Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Μέγας Αλέξανδρος: Η μάχη του Ιαξάρτη

Το 329 π.Χ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν ευνοϊκά για τον νεαρό βασιλιά των Μακεδόνων. Στρατοπεδευμένος στις όχθες του ποταμού Ιαξάρτη της Σογδιανής στις βορειοανατολικές εσχατιές της νεοποκτηθείσας αυτοκρατορίας του, εκεί που σήμερα βρίσκονται οι σύγχρονες κεντροασιατικές δημοκρατίες, παρακολουθούσε το χτίσιμο μιας νέας πόλης, από τις πολλές που θα έφεραν το όνομά του, και που αργοτερα θα ονομαζόταν Αλεξάνδρεια η Εσχάτη. Αυτή η προσωνυμία όντως θα ήταν ταιριαστή.

Γιατί αυτή η Αλεξάνδρεια, που θα εποικιζόταν από απόμαχους στρατιώτες και απελεύθερους σκλάβους που ακολουθούσαν το στράτευμα, θα αποτελούσε τον έσχατο θύλακα του Ελληνισμού στην μακρινή ανατολή, προορισμένη να υπηρετεί την αυτοκρατορία ως κέντρο άμυνας στα σύνορα με τις νομαδικές φυλές των Σκυθών, αλλά και ως εμπορικός κόμβος, όπου θα συναντιούνταν οι οδοί που ένωναν τις βορειοανατολικές επαρχίες της Σογδιανής και της Βακτρίας (σημερινό Αφγανιστάν) με την κοιλάδα της Φεργκάνα, τις πόλεις κράτη της Λεκάνης του Ταρίμ (σημερινή επαρχία Σιντζιάνγκ της Κίνας) και ακόμα πιο πέρα με τα κινεζικά κράτη της κοιλάδας του Κίτρινου Ποταμού.

Στα 25 του χρόνια είχε πετύχει πολλά. Είχε σταθεροποιήσει την θέση του στον μακεδονικό θρόνο εξοντώνοντας σε συνεργασία με την μητέρα του, την τρομερή αλλά και πανέξυπνη Ολυμπιάδα, τους πολυάριθμους ανταπαιτητές. Απέκτησε πολεμικό κύρος ανάμεσα στους στρατιώτες του έχοντας υποτάξει τους Θράκες και τους Ιλλυριούς στην χερσόνησο του Αίμου.

Είχε επιβεβαιώσει την θέση του ως διάδοχος του πατέρα του Φιλίππου Β’ στην αρχιστρατηγία της συμμαχίας της Κορίνθου χρησιμοποιώντας τόσο την πειθώ όσο και αδίστακτη βία.

Είχε συντρίψει τον ίδιο τον Πέρση βασιλέα Δαρείο Γ’ σε δύο μεγάλες μάχες και οικειοποιήθηκε τον τίτλο του Μεγάλου Βασιλιά ενώ, μετά από μια μακρά καταδίωξη ως τις ανατολικές σατραπείες, είχε συλλάβει τον σφετεριστή του αχαιμενιδικού θρόνου και δολοφόνο του Δαρείου, Βήσσο. Όλος ο κόσμος ήταν πλέον στα πόδια του και ίσως ήδη να έπλαθε στο μυαλό του τα σχέδια για μια εκστρατεία στην εξωτική και πλούσια Ινδία. Η Τύχη όμως παίζει περίεργα παιχνίδια και ο Αλέξανδρος σύντομα θα αντιμετώπιζε τον μεγαλύτερο κίνδυνο της σταδιοδρομίας του.

Σε αντίθεση με την πρότερη περσική πολιτική, η ίδρυση της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης συνεπαγόταν για τους κατοίκους των ανατολικών σατραπειών μόνιμη ελληνική παρουσία στην περιοχή τους και αυτή η κίνηση προβλημάτισε τους ντόπιους προύχοντες που, προσδοκώντας την διατήρηση των προνομίων τους και πιθανότατα την κατά το δυνατόν συντομότερη αποχώρηση των Ελλήνων από την άγρια χώρα τους, είχαν παραδώσει τον Βήσσο. Ο νέος κόμβος θα περιόριζε την αυτονομία τους και θα επισκίαζε τόσο την αρχαία συνοριακή πόλη Κυρόπολη όσο και την παλαιά σογδιανή πρωτεύουσα, τα Μαράκανδα, 250 χλμ νοτιοδυτικότερα.

Σύντομα η περιοχή εξερράγη σε ένοπλη εξέγερση, με αφορμή ένα απόσπασμα περισυλλογής εφοδίων της στρατιάς, το οποίο παρασύρθηκε σε ενέδρα και εξοντώθηκε. Σύμφωνα με τον Αρριανό και τον Κούρτιο συγκεντρώθηκαν 20.000-30.000 ένοπλοι ντόπιοι, αριθμοί που, αν δεν είναι προϊόν υπερβολής, σίγουρα δεν χαρακτηρίζουν κάποια αυθόρμητη ενέργεια αγανάκτησης. Ο Αλέξανδρος απάντησε άμεσα στην απειλή και οι στασιαστές εξοντώθηκαν.

Θορυβημένος ίσως από την αγριότητα αυτού του επεισοδίου στην μεθόριο και αντιλαμβανόμενος πως ίσως αποτελούσε προϊόν υποκίνησης, ο Αλέξανδρος στράφηκε προς νότο και συγκάλεσε σε σύσκεψη τους τοπικούς ηγεμόνες στα Βάκτρα, πρωτεύουσα της Βακτριανής, με στόχο την πολιτική διευθέτηση των προβλημάτων των ανατολικών σατραπειών.

Εντελώς ξαφνικά όμως οι φλόγες της εξέγερσης κάλυψαν την Βακτριανή και την Σογδιανή, με κύριο υποκινητή τον άρχοντα Σπιταμένη και βασικούς υποστηρικτές τους τοπικούς ηγεμόνες Δαταφέρνη, Αριαμάζη, Οξυάρτη (τον μελλοντικό πεθερό του Αλέξανδρου), Χοριήνη, Κατάνη, Αυστάνη και Ορσοδάτη, οι οποίοι διέδωσαν την φήμη πως η σύσκεψη αποτελούσε πρόφαση για την σύλληψη και εξόντωση όλων των γαιοκτημόνων των δύο σατραπειών. Έτσι ο Αλέξανδρος βρέθηκε αποκλεισμένος στην βόρεια Σογδιανή με ένα τμήμα του στρατού του μόνο, αφού σημαντικό μέρος της στρατιάς εκτελούσε καθήκοντα φρουράς, με τα μετόπισθεν και την βόρεια μεθόριο να κυριαρχούνται από τους επαναστάτες.

Ο Σπιταμένης με 7.000 ιππείς κατέλαβε την Κυρόπολι και τα υπόλοιπα έξι συνοριακά οχυρά σφάζοντας τις φρουρές, με αποτέλεσμα να χαθεί όλη η βορειοανατολική αμυντική γραμμή κατά μήκος του ποταμού Ιαξάρτη και με την πιθανότητα εισβολής των σκυθικών φυλών (Σάκες, Δάες και Μασσαγέτες) προς ενίσχυση του Σπιταμένη ορατή.

Η μετανάστευση των Κελτών στη Σκυθία


Τότε ήταν που ο Αλέξανδρος επέδειξε τις σπάνιες αρετές του, που τον είχαν καταστήσει ήδη ζωντανό θρύλο ανάμεσα στους στρατιώτες του και που δικαίως του έδωσαν το προσωνύμιο “Μέγας”.

Διατηρώντας υποδειγματική ψυχραιμία, ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε πως προτεραιότητα είχε η αποκατάσταση της μεθορίου, ενώ κάθε προοπτική υποχώρησης προς τα Βάκτρα για αναμονή ενισχύσεων, την οποία ενδεχομένως και να προσδοκούσαν οι επαναστάτες, αποτελούσε ολέθριο σφάλμα.

Με μια κεραυνοβόλο εκστρατεία σαρανταοκτώ ωρών ανακαταλήφθηκαν τα έξι από τα επτά οχυρά, ενώ με τέχνασμα κατάλαβε μέσα σε μια νύκτα την Κυρόπολι. Η μάχη υπήρξε σφοδρή και ο ίδιος τραυματίστηκε βαριά από πέτρα στο κεφάλι.

Από την άλλη ο Σπιταμένης αντί να ενισχύσει τους επαναστάτες στην μεθόριο, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στα Μαράκανδα, στα νώτα της στρατιάς στον νότο και άρχισε να τα πολιορκεί, ενώ οι Σκύθες συνέχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Ιαξάρτη, απειλώντας με εισβολή.

Ο Αλέξανδρος, αξιολογώντας την απειλή των Σκυθών ως σημαντικότερη, έστειλε τους Μενέδημο, Ανδρόμαχο και Κάρανο μαζί με τον Λύκιο διερμηνέα Φαρνούχη με ένα τακτικό συγκρότημα από 60 εταίρους, 800 Έλληνες μισθοφόρους ιππακοντιστές (4 ίλες) και 1.500 Έλληνες μισθοφόρους πεζούς να ενισχύσουν την φρουρά στα Μαράκανδα, ενώ ο ίδιος στράφηκε άμεσα εναντίον των νομάδων με σκοπό να διαβεί τον ποταμό στην περιοχή της Αλεξάνδρειας και να μεταφέρει τον πόλεμο στην στέππα.

Ο Ιαξάρτης στην περιοχή όπου θα γινόταν η διάβαση δεν ήταν ιδιαίτερα φαρδύς, αλλά η κατάσταση περιπλεκόταν από το γεγονός ότι οι Σκύθες ιππείς ήταν πολυάριθμοι και με κύρια όπλα τους τα σύνθετα τόξα τους θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες σε μια απόπειρα βίαιης απόβασης και δημιουργίας προγεφυρώματος στην απέναντι όχθη.

Την λύση έδωσε το σώμα του Μηχανικού που παρέταξε συστοιχίες ευθύτονων οξυβόλων καταπελτών στην όχθη βάλλοντας συστηματικά κατά των Σκυθών, ενώ ο στρατός διεκπεραιώθηκε μαζικά με σχεδίες φτιαγμένες από παραγεμισμένες με ξερόχορτα σκηνές και από ξυλεία της περιοχής. Αποθαρρημένοι από τη βροχή βλημάτων των καταπελτών στην οποία δεν μπορούσαν να απαντήσουν εξίσου αποτελεσματικά, οι Σκύθες αποσύρθηκαν από τις όχθες.

Με την εγκατάσταση του προγεφυρώματος στην εχθρική όχθη, το πρόβλημα μετατοπίστηκε στο πώς θα παρασυρθούν οι Σκύθες σε εμπλοκή, καθώς διαχρονική τακτική των νομάδων ήταν η προσποιητή υποχώρηση έναντι του εχθρού και η επανάκαμψη προς περικύκλωση και εξόντωσή του σε κατάλληλο χώρο όταν αυτός κουραζόταν ή διασκορπιζόταν κατά την καταδίωξη.

Κατανοώντας τις τακτικές των Σκυθών, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να τους παρασύρει να πράξουν αυτό που πάντα επιθυμούσαν να αποφεύγουν, δηλαδή να εγκλωβίζονται σε μια περίμετρο αποτελούμενη από εκπαιδευμένους, πειθαρχημένους και καλύτερα εξοπλισμένους αντιπάλους. Αξιοποιώντας την ιππαρχία (δύο ίλες) των προδρόμων ιππέων και την ιππαρχία των Ελλήνων μισθοφόρων ιππακοντιστών, προέβει σε εικονική καταδίωξη των Σκυθών. Μόλις αυτοί διαπίστωσαν ότι οι διώκτες τους ήταν ελάχιστοι, ανέστρεψαν και τους περικύκλωσαν.

Τότε στο σημείο της εμπλοκής κατέφτασαν ταχύτατα δύο λόχοι τοξοτών, η τάξις των Αγριάνων πελταστών και οι υπόλοιποι πελταστές, οι οποίοι άρχισαν να πλήττουν με τοξεύματα την “λαβίδα” των Σκυθών από τα νώτα. Αυτοί όμως δεν αποτελούσαν παρά το προπέτασμα ενός σχηματισμού κρούσης αποτελούμενου από τρεις ιππαρχίες εταίρων και τις υπόλοιπες ίλες των Ελλήνων μισθοφόρων ιππακοντιστών (ίσως δύο ίλες). Οι έφιππες αυτές μονάδες ενέπλεξαν τους Σκύθες από τα πλάγια, ενώ το αποφασιστικό πλήγμα έδωσε ένας δεύτερος σχηματισμός κρούσης με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά που μαζί με το Άγημα και τις υπόλοιπες ιππαρχίες εταίρων (πιθανώς δύο) τους έπληξε σαν έμβολο τριήρους στο κέντρο.

Μετά από σύντομη αλλά σφοδρή σύγκρουση, οι Σκύθες υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 1.000 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και τον σημαντικό πολέμαρχο Σατράκη, 150 αιχμαλώτους, 1000 εξαιρετικούς ίππους και το ηθικό τους συντρίμια. Παρόλο που ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να σταματήσει τελικά την καταδίωξη λόγω ασθένειας από πόση μολυσμενου νερού από τον ποταμό, σχεδόν αμέσως μετά την σύγκρουση κατέφτασαν πρέσβεις του Σκύθη ηγεμόνα, οι οποίοι απολογήθηκαν για τα συμβάντα.

Αυτό που εντυπωσίασε τους Σκύθες δεν ήταν το μέγεθος των απωλειών τους, αφού ήταν σχετικά μικρές, αλλά η ήττα των τακτικών τους, που επί αιώνες τους διασφάλιζαν- και ως γνωστόν θα εξακολουθούσαν να τους διασφαλίζουν και αργότερα- το αήττητο στο πεδίο της μάχης. Το βόρειοανατολικό σύνορο δεν θα ξαναπαραβιαζόταν για πολλά χρόνια.

Δυστυχώς 250 χλμ νοτιότερα η κατάσταση δεν εξελίχθηκε ευνοϊκά. Το τακτικό συγκρότημα που έστειλε ο Αλέξανδρος προς ενίσχυση των Μαρακάνδων έπεσε σε ενέδρα του Σπιταμένη στον ποταμό Πολυτίμητο, έξω από την πόλη, και εξοντώθηκε, αναγκάζοντας τον ίδιο τον Μακεδόνα βασιλιά να στραφεί προς νότο. Εκεί θα εκστράτευε συνεχώς επί τρία χρόνια μέχρι να καταφέρει τελικά να καθυποτάξει την περιοχή και τους ανυπότακτους κατοίκους της.



Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης


Πηγή