κεφαλονιά και την Κέρκυρα προσπάθησαν να αποκλείσουν στην Αδριατική το στόλο της Βενετίας και πολιόρκησαν την βυζαντινή πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, το Δυρράχιο, με 30.000 άνδρες και 150 πλοία. Ο Αλέξιος Κομνηνός κατέφθασε με 20,000 άνδρες και στην αρχή, οι Βενετοί σύμμαχοι του Αλέξιου, νίκησαν τον στόλο του Ροβέρτου και διέλυσαν τη θαλάσσια πολιορκία.
Η μάχη κατά παράταξη έξω από το Δυρράχιο, η μεν βυζαντινή δεξιά πτέρυγα έτρεψε σε φυγή την αριστερή πλευρά τον Νορμανδών όμως οι Βαράγκοι, (Βίκινγκς) του Αλεξίου που τους καταδίωξαν, περικυκλώθηκαν και κατεσφάγησαν, οπότε ο Αλέξιος εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης αφήνοντας τη νίκη στον Ροβέρτο, που όμως είχε μεγαλύτερες απώλειες. Οι Νορμανδοί είχαν 10.000 νεκρούς εκ των οποίων οι 500 Ιππότες και οι Βυζαντινοί 5,000.
Από το Στρατό του Αλέξιου λιποτάκτησαν πάντως πολλοί Βούλγαροι και Τούρκοι μισθοφόροι. Ο Αλέξιος διατήρησε ένα στράτευμα περίπου 8.000 Ελλήνων. Μετά από αυτή τη μάχη, το Δυρράχιο, παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1082 και οι Νορμανδοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. 18 Οκτωβρίου 1081 μ.Χ. Μάχη του Δυρραχίου.
Οι Βάραγγοι, μετά από την αρχική επιτυχία ενάντια στις δυνάμεις των Ιταλονορμανδών, απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του στρατού, και την εκκλησία που προφύλασσαν μέσα καηκαν ολοσχερώς.
Οι Νορμανδοί υπό τον Robert Guiscard κατέλαβαν την πόλη, και αργότερα την κωμόπολη της Καστοριάς, που εφρουρείτο από Βαράγγους. Εντούτοις, ο Νορμανδικός στρατός εχρονοτρίβησε, και χάνοντας μια μάχη στη Λάρισσα, έχασε όλα τα κέρδη του μέσα σε τέσσερα έτη.
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204, ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Το Δεσποτάτο περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο (και την Αλβανία), την Αιτωλία, την Ακαρνανία και περιοχές της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Το 1317 ή 1318 η περιοχή καταλήφθηκε από τους Σέρβους και παρέμεινε στην εξουσία τους μέχρι τη δεκαετία του 1350. Την εποχή εκείνη οι Πάπες, υποστηριζόμενοι από τους Ανδεγαυούς αύξησαν τη διπλωματική και πολιτική δραστηριότητά τους στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τους Λατίνους επισκόπους, μεταξύ αυτών του αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου.
Η πόλη είχε γίνει θρησκευτικό του Καθολικισμού μετά την εγκατάσταση εκεί των Ανδεγαυών. Το 1272 εγκαταστάθηκε ένας Καθολικός αρχιεπίσκοπος και μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα υπήρχαν στο Δυρράχιο αρχιεπίσκοποι τόσο Καθολικός όσο και Ορθόδοξος. Δυο Ιρλανδοί προσκυνητές που επισκέφθηκαν την Αλβανία καθ' οδόν προς την Ιερουσαλήμ το 1322 ανέφεραν ότι το Δυρράχιο "κατοικείτο από Λατίνους, Έλληνες, άπιστους Εβραίους και βάρβαρους Αλβανούς". Το 1348 την περιοχή την κατέλαβαν προσωρινά Σέρβοι, υπό την αρχηγεία του Στέφανου Δουσάν, και αργότερα για ένα διάστημα κατέλαβαν κάποιες πόλεις Αρβανίτες.
Το 1359 το Δεσποτάτο πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου, αλλά όχι για πολύ. Λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση, η Ήπειρος ελέγχονταν από την Ιταλική οικογένεια των Τόκκων. Παρά την εναλλαγή διοικήσεων και κατακτητών, τουλάχιστον οι πόλεις της Ηπείρου διατηρούσαν κυρίως Ελληνικό πληθυσμό. Όπως αναφέρεται σε πανηγυρικό κείμενο που γράφτηκε μεταξύ 1427-1446, "Αι δε πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το ελληνικόν γένος, ...".
Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε την πόλη το 1392 και διατήρησε την πόλη, γνωστή ως Durazzo εκείνη την εποχή, ως τμήμα της Albania Veneta. Απέκρουσε μια πολιορκία από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ το 1461, αλλά υποτάχθηκε στις Οθωμανικές δυνάμεις το 1501. To Δυρράχιο είχε γίνει Χριστιανική πόλη πολύ νωρίς. Η επισκοπή της ιδρύθηκε το 58 και αναβαθμίστηκε σε αρχιεπισκοπή το 449.
Υπό την Τουρκική κυριαρχία πολλοί κάτοικοί της προσηλυτήσθηκαν στο Ισλάμ και ανεγέρθηκαν πολλά τζαμιά. Η πόλη μετονομάστηκε σε Ντιράτς αλλά υπό τους Οθωμανούς δεν ευημέρησε και η σημασία της υποχώρησε σημαντικά. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός της φέρεται να ήταν μόνο 1.000 άνθρωποι, σε περίπου 200 νοικοκυριά. Η παρακμή της επισημαινόταν στις αρχές του 20ού αιώνα από ξένους παρατηρητές : "Τα τείχη είναι ερειπωμένα, πλατάνια φυτρώνουν στα γιγαντιαία ερείπια της Βυζαντινής της ακρόπολης και το λιμάνι της, κάποτε άνετο και ασφαλές, σιγά - σιγά γεμίζει λάσπη". Κατά τα έτη 1899-1906 Μητροπολίτης Δυρραχίου διετέλεσε ο Προκόπιος Λαζαρίδης, ο οποίος όπου εργάστηκε με αφοσίωση για την πνευματική κατάρτιση των χριστιανών με ταυτόχρονη ειδική μέριμνα για τη στήριξη των κρυπτοχριστιανών της Βορείου Ηπείρου, που ήταν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής λόγω διώξεων που υφίσταντο.
Ο Ισμαήλ Κεμάλ ύψωσε την Αλβανική σημαία στις 26 Νοεμβρίου 1912, αλλά η πόλη καταλήφθηκε από το Βασίλειο της Σερβίας τρεις ημέρες αργότερα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Η πόλη έγινε η δεύτερη πρωτεύουσα της Αλβανίας στις 7 Μαρτίου 1914 υπό τη σύντομη εξουσία του Πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ. Παρέμεινε πρωτεύουσα της Αλβανίας μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1920, οπότε το Συνέδριο της Λούσνιε έκανε νέα πρωτεύουσα τα Τίρανα.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη καταλήφθηκε από την Ιταλία το 1915, την Αυστροουγγαρία το 1916-1918 και από τους Συμμάχους τον Οκτώβριο του 1918. Έχοντας επανέλθει στην Αλβανική κυριαρχία το Δυρράχιο έγινε προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας μεταξύ 1918 και Μαρτίου 1920.
Τη δεκαετία του 1930 είχε στην πόλη υποκατάστημα η Τράπεζα Αθηνών. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Δυρράχιο και η υπόλοιπη Αλβανία είχαν προσαρτηθεί στο Βασίλειο της Ιταλίας μεταξύ 1939-1943 και καταλήφθηκαν κατόπιν από τη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το 1944. Η στρατηγική σημασία του Δυρραχίου ως λιμανιού το κατέστησε σημαντικό στρατιωτικό στόχο και για τις δύο πλευρές. Ήταν το σημείο της αρχικής Ιταλικής απόβασης στις 7 Απριλίου 1939 καθώς και το εφαλτήριο για την αποτυχημένη Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές από Συμμαχικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι λιμενικές εγκαταστάσεις ανατινάχτηκαν από τους υποχωρούντες Γερμανούς το 1944.
Πηγή
Η μεγάλη φρυγική μετανάστευση θα έχει ως αποτέλεσμα η περιοχή της κεντρικής Αλβανίας να περάσει στην κατοχή ενός λαού, που αναφέρεται στις ιστορικές πηγές ως Βρύγες. Αυτά τα γεγονότα τοποθετούνται στην διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. και η κατάληψη της περιοχής της Επιδάμνου από τους Βρύγες, λίγο αργότερα, γύρω στο 1080-1050 π.Χ.
Στην συνέχεια σημειώνεται η άφιξη των πρώτων ιλλυρικών φύλων στην περιοχή, των Ταυλαντίων και των Παρθίνων, που προσδιορίζεται χρονικά γύρω στο 1050-1000 π.Χ. Το δεύτερο μέρος της Φρυγικής κυριαρχίας, η Ύστερη Φρυγική Περίοδος τοποθετείται μεταξύ 950 - 800 π.Χ. Σημειώνεται απώλεια της κυριαρχίας των Φρυγών βορείως της λίμνης Αχρίδος και του ποταμού Γενούσου (Σκούμπι), λόγω της ισχυροποιήσεως και επεκτάσεως των Ιλλυρικών φύλων.
Οι Φρύγες, θα συνεχίσουν να επικοινωνούν μέχρι το 850 π.Χ. περίπου, με τις Δυτικές περιοχές τους στα παράλια της Αδριατικής και την Ιταλία, μέσω της πεδιάδας της Κορυτσάς, όπου η αρχαιολογική έρευνα διαπίστωσε ότι οι τελευταίες ταφές που αποδίδονται σε Φρύγες διακόπτονται τότε. Τα προϊόντα που εξάγονται από τις Φρυγικές περιοχές της Μακεδονίας ήσαν κυρίως μεταλλικά αντικείμενα (οι Φρύγες σπουδαίοι μεταλλουργοί), υφαντά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Το βασικό θεμέλιο της Οικονομίας τους αποτελούσε η συστηματική κτηνοτροφία, που ήταν και η κύρια πηγή πλούτου.
Γύρω στο 800 π.Χ. σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις: Οι Φρύγες αποχωρούν από την Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και σύμφωνα με την παράδοση, μεταναστεύουν μαζικά προς την Μικρά Ασία, όπου ήδη είχε καταλήξει ένα σημαντικό τμήμα της Φρυγικής μετανάστευσης του 12ου αιώνα π.Χ. Ως βασική αιτία η εντεινόμενη πίεση των πολεμοχαρών Ιλλυρικών φύλων, τα οποία ήδη χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα σε μεγάλες ποσότητες, γεγονός που τους προσέδιδε σαφή πολεμική υπεροχή.
Η Επίδαμνος είναι αρχαία ελληνική πόλη, που ιδρύθηκε το 627 π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων στις ιλλυρικές ακτές και ονομάζεται τώρα Δυρράχιο. Αν και αποικίστηκε από Κερκυραίους πολίτες, αρχηγός της αποικίας ήταν ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας ο γιος του Ερατοκλείδη. Αυτό είχε γίνει προς τιμή της αρχικής μητρόπολης, αφού η Κόρινθος ήταν μητρόπολη της Κέρκυρας.
Η πόλη της Επιδάμνου έγινε γνωστή για τις εμπορικές δραστηριότητές της, αλλά και για το γεγονός ότι οι διαμάχες της αποτέλεσαν μια από τις αφορμές για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η Επίδαμνος άκμαζε εμπορικά και πολιτισμικά, αλλά είχε έντονες πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της και σημαντικές τριβές με τους ντόπιους, τους "βαρβάρους Ταυλαντίους" που ανήκαν στο ιλλυρικό έθνος και ζούσαν στην ενδοχώρα ή πάντως κοντά στην ελληνική αποικία. Ο Στράβων μνημονεύει τους Ταυλάντιους μαζί με άλλα γειτονικά τους φύλα, τους Βυλλίονες, τους Παρθίνους και τους Βρύγους (=Βρύγες, Φρύγες).
Οι νεώτεροι ιστορικοί έχουν ανιχνεύσει την αρχαιότερη Ιστορία των Ταυλαντίων και των λαών της περιοχής, μέχρι τις απαρχές της. Σύμφωνα λοιπόν με τις πλέον πρόσφατες απόψεις οι Ταυλάντιοι αποτελούσαν μια ομάδα φύλων (ένα από αυτά ήσαν οι Άβροι), που κυριάρχησε κατά περιόδους το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδος μεταξύ των ποταμών Αώου στα νότια και Δρίλωνος στον βορρά.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ : "Βρισκόμαστε μπροστά στην ίδρυση μιας νέας αποικίας που στελεχώνεται κυρίως από Κερκυραίους, αλλά την ηγεσία ασκεί Κορίνθιος, αφού οι πατροπαράδοτοι νόμοι ορίζουν ότι κάθε αποικία οφείλει να τιμά την μητρόπολη και η Κέρκυρα ήταν αποικία των Κορινθίων. Μ’ άλλα λόγια μια αποικία (η Κέρκυρα) ιδρύει μια νέα αποικία (την Επίδαμνο) πράγμα που σημαίνει ότι η τελική αφετηρία όλων είναι η Κόρινθος: «Με τον καιρό η Επίδαμνος έγινε πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπη.
Ύστερα όμως από εμφύλιες διαμάχες που κράτησαν, όπως λέγεται, πολλά χρόνια, κάποιος πόλεμος με τους γειτονικούς βαρβάρους έφερε σε παρακμή την Επίδαμνο και τη στέρησε από το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της. Τέλος, λίγα χρόνια πριν αρχίσει ο πόλεμος που εξιστορώ, οι δημοκρατικοί της Επιδάμνου έδιωξαν τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους κι έκαναν ληστρικές επιδρομές εναντίον των κατοίκων της πόλης κι από στεριά κι από θάλασσα.
Οι Επιδάμνιοι, επειδή βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, έστειλαν πρέσβεις στην Κέρκυρα, που ήταν μητρόπολή τους, ζητώντας να μην βλέπει αδιάφορη την καθημερινή φθορά τους, αλλά να βοηθήσει να συμβιβαστούν με τους εξόριστους ολιγαρχικούς και να κλειστεί ειρήνη με τους βαρβάρους".....
Οι Κερκυραίοι όμως αρνήθηκαν τη βοήθεια κι έστειλαν πίσω τους πρέσβεις άπρακτους. Τα αίτια της άρνησης δεν ξεκαθαρίζονται. Το σίγουρο είναι ότι οι Επιδάμνιοι, μπροστά στο αδιέξοδο, θυμήθηκαν ξανά την Κόρινθο, ως πρωταρχική μητρόπολη, αφού ιδρυτής της πόλης ήταν Κορίνθιος. Έστειλαν μάλιστα και απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών προκειμένου να μάθουν τη γνώμη των θεών για το αν πρέπει να απευθυνθούν στην Κόρινθο.
Όταν έλαβαν τη θετική απάντηση του μαντείου έστειλαν αμέσως πρέσβεις στην Κόρινθο: «Οι Κορίνθιοι υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, τόσο γιατί πίστευαν ότι ενεργούσαν σύμφωνα με το δίκιο μια και θαρρούσαν πως η Επίδαμνος δεν ήταν λιγότερο δική τους αποικία απ’ ό,τι των Κερκυραίων όσο και γιατί μισούσαν τους Κερκυραίους, επειδή, αν κι ήταν άποικοί τους, παραμελούσαν τις υποχρεώσεις τους απέναντί τους...... "Γιατί οι Κερκυραίοι, αν και αρχικώς αδιάφοροι, όταν μαθαίνουν την επέμβαση των Κορινθίων, γίνονται έξαλλοι.
Η μέχρι πρότινος άρνησή τους δεν έχει καμιά σημασία μπροστά στις ανεπιθύμητες εξελίξεις, αφού η αλαζονεία της δεδομένης κτήσης είναι η περιφρόνηση που γεννά ο εφησυχασμός και που μετατρέπεται σε θανάσιμο μίσος όταν κλονίζεται από αναπάντεχους ανταγωνιστές. Οι Κερκυραίοι υποτίμησαν το δράμα των Επιδάμνιων και προφανώς δεν θεώρησαν τους Ταυλάντιους σοβαρή απειλή για την κυριαρχία του τόπου."
Ο Θουκυδίδης το καθιστά σαφές από την αρχή: «Για να εξηγήσω τους λόγους που οδήγησαν στη διάλυση της ειρήνης, πρώτα πρώτα έγραψα για τις αιτίες των παραπόνων που είχε ο ένας εναντίον του άλλου και για τις διαφορές τους, ώστε να μην ψάχνει κανείς μελλοντικά να βρει γιατί έγινε ένας τόσο μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες. Η πιο αληθινή λοιπόν, αλλά και η λιγότερο ομολογούμενη αιτία ήταν, νομίζω, το γεγονός ότι η δύναμη των Αθηναίων γινόταν όλο και πιο μεγάλη, πράγμα που φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν».
Οι Κερκυραίοι, βαθείς γνώστες του ιμπεριαλιστικού παιχνιδιού, όταν στέλνουν πρέσβεις στους Αθηναίους για να ζητήσουν βοήθεια μπαίνουν αμέσως στο ψητό: «Όσο για τον πόλεμο, στον οποίο εμείς θα μπορούσαμε να σας φανούμε χρήσιμοι, αν κανείς σας νομίζει πως τούτος δε θα γίνει, πλανιέται και δεν καταλαβαίνει πως οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή σας φοβούνται, θέλουν τον πόλεμο, κι ότι οι Κορίνθιοι, που είναι εχθροί σας κι έχουν μεγάλη επιρροή πάνω τους, χτυπούν σήμερα εμάς για να επιτεθούν κατόπιν εναντίον σας».
Το 314 π.Χ. η Επίδαμνος κατελήφθη από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας, αλλά οι Κερκυραίοι θεώρησαν πιο σύμφορο η πόλη να διοικείται από Ιλλυριούς. Εξεδίωξαν τον Κάσσανδρο και παρέδωσαν την Επίδαμνο στον Ιλλυριό βασιλιά Γλαυκία. Κάποια στιγμή ως βασίλισσα της περιοχής αναφέρεται η Τεύτα, ιλλυρικής εθνότητας επίσης. Το 296 π.Χ., η περιοχή των Ταυλαντίων θα προσαρτηθεί στο Βασίλειο του Πύρρου της Ηπείρου.
Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το 272 π.Χ. και την γοργή παρακμή της Ηπείρου, οι Ταυλάντιοι θα ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, αλλά σύντομα θα υποταχθούν στην ανερχόμενη δύναμη των Δαρδάνων. Το δεύτερο όμως μισό του 3ου αιώνα π.Χ. είναι η εποχή της ακμής των Αρδιαίων και του ηγεμόνα τους Άγρωνος, οι οποίοι όχι μόνον θα κυριαρχήσουν στην Ιλλυρίδα, αλλά θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Οι Ρωμαίοι, τους οποίους οι Αρδιαίοι παρενοχλούσαν συχνά και απειλούσαν την κυριαρχία τους στην Αδριατική, μετά την οριστική κατάκτηση της Μακεδονίας το 168/167 π.Χ. θα στραφούν τελικώς εναντίον του ηγεμόνος των Αρδιαίων Γένθιου, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τους Μακεδόνες. Μέσα σε 30 μέρες οι Αρδιαίοι θα συντριβούν και ο Γένθιος, η σύζυγός του Ετλέβα, ο αδελφός του Καραβάντιος και τα δυό του παιδιά, Σκερδιλαΐδας και Πλευράτος θα σταλούν αλυσσοδεμένοι στην Ρώμη. Οι Ταυλάντιοι, που βοήθησαν τους Ρωμαίους θα ανταμειφθούν με αυτονομία και απαλλαγή από τον φόρο υποτελείας.
Η πόλη κατελήφθη από τους Ρωμαίους και το 229 π.Χ. οι Ιλλυριοί επανήλθαν για να τη διεκδικήσουν. Κατέλαβαν προσωρινά την Κέρκυρα και την Επίδαμνο, αλλά οι Ρωμαίοι αστραπιαία ανακατέλαβαν και τις δύο. Από τότε η πόλη έμεινε σε ρωμαϊκά χέρια και αναφέρεται στο εξής ως Δυρράχιο επειδή η λατινική επιρροή μετέβαλε σε δυσοίωνο το αρχαιοελληνικό όνομά της -στα λατινικά το δεύτερο συνθετικό παρέπεμπε στο επίθετο damno που σήμαινε καταραμένο και καταδικασμένο σε θάνατο. Οι Ταυλάντιοι θα έχουν την τύχη των υπολοίπων ιλλυρικών φύλων στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας και βαθμιαία θα εξαφανισθούν από τις ιστορικές αναφορές.
Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας.
Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχία), με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη «Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova), που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών.
H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Η «Νέα Ήπειρος» με πρωτεύουσα το Δυρράχιο είχε συμπεριλάβει στα όρια της την νότια και κεντρική Αλβανία (2/3 της χώρας περίπου) ανήκε αρχικά στην ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας. Η Νέα Ήπειρος (Epirus Nova) ή Ελληνική Ιλλυρία (Illyria Graeca) ή κυρίως Ιλλυρία (Illyris proper) ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε από τον Διοκλητιανό κατά την αναδιάρθρωση των μεθοριακών επαρχιών. Μέχρι τότε η επαρχία ανήκε στην επαρχία της Μακεδονίας. Το Δυρράχιο (ή Επίδαμνος) καθιερώθηκε ως πρωτεύουσα της Νέας Ηπείρου.
Η περιοχή της Νέας Ηπείρου αντιστοιχούσε σε ένα τμήμα της Ιλλυρίας που ήταν τότε «εν μέρει Ελληνικό και εν μέρει εξελληνισμένο». Η οικονομία τονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, την εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις πόλεις, και την ίδρυση Ρωμαϊκών αποικιών. Η Αυτοκρατορική κυβέρνηση έφερε, μαζί με τους δρόμους και το διοικητικό της σύστημα, την οικονομική άνθηση, που ωφέλησε τόσο τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη όσο και τα λαϊκά στρώματα. Με τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και πλούσια βοσκοτόπια, οι μεγάλες ηγετικές οικογένειες συσσώρευσαν τεράστιες περιουσίες, που βασίζονταν στην εργασία δούλων.
Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων επέφερε αύξηση του αριθμού των τεχνιτών και βιοτεχνών στην περιοχή. Πετράδες, ανθρακωρύχοι, σιδεράδες, κ.α. απασχολούντο σε κάθε είδους εμπορική δραστηριότητα και τέχνη. Ελληνες επίσης απασχολούντο ευρέως ως καθηγητές, δάσκαλοι και γιατροί σε όλο το Ρωμαϊκό κόσμο. Η οικονομία εξαγωγών βασιζόταν ουσιαστικά στη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ εξάγονταν επίσης σίδηρος, χαλκός και χρυσός, μαζί με προϊόντα, όπως ξυλεία, ρητίνη, πίσσα, κάνναβη, λινάρι και ψάρις.
Η Ήπειρος περιήλθε στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.χ.. Η Υπαρχία Ιλλυρικού ή Επαρχότης του πραιτορίου του Ιλλυρικού ήταν μια από τις τέσσερις Υπαρχίες στις οποίες διαιρούνταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε οι Υπαρχίες αντικαταστάθηκαν με τα βυζαντινά Θέματα. Το διοικητικό κέντρο της Υπαρχίας ήταν το Σίρμιο (375-379) στην Παννονία και μετά το 379 η Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης έμεινε ως Ύπαρχος ως τον 9ο αιώνα, αλλά λίγο πριν το 840 δημιουργήθηκε χωριστό Θέμα Θεσσαλονίκης με επικεφαλής στρατηγό.
Ο Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος (431 -518) Βυζαντινός αυτοκράτοραςαπό το 491 έως το 518. Ο Φλάβιος Αναστάσιος γεννήθηκε περί το 431 στο Δυρράχιο από γονείς ταπεινής καταγωγής και είχε ένα ιδιαίτερο φυσικό χαρακτηριστικό. Οι κόρες των ματιών του είχαν διαφορετικό χρώμα, έτσι το ένα μάτι φαινόταν μαύρο ενώ το άλλο γαλανό, για αυτό και τον ονόμαζαν Δίκορο. Πολύ νέος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός στην υπηρεσία των ανακτόρων. Προήχθη σε δευτερεύουσα θέση αυλικού, αυτή του σιλεντιάριου.
Απέκτησε όμως φήμη για τις διοικητικές του ικανότητες και εξασφάλισε την εύνοια της κόρης του αυτοκράτορα Λέοντα Α’, Αριάδνης. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα πλέον αυτοκράτειρα, Αριάδνη, προώθησε και ανέβασε στο θρόνο, στις 11 Απριλίου 491, τον εκλεκτό της αυλικό Αναστάσιο. Σαράντα ημέρες μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, τον παντρεύτηκε, εξακολουθώντας έτσι να αναμειγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Για την εξασφάλιση των συνόρων ο Αναστάσιος έκτισε το οχυρό Δάρας στην Μεσοποταμία, το οποίο αναπτύχθηκε σε πόλη που ονομάστηκε Αναστασιούπολη.
Ήταν από τους ελάχιστους αυτοκράτορες που άφησε γεμάτα τα δημόσια ταμεία, εφόσον μετά τον θάνατό του υπήρχαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο 350.000 λίτρες χρυσού. Από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα του ήταν η κατασκευή νέου τείχους γύρω από την πρωτεύουσα, το οποίο περιέλαβε όλα τα κτίσματα που είχαν κτισθεί πέρα από το Θεοδοσιανό τείχος. Έτσι έκτισε το Αναστασιανό τείχος της Κωνσταντινούπολης, ενισχυμένο με πύργους που επικοινωνούσαν με εσωτερικούς διαδρόμους.
Ο Αναστάσιος πέθανε το 518 χωρίς να αφήσει απογόνους. Είχε βέβαια τρεις ανεψιούς, από τους οποίους όμως δεν εξέλεξε κανένα για διάδοχό του. Πολλοί σύγχρονοί του έγραψαν ατελείωτους επαίνους για τα έργα του και την προσφορά του στην αυτοκρατορία, ενώ άλλοι τον πολέμησαν με φανατισμό, επικρίνοντας τα θρησκευτικά του πιστεύω και τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, μπορεί μεν να μην έφερε το χρυσό αιώνα στο Βυζάντιο, πέτυχε όμως όσο λίγοι να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς κινδύνους, να ανακουφίσει τις λαϊκές μάζες, να προάγει την τεχνολογία, την οικονομία και τη δικαιοσύνη.
Τον 4ο αιώνα το Δυρράχιο έγινε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας "Epirus nova". Υπήρξε η γενέτειρα του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ το 430. Λίγο αργότερα το Δυρράχιο χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό που κατέστρεψε τις οχυρώσεις της πόλης.
Ο Αναστάσιος Α΄ ξανάχτισε και ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, δημιουργώντας έτσι τις ισχυρότερες οχυρώσεις στα δυτικά Βαλκάνια. Τα ύψους 12 μέτρων τείχη ήταν τόσο παχιά που, σύμφωνα με τη Βυζαντινή ιστορικό Άννα Κομνηνή τέσσερις ιππείς μπορούσαν να ιππεύουν πάνω τους παράλληλα. Διατηρούνται ακόμη σημαντικά τμήματα των οχυρώσεων της αρχαίας πόλης, αν και έχουν απομειωθεί πολύ με την πάροδο των αιώνων.
Το Κάστρο του Δυρραχίου είναι ένα κάστρο, κτίσμα του 5ου ή 6ου αιώνα, που βρίσκεται στο Δυρράχιο, της σημερινής Αλβανίας. Το κάστρο χτίστηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αναστάσιο Α΄. Εκείνη την εποχή ο Αναστάσιος έκανε την πόλη μία από τις πιο οχυρωμένες πόλεις στην Αδριατική. Επισκευές έγιναν σε πολλά τμήματα του τείχους μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1273. Αυτή τη στιγμή μεσαιωνικά τείχη έχουν 4,6 μέτρα ύψος και τρεις πύλες, μερικοί από τους πύργους οχύρωσης σώζονται σχεδόν στο ένα τρίτο του αρχικού μήκους των τειχών του κάστρου.
Το Δυρράχιο και οι γύρω επαρχίες υπέφεραν πολύ από βαρβαρικές επιδρομές κατά τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Πολιορκήθηκε το 481 από το Θευδέριχο το Μέγα, βασιλιά των Οστρογότθων, και τους επόμενους αιώνες αναγκάστηκε να αποκρούσει πολλές επιθέσεις των Βουλγάρων. Aνεπηρέαστη από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη διατηρήθηκε υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως σημαντικό λιμάνι και κύριος κόμβος μεταξύ Αυτοκρατορίας και Δυτικής Ευρώπης. Η πόλη και οι γύρω ακτές αποτέλεσαν Βυζαντινή επαρχία (το Θέμα του Δυρραχίου) στις αρχές του 9ου αιώνα.
Η Βυζαντινή κυριαρχία αμφισβητήθηκε από τους Βουλγάρους υπό το Συμεών το Μέγα, αλλά έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα, οπότε ο Σαμουήλ της Βουλγαρίας κατέλαβε την πόλη και την κράτησε μέχρι το 1005. Το Δυρράχιο πέρασε το Φεβρουάριο του 1082 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στους Νορμανδούς υπό το Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και το γιο του Βοϊμόνδο, με τη Μάχη του Δυρραχίου. Ο Βυζαντινός έλεγχος αποκαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά η πόλη χάθηκε πάλι το 1185, αυτή τη φορά στο Νορμανδό Βασιλιά, Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας.
Το 1081, ο Αλέξιος Κομνηνός νικήθηκε στο Δυρράχιο από τους Νορμανδούς του Δούκα της Απουλίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, που διεκδικούσε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, για να «προστατεύσει» τα δικαιώματα του γαμπρού του.
Οι Νορμανδοί που σε συμμαχία με τον Πάπα Γρηγόριο Ζ κατέλαβαν την Κεφαλονιά και την Κέρκυρα προσπάθησαν να αποκλείσουν στην Αδριατική το στόλο της Βενετίας και πολιόρκησαν την βυζαντινή πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, το Δυρράχιο, με 30.000 άνδρες και 150 πλοία. Ο Αλέξιος Κομνηνός κατέφθασε με 20,000 άνδρες και στην αρχή, οι Βενετοί σύμμαχοι του Αλέξιου, νίκησαν τον στόλο του Ροβέρτου και διέλυσαν τη θαλάσσια πολιορκία.
Η μάχη κατά παράταξη έξω από το Δυρράχιο, η μεν βυζαντινή δεξιά πτέρυγα έτρεψε σε φυγή την αριστερή πλευρά τον Νορμανδών όμως οι Βαράγκοι, (Βίκινγκς) του Αλεξίου που τους καταδίωξαν, περικυκλώθηκαν και κατεσφάγησαν, οπότε ο Αλέξιος εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης αφήνοντας τη νίκη στον Ροβέρτο, που όμως είχε μεγαλύτερες απώλειες. Οι Νορμανδοί είχαν 10.000 νεκρούς εκ των οποίων οι 500 Ιππότες και οι Βυζαντινοί 5,000.
Από το Στρατό του Αλέξιου λιποτάκτησαν πάντως πολλοί Βούλγαροι και Τούρκοι μισθοφόροι. Ο Αλέξιος διατήρησε ένα στράτευμα περίπου 8.000 Ελλήνων. Μετά από αυτή τη μάχη, το Δυρράχιο, παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1082 και οι Νορμανδοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. 18 Οκτωβρίου 1081 μ.Χ. Μάχη του Δυρραχίου.
Οι Βάραγγοι, μετά από την αρχική επιτυχία ενάντια στις δυνάμεις των Ιταλονορμανδών, απομονώθηκαν από το κύριο σώμα του στρατού, και την εκκλησία που προφύλασσαν μέσα καηκαν ολοσχερώς.
Οι Νορμανδοί υπό τον Robert Guiscard κατέλαβαν την πόλη, και αργότερα την κωμόπολη της Καστοριάς, που εφρουρείτο από Βαράγγους. Εντούτοις, ο Νορμανδικός στρατός εχρονοτρίβησε, και χάνοντας μια μάχη στη Λάρισσα, έχασε όλα τα κέρδη του μέσα σε τέσσερα έτη.
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204, ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Το Δεσποτάτο περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο (και την Αλβανία), την Αιτωλία, την Ακαρνανία και περιοχές της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Το 1317 ή 1318 η περιοχή καταλήφθηκε από τους Σέρβους και παρέμεινε στην εξουσία τους μέχρι τη δεκαετία του 1350. Την εποχή εκείνη οι Πάπες, υποστηριζόμενοι από τους Ανδεγαυούς αύξησαν τη διπλωματική και πολιτική δραστηριότητά τους στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τους Λατίνους επισκόπους, μεταξύ αυτών του αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου.
Η πόλη είχε γίνει θρησκευτικό του Καθολικισμού μετά την εγκατάσταση εκεί των Ανδεγαυών. Το 1272 εγκαταστάθηκε ένας Καθολικός αρχιεπίσκοπος και μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα υπήρχαν στο Δυρράχιο αρχιεπίσκοποι τόσο Καθολικός όσο και Ορθόδοξος. Δυο Ιρλανδοί προσκυνητές που επισκέφθηκαν την Αλβανία καθ' οδόν προς την Ιερουσαλήμ το 1322 ανέφεραν ότι το Δυρράχιο "κατοικείτο από Λατίνους, Έλληνες, άπιστους Εβραίους και βάρβαρους Αλβανούς". Το 1348 την περιοχή την κατέλαβαν προσωρινά Σέρβοι, υπό την αρχηγεία του Στέφανου Δουσάν, και αργότερα για ένα διάστημα κατέλαβαν κάποιες πόλεις Αρβανίτες.
Το 1359 το Δεσποτάτο πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου, αλλά όχι για πολύ. Λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση, η Ήπειρος ελέγχονταν από την Ιταλική οικογένεια των Τόκκων. Παρά την εναλλαγή διοικήσεων και κατακτητών, τουλάχιστον οι πόλεις της Ηπείρου διατηρούσαν κυρίως Ελληνικό πληθυσμό. Όπως αναφέρεται σε πανηγυρικό κείμενο που γράφτηκε μεταξύ 1427-1446, "Αι δε πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το ελληνικόν γένος, ...".
Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε την πόλη το 1392 και διατήρησε την πόλη, γνωστή ως Durazzo εκείνη την εποχή, ως τμήμα της Albania Veneta. Απέκρουσε μια πολιορκία από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ το 1461, αλλά υποτάχθηκε στις Οθωμανικές δυνάμεις το 1501. To Δυρράχιο είχε γίνει Χριστιανική πόλη πολύ νωρίς. Η επισκοπή της ιδρύθηκε το 58 και αναβαθμίστηκε σε αρχιεπισκοπή το 449.
Υπό την Τουρκική κυριαρχία πολλοί κάτοικοί της προσηλυτήσθηκαν στο Ισλάμ και ανεγέρθηκαν πολλά τζαμιά. Η πόλη μετονομάστηκε σε Ντιράτς αλλά υπό τους Οθωμανούς δεν ευημέρησε και η σημασία της υποχώρησε σημαντικά. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός της φέρεται να ήταν μόνο 1.000 άνθρωποι, σε περίπου 200 νοικοκυριά. Η παρακμή της επισημαινόταν στις αρχές του 20ού αιώνα από ξένους παρατηρητές : "Τα τείχη είναι ερειπωμένα, πλατάνια φυτρώνουν στα γιγαντιαία ερείπια της Βυζαντινής της ακρόπολης και το λιμάνι της, κάποτε άνετο και ασφαλές, σιγά - σιγά γεμίζει λάσπη". Κατά τα έτη 1899-1906 Μητροπολίτης Δυρραχίου διετέλεσε ο Προκόπιος Λαζαρίδης, ο οποίος όπου εργάστηκε με αφοσίωση για την πνευματική κατάρτιση των χριστιανών με ταυτόχρονη ειδική μέριμνα για τη στήριξη των κρυπτοχριστιανών της Βορείου Ηπείρου, που ήταν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής λόγω διώξεων που υφίσταντο.
Ο Ισμαήλ Κεμάλ ύψωσε την Αλβανική σημαία στις 26 Νοεμβρίου 1912, αλλά η πόλη καταλήφθηκε από το Βασίλειο της Σερβίας τρεις ημέρες αργότερα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Η πόλη έγινε η δεύτερη πρωτεύουσα της Αλβανίας στις 7 Μαρτίου 1914 υπό τη σύντομη εξουσία του Πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ. Παρέμεινε πρωτεύουσα της Αλβανίας μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1920, οπότε το Συνέδριο της Λούσνιε έκανε νέα πρωτεύουσα τα Τίρανα.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη καταλήφθηκε από την Ιταλία το 1915, την Αυστροουγγαρία το 1916-1918 και από τους Συμμάχους τον Οκτώβριο του 1918. Έχοντας επανέλθει στην Αλβανική κυριαρχία το Δυρράχιο έγινε προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας μεταξύ 1918 και Μαρτίου 1920.
Τη δεκαετία του 1930 είχε στην πόλη υποκατάστημα η Τράπεζα Αθηνών. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Δυρράχιο και η υπόλοιπη Αλβανία είχαν προσαρτηθεί στο Βασίλειο της Ιταλίας μεταξύ 1939-1943 και καταλήφθηκαν κατόπιν από τη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το 1944. Η στρατηγική σημασία του Δυρραχίου ως λιμανιού το κατέστησε σημαντικό στρατιωτικό στόχο και για τις δύο πλευρές. Ήταν το σημείο της αρχικής Ιταλικής απόβασης στις 7 Απριλίου 1939 καθώς και το εφαλτήριο για την αποτυχημένη Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές από Συμμαχικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι λιμενικές εγκαταστάσεις ανατινάχτηκαν από τους υποχωρούντες Γερμανούς το 1944.
Πηγή