Πρώτη ύλη για την κατασκευή ιστίων αποτελούσε το λινάρι, το οποίο ήδη από το 2.000 π.Χ. είχε αντικαταστήσει σε όλη τη Μεσόγειο τον πάπυρο ή το δέρμα, κυρίως στα αιγυπτιακά πλοία και ακολούθως στα ελληνικά.
Το ιστίο δεν ήταν ένα μονοκόμματο ύφασμα αλλά κομμάτια λινού υφάσματος τα οποία ο κατασκευαστής ιστίων, ο ἱστιορράφος (ἱστίον + ράπτω), τα έραβε προκειμένου να σχηματίζει ένα μεγάλο τετράγωνο πανί. Για καλύτερη αντοχή αλλά και για προστασία από τους κεραυνούς, πρόσθετε στις γωνίες κομμάτια δέρματος από φώκια ή ύαινα.
Όπως εξηγεί στο βιβλίο «Τριήρης Τακτική και Επιχειρησιακό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα» η ερευνήτρια ναυτικής ιστορίας Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, στον μεγάλο ιστό, στηριζόταν το μεγάλο και τετράγωνο ιστίο, το οποίο χρησιμοποιείτο μόνο κατά τη ναυσιπλοΐα.
Σε περιπτώσεις ναυμαχιών και εφ’ όσον υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος και η προπαρασκευή, τα μεγάλα ιστία φυλάσσονταν στην ξηρά, συνήθως σε κάποια σκευοθήκη. Στο δεύτερο ιστό, προσαρμοζόταν ένα μικρότερο τετράγωνο ιστίο το οποίο χρησίμευε ενίοτε ως βοηθητικό κινητήριο μέσο σε ελιγμούς και κινήσεις πριν και μετά την ναυμαχία.
Η ιστιοφορία ήταν κατάλληλη με τον άνεμο να πνέει από την πρύμνη. Το αρχαίο επίθετο οὔρος ή οὔριος είχε ακριβώς την παραπάνω σημασία.
Τα πλοία, από την εποχή του Ομήρου και του Τρωικού Πολέμου είχαν, ουσιαστικά, τη χρησιμότητα των μεταγωγικών. Οι κυρίαρχοι τύποι στο Αιγαίο Πέλαγος και, γενικότερα, στη Μεσόγειο Θάλασσα ήταν οι τριακόντοροι και, κυρίως, οι πεντηκόντοροι.
Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα, στις ακτές της Ιωνίας, ή κατ άλλους στη Φοινίκη (οι γνώμες διχάζονται), εμφανίστηκαν πλοία με δυο σειρές κουπιών και κωπηλατών. Αυτά, αρχικώς, ονομάστηκαν εκατόντοροι, αλλά, τελικά, επικράτησε η ονομασία διήρης. Οι διήρεις έγιναν ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος τύπος, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. κι εφεξής, με μαρτυρίες να βρίσκονται ως απεικονίσεις σε κεραμικά θραύσματα. Κατά το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις για την εμφάνιση των τριήρων. Θραύσματα αναγλύφων του 8ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στη Νινευή, την πρωτεύουσα της Ασσυρίας, απεικονίζουν στόλους από την Τύρο και τη Σιδώνα, με εμβολοφόρα πολεμικά πλοία και εμφανίζουν δυο σειρές κωπηλατών. Αντιπροσωπεύουν διήρεις, καθώς,επίσης, δίκροτες τριήρεις.
Σύγχρονοι μελετητές διαφωνούν ως προς την προέλευση της πρώτης τριήρους, μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Φοινίκης, καθώς και για τον ακριβή χρόνο της έναρξης κατασκευής του διασημότερου τύπου αρχαίου πολεμικού πλοίου. Αναφορές του 2ου αιώνα που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, σχέδια προτιμότερων έργων, αποδίδουν, σαφώς, την εφεύρεση της τριήρους (μάλλον της δίκροτης έκδοσης) στους Σιδώνιους.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες ιστορικές αναφορές όπως του Πλινίου του Πρεσβύτερου και του Γεωργίου Σύγγελου δημιουργός της τριήρεως υπήρξε ο Αμεινοκλής ο Κορίνθιος, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η τριήρης (τουλάχιστον, η τρίκροτη έκδοση) εφευρέθηκε στην Κόρινθο.
Αυτή η αναφορά ερμηνεύθηκε, επίσης, από μεταγενέστερους του Θουκυδίδη συγγραφείς, όπως, ο Πλίνιος, ο Διόδωρος, ο Στράβων, ο Παυσανίας, ο Αιλιανός ο Τακτικός, κ.ά., που, επίσης, αναφέρουν ότι οι τριήρεις εφευρέθησαν στην Κόρινθο, όμως, παραμένει η πιθανότητα οι πρώτες τριήρεις (τουλάχιστον στη δίκροτη έκδοση) να εφευρέθηκαν στη Φοινίκη.
Οι Διόδωρος, Στράβων, Παυσανίας, Πλούταρχος, Αιλιανός ο Τακτικός κ.ά. υποστηρίζουν την άποψη ότι, γενικά η κατάληξη -ήρης αναφέρεται στον αριθμό των σειρών των κωπηλατών ανά πλευρά, (διήρης, τριήρης, τετρήρης), ενώ η κατάληξη -ορος αναφέρεται στον αριθμό των κωπίων ανά πλευρά (τριακόντορος, πεντηκόντορος).
Η άποψη αυτή θεμελιώνεται, κυρίως, από τη μαρτυρία του Αιλιανού, ο οποίος γράφει στην "Τακτική θεωρία" του, σαφώς, ότι: "Η τριακόντορος και τετρακόντορος και πεντηκόντορος λέγεται κατά το πλήθος των κωπών, η μονήρης, και διήρης και τριήρης και εφεξής κατά τους στίχους, τους κατά το ύψος επαλλήλους", καθώς επίσης, και από το σχετικό χωρίο που περιγράφει ο Ξενοφών την, με ιδιαίτερη σπουδή, ετοιμασία των αθηναϊκών τριήρων κατά τον αιφνιδιασμό που υπέστη ο αθηναϊκός στόλος στους Αιγός Ποταμούς, όπου και αναφέρει επί λέξει: "... αι μεν των νεών ήσαν δίκροτοι, αι δε μονόκροτοι, αι δε παντελώς κεναί", κάτι που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας παρά να δεχθεί κανείς την επάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών. Πάντως, το σημαντικότερο τεκμήριο επ΄ αυτού είναι το μαρμάρινο, σχετικό, ανάγλυφο που βρέθηκε από τον Λενορμάν το 1852.
Για την ιστορία του θέματος αυτού που είχε ανακύψει, σημειώνεται ότι ο πλοίαρχος των γαλερών του Βασιλέως της Γαλλίας, Μπαρά ντε Λα Πεν (1715), ξεκίνησε με πάθος να υποστηρίζει ότι μια τέτοια διάταξη κουπιών ήταν πολύ δύσκολη για την κωπηλασία και προσπάθησε να εξηγήσει ότι η λέξη «τριήρης» προσδιόριζε, είτε αριθμό κωπηλατών εκάστου κουπιού, είτε μία διάταξη όπου τρεις κωπηλάτες κάθονταν στο αυτό σέλμα και λοξώς, χειριζόμενοι άνισου μεγέθους ισάριθμα κουπιά.
Η άποψη αυτή είχε υιοθετηθεί αιώνες πριν από την εποχή των γαλερών, από πολλούς ναυτικούς ιστορικούς, όπως, ο ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ που την υποστήριζε "περισσότερο επί της ναυτικής του διαίσθησης", παρά από τα κείμενα.
Γεγονός, πάντως,ήταν ότι κανένας, ως τότε, ναυτικός ιστορικός δεν έδωσε σημασία στο ότι οι κωπηλάτες της τριήρους έφεραν διαφορετικές ονομασίες σε "θρανίτες", "ζυγίτες" και "θαλαμίτες που, και μόνον αυτό, μαρτυρούσε τη διαφορετικότητά τους, που ήταν η καθ΄ύψος θέση τους, οι μεν θρανίτες σε θρόνους της άνω σειράς, οι δε ζυγίτες επί των ζυγών του σκάφους (κυρίως κατάστρωμα) και οι θαλαμίτες στο ύψος του θαλάμου (καμπίνας) του τριηράρχου, συνεπώς, χαμηλότερα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι από ένας κωπηλάτες ανά κουπί, μετρούσαν ως επιπλέον στοίχοι κανονικά και γι' αυτό λίγο νωρίτερα από τους ελληνιστικούς χρόνους εμφανίζονται τετρήρεις, πεντήρεις και μεγαλύτερες πολυήρεις. Επίσης, οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι και οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον, χρησιμοποίησαν και δίκροτες τριήρεις (η μια σειρά είχε δυο κωπηλάτες ανά κουπί).
Η τριήρης χρησιμοποιήθηκε περισσότερο των τετρακοσίων ετών (~ 700-300 π.Χ.), οπότε υποσκελίστηκε από βαρύτερες γαλέρες και, κυρίως, από την πεντήρη, η οποία αν και λιγότερο ευέλικτη, ανταποκρινόταν καλύτερα στις διαφοροποιημένες, πλέον, ανάγκες μιας ναυμαχίας.
Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν χρήση διηρών και τριήρων πολύ μεταγενέστερα από το ρωμαϊκό και το βυζαντινό ναυτικό. Πρόκειται, όμως, για τη γνωστή σύγχυση μεταξύ αριθμού καταστρωμάτων και σειρών κωπηλατών. Μετά το 300 π.Χ., χρησιμοποιούνταν μονόκλιτα, δίκροτα και τρίκροτα κωπήλατα πολεμικά πλοία, αλλά κατά κανόνα, ήταν κατ'ελάχιστον τετρήρεις με την αρχαία ορολογία.
Πηγή1 / Πηγή2
Το ιστίο δεν ήταν ένα μονοκόμματο ύφασμα αλλά κομμάτια λινού υφάσματος τα οποία ο κατασκευαστής ιστίων, ο ἱστιορράφος (ἱστίον + ράπτω), τα έραβε προκειμένου να σχηματίζει ένα μεγάλο τετράγωνο πανί. Για καλύτερη αντοχή αλλά και για προστασία από τους κεραυνούς, πρόσθετε στις γωνίες κομμάτια δέρματος από φώκια ή ύαινα.
Όπως εξηγεί στο βιβλίο «Τριήρης Τακτική και Επιχειρησιακό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα» η ερευνήτρια ναυτικής ιστορίας Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, στον μεγάλο ιστό, στηριζόταν το μεγάλο και τετράγωνο ιστίο, το οποίο χρησιμοποιείτο μόνο κατά τη ναυσιπλοΐα.
Σε περιπτώσεις ναυμαχιών και εφ’ όσον υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος και η προπαρασκευή, τα μεγάλα ιστία φυλάσσονταν στην ξηρά, συνήθως σε κάποια σκευοθήκη. Στο δεύτερο ιστό, προσαρμοζόταν ένα μικρότερο τετράγωνο ιστίο το οποίο χρησίμευε ενίοτε ως βοηθητικό κινητήριο μέσο σε ελιγμούς και κινήσεις πριν και μετά την ναυμαχία.
Η ιστιοφορία ήταν κατάλληλη με τον άνεμο να πνέει από την πρύμνη. Το αρχαίο επίθετο οὔρος ή οὔριος είχε ακριβώς την παραπάνω σημασία.
Τα πλοία, από την εποχή του Ομήρου και του Τρωικού Πολέμου είχαν, ουσιαστικά, τη χρησιμότητα των μεταγωγικών. Οι κυρίαρχοι τύποι στο Αιγαίο Πέλαγος και, γενικότερα, στη Μεσόγειο Θάλασσα ήταν οι τριακόντοροι και, κυρίως, οι πεντηκόντοροι.
Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα, στις ακτές της Ιωνίας, ή κατ άλλους στη Φοινίκη (οι γνώμες διχάζονται), εμφανίστηκαν πλοία με δυο σειρές κουπιών και κωπηλατών. Αυτά, αρχικώς, ονομάστηκαν εκατόντοροι, αλλά, τελικά, επικράτησε η ονομασία διήρης. Οι διήρεις έγιναν ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος τύπος, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. κι εφεξής, με μαρτυρίες να βρίσκονται ως απεικονίσεις σε κεραμικά θραύσματα. Κατά το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις για την εμφάνιση των τριήρων. Θραύσματα αναγλύφων του 8ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στη Νινευή, την πρωτεύουσα της Ασσυρίας, απεικονίζουν στόλους από την Τύρο και τη Σιδώνα, με εμβολοφόρα πολεμικά πλοία και εμφανίζουν δυο σειρές κωπηλατών. Αντιπροσωπεύουν διήρεις, καθώς,επίσης, δίκροτες τριήρεις.
Σύγχρονοι μελετητές διαφωνούν ως προς την προέλευση της πρώτης τριήρους, μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Φοινίκης, καθώς και για τον ακριβή χρόνο της έναρξης κατασκευής του διασημότερου τύπου αρχαίου πολεμικού πλοίου. Αναφορές του 2ου αιώνα που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, σχέδια προτιμότερων έργων, αποδίδουν, σαφώς, την εφεύρεση της τριήρους (μάλλον της δίκροτης έκδοσης) στους Σιδώνιους.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες ιστορικές αναφορές όπως του Πλινίου του Πρεσβύτερου και του Γεωργίου Σύγγελου δημιουργός της τριήρεως υπήρξε ο Αμεινοκλής ο Κορίνθιος, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η τριήρης (τουλάχιστον, η τρίκροτη έκδοση) εφευρέθηκε στην Κόρινθο.
Αυτή η αναφορά ερμηνεύθηκε, επίσης, από μεταγενέστερους του Θουκυδίδη συγγραφείς, όπως, ο Πλίνιος, ο Διόδωρος, ο Στράβων, ο Παυσανίας, ο Αιλιανός ο Τακτικός, κ.ά., που, επίσης, αναφέρουν ότι οι τριήρεις εφευρέθησαν στην Κόρινθο, όμως, παραμένει η πιθανότητα οι πρώτες τριήρεις (τουλάχιστον στη δίκροτη έκδοση) να εφευρέθηκαν στη Φοινίκη.
Οι Διόδωρος, Στράβων, Παυσανίας, Πλούταρχος, Αιλιανός ο Τακτικός κ.ά. υποστηρίζουν την άποψη ότι, γενικά η κατάληξη -ήρης αναφέρεται στον αριθμό των σειρών των κωπηλατών ανά πλευρά, (διήρης, τριήρης, τετρήρης), ενώ η κατάληξη -ορος αναφέρεται στον αριθμό των κωπίων ανά πλευρά (τριακόντορος, πεντηκόντορος).
Η άποψη αυτή θεμελιώνεται, κυρίως, από τη μαρτυρία του Αιλιανού, ο οποίος γράφει στην "Τακτική θεωρία" του, σαφώς, ότι: "Η τριακόντορος και τετρακόντορος και πεντηκόντορος λέγεται κατά το πλήθος των κωπών, η μονήρης, και διήρης και τριήρης και εφεξής κατά τους στίχους, τους κατά το ύψος επαλλήλους", καθώς επίσης, και από το σχετικό χωρίο που περιγράφει ο Ξενοφών την, με ιδιαίτερη σπουδή, ετοιμασία των αθηναϊκών τριήρων κατά τον αιφνιδιασμό που υπέστη ο αθηναϊκός στόλος στους Αιγός Ποταμούς, όπου και αναφέρει επί λέξει: "... αι μεν των νεών ήσαν δίκροτοι, αι δε μονόκροτοι, αι δε παντελώς κεναί", κάτι που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας παρά να δεχθεί κανείς την επάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών. Πάντως, το σημαντικότερο τεκμήριο επ΄ αυτού είναι το μαρμάρινο, σχετικό, ανάγλυφο που βρέθηκε από τον Λενορμάν το 1852.
Για την ιστορία του θέματος αυτού που είχε ανακύψει, σημειώνεται ότι ο πλοίαρχος των γαλερών του Βασιλέως της Γαλλίας, Μπαρά ντε Λα Πεν (1715), ξεκίνησε με πάθος να υποστηρίζει ότι μια τέτοια διάταξη κουπιών ήταν πολύ δύσκολη για την κωπηλασία και προσπάθησε να εξηγήσει ότι η λέξη «τριήρης» προσδιόριζε, είτε αριθμό κωπηλατών εκάστου κουπιού, είτε μία διάταξη όπου τρεις κωπηλάτες κάθονταν στο αυτό σέλμα και λοξώς, χειριζόμενοι άνισου μεγέθους ισάριθμα κουπιά.
Η άποψη αυτή είχε υιοθετηθεί αιώνες πριν από την εποχή των γαλερών, από πολλούς ναυτικούς ιστορικούς, όπως, ο ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ που την υποστήριζε "περισσότερο επί της ναυτικής του διαίσθησης", παρά από τα κείμενα.
Γεγονός, πάντως,ήταν ότι κανένας, ως τότε, ναυτικός ιστορικός δεν έδωσε σημασία στο ότι οι κωπηλάτες της τριήρους έφεραν διαφορετικές ονομασίες σε "θρανίτες", "ζυγίτες" και "θαλαμίτες που, και μόνον αυτό, μαρτυρούσε τη διαφορετικότητά τους, που ήταν η καθ΄ύψος θέση τους, οι μεν θρανίτες σε θρόνους της άνω σειράς, οι δε ζυγίτες επί των ζυγών του σκάφους (κυρίως κατάστρωμα) και οι θαλαμίτες στο ύψος του θαλάμου (καμπίνας) του τριηράρχου, συνεπώς, χαμηλότερα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι από ένας κωπηλάτες ανά κουπί, μετρούσαν ως επιπλέον στοίχοι κανονικά και γι' αυτό λίγο νωρίτερα από τους ελληνιστικούς χρόνους εμφανίζονται τετρήρεις, πεντήρεις και μεγαλύτερες πολυήρεις. Επίσης, οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι και οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον, χρησιμοποίησαν και δίκροτες τριήρεις (η μια σειρά είχε δυο κωπηλάτες ανά κουπί).
Η τριήρης χρησιμοποιήθηκε περισσότερο των τετρακοσίων ετών (~ 700-300 π.Χ.), οπότε υποσκελίστηκε από βαρύτερες γαλέρες και, κυρίως, από την πεντήρη, η οποία αν και λιγότερο ευέλικτη, ανταποκρινόταν καλύτερα στις διαφοροποιημένες, πλέον, ανάγκες μιας ναυμαχίας.
Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν χρήση διηρών και τριήρων πολύ μεταγενέστερα από το ρωμαϊκό και το βυζαντινό ναυτικό. Πρόκειται, όμως, για τη γνωστή σύγχυση μεταξύ αριθμού καταστρωμάτων και σειρών κωπηλατών. Μετά το 300 π.Χ., χρησιμοποιούνταν μονόκλιτα, δίκροτα και τρίκροτα κωπήλατα πολεμικά πλοία, αλλά κατά κανόνα, ήταν κατ'ελάχιστον τετρήρεις με την αρχαία ορολογία.
Πηγή1 / Πηγή2