Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Η αρπαγή του διάσημου κρατήρα του Ευφρονίου. Πώς το ωραιότερο ελληνικό αγγείο έφτασε με τεχνάσματα αρχαιοκάπηλων στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν.Υόρκης. Που βρίσκεται τώρα

«Είναι το ωραιότερο ελληνικό αγγείο στον κόσμο», έγραφε η εφημερίδα New York Times.

Οι Αμερικανοί είχαν εντυπωσιαστεί στη θέα του ενός κρατήρα που είχε πλάσει ο αρχαίος Έλληνας αγγειοπλάστης Ευξίθεος και τον είχε ζωγραφίσει ο Ευφρόνιος κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Για χρόνια ήταν το καμάρι του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη, αλλά η διαδρομή του μέχρι εκεί, ήταν σκιώδης.

Σχεδόν αμέσως μόλις εκτέθηκε, διατυπώθηκαν υποψίες ότι είναι προϊόν λαθρανασκαφής. Κανένας δεν πίστεψε ότι το αγγείο έφτασε τα χέρια του μουσείου από ιδιωτική συλλογή. Έτσι, ξεκίνησε μια πολύχρονη έρευνα για την αποκάλυψη της αλήθειας.

«Η ζωγραφική του είναι εφάμιλλη ενός Ντα Βίντσι και ενός Ντύρερ. Η δραματουργική του σύνθεση έχει την ένταση των καλύτερων συνθέσεων του Ρέμπραντ. Η αρχιτεκτονική του είναι επιπέδου Παρθενώνα σε μικρογραφία.

Ο καλλιτέχνης υπήρξε καινοτόμος όπως και ο Πάμπλο Πικάσο. Η κατάσταση του είναι συγκλονιστική», είχε δηλώσει στον συγγραφέα Ανδρέα Αποστολίδη ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη, Τόμας Χόβινγκ, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «ο καρχαρίας των συλλογών».

Οι εκπληκτικές παραστάσεις στον κρατήρα του Ευφρονίου


Οι αρχαίοι Έλληνες στα συμπόσια έπιναν το κρασί τους πάντα αραιωμένο. Για αυτό χρησιμοποιούσαν κρατήρες για την ανάμειξη νερού και κρασιού. Ο κρατήρας του Αθηναίου ζωγράφου Ευφρονίου ήταν ένα τεράστιο αγγείο που χωρούσε 45 λίτρα. Αυτό που το καθιστούσε μοναδικό ήταν ότι είχε διασωθεί για αιώνες ακέραιο. Ήταν άψογο κατά 99,44%!

Ο Ευφρόνιος θεωρείται ένας από τους καλύτερους ζωγράφους της αρχαϊκής εποχής. Ανήκε στην ομάδα των πρωτοπόρων ζωγράφων, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν έτσι γιατί στις αγγειογραφίες τους απέδωσαν το ανθρώπινο σώμα σε διάφορες στάσεις, σύμφωνα με τα πρότυπα της γλυπτικής.

Ο κρατήρας απεικόνιζε τον θάνατο του μυθικού Σαρπηδόνα, ο οποίος ήταν γιος του Δία και της Λαοδάμειας. Κατά την Ιλιάδα του Ομήρου ο Σαρπηδόνας σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο στον Τρωικό πόλεμο. Η κύρια σκηνή του αγγείου δείχνει τον Θάνατο και τον Ύπνο να μαζεύουν το νεκρό σώμα του Σαρπηδόνα για να μην το βεβηλώσουν οι εχθροί. Στο βάθος φαίνεται να παρακολουθεί ο ψυχοπομπός Ερμής.

Ο Ευφρόνιος ζωγράφισε την αναπαράσταση με μεγάλη λεπτομέρεια. Το αγγείο είχε πάνω του χαραγμένες χιλιάδες γραμμές, χωρίς όμως να επικαλύπτει η μία την άλλη, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει πάνω σε υγρό πηλό. Υπολογίζεται ότι ο Ευφρόνιος είχε περίπου μια ώρα για να ζωγραφίσει όλον τον κρατήρα, καθώς ο πηλός άρχιζε να στεγνώνει και να ξεραίνεται.

Η οδύσσεια του κρατήρα


Όλα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1971. Ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου, Τόμας Χόβινγκ δέχτηκε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα από τη Ρώμη. Τον ζητούσε η Ελίζαμπεθ Χεχτ, η σύζυγος ενός μεγάλου εμπόρου αρχαιοτήτων, του Μπομπ Χεχτ. Του αποκάλυψε ότι ο άνδρας της είχε παραλάβει ένα «εξαιρετικό κομμάτι» και σε λίγο θα το έβγαζε «στο σφυρί». Στο παρελθόν ο Χεχτ είχε προβλήματα με τις τουρκικές αρχές, όταν είχε προσπαθήσει να βγάλει εκτός χώρας απαγορευμένες αρχαιότητες. Όμως, δεν είχε συλληφθεί ποτέ.

Τον Φεβρουάριο του 1972 ο έφορος αρχαιοτήτων του Μουσείου, Ντήτριχ φον Μπότμερ και ο Χόβινγκ άρχισαν να δέχονται κωδικοποιημένα γράμματα από τον Χεχτ, ο οποίος τους έλεγε πως είχε κρυμμένο στην Ελβετία ένα πολύτιμο αρχαιολογικό εύρημα. Οι ισχυρισμοί του άρχισαν να τους κινούν την περιέργεια. Μερικούς μήνες αργότερα πέταξε στη Νέα Υόρκη για να τους δείξει σε φωτογραφίες τον κρατήρα. Οι υπεύθυνοι του μουσείου εντυπωσιάστηκαν και αμέσως έστειλαν αντιπροσωπεία στην Ελβετία για να εξετάσει την αυθεντικότητα του αρχαίου κρατήρα. Ο Μπότμερ είπε:

Μόλις  είδα τον κρατηρα ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι σαν να είχα φάει γροθιά, αλλά μια γροθιά σκέτη ηδονή

Στη συνάντηση ο Χεχτ έδειξε στον Χόβινγκ και έναν κύλικα με τον Σαρπηδόνα να αιμορραγεί, καθώς τον σηκώνει στην πλάτη του ο Θάνατος. Όμως, ο Χόβινγκ αρνήθηκε γιατί φοβόταν μην το παρακάνει. Ήθελε μόνο τον κρατήρα. Ο Χεχτ ζητούσε το αστρονομικό ποσό του 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν τα παζάρια για την απόκτηση του κρατήρα, που διήρκεσαν μήνες. Παράλληλα, ο Χόβινγκ είχε κάνει συμφωνία με την UNESCO, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να πιστοποιείται η προέλευση των αρχαίων και έτσι ζήτησε από τον Χεχτ αποδείξεις ότι δεν είναι προϊόν λαθρανασκαφής.

Ο Χεχτ ισχυρίστηκε ότι ο κρατήρας ανήκε σε έναν έμπορο τέχνης που κατοικούσε στη Βηρυτό, τον Ντικράν Σαραφιάν. Ως αποδεικτικά στοιχεία του έδωσε δυο γράμματα που του είχε στείλει ο Σαραφιάν, στα οποία ανέφερε ότι είχε ένα αγγείο αγνώστου προέλευσης, το οποίο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. «Το αγόρασε σε ανταλλαγή με ιδιώτη για μια συλλογή ελληνικών και ρωμαϊκών χρυσών νομισμάτων, Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1920 στο Λονδίνο», έγραφε.

Ο διευθυντής του μουσείου δεν πίστεψε τον Χεχτ και έλεγε ότι ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Όμως, ο Χεχτ και η σύζυγός του άρχισαν να λένε ότι θα απέσυραν την προσφορά και θα το έδιναν αλλού.

«Ο καρχαρίας των συλλογών» δεν μπορούσε να αφήσει ένα τέτοιο έκθεμα να ξεφύγει από τα χέρια του. Έτσι, παρουσίασε στο Συμβούλιο του Μητροπολιτικού Μουσείου τα πειστήρια του Χεχτ. Χωρίς πολλές ερωτήσεις το Συμβούλιο συμφώνησε. Όλοι πίστευαν ότι ο κρατήρας θα έκανε πάταγο. Το τελικό συμφωνηθέν ποσό για την αγορά του ήταν 1 εκατομμύριο δολάρια.

Στις 31 Αυγούστου 1972 ο Χεχτ ταξίδεψε από την Ελβετία στη Νέα Υόρκη για να παραδώσει τον κρατήρα. «Ο Ευφρόνιος ταξίδεψε στην πρώτη θέση», σχολίαζε ο έφορος αρχαιοτήτων του μουσείου.
Το «σαφάρι» του Ελληνοαμερικανού ερευνητή

Σχεδόν αμέσως μετά την αγορά, άρχισαν τα δημοσιεύματα που υποστήριζαν ότι ο κρατήρας είχε προέλθει από λαθρανασκαφή. Ο ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος-ερευνητής Νίκος Γκατζογιάννης, ο οποίος έγραφε στους New York Times, ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα για να αποκαλύψει την αλήθεια. Έγραφε πως σύμφωνα με ευρωπαίους αρχαιολόγους ο κρατήρας είχε ανασκαφεί παράνομα στη Ρώμη το 1971.

Ο Γκατζογιάννης ταξίδεψε μέχρι τη Βηρυτό για να συναντήσει τον Σαραφιάν, τον υποτιθέμενο ιδιοκτήτη του αγγείου. Ο Σαραφιάν του είπε ότι όντως είχε πουλήσει στον Χεχτ ένα κουτί παπουτσιών, που μέσα περιείχε σπασμένα κομμάτια ενός αγγείου. Απ’ όσο θυμόταν τα κομμάτια δεν σχημάτιζαν ολόκληρο αγγείο. Αρνούνταν όμως, ότι είχε βγάλει σχεδόν ένα εκατομμύριο από τον κρατήρα.
Ο Χεχτ έλεγε ότι ο Σαραφιάν δεν αποκάλυπτε την αλήθεια εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης στη Βηρυτό. Καθησύχαζε τον Χόβινγκ ότι ο ιδιοκτήτης είχε πάρει κανονικά τα χρήματα που του αναλογούσαν και ότι το αγγείο είχε σωθεί ολόκληρο.

Από τη Βηρυτό ο Γκατζογιάννης ταξίδεψε στη Ρώμη. Εκεί έμαθε ότι τον Δεκέμβριο του 1971 μια ομάδα τυμβωρύχων είχε κάνει παράνομη ανασκαφή σε ετρουσκικό τάφο στο Τσερβετέρι βόρεια της Ρώμης, στον οποίο είχαν βρει δυο έργα του Ευφρονίου και ένα άγαλμα της Σφίγγας.

Λίγο αργότερα, το FBI και η αστυνομία της Νέας Υόρκης άρχισαν ανακρίσεις για λογαριασμό της ιταλικής κυβέρνησης. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια η υπόθεση έμεινε στο κενό.
Το 1976 ο πρόεδρος του Μητροπολιτικού Μουσείου, Ντάγκλας Ντίλον διέταξε να γίνει έρευνα για να κλείσει η υπόθεση και κατάφερε να αποκομίσει από τον Σαραφιάν μια απόδειξη 909.000 δολαρίων με ημερομηνία 19/10/1972. Μάρτυρες άρχισαν να καταθέτουν ότι τους είχε δείξει το κουτί με τα σπασμένα κομμάτια αγγείου.

Έτσι, οι ιταλικές διώξεις σταμάτησαν. Έναν χρόνο αργότερα, ο Σαραφιάν και η σύζυγός του σκοτώθηκαν μυστηριωδώς σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αμέσως, άρχισαν οι ανακρίσεις με στόχο τον διευθυντή του μουσείου, αλλά σύντομα η υπόθεση έκλεισε, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία.

Η αποκάλυψη της αλήθειας


Το μυστήριο γύρω από τον κρατήρα του Ευφρονίου ξεσκεπάστηκε μετά από πολλά χρόνια. Το 1990 ο Χόβινγκ παρευρέθηκε σε μια δημοπρασία στον οίκο Σόθμπυς στη Νέα Υόρκη. Ένα από τα αντικείμενα που δημοπρατούνταν ήταν ένας κύλικας που απεικόνιζε τον Σαρπηδόνα να αιμορραγεί, καθώς τον σηκώνει στην πλάτη του ο Θάνατος. Ο Χόβινγκ θυμήθηκε ότι ήταν ο κύλικας που του είχε προσφέρει ο Χεχτ μαζί με τον κρατήρα.

Λίγο αργότερα, είδε έναν κρατήρα με την υπογραφή του Ευφρονίου που ήταν κατά 75% πλαστικός, καθώς είχαν σωθεί μόνο μερικά κομμάτια. Απεικόνιζε τον θάνατο του Κύκνου από τον Ηρακλή. Πωλήθηκε 1.660.000 δολάρια, που ήταν η τρίτη υψηλότερη τιμή πώλησης ελληνικού αγγείου.

Ο Χόβινγκ κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Υπήρχαν δυο αγγεία του Ευφρονίου. Ο Σαραφιάν είχε όντως πουλήσει στον Χεχτ τα κομμάτια του ενός μέσα στο κουτί, αλλά όχι εκείνου με τον Σαρπηδόνα που εκτίθετο στο μουσείο.

Η σύζυγος του Χεχτ είχε ενημερώσει τον Χόβινγκ για τον κρατήρα του Ευφρονίου με τον θάνατο του Κύκνου. Όμως, στο μεταξύ έγινε η λαθρανασκαφή του ετρουσκικού τάφου στη Ρώμη, όπου βρέθηκε ο ολόκληρος κρατήρας, ο κύλικας και το άγαλμα της Σφίγγας. Το περιεχόμενο του κρατήρα δόθηκε στον Χεχτ. Ο αρχαιοπώλης είχε στα χέρια του δυο ελληνικούς θησαυρούς και αποφάσισε να πουλήσει τον πολυτιμότερο στο μουσείο. Έτσι, όταν ο Χόβινγκ ζητούσε αποδείξεις για την προέλευση του ολόκληρου κρατήρα, ο Χεχτ αποφάσισε να παρουσιάσει το ιστορικό του άλλου.

Το 1993 ο Χόβινγκ παραδέχτηκε ότι γνώριζε την παράνομη προέλευσή του. «Το στιλ μου ήταν η πειρατεία, γι’ αυτό και έχω τη φήμη του καρχαρία», είπε.
Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης έχασε το καλύτερο έκθεμά του το 2008. Αφού έκανε ένα μικρό πέρασμα σε έκθεση του Μουσείου της Ακρόπολης, επέστρεψε στη Ρώμη. Σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Ετρουσκικό Μουσείο της Βίλας Τζούλια.


Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Ανδρέα Αποστολίδη «Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων» Εκδόσεις ΑΓΡΑ


Πηγή