Η τρίτη δεκαετία του 3ου αιώνα π.Χ. βρήκε τα ελληνικά κράτη εξουθενωμένα από τις διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Γαλάτες της Παννονίας (Ουγγαρίας) αποφασίζουν να εκστρατεύσουν προς τα νότια της Βαλκανικής, καθώς η συγκυρία είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή.
Η ρευστή κατάσταση στον κυρίως ελλαδικό χώρο και οι μάχες των επιγόνων του Mεγάλου Aλεξάνδρου είχαν γονατίσει τις πόλεις-κράτη, καλώντας άρον-άρον σε ευρύτερες συμμαχίες.
Τώρα γεννιούνται οι συμπολιτείες, η Αιτωλική το 290 π.Χ. και η Αχαϊκή το 280 π.Χ., προσπαθώντας να περισώσουν την αυτοδιαχείριση και την ανεξαρτησία τους. Την ίδια ώρα, οι Kέλτες δεν ήταν καθόλου άγνωστοι στους Έλληνες.
Τους Kέλτες του Δούναβη είχε απωθήσει αποφασιστικά ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγκάζοντάς τους να ορκιστούν αιώνια φιλία, όπως μας παραδίδει ο γεωγράφος Στράβωνας και ο ιστορικός Αρριανός. Μόνο που οι παλιοί φίλοι θα εξελίσσονταν τελικά σε έναν μεγάλο εχθρό, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην αποδυναμωμένη -από τις μάχες Λυσίμαχου και Σέλευκου- Μακεδονία.
Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα Βλάντισλαβ Μπάγιατς, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν κινήθηκε προς Βορρά, διότι “ενώ ήταν λαμπρός ηγέτης, φοβόταν τους Κέλτες που είχαν ίδια σχέδια με αυτόν: να κινηθούν προς την Περσία.
Ως σώφρων πολιτικός, πήγε στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Βελιγράδι και συμμάχησε με τους Κέλτες, προτείνοντάς τους να πάψουν να είναι νομάδες και να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα”. Φαίνεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος σεβόταν τους Κέλτες. Γιατί ο Αρριανός αλλά και ο Στράβωνας περιγράφουν αναλυτικά τη σκηνή με τον Μέγα Αλέξανδρο να δέχεται κέλτικη πρεσβεία στις όχθες του Δούναβη.
Στην ερώτησή του τι φοβούνται περισσότερο οι Κέλτες, ακούει την απάντηση: “Μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι”. Και όπως σημειώνει στο βιβλίο του “Το τελευταίο Θαύμα” ο συγγραφέας Θεόφιλος Ελευθεριάδης, “εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι τα παραπάνω λόγια ήταν μέρος ενός όρκου των Κελτών: ‘'Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η Γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει’'.
Ιστορικοί κάνουν την υπόθεση ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε έρθει σε συμφωνία με την κελτική πρεσβεία, ώστε οι Κέλτες να χτυπάνε τους επικίνδυνους για τη Μακεδονία Ιλλυριούς όσο αυτός θα ήταν απασχολημένος στην Ανατολή και ότι οι αρχαίοι συγγραφείς παρερμήνευσαν το νόημα των παραπάνω λόγων, μιας και δεν γνώριζαν τον γαλατικό τρόπο σκέψης και έκφρασης.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός (άγν. - 279 π.Χ.), ήταν Βασιλιάς της Μακεδονίας από το έτος 281 π.Χ. έως το έτος 279 π.Χ. Γιος του φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Λάγου, του Σωτήρα, και της Ευριδίκης, κόρης του στρατηγού Αντίπατρου.
Ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρας ήταν επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βασίλεψε στην Αίγυπτο μετά την διάλυση του απέραντου κράτους του τελευταίου. Ίδρυσε τη Δυναστεία των Πτολεμαίων και έθεσε τις βάσεις για την κυριαρχία της στην Αίγυπτο για περίπου τρεις αιώνες. Ήταν παντρεμένος με τουλάχιστον τέσσερις συζύγους.
Η τρίτη από αυτές ονομαζόταν Ευρυδίκη και ήταν κόρη του Αντίπατρου, του στρατηγού του Αλεξάνδρου που βασίλεψε στη Μακεδονία.
Εκείνη του χάρισε έξι παιδιά: τον Πτολεμαίο Κεραυνό, το Μελέαγρο, τη Λυσάνδρα, τον Αργαίο, έναν γιο του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, και την Πτολεμαΐδα. Η διαδοχή ανήκε από την αρχή στον Πτολεμαίο Κεραυνό, ωστόσο προς το τέλος της ζωή του ο πατέρας του επέλεξε για διάδοχο τον γιο του από την τέταρτη σύζυγό του, την Βερενίκη.
Αυτός θα έμενε στην ιστορία με το όνομα Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος και στέφθηκε φαραώ στις 7 Ιανουαρίου 282 π.Χ. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός ήταν ένας ανήσυχος χαρακτήρας και σαν νεαρός άντρας στην αυλή του πατέρα του, δεν στάθηκε ικανός να κερδίσει την εύνοια που εκείνος τελικά χάρισε στη Βερενίκη και το γιο της.
Στην πραγματικότητα, έχει ειπωθεί πως ένας από τους λόγους που ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ επέλεξε διάδοχο από την οικογένεια της Βερενίκης κι όχι από αυτήν της Ευριδίκης ήταν το βίαιο και ανεξέλεγκτο πνεύμα του Πτολεμαίου Κεραυνού. Όπως και να έχει, ο Κεραυνός φιλονίκησε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε την Αίγυπτο.
Βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Αλεξάνδρου. Η αδελφή του Πτολεμαίου από την Ευρυδίκη, η Λυσάνδρα, είχε παντρευτεί με τον Αγαθοκλή, το γιο του βασιλιά. Αργότερα με τον αδελφό της τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τα παιδιά της και άλλους δυσαρεστημένους εγκατέλειψαν τη Θράκη με προορισμό την αυλή του βασιλιά Σέλευκου της Συρίας.
Ο Σέλευκος ευχαριστήθηκε πολύ με την ευκαιρία που του προσέφερε η Λυσάνδρα, καθώς του έδινε αφορμή για νέους πολέμους.
Οι αντιφρονούντες που την είχαν ακολουθήσει μαζί με τον Πτολεμαίο Κεραυνό άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για εισβολή στην επικράτεια του Λυσίμαχου και για εκδίκηση του φρικτού θανάτου του Αγαθοκλή. Ο Σέλευκος ήταν πρόθυμος να τα ακολουθήσει και έτσι κηρύχθηκε πόλεμος.
Προτού αναχωρήσουν, ο Σέλευκος όρισε για διάδοχό του τον Αντίοχο. Ο Λυσίμαχος δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τους εχθρούς του. Οργάνωσε στρατό, πέρασε τον Ελλήσποντο και προέλασε εναντίον του Σέλευκου στη Μικρά Ασία.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Φρυγία, στην πεδιάδα του Κουροπεδίου, όχι μακριά από τις Σάρδεις. Στην σύγκρουση που ακολούθησε το Φεβρουάριο του 281 π.Χ., ο Λυσίμαχος ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του.
Ο Σέλευκος, αποφασισμένος να διασχίσει με τη σειρά του τον Ελλήσποντο, σχεδίαζε να προελάσει στη Θράκη και τη Μακεδονία, ώστε να προσαρτήσει τα βασίλεια αυτά στα δικά του εδάφη.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός τον συνόδευε. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, όταν συνειδητοποίησε τις πραγματικές προθέσεις του Σέλευκου, χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, αποφάσισε να σκοτώσει το βασιλιά με την πρώτη ευκαιρία.
Ο Σέλευκος δεν πρέπει να είχε υποπτευθεί το σχέδιο αυτό, καθώς συνέχισε την πορεία του στη Θράκη με σκοπό να φτάσει στη Μακεδονία, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερες προφυλάξεις.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, σε κάποια ευνοϊκή στιγμή στο Άργος της Θράκης, μαχαίρωσε στην πλάτη τον ηλικιωμένο βασιλιά με ένα εγχειρίδιο.
Ο Σέλευκος πέθανε ακαριαία. Λέγεται πως για αυτό το περιστατικό ο Πτολεμαίος κατονομάστηκε έπειτα « Κεραυνός ». Το περιστατικό πρέπει να έγινε μεταξύ 26 Αυγούστου και 24 Σεπτεμβρίου 281 π.Χ..
Το 281 π.Χ. σκοτώνεται ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, πρωτοπαλίκαρο άλλοτε του μακεδόνα στρατηλάτη, και αφήνει έτσι το βασίλειό του έκθετο στις ορέξεις των εχθρών.
Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, ο Σέλευκος δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του, καθώς δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Kεραυνό, ο οποίος χρίστηκε βασιλιάς της Θράκης και έβαλε στο στόχαστρο τη Μακεδονία, έχοντας εξασφαλίσει και την εύνοια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου.
Και τα κατάφερε, νικώντας τον Αντίγονο Β’ τον Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή, και στέφθηκε βασιλιάς και στη Μακεδονία. Η πρώτη δοκιμασία για τον Πτολεμαίο Κεραυνό ήρθε από τον Αντίγονο, που εισέβαλε με στόλο και στρατό.
Η διαμάχη ήταν βίαιη και σύντομη: ο Αντίγονος ηττήθηκε από γη και θάλασσα και ο Κεραυνός έμεινε κύριος του βασιλείου. Ο θρίαμβος αυτός τον ενδυνάμωσε και κέρδισε το σεβασμό των άλλων ανταγωνιστών του.
Τους πρότεινε μάλιστα να λυθεί το ζήτημα με την υπογραφή συνθήκης, που τον αναγνώριζε σαν βασιλιά.
Ο Πύρρος συμφώνησε, με την προϋπόθεση να του σταλεί στρατιωτική βοήθεια στους πολέμους που τότε είχε ανοίξει στην Ιταλία και τη Σικελία. Έτσι έλαβε, πέντε χιλιάδες στρατιώτες ξηράς, τέσσερις χιλιάδες άνδρες του ιππικού και πενήντα ελέφαντες.
Με τον Πύρρο στην Δύση να πολεμάει Ρωμαίους και Καρχηδονιους όμως και την Μακεδονία γονατισμένη από τον πόλεμο, η Βόρεια Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους Γαλάτες. Μάζεψαν κάπου 85.000 άντρες και ξεκίνησαν για πόλεμο.
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική].
Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό.
Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες.
Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».
Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Απαιτούσαν ιδιαίτερη βαριά φορολογία στους Μακεδόνες, για να αφήσουν τον Πτολεμαίο να κυβερνά.
Ο Πτολεμαίος τους περιγέλασε αποκρινόμενος: «…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Ο Κεραυνός έκανε το λάθος να μη βοηθήσει τις θρακικές φυλές, ελπίζοντας πως οι βάρβαροι εισβολείς θα τις αποδυνάμωναν, προς δικό του όφελος. Τελικά, οι Θράκες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στις μάχες στο πλευρό των Γαλατών. Την άνοιξη του 279 π.Χ. ο αρχηγός τους Βέλγιος εισέβαλε στη Μακεδονία.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός αιφνιδιάστηκε αλλά και υποτίμησε τους Γαλάτες. Δεν είχε φροντίσει να έρθει σε συμφωνία με τους γείτονές του Δαρδάνους, οι οποίοι υποτάχθηκαν στους Γαλάτες, ενώ λόγω του χειμώνα οι περισσότεροι στρατιώτες του βρίσκονταν στα σπίτια τους. Απροετοίμαστος και με λίγες δυνάμεις επιτέθηκε εναντίον των Γαλατών.
Η αλαζονεία του Πτολεμαίου Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δεν συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα.
Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά.
Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους. Ήταν η χαριστική βολή για τους Μακεδόνες, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι γραμμές τους και οι στρατιώτες να υποχωρήσουν άτακτα.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους.
Χωρίς αντίπαλο πλέον, οι Γαλάτες λεηλάτησαν την απροστάτευτη μακεδονική ύπαιθρο με τρομερή μανία, όπως μας παραδίδεται, ερημώνοντας περιοχές ολόκληρες, χωρίς να επιτεθούν ωστόσο σε πόλεις, μιας και αγνοούσαν την τέχνη της πολιορκίας. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος.
Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου, αλλά ούτε αυτός όμως κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή.
Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία.
Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Ο Σωσθένης (θαν. 277 π.Χ.), ήταν Μακεδόνας στρατιωτικός, ευγενικής καταγωγής, που αν και δεν συνδεόταν εξ αίματος με κάποιο βασιλικό οίκο, απέκτησε τον έλεγχο του κράτους κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε τη γαλατική επιδρομή στον ελλαδικό χώρο το 279 π.Χ.
Συνηθίζεται το όνομά του να περιλαμβάνεται στους καταλόγους βασιλέων των χρονικογράφων, εντούτοις δεν είναι σίγουρο το κατά πόσο υιοθέτησε επίσημα τον τίτλο. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού και τη βραχύβια βασιλεία του αδελφού του, Μελέαγρου των Πτολεμαίων, στο θρόνο τοποθετήθηκε ο Αντίπατρος ο Ετησίας, ανηψιός του Κάσσανδρου.
Ωστόσο οι περιστάσεις απαιτούσαν την καθοδήγηση του στρατού από ικανά και αποτελεσματικά χέρια και ο Αντίπατρος κρίθηκε σύντομα ανεπαρκής.
Μετά από μόλις 45 ημέρες, την ηγεσία του στρατού ανέλαβε με προσωπική πρωτοβουλία ο Σωσθένης, ο οποίος ζήτησε από τους στρατιώτες να ορκιστούν πίστη σε αυτόν ως στρατηγό και όχι ως βασιλιά.
Αρχικά οι προσπάθειές του στέφθηκαν με επιτυχία: υποχρέωσε σε ήττα τους Γαλάτες, που βρισκόταν υπό τοv Βόλγιο, και για ένα διάστημα ο κίνδυνος απομακρύνθηκε από το βασίλειο. Εντούτοις ακολούθησε νέα εισβολή υπό τον Βρέννο, η οποία ανάγκασε το Σωσθένη να κλείσει τα στρατεύματά του στα διάφορα οχυρά. Ο Βρέννος, ωστόσο, αφού λεηλάτησε τα εδάφη της Μακεδονίας, έστρεψε τα όπλα του εναντίον της νότιας Ελλάδας.
Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του.
Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του.
Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό.
Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν.
Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία.
Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει.
Οι Έλληνες (κυρίως οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Αθηναίοι) συνασπίστηκαν και προσπάθησαν να τους σταματήσουν στις Θερμοπύλες, υπό την ηγεσία του Αθηναίου στρατηγού Κάλιππου.
Μεγάλο μέρος των υπερασπιστών των Θερμοπυλών προέρχονταν από τις περιοχές της Αιτωλίας, που τότε αποτελούσαν ομοσπονδιακό κράτος, το Κοινό των Αιτωλών.
Ο Βρέννος, εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό, έστειλε ένα μέρος του εκστρατευτικού του σώματος ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να εξαναγκάσει τους τελευταίους να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες και να προστατεύσουν τις εστίες τους.
Οι Γαλάτες κατέστρεψαν το Κάλλιον, μια σημαντική πόλη στα σύνορα Ευρυτανίας και Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε τρομερές αγριότητες.
Παραδίδεται ότι σφαγίασαν όλους τους κατοίκους προβαίνοντας μάλιστα σε πράξεις κανιβαλισμού. Στη συνέχεια επιχείρησαν να επιτεθούν στο Ιερό των Δελφών. Οι αρχαίες πηγές, όμως, και ιδιαίτερα γλαφυρά ο Παυσανίας, παραδίδουν ότι όταν στρατοπέδευσαν οι Γαλάτες στους Δελφούς έπιασε μια απίστευτη κακοκαιρία, με κεραυνούς που έπεφταν και χτυπούσαν τους στρατιώτες.
Από τον θόρυβο της θεομηνίας, οι Γαλάτες δεν μπορούσαν να ακούσουν τα παραγγέλματα των διοικητών τους. Μάλιστα λέγεται ότι εμφανίστηκαν και τα φαντάσματα τοπικών ηρώων, του Υπέροχου, του Λαόδοκου και του Πύρρου, ίσως και του Φύλακου, που είχε σώσει τους Δελφούς και από την Περσική εισβολή.
Το ίδιο βράδυ έπεσε παγωνιά και άρχισαν να κυλούν από τον Παρνασσό πέτρες, που καταπλάκωναν τους Γαλάτες. Την επόμενη μέρα οι Γαλάτες υποχώρησαν. Το δεύτερο βράδυ, ιδιαίτερα κρύο και ομιχλώδες, έπεσε πανικός στο στρατόπεδό τους και οι Γαλάτες άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους, προφανώς πιστεύοντας ότι τους είχαν επιτεθεί οι Έλληνες.
Οι Αιτωλοί, εξαγριωμένοι από τη βαρβαρότητα των Γαλατών στο Κάλλιο, συγκεντρώθηκαν εκ νέου στα ορεινά περάσματα της Ευρυτανίας, από όπου θα περνούσε το υπόλοιπο γαλατικό στράτευμα προσπαθώντας να επιστρέψει στις Θερμοπύλες.
Πολέμησαν ακόμη και οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα με όποια μέσα διέθεταν, ακόμη και με τα γεωργικά τους εργαλεία. Το Γαλατικό στράτευμα υπέστη μεγάλη ήττα.
Ο Βρέννος αυτοκτόνησε πίνοντας πολύ κρασί, σύμφωνα με τον Παυσανία, ή με το ίδιο του το σπαθί, όπως ήταν η συνήθης πρακτική των Γαλατών, σύμφωνα με τον Ιουστίνο. Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν.
Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα. Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Πηγή
Η ρευστή κατάσταση στον κυρίως ελλαδικό χώρο και οι μάχες των επιγόνων του Mεγάλου Aλεξάνδρου είχαν γονατίσει τις πόλεις-κράτη, καλώντας άρον-άρον σε ευρύτερες συμμαχίες.
Τώρα γεννιούνται οι συμπολιτείες, η Αιτωλική το 290 π.Χ. και η Αχαϊκή το 280 π.Χ., προσπαθώντας να περισώσουν την αυτοδιαχείριση και την ανεξαρτησία τους. Την ίδια ώρα, οι Kέλτες δεν ήταν καθόλου άγνωστοι στους Έλληνες.
Τους Kέλτες του Δούναβη είχε απωθήσει αποφασιστικά ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγκάζοντάς τους να ορκιστούν αιώνια φιλία, όπως μας παραδίδει ο γεωγράφος Στράβωνας και ο ιστορικός Αρριανός. Μόνο που οι παλιοί φίλοι θα εξελίσσονταν τελικά σε έναν μεγάλο εχθρό, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην αποδυναμωμένη -από τις μάχες Λυσίμαχου και Σέλευκου- Μακεδονία.
Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα Βλάντισλαβ Μπάγιατς, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν κινήθηκε προς Βορρά, διότι “ενώ ήταν λαμπρός ηγέτης, φοβόταν τους Κέλτες που είχαν ίδια σχέδια με αυτόν: να κινηθούν προς την Περσία.
Ως σώφρων πολιτικός, πήγε στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Βελιγράδι και συμμάχησε με τους Κέλτες, προτείνοντάς τους να πάψουν να είναι νομάδες και να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα”. Φαίνεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος σεβόταν τους Κέλτες. Γιατί ο Αρριανός αλλά και ο Στράβωνας περιγράφουν αναλυτικά τη σκηνή με τον Μέγα Αλέξανδρο να δέχεται κέλτικη πρεσβεία στις όχθες του Δούναβη.
Στην ερώτησή του τι φοβούνται περισσότερο οι Κέλτες, ακούει την απάντηση: “Μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι”. Και όπως σημειώνει στο βιβλίο του “Το τελευταίο Θαύμα” ο συγγραφέας Θεόφιλος Ελευθεριάδης, “εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι τα παραπάνω λόγια ήταν μέρος ενός όρκου των Κελτών: ‘'Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η Γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει’'.
Ιστορικοί κάνουν την υπόθεση ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε έρθει σε συμφωνία με την κελτική πρεσβεία, ώστε οι Κέλτες να χτυπάνε τους επικίνδυνους για τη Μακεδονία Ιλλυριούς όσο αυτός θα ήταν απασχολημένος στην Ανατολή και ότι οι αρχαίοι συγγραφείς παρερμήνευσαν το νόημα των παραπάνω λόγων, μιας και δεν γνώριζαν τον γαλατικό τρόπο σκέψης και έκφρασης.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός (άγν. - 279 π.Χ.), ήταν Βασιλιάς της Μακεδονίας από το έτος 281 π.Χ. έως το έτος 279 π.Χ. Γιος του φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Λάγου, του Σωτήρα, και της Ευριδίκης, κόρης του στρατηγού Αντίπατρου.
Ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρας ήταν επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βασίλεψε στην Αίγυπτο μετά την διάλυση του απέραντου κράτους του τελευταίου. Ίδρυσε τη Δυναστεία των Πτολεμαίων και έθεσε τις βάσεις για την κυριαρχία της στην Αίγυπτο για περίπου τρεις αιώνες. Ήταν παντρεμένος με τουλάχιστον τέσσερις συζύγους.
Η τρίτη από αυτές ονομαζόταν Ευρυδίκη και ήταν κόρη του Αντίπατρου, του στρατηγού του Αλεξάνδρου που βασίλεψε στη Μακεδονία.
Εκείνη του χάρισε έξι παιδιά: τον Πτολεμαίο Κεραυνό, το Μελέαγρο, τη Λυσάνδρα, τον Αργαίο, έναν γιο του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, και την Πτολεμαΐδα. Η διαδοχή ανήκε από την αρχή στον Πτολεμαίο Κεραυνό, ωστόσο προς το τέλος της ζωή του ο πατέρας του επέλεξε για διάδοχο τον γιο του από την τέταρτη σύζυγό του, την Βερενίκη.
Αυτός θα έμενε στην ιστορία με το όνομα Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος και στέφθηκε φαραώ στις 7 Ιανουαρίου 282 π.Χ. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός ήταν ένας ανήσυχος χαρακτήρας και σαν νεαρός άντρας στην αυλή του πατέρα του, δεν στάθηκε ικανός να κερδίσει την εύνοια που εκείνος τελικά χάρισε στη Βερενίκη και το γιο της.
Στην πραγματικότητα, έχει ειπωθεί πως ένας από τους λόγους που ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ επέλεξε διάδοχο από την οικογένεια της Βερενίκης κι όχι από αυτήν της Ευριδίκης ήταν το βίαιο και ανεξέλεγκτο πνεύμα του Πτολεμαίου Κεραυνού. Όπως και να έχει, ο Κεραυνός φιλονίκησε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε την Αίγυπτο.
Βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Αλεξάνδρου. Η αδελφή του Πτολεμαίου από την Ευρυδίκη, η Λυσάνδρα, είχε παντρευτεί με τον Αγαθοκλή, το γιο του βασιλιά. Αργότερα με τον αδελφό της τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τα παιδιά της και άλλους δυσαρεστημένους εγκατέλειψαν τη Θράκη με προορισμό την αυλή του βασιλιά Σέλευκου της Συρίας.
Ο Σέλευκος ευχαριστήθηκε πολύ με την ευκαιρία που του προσέφερε η Λυσάνδρα, καθώς του έδινε αφορμή για νέους πολέμους.
Οι αντιφρονούντες που την είχαν ακολουθήσει μαζί με τον Πτολεμαίο Κεραυνό άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για εισβολή στην επικράτεια του Λυσίμαχου και για εκδίκηση του φρικτού θανάτου του Αγαθοκλή. Ο Σέλευκος ήταν πρόθυμος να τα ακολουθήσει και έτσι κηρύχθηκε πόλεμος.
Προτού αναχωρήσουν, ο Σέλευκος όρισε για διάδοχό του τον Αντίοχο. Ο Λυσίμαχος δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τους εχθρούς του. Οργάνωσε στρατό, πέρασε τον Ελλήσποντο και προέλασε εναντίον του Σέλευκου στη Μικρά Ασία.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Φρυγία, στην πεδιάδα του Κουροπεδίου, όχι μακριά από τις Σάρδεις. Στην σύγκρουση που ακολούθησε το Φεβρουάριο του 281 π.Χ., ο Λυσίμαχος ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του.
Ο Σέλευκος, αποφασισμένος να διασχίσει με τη σειρά του τον Ελλήσποντο, σχεδίαζε να προελάσει στη Θράκη και τη Μακεδονία, ώστε να προσαρτήσει τα βασίλεια αυτά στα δικά του εδάφη.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός τον συνόδευε. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, όταν συνειδητοποίησε τις πραγματικές προθέσεις του Σέλευκου, χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, αποφάσισε να σκοτώσει το βασιλιά με την πρώτη ευκαιρία.
Ο Σέλευκος δεν πρέπει να είχε υποπτευθεί το σχέδιο αυτό, καθώς συνέχισε την πορεία του στη Θράκη με σκοπό να φτάσει στη Μακεδονία, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερες προφυλάξεις.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, σε κάποια ευνοϊκή στιγμή στο Άργος της Θράκης, μαχαίρωσε στην πλάτη τον ηλικιωμένο βασιλιά με ένα εγχειρίδιο.
Ο Σέλευκος πέθανε ακαριαία. Λέγεται πως για αυτό το περιστατικό ο Πτολεμαίος κατονομάστηκε έπειτα « Κεραυνός ». Το περιστατικό πρέπει να έγινε μεταξύ 26 Αυγούστου και 24 Σεπτεμβρίου 281 π.Χ..
Το 281 π.Χ. σκοτώνεται ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, πρωτοπαλίκαρο άλλοτε του μακεδόνα στρατηλάτη, και αφήνει έτσι το βασίλειό του έκθετο στις ορέξεις των εχθρών.
Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, ο Σέλευκος δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του, καθώς δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Kεραυνό, ο οποίος χρίστηκε βασιλιάς της Θράκης και έβαλε στο στόχαστρο τη Μακεδονία, έχοντας εξασφαλίσει και την εύνοια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου.
Και τα κατάφερε, νικώντας τον Αντίγονο Β’ τον Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή, και στέφθηκε βασιλιάς και στη Μακεδονία. Η πρώτη δοκιμασία για τον Πτολεμαίο Κεραυνό ήρθε από τον Αντίγονο, που εισέβαλε με στόλο και στρατό.
Η διαμάχη ήταν βίαιη και σύντομη: ο Αντίγονος ηττήθηκε από γη και θάλασσα και ο Κεραυνός έμεινε κύριος του βασιλείου. Ο θρίαμβος αυτός τον ενδυνάμωσε και κέρδισε το σεβασμό των άλλων ανταγωνιστών του.
Τους πρότεινε μάλιστα να λυθεί το ζήτημα με την υπογραφή συνθήκης, που τον αναγνώριζε σαν βασιλιά.
Ο Πύρρος συμφώνησε, με την προϋπόθεση να του σταλεί στρατιωτική βοήθεια στους πολέμους που τότε είχε ανοίξει στην Ιταλία και τη Σικελία. Έτσι έλαβε, πέντε χιλιάδες στρατιώτες ξηράς, τέσσερις χιλιάδες άνδρες του ιππικού και πενήντα ελέφαντες.
Με τον Πύρρο στην Δύση να πολεμάει Ρωμαίους και Καρχηδονιους όμως και την Μακεδονία γονατισμένη από τον πόλεμο, η Βόρεια Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους Γαλάτες. Μάζεψαν κάπου 85.000 άντρες και ξεκίνησαν για πόλεμο.
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική].
Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό.
Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες.
Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».
Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Απαιτούσαν ιδιαίτερη βαριά φορολογία στους Μακεδόνες, για να αφήσουν τον Πτολεμαίο να κυβερνά.
Ο Πτολεμαίος τους περιγέλασε αποκρινόμενος: «…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Ο Κεραυνός έκανε το λάθος να μη βοηθήσει τις θρακικές φυλές, ελπίζοντας πως οι βάρβαροι εισβολείς θα τις αποδυνάμωναν, προς δικό του όφελος. Τελικά, οι Θράκες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στις μάχες στο πλευρό των Γαλατών. Την άνοιξη του 279 π.Χ. ο αρχηγός τους Βέλγιος εισέβαλε στη Μακεδονία.
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός αιφνιδιάστηκε αλλά και υποτίμησε τους Γαλάτες. Δεν είχε φροντίσει να έρθει σε συμφωνία με τους γείτονές του Δαρδάνους, οι οποίοι υποτάχθηκαν στους Γαλάτες, ενώ λόγω του χειμώνα οι περισσότεροι στρατιώτες του βρίσκονταν στα σπίτια τους. Απροετοίμαστος και με λίγες δυνάμεις επιτέθηκε εναντίον των Γαλατών.
Η αλαζονεία του Πτολεμαίου Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δεν συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα.
Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά.
Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους. Ήταν η χαριστική βολή για τους Μακεδόνες, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι γραμμές τους και οι στρατιώτες να υποχωρήσουν άτακτα.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους.
Χωρίς αντίπαλο πλέον, οι Γαλάτες λεηλάτησαν την απροστάτευτη μακεδονική ύπαιθρο με τρομερή μανία, όπως μας παραδίδεται, ερημώνοντας περιοχές ολόκληρες, χωρίς να επιτεθούν ωστόσο σε πόλεις, μιας και αγνοούσαν την τέχνη της πολιορκίας. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος.
Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου, αλλά ούτε αυτός όμως κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή.
Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία.
Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Ο Σωσθένης (θαν. 277 π.Χ.), ήταν Μακεδόνας στρατιωτικός, ευγενικής καταγωγής, που αν και δεν συνδεόταν εξ αίματος με κάποιο βασιλικό οίκο, απέκτησε τον έλεγχο του κράτους κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε τη γαλατική επιδρομή στον ελλαδικό χώρο το 279 π.Χ.
Συνηθίζεται το όνομά του να περιλαμβάνεται στους καταλόγους βασιλέων των χρονικογράφων, εντούτοις δεν είναι σίγουρο το κατά πόσο υιοθέτησε επίσημα τον τίτλο. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού και τη βραχύβια βασιλεία του αδελφού του, Μελέαγρου των Πτολεμαίων, στο θρόνο τοποθετήθηκε ο Αντίπατρος ο Ετησίας, ανηψιός του Κάσσανδρου.
Ωστόσο οι περιστάσεις απαιτούσαν την καθοδήγηση του στρατού από ικανά και αποτελεσματικά χέρια και ο Αντίπατρος κρίθηκε σύντομα ανεπαρκής.
Μετά από μόλις 45 ημέρες, την ηγεσία του στρατού ανέλαβε με προσωπική πρωτοβουλία ο Σωσθένης, ο οποίος ζήτησε από τους στρατιώτες να ορκιστούν πίστη σε αυτόν ως στρατηγό και όχι ως βασιλιά.
Αρχικά οι προσπάθειές του στέφθηκαν με επιτυχία: υποχρέωσε σε ήττα τους Γαλάτες, που βρισκόταν υπό τοv Βόλγιο, και για ένα διάστημα ο κίνδυνος απομακρύνθηκε από το βασίλειο. Εντούτοις ακολούθησε νέα εισβολή υπό τον Βρέννο, η οποία ανάγκασε το Σωσθένη να κλείσει τα στρατεύματά του στα διάφορα οχυρά. Ο Βρέννος, ωστόσο, αφού λεηλάτησε τα εδάφη της Μακεδονίας, έστρεψε τα όπλα του εναντίον της νότιας Ελλάδας.
Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του.
Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του.
Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό.
Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν.
Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία.
Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει.
Οι Έλληνες (κυρίως οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Αθηναίοι) συνασπίστηκαν και προσπάθησαν να τους σταματήσουν στις Θερμοπύλες, υπό την ηγεσία του Αθηναίου στρατηγού Κάλιππου.
Μεγάλο μέρος των υπερασπιστών των Θερμοπυλών προέρχονταν από τις περιοχές της Αιτωλίας, που τότε αποτελούσαν ομοσπονδιακό κράτος, το Κοινό των Αιτωλών.
Ο Βρέννος, εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό, έστειλε ένα μέρος του εκστρατευτικού του σώματος ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να εξαναγκάσει τους τελευταίους να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες και να προστατεύσουν τις εστίες τους.
Οι Γαλάτες κατέστρεψαν το Κάλλιον, μια σημαντική πόλη στα σύνορα Ευρυτανίας και Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε τρομερές αγριότητες.
Παραδίδεται ότι σφαγίασαν όλους τους κατοίκους προβαίνοντας μάλιστα σε πράξεις κανιβαλισμού. Στη συνέχεια επιχείρησαν να επιτεθούν στο Ιερό των Δελφών. Οι αρχαίες πηγές, όμως, και ιδιαίτερα γλαφυρά ο Παυσανίας, παραδίδουν ότι όταν στρατοπέδευσαν οι Γαλάτες στους Δελφούς έπιασε μια απίστευτη κακοκαιρία, με κεραυνούς που έπεφταν και χτυπούσαν τους στρατιώτες.
Από τον θόρυβο της θεομηνίας, οι Γαλάτες δεν μπορούσαν να ακούσουν τα παραγγέλματα των διοικητών τους. Μάλιστα λέγεται ότι εμφανίστηκαν και τα φαντάσματα τοπικών ηρώων, του Υπέροχου, του Λαόδοκου και του Πύρρου, ίσως και του Φύλακου, που είχε σώσει τους Δελφούς και από την Περσική εισβολή.
Το ίδιο βράδυ έπεσε παγωνιά και άρχισαν να κυλούν από τον Παρνασσό πέτρες, που καταπλάκωναν τους Γαλάτες. Την επόμενη μέρα οι Γαλάτες υποχώρησαν. Το δεύτερο βράδυ, ιδιαίτερα κρύο και ομιχλώδες, έπεσε πανικός στο στρατόπεδό τους και οι Γαλάτες άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους, προφανώς πιστεύοντας ότι τους είχαν επιτεθεί οι Έλληνες.
Οι Αιτωλοί, εξαγριωμένοι από τη βαρβαρότητα των Γαλατών στο Κάλλιο, συγκεντρώθηκαν εκ νέου στα ορεινά περάσματα της Ευρυτανίας, από όπου θα περνούσε το υπόλοιπο γαλατικό στράτευμα προσπαθώντας να επιστρέψει στις Θερμοπύλες.
Πολέμησαν ακόμη και οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα με όποια μέσα διέθεταν, ακόμη και με τα γεωργικά τους εργαλεία. Το Γαλατικό στράτευμα υπέστη μεγάλη ήττα.
Ο Βρέννος αυτοκτόνησε πίνοντας πολύ κρασί, σύμφωνα με τον Παυσανία, ή με το ίδιο του το σπαθί, όπως ήταν η συνήθης πρακτική των Γαλατών, σύμφωνα με τον Ιουστίνο. Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν.
Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα. Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Πηγή