Από την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής η Σπάρτη αναδύθηκε ως μία από τις ισχυρότερες πολιτικοστρατιωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Οι αρχαίοι απέδιδαν τη δύναμη της Σπάρτης στον περίφημο Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργο, τον «πατέρα» του σπαρτιατικού πολιτεύματος, η ζωή και το έργο του οποίου καλύπτονται από την αχλύ των μύθων και των θρύλων της αρχαιότητας.
Ωστόσο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και διαφωνίες σχετικά με τη ζωή αυτού του άνδρα. Ορισμένοι τον θεωρούσαν απόγονο του Ευρυσθένη, ενώ άλλοι απόγονο του Προκλή. Σύμφωνα με κάποιους, άκμασε στις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ., ενώ κατά άλλους στα τέλη του 9ου.
Ο Πλούταρχος, εκτός των άλλων, έγραψε στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 2ου τη βιογραφία του Λυκούργου. Αφού συγκέντρωσε όλα όσα είχαν εξιστορήσει γι’ αυτόν οι προγενέστεροί του, αναφέρει στο προοίμιο: «Για τον Λυκούργο το νομοθέτη δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με βεβαιότητα.»
Η καταγωγή του, η φυγή του, ο θάνατός του και, κυρίως, η πραγματεία για τους νόμους του και το πολίτευμα έχουν εξιστορηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ενώ υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες ακόμα και για τα χρόνια που έζησε. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν γνωρίζουμε γι’ αυτόν τίποτα με σιγουριά.
Αυτό βέβαια είναι λυπηρό. Ωστόσο, όπως θα δούμε, επειδή το πολίτευμα της Σπάρτης περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί με τη θέληση ενός και μόνο άνδρα, και με την πάροδο του χρόνου άλλαξε ριζικά, το ζήτημα από ποιον διατυπώθηκε για πρώτη φορά καταλήγει να μην είναι πλέον τόσο σημαντικό όσο φαινόταν στην αρχή.
Επειδή, λοιπόν, πρόκειται να παρουσιάσουμε αναλυτικά το συγκεκριμένο πολίτευμα, θεωρούμε απαραίτητο να διακρίνουμε τις μορφές διακυβέρνησης από τους θεσμούς οι οποίοι καθόριζαν την ανατροφή και την πειθαρχία των πολιτών. Οι θεσμοί αυτοί είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι και πραγματικά μοναδικοί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χωρίς αυτούς οι μορφές διακυβέρνησης σίγουρα δεν θα είχαν επιφέρει τα σπουδαία εκείνα αποτελέσματα που επέφεραν.
Οι θεσμοί διακυβέρνησης στο αρχικό πολίτευμα της Σπάρτης, με εξαίρεση τον ομολογουμένως μεταγενέστερο θεσμό των εφόρων, δεν διέφεραν από εκείνους που επικρατούσαν σε όλη την Ελλάδα την ομηρική εποχή. Επιπλέον οι σχέσεις ανάμεσα στη βασιλεία, τη βουλή των γερόντων και την αγορά του δήμου είχαν καθοριστεί με σαφήνεια και ακρίβεια που ποτέ δεν υπήρχε πριν.
Πράγματι, αρχικά βρίσκουμε στη Σπάρτη την ήδη γνωστή μας βουλή των γερόντων, που όμως αποτελούνταν από 30 άνδρες οι οποίοι κατείχαν αυτό το αξίωμα ισόβια. Βρίσκουμε ακόμα την επίσης γνωστή αγορά του δήμου, που όμως είναι κάποια δικαιώματα παραπάνω απ’ ό,τι παλιότερα. Πάνω από όλα συναντάμε τη βασιλεία των ηρωικών χρόνων, η οποία όμως είχε ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό στη Σπάρτη: από την εποχή της Καθόδου των Ηρακλειδών οι βασιλιάδες ήταν δύο.
Μάλιστα, λεγόταν ότι ο ένας καταγόταν από το γένος του Ευρυσθένη και ο άλλος από το γένος του Προκλή. Για το λόγο αυτό το ένα γένος των βασιλιάδων ονομαζόταν Ευρυσθενίδες ή Αγίδες, από τον Άγη, το γιο και διάδοχο του Ευρυσθένη. Το άλλο γένος των βασιλιάδων ονομαζόταν Προκλείδες ή Ευρυπωντίδες από τον Ευρυπώντα, τον εγγονό του Προκλή.
Αυτή η δικέφαλη βασιλεία, που δεν επικράτησε πουθενά αλλού στην Ελλάδα, ιδρύθηκε στη Σπάρτη με την ελπίδα ότι οι δύο ανώτατοι, ισοδύναμοι και με τα ίδια δικαιώματα άρχοντες, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, θα είχαν συνεχή αντιζηλία, ποτέ δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν για να καταλύσουν βίαια το πολίτευμα και να σφετεριστούν την εξουσία. Πραγματικά, για περισσότερα από 500 χρόνια δεν έγινε στη Σπάρτη καμία απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος, μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
Τότε οι βασιλιάδες Άγης Γ’ και Κλεομένης Γ’ επιχείρησαν, ο ένας μετά τον άλλο, να αλλάξουν με τη βία το πολίτευμα, αλλά ήδη τότε αυτό είχε υποστεί πολύ σοβαρές αλλοιώσεις. Ωστόσο, η διπλή βασιλεία, αν και είχε αυτό το πλεονέκτημα που οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «θεωρούσαν ότι είναι σωτήριο για την πόλη να διαφωνούν οι βασιλιάδες», είχε ταυτόχρονα και το μειονέκτημα που δημιουργεί πάντα η διαίρεση της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι, η διακυβέρνηση και η πολιτική της Σπάρτης δεν θα γίνονταν ποτέ τόσο ισχυρές, αν η εκτελεστική εξουσία δεν περνούσε έπειτα από λίγο σε μια άλλη αρχή. Αυτή, αν και αποτελούνταν από περισσότερα άτομα, είχε την απαραίτητη ενότητα για τις ενέργειές της. Αυτή η αρχή ήταν οι έφοροι. Αρχικά ήταν, πιθανότατα, απλοί αντικαταστάτες των βασιλιάδων που έλειπαν στον πόλεμο. Στα ιστορικά χρόνια όμως ήταν μια αρχή αυτόνομη και παντοδύναμη.
Ήταν ένα σώμα από πέντε άνδρες, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο από όλους τους πολίτες, άγνωστο όμως πώς. Μόνο ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο τρόπος εκλογής τους «είναι πολύ παιδαριώδης». Οι έφοροι και οι βασιλιάδες έδιναν αμοιβαίους όρκους κάθε μήνα. Οι βασιλιάδες ορκίζονταν ότι «θα βασιλέψουν σύμφωνα με τους υπάρχοντες νόμους της πόλης» και οι έφοροι ότι «όσο ο βασιλιάς τηρεί τον όρκο του, θα φροντίζουν να μένει ακλόνητη η βασιλεία». Με άλλα λόγια, όπως λέει ο Πολύβιος, ο μεγάλος Πελοποννήσιος ιστορικός που άκμασε το 2ο αιώνα π.Χ., οι βασιλιάδες «πειθαρχούσαν στους εφόρους σαν να ήταν οι γονείς τους».
Η διαχείριση όλων των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων ήταν στα χέρια των εφόρων, οι οποίοι, αν και διέθεταν «μεγάλη εξουσία, που ισοδυναμούσε με τυραννία», δεν ήταν υπόλογοι ούτε στη γερουσία ούτε στην αγορά του δήμου και ακόμα λιγότερο στους βασιλιάδες. Έδιναν λόγο μόνο στους διαδόχους τους. Αυτοί είχαν αναλάβει, έχοντας στις διαταγές τους 300 νέους και δραστήριους πολίτες, τους επονομαζόμενους ιππείς, την τήρηση της ασφάλειας στη Λακωνία και είχαν απεριόριστη εξουσία.
Οι έφοροι έπαυαν κατά βούληση τους άρχοντες και τους επέβαλλαν χρηματικές ποινές και φυλάκιση. Αυτοί συγκέντρωναν το στρατό και σε περίπτωση εξωτερικού πολέμου όριζαν τον τόπο όπου θα πήγαινε. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχιστράτηγος, αλλά δύο έφοροι ακολουθούσαν πάντα το στρατό και μόνο με μια απλή υποψία μπορούσαν να φυλακίσουν ακόμα και το βασιλιά. Επιπλέον, αυτοί δίκαζαν -πότε καθένας ξεχωριστά, πότε όλοι μαζί- τις πιο σημαντικές δίκες που αφορούσαν σε ιδιωτικές υποθέσεις. Όλα αυτά δεν τα έκαναν πάντα με βάση τους γραπτούς νόμους αλλά σύμφωνα με την κρίση τους, καθώς η χρήση γραπτών νόμων ήταν ανέκαθεν κάτι που δεν συνηθιζόταν στη Σπάρτη.
Μόνο για πολύ σπουδαίες κρατικές υποθέσεις, κυρίως ζητήματα ειρήνης και πολέμου, υπάκουαν στην αγορά του δήμου και στη γερουσία. Επίσης τις δίκες για φόνο τις αναλάμβανε η γερουσία, ίσως και εκείνες κατά των βασιλιάδων. Ωστόσο υπάρχει το παράδειγμα με τον ίδιο τον μεγάλο Αγησίλαο, στον οποίο οι έφοροι επέβαλαν χρηματικό πρόστιμο. Επιπλέον, οι έφοροι δεν ακολουθούσαν την αυστηρή δίαιτα που τηρούσαν όλοι οι υπόλοιποι πολίτες της Σπάρτης.
Έτσι, η άμεση πολιτική εξουσία των βασιλιάδων περιορίστηκε πολύ, αν και διατηρούσαν ακόμα κάποια αξιόλογα προνόμια: διέθεταν μεγάλα βασιλικά κτήματα στη Λακωνική, δέχονταν πολύ συχνά δώρα από ξένες χώρες και κάθε φορά που γινόταν θυσία στους θεούς, το δέρμα και άλλα μέρη των σφαγίων ανήκαν στους βασιλιάδες. Γενικά, η περιουσία τους ήταν μεγάλη. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο επιβλήθηκε στο βασιλιά Άγη χρηματικό πρόστιμο 100.000 αττικών δραχμών και τον 3ο αιώνα π.Χ. ένας άλλος Άγης, ο γιος του Ευδαμίδα, είχε χρηματική περιουσία 600 ταλάντων, δηλαδή 3.600.000 δραχμές. Επιπλέον κάθε βασιλιάς είχε μία ψήφο στη γερουσία.
Οι βασιλιάδες επικύρωναν τις υιοθεσίες και έκριναν και κάποιες άλλες οικογενειακές διαφορές. Ο σεβασμός στο πρόσωπό τους ήταν μεγάλος γιατί κατάγονταν από τον Ηρακλή, και μέσω του Ηρακλή, από τον Δία. Έτσι, οι βασιλιάδες εκπροσωπούσαν την πολιτεία σε όλες τις συναλλαγές της με τους θεούς. Ήταν δικαιωματικά ιερείς του Λακεδαίμονος Διός και του Ουρανίου Διός, και πρόσφεραν κάθε μήνα τις θυσίες με τις οποίες οι θεοί γίνονταν ευνοϊκοί απέναντι στο λαό της Σπάρτης.
Ο καθένας από τους βασιλιάδες όριζε δύο Πυθίους, δηλαδή εκείνους που στέλνονταν στους Δελφούς για να ρωτήσουν το μαντείο. Τέλος, οι βασιλιάδες μαζί με τους Πυθίους φύλαγαν τις απαντήσεις του μαντείου, τις οποίες οι έφοροι συμβουλεύονταν σε δύσκολες στιγμές. Όταν πέθαιναν, κηδεύονταν με τέτοια μεγαλοπρέπεια που ο Ηρόδοτος τη συγκρίνει με τις τιμές που πρόσφεραν οι δουλοπρεπείς λαοί της Ασίας στους νεκρούς βασιλιάδες τους. Ο Ξενοφώντας, μιλώντας για την κηδεία ενός από τους βασιλιάδες της Σπάρτης, αναφέρει ότι «η ταφή του ενέπνεε δέος σε τέτοιο βαθμό, που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα».
Και αυτό γιατί όχι μόνο κάθε σπαρτιάτικο σπίτι έπρεπε να στείλει έναν άνδρα και μία γυναίκα, με την πιο πένθιμη περιβολή, αλλά το γεγονός αναγγελλόταν αμέσως σε όλη τη Λακωνική για να συγκεντρωθούν στη Σπάρτη πολλές χιλιάδες άνθρωποι και με τους θρήνους, τους οδυρμούς και τις κραυγές τους να κάνουν την κηδεία πραγματικά ξεχωριστή. Στη συνέχεια κηρυσσόταν δεκαήμερο δημόσιο πένθος.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι βασιλιάδες της Σπάρτης ήταν σεβαστοί προστάτες της οικογένειας, οι ανώτεροι λειτουργοί της θρησκείας και οι αιώνιοι ιεροί αντιπρόσωποι του γένους των Ηρακλειδών, μέσω του οποίου η πολιτεία συνδεόταν με τις αναμνήσεις και τις παραδόσεις της ηρωικής εποχής, αλλά τίποτε περισσότερο.
Από αυτή την πατροπαράδοτη ευσέβεια επωφελήθηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος, που ήταν ιδιαίτερα ικανός στα στρατιωτικά ζητήματα και πολύ δραστήριος στα υπόλοιπα, και κατάφερε, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., να συγκεντρώσει μεγάλη εξουσία. Αλλά κάτι τέτοιο αποτελούσε εξαίρεση, καθώς η εξουσία και η θέση των βασιλιάδων συνήθως έρχονταν δεύτερες στην ιεραρχία του πολιτεύματος. Την πρώτη θέση είχαν οι έφοροι.
Η δράση της γερουσίας αλλά και της αγοράς του δήμου δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη. Τη γερουσία -που στη Σπάρτη αποκαλούνταν γερωνία ή γερωχία ή γερωία- αποτελούσαν οι δύο βασιλιάδες και 28 άνδρες, που ήταν τουλάχιστον 60 ετών και εκλέγονταν από το δήμο με ισόβια θητεία. Από τις τρεις φυλές -στις οποίες πιθανότατα ήταν διαιρεμένοι οι Σπαρτιάτες όπως και οι περισσότεροι Δωριείς- εκλέγονταν, όπως φαίνεται, αυτοί οι 30 άνδρες: δέκα από κάθε φυλή. Οι τρεις φυλές πήραν τα ονόματά τους από τον Ύλλο, το γιο του Ηρακλή, και τον Πάμφυλο και τον Δύμαντα, τους γιους του Αιγιμιού.
Έτσι, ονομάζονταν Υλλείς, Πάμφυλοι και Δυμάνες και εικάζεται ότι υποδιαιρούνταν σε 30 τμήματα, τα οποία ονομάζονταν ωβές. Η αγορά ή εκκλησία του δήμου ονομαζόταν αλία -δηλαδή σύλλογος, συνάθροιση- και συμμετείχαν όλοι οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά δείπνα ή συσσίτια. Σε αυτές τις συναθροίσεις υποβάλλονταν κυρίως, αν όχι πάντα, ζητήματα πολέμου και ειρήνης, καθώς και οι ελάχιστοι νόμοι που ψηφίζονταν στη Σπάρτη. Ωστόσο, εκτός από το γεγονός ότι τέτοιες αφορμές για συγκεντρώσεις ήταν σπάνιες, πολλές άλλες συγκυρίες συντέλεσαν στο να είναι κατά κανόνα μάταιες αυτές οι συναθροίσεις.
Καμία πρόταση δεν υποβαλλόταν στην εκκλησία του δήμου, αν δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στη γερουσία. Οι γέροντες μπορεί να εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η εκλογή τους φανέρωνε ότι η συμμετοχή του δήμου σε αυτή ήταν ασήμαντη. Αρχικά μπορούσαν να εκλεγούν μόνο οι «καλοί καγαθοί», όπως λέει ο Αριστοτέλης, οι άριστοι, και από αυτούς πάλι εκείνοι που είχαν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους και επιθυμούσαν το αξίωμα.
Έτσι, αφού είχε περιοριστεί ο αριθμός όσων μπορούσαν να εκλεγούν, η απόφαση έβγαινε με τον εξής τρόπο: Αφού συγκεντρωνόταν η εκκλησία του δήμου, άνδρες που είχαν οριστεί γι’ αυτό κλείνονταν σε ένα οίκημα εκεί κοντά, απ’ όπου δεν μπορούσαν να δουν, αλλά μόνο να ακούσουν τους συγκεντρωμένους, αφού και σε αυτή την περίπτωση η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε διά βοής και όχι με ψηφοφορία.
Τότε έμπαιναν στην εκκλησία οι υποψήφιοι, και περνούσαν ο ένας μετά τον άλλον μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος. Έτσι λοιπόν, η εκκλησία αποφάσιζε διά βοής για τον καθένα από αυτούς, οι έγκλειστοι γραμματείς σημείωναν την ένταση της βοής των συγκεντρωμένων για τον καθένα από αυτούς, και τελικά εκλεγόταν εκείνος για τον οποίο η ένταση της βοής ήταν η πιο δυνατή. Αν σε αυτά προσθέσουμε ότι οι γέροντες που εκλέγονταν ισόβια στη γερουσία πολύ συχνά κατέληγαν υπέργηροι, είναι εύλογο ότι συνήθως η γερουσία δεν μπορούσε να περιορίσει ουσιαστικά την πολιτική εξουσία των εφόρων.
Από την άλλη, στην εκκλησία του δήμου συμμετείχαν πολίτες που έχοντας ξεπεράσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους μπορούσαν να συμβάλουν στα συσσίτια, αλλά ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται από πολύ νωρίς επειδή πολλοί από αυτούς είχαν φτάσει στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης. Έτσι, κατά συνέπεια η εκκλησία του δήμου αριθμούσε λίγα μέλη – όσο πιο ολιγομελές είναι το βουλευτικό σώμα τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται. Άλλωστε σε αυτή την εκκλησία δεν υποβαλλόταν τίποτα χωρίς να έχει εγκριθεί προηγουμένως από τη γερουσία.
Κατά συνέπεια, η δικαιοδοσία της ήταν περιορισμένη. Τέλος, κανένας πολίτης δεν είχε δικαίωμα να μιλήσει στην εκκλησία του δήμου αν δεν του το επέτρεπαν οι άρχοντες. Επομένως, στην εκκλησία δεν γινόταν καμία συζήτηση ούτε πρόταση για τροπολογία, αλλά οι προτάσεις των αρχόντων είτε γίνονταν αποδεκτές είτε απορρίπτονταν. Αυτό εξηγείται εύκολα: Οι Σπαρτιάτες, λόγω της ανατροφής τους, δεν αγαπούσαν τη συζήτηση ούτε είχαν την ικανότητα για κάτι τέτοιο, σε σημείο μάλιστα που ο Θουκυδίδης μιλώντας για ένα διακεκριμένο άνδρα, τον Βρασίδα, αναφέρει με κάποια περιφρόνηση ότι, αν και Λακεδαιμόνιος, «δεν υστερούσε πολύ στο λόγο».
Από την άλλη, στη Σπάρτη επικρατούσε η αρχή της μυστικότητας στη διακυβέρνηση, «της πολιτείας το κρυπτόν», όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης. Αυτό βέβαια δεν είχε αντίκρισμα σε πολλές δημόσιες συζητήσεις. Ακόμα και σε εκείνη την περίφημη εκκλησία του δήμου που συγκλήθηκε για να αποφασιστεί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και επειδή η συγκεκριμένη απόφαση ήταν πολύ σημαντική και δεν κρίθηκε διά βοής αλλά κατ’ εξαίρεση με ψηφοφορία, δεν φαίνεται να μίλησε κανείς άλλος εκτός από το βασιλιά Αρχίδαμο, που ζήτησε να αναβληθεί η κήρυξη του πολέμου, και τον έφορο Σθενελαΐδα που υποστήριξε την άμεση κήρυξή του, πρόταση που έγινε αποδεκτή. Άρα, και στο συγκεκριμένο θέμα βλέπουμε την εκκλησία του δήμου να υποκύπτει στη θέληση των εφόρων.
Ωστόσο, ποιοι ήταν άραγε αυτοί οι παντοδύναμοι έφοροι; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εκλέγονταν από όλους τους πολίτες, ενέργεια που ικανοποιούσε τις επιθυμίες του λαού. Εάν όμως ο δήμος στη Σπάρτη είχε, μέσω των εφόρων, όλη την εξουσία στα χέρια του, τότε είναι σίγουρα απορίας άξιο πώς δεν ασκούσε έλεγχο στις πολιτικές εξελίξεις με τακτικές συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου. Επίσης πώς δεν απαιτούσε να δίνουν λόγο οι έφοροι στην εκκλησία του δήμου και πώς σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία ο δήμος δεν φαίνεται να επικράτησε ποτέ στη Σπάρτη, αλλά πάντα, όπως αναφέρουν όλοι οι ιστορικοί, έλεγχαν τα πράγματα οι πρώτοι άνδρες, οι άριστοι και οι «καλοί καγαθοί»;
Επιπλέον, είναι άγνωστος ο τρόπος με τον οποίο εκλέγονταν οι έφοροι, αλλά, όπως είδαμε ο Αριστοτέλης λέει ότι ήταν παιδαριώδης. Παιδαριώδη ονομάζει και τον τρόπο εκλογής των γερόντων, που γνωρίζουμε ήδη το μηχανισμό του. Είναι, επομένως, πολύ πιθανό ότι και ο τρόπος εκλογής των εφόρων, αν δεν ήταν απαράλλακτος, θα ήταν παραπλήσιος. Με αυτό το δεδομένο, εξίσου πιθανό είναι ότι όλοι οι πολίτες θεωρούνταν εκλέξιμοι στο αξίωμα του εφόρου.
Ωστόσο, οι λίγοι εκείνοι που έλεγχαν τα πράγματα κατάφερναν πάντα αυτοί που εκλέγονταν είτε να ανήκουν στην τάξη τους είτε να πειθαρχούν στις υποδείξεις τους, ενώ τους χειραγωγούσαν και με τη διάταξη εκείνη που όριζε ότι οι έφοροι λογοδοτούσαν στους διαδόχους τους, που σημαίνει πάλι στα τυφλά όργανα των λίγων.
Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, αναφέραμε στην αρχή ότι οι έφοροι ήταν απλοί θεματοφύλακες της ολιγαρχίας και ότι στις ενέργειές τους διέθεταν την απαραίτητη εκείνη ομοψυχία που δεν είχαν οι βασιλιάδες. Πράγματι, η βασιλεία από τη φύση της Σπάρτης κατά παράδοξο τρόπο όχι μόνο υπερίσχυσε αλλά και για πολλούς αιώνες διατήρησε αναλλοίωτη τη δύναμή της. Πού οφείλεται αυτή η διαφοροποίηση; Στο γεγονός ότι οι άρχοντες της Σπάρτης φρόντισαν να επιβάλουν ταυτόχρονα στο δήμο τέτοια ανατροφή και τέτοια πειθαρχία, που από τη μία τον έκαναν φοβερό εκτελεστικό όργανο των αποφάσεών.
Βιβλιογραφία:
Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.
Πηγή
Ωστόσο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και διαφωνίες σχετικά με τη ζωή αυτού του άνδρα. Ορισμένοι τον θεωρούσαν απόγονο του Ευρυσθένη, ενώ άλλοι απόγονο του Προκλή. Σύμφωνα με κάποιους, άκμασε στις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ., ενώ κατά άλλους στα τέλη του 9ου.
Ο Πλούταρχος, εκτός των άλλων, έγραψε στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 2ου τη βιογραφία του Λυκούργου. Αφού συγκέντρωσε όλα όσα είχαν εξιστορήσει γι’ αυτόν οι προγενέστεροί του, αναφέρει στο προοίμιο: «Για τον Λυκούργο το νομοθέτη δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με βεβαιότητα.»
Η καταγωγή του, η φυγή του, ο θάνατός του και, κυρίως, η πραγματεία για τους νόμους του και το πολίτευμα έχουν εξιστορηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ενώ υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες ακόμα και για τα χρόνια που έζησε. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν γνωρίζουμε γι’ αυτόν τίποτα με σιγουριά.
Αυτό βέβαια είναι λυπηρό. Ωστόσο, όπως θα δούμε, επειδή το πολίτευμα της Σπάρτης περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί με τη θέληση ενός και μόνο άνδρα, και με την πάροδο του χρόνου άλλαξε ριζικά, το ζήτημα από ποιον διατυπώθηκε για πρώτη φορά καταλήγει να μην είναι πλέον τόσο σημαντικό όσο φαινόταν στην αρχή.
Μορφές διακυβέρνησης
Επειδή, λοιπόν, πρόκειται να παρουσιάσουμε αναλυτικά το συγκεκριμένο πολίτευμα, θεωρούμε απαραίτητο να διακρίνουμε τις μορφές διακυβέρνησης από τους θεσμούς οι οποίοι καθόριζαν την ανατροφή και την πειθαρχία των πολιτών. Οι θεσμοί αυτοί είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι και πραγματικά μοναδικοί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χωρίς αυτούς οι μορφές διακυβέρνησης σίγουρα δεν θα είχαν επιφέρει τα σπουδαία εκείνα αποτελέσματα που επέφεραν.
Οι θεσμοί διακυβέρνησης στο αρχικό πολίτευμα της Σπάρτης, με εξαίρεση τον ομολογουμένως μεταγενέστερο θεσμό των εφόρων, δεν διέφεραν από εκείνους που επικρατούσαν σε όλη την Ελλάδα την ομηρική εποχή. Επιπλέον οι σχέσεις ανάμεσα στη βασιλεία, τη βουλή των γερόντων και την αγορά του δήμου είχαν καθοριστεί με σαφήνεια και ακρίβεια που ποτέ δεν υπήρχε πριν.
Πράγματι, αρχικά βρίσκουμε στη Σπάρτη την ήδη γνωστή μας βουλή των γερόντων, που όμως αποτελούνταν από 30 άνδρες οι οποίοι κατείχαν αυτό το αξίωμα ισόβια. Βρίσκουμε ακόμα την επίσης γνωστή αγορά του δήμου, που όμως είναι κάποια δικαιώματα παραπάνω απ’ ό,τι παλιότερα. Πάνω από όλα συναντάμε τη βασιλεία των ηρωικών χρόνων, η οποία όμως είχε ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό στη Σπάρτη: από την εποχή της Καθόδου των Ηρακλειδών οι βασιλιάδες ήταν δύο.
Μάλιστα, λεγόταν ότι ο ένας καταγόταν από το γένος του Ευρυσθένη και ο άλλος από το γένος του Προκλή. Για το λόγο αυτό το ένα γένος των βασιλιάδων ονομαζόταν Ευρυσθενίδες ή Αγίδες, από τον Άγη, το γιο και διάδοχο του Ευρυσθένη. Το άλλο γένος των βασιλιάδων ονομαζόταν Προκλείδες ή Ευρυπωντίδες από τον Ευρυπώντα, τον εγγονό του Προκλή.
Αυτή η δικέφαλη βασιλεία, που δεν επικράτησε πουθενά αλλού στην Ελλάδα, ιδρύθηκε στη Σπάρτη με την ελπίδα ότι οι δύο ανώτατοι, ισοδύναμοι και με τα ίδια δικαιώματα άρχοντες, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, θα είχαν συνεχή αντιζηλία, ποτέ δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν για να καταλύσουν βίαια το πολίτευμα και να σφετεριστούν την εξουσία. Πραγματικά, για περισσότερα από 500 χρόνια δεν έγινε στη Σπάρτη καμία απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος, μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
Τότε οι βασιλιάδες Άγης Γ’ και Κλεομένης Γ’ επιχείρησαν, ο ένας μετά τον άλλο, να αλλάξουν με τη βία το πολίτευμα, αλλά ήδη τότε αυτό είχε υποστεί πολύ σοβαρές αλλοιώσεις. Ωστόσο, η διπλή βασιλεία, αν και είχε αυτό το πλεονέκτημα που οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «θεωρούσαν ότι είναι σωτήριο για την πόλη να διαφωνούν οι βασιλιάδες», είχε ταυτόχρονα και το μειονέκτημα που δημιουργεί πάντα η διαίρεση της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι, η διακυβέρνηση και η πολιτική της Σπάρτης δεν θα γίνονταν ποτέ τόσο ισχυρές, αν η εκτελεστική εξουσία δεν περνούσε έπειτα από λίγο σε μια άλλη αρχή. Αυτή, αν και αποτελούνταν από περισσότερα άτομα, είχε την απαραίτητη ενότητα για τις ενέργειές της. Αυτή η αρχή ήταν οι έφοροι. Αρχικά ήταν, πιθανότατα, απλοί αντικαταστάτες των βασιλιάδων που έλειπαν στον πόλεμο. Στα ιστορικά χρόνια όμως ήταν μια αρχή αυτόνομη και παντοδύναμη.
Ήταν ένα σώμα από πέντε άνδρες, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο από όλους τους πολίτες, άγνωστο όμως πώς. Μόνο ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο τρόπος εκλογής τους «είναι πολύ παιδαριώδης». Οι έφοροι και οι βασιλιάδες έδιναν αμοιβαίους όρκους κάθε μήνα. Οι βασιλιάδες ορκίζονταν ότι «θα βασιλέψουν σύμφωνα με τους υπάρχοντες νόμους της πόλης» και οι έφοροι ότι «όσο ο βασιλιάς τηρεί τον όρκο του, θα φροντίζουν να μένει ακλόνητη η βασιλεία». Με άλλα λόγια, όπως λέει ο Πολύβιος, ο μεγάλος Πελοποννήσιος ιστορικός που άκμασε το 2ο αιώνα π.Χ., οι βασιλιάδες «πειθαρχούσαν στους εφόρους σαν να ήταν οι γονείς τους».
Η διαχείριση όλων των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων ήταν στα χέρια των εφόρων, οι οποίοι, αν και διέθεταν «μεγάλη εξουσία, που ισοδυναμούσε με τυραννία», δεν ήταν υπόλογοι ούτε στη γερουσία ούτε στην αγορά του δήμου και ακόμα λιγότερο στους βασιλιάδες. Έδιναν λόγο μόνο στους διαδόχους τους. Αυτοί είχαν αναλάβει, έχοντας στις διαταγές τους 300 νέους και δραστήριους πολίτες, τους επονομαζόμενους ιππείς, την τήρηση της ασφάλειας στη Λακωνία και είχαν απεριόριστη εξουσία.
Οι έφοροι έπαυαν κατά βούληση τους άρχοντες και τους επέβαλλαν χρηματικές ποινές και φυλάκιση. Αυτοί συγκέντρωναν το στρατό και σε περίπτωση εξωτερικού πολέμου όριζαν τον τόπο όπου θα πήγαινε. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχιστράτηγος, αλλά δύο έφοροι ακολουθούσαν πάντα το στρατό και μόνο με μια απλή υποψία μπορούσαν να φυλακίσουν ακόμα και το βασιλιά. Επιπλέον, αυτοί δίκαζαν -πότε καθένας ξεχωριστά, πότε όλοι μαζί- τις πιο σημαντικές δίκες που αφορούσαν σε ιδιωτικές υποθέσεις. Όλα αυτά δεν τα έκαναν πάντα με βάση τους γραπτούς νόμους αλλά σύμφωνα με την κρίση τους, καθώς η χρήση γραπτών νόμων ήταν ανέκαθεν κάτι που δεν συνηθιζόταν στη Σπάρτη.
Μόνο για πολύ σπουδαίες κρατικές υποθέσεις, κυρίως ζητήματα ειρήνης και πολέμου, υπάκουαν στην αγορά του δήμου και στη γερουσία. Επίσης τις δίκες για φόνο τις αναλάμβανε η γερουσία, ίσως και εκείνες κατά των βασιλιάδων. Ωστόσο υπάρχει το παράδειγμα με τον ίδιο τον μεγάλο Αγησίλαο, στον οποίο οι έφοροι επέβαλαν χρηματικό πρόστιμο. Επιπλέον, οι έφοροι δεν ακολουθούσαν την αυστηρή δίαιτα που τηρούσαν όλοι οι υπόλοιποι πολίτες της Σπάρτης.
Έτσι, η άμεση πολιτική εξουσία των βασιλιάδων περιορίστηκε πολύ, αν και διατηρούσαν ακόμα κάποια αξιόλογα προνόμια: διέθεταν μεγάλα βασιλικά κτήματα στη Λακωνική, δέχονταν πολύ συχνά δώρα από ξένες χώρες και κάθε φορά που γινόταν θυσία στους θεούς, το δέρμα και άλλα μέρη των σφαγίων ανήκαν στους βασιλιάδες. Γενικά, η περιουσία τους ήταν μεγάλη. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο επιβλήθηκε στο βασιλιά Άγη χρηματικό πρόστιμο 100.000 αττικών δραχμών και τον 3ο αιώνα π.Χ. ένας άλλος Άγης, ο γιος του Ευδαμίδα, είχε χρηματική περιουσία 600 ταλάντων, δηλαδή 3.600.000 δραχμές. Επιπλέον κάθε βασιλιάς είχε μία ψήφο στη γερουσία.
Οι βασιλιάδες επικύρωναν τις υιοθεσίες και έκριναν και κάποιες άλλες οικογενειακές διαφορές. Ο σεβασμός στο πρόσωπό τους ήταν μεγάλος γιατί κατάγονταν από τον Ηρακλή, και μέσω του Ηρακλή, από τον Δία. Έτσι, οι βασιλιάδες εκπροσωπούσαν την πολιτεία σε όλες τις συναλλαγές της με τους θεούς. Ήταν δικαιωματικά ιερείς του Λακεδαίμονος Διός και του Ουρανίου Διός, και πρόσφεραν κάθε μήνα τις θυσίες με τις οποίες οι θεοί γίνονταν ευνοϊκοί απέναντι στο λαό της Σπάρτης.
Ο καθένας από τους βασιλιάδες όριζε δύο Πυθίους, δηλαδή εκείνους που στέλνονταν στους Δελφούς για να ρωτήσουν το μαντείο. Τέλος, οι βασιλιάδες μαζί με τους Πυθίους φύλαγαν τις απαντήσεις του μαντείου, τις οποίες οι έφοροι συμβουλεύονταν σε δύσκολες στιγμές. Όταν πέθαιναν, κηδεύονταν με τέτοια μεγαλοπρέπεια που ο Ηρόδοτος τη συγκρίνει με τις τιμές που πρόσφεραν οι δουλοπρεπείς λαοί της Ασίας στους νεκρούς βασιλιάδες τους. Ο Ξενοφώντας, μιλώντας για την κηδεία ενός από τους βασιλιάδες της Σπάρτης, αναφέρει ότι «η ταφή του ενέπνεε δέος σε τέτοιο βαθμό, που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα».
Και αυτό γιατί όχι μόνο κάθε σπαρτιάτικο σπίτι έπρεπε να στείλει έναν άνδρα και μία γυναίκα, με την πιο πένθιμη περιβολή, αλλά το γεγονός αναγγελλόταν αμέσως σε όλη τη Λακωνική για να συγκεντρωθούν στη Σπάρτη πολλές χιλιάδες άνθρωποι και με τους θρήνους, τους οδυρμούς και τις κραυγές τους να κάνουν την κηδεία πραγματικά ξεχωριστή. Στη συνέχεια κηρυσσόταν δεκαήμερο δημόσιο πένθος.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι βασιλιάδες της Σπάρτης ήταν σεβαστοί προστάτες της οικογένειας, οι ανώτεροι λειτουργοί της θρησκείας και οι αιώνιοι ιεροί αντιπρόσωποι του γένους των Ηρακλειδών, μέσω του οποίου η πολιτεία συνδεόταν με τις αναμνήσεις και τις παραδόσεις της ηρωικής εποχής, αλλά τίποτε περισσότερο.
Από αυτή την πατροπαράδοτη ευσέβεια επωφελήθηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος, που ήταν ιδιαίτερα ικανός στα στρατιωτικά ζητήματα και πολύ δραστήριος στα υπόλοιπα, και κατάφερε, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., να συγκεντρώσει μεγάλη εξουσία. Αλλά κάτι τέτοιο αποτελούσε εξαίρεση, καθώς η εξουσία και η θέση των βασιλιάδων συνήθως έρχονταν δεύτερες στην ιεραρχία του πολιτεύματος. Την πρώτη θέση είχαν οι έφοροι.
Η δράση της γερουσίας αλλά και της αγοράς του δήμου δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη. Τη γερουσία -που στη Σπάρτη αποκαλούνταν γερωνία ή γερωχία ή γερωία- αποτελούσαν οι δύο βασιλιάδες και 28 άνδρες, που ήταν τουλάχιστον 60 ετών και εκλέγονταν από το δήμο με ισόβια θητεία. Από τις τρεις φυλές -στις οποίες πιθανότατα ήταν διαιρεμένοι οι Σπαρτιάτες όπως και οι περισσότεροι Δωριείς- εκλέγονταν, όπως φαίνεται, αυτοί οι 30 άνδρες: δέκα από κάθε φυλή. Οι τρεις φυλές πήραν τα ονόματά τους από τον Ύλλο, το γιο του Ηρακλή, και τον Πάμφυλο και τον Δύμαντα, τους γιους του Αιγιμιού.
Έτσι, ονομάζονταν Υλλείς, Πάμφυλοι και Δυμάνες και εικάζεται ότι υποδιαιρούνταν σε 30 τμήματα, τα οποία ονομάζονταν ωβές. Η αγορά ή εκκλησία του δήμου ονομαζόταν αλία -δηλαδή σύλλογος, συνάθροιση- και συμμετείχαν όλοι οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά δείπνα ή συσσίτια. Σε αυτές τις συναθροίσεις υποβάλλονταν κυρίως, αν όχι πάντα, ζητήματα πολέμου και ειρήνης, καθώς και οι ελάχιστοι νόμοι που ψηφίζονταν στη Σπάρτη. Ωστόσο, εκτός από το γεγονός ότι τέτοιες αφορμές για συγκεντρώσεις ήταν σπάνιες, πολλές άλλες συγκυρίες συντέλεσαν στο να είναι κατά κανόνα μάταιες αυτές οι συναθροίσεις.
Καμία πρόταση δεν υποβαλλόταν στην εκκλησία του δήμου, αν δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στη γερουσία. Οι γέροντες μπορεί να εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η εκλογή τους φανέρωνε ότι η συμμετοχή του δήμου σε αυτή ήταν ασήμαντη. Αρχικά μπορούσαν να εκλεγούν μόνο οι «καλοί καγαθοί», όπως λέει ο Αριστοτέλης, οι άριστοι, και από αυτούς πάλι εκείνοι που είχαν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους και επιθυμούσαν το αξίωμα.
Έτσι, αφού είχε περιοριστεί ο αριθμός όσων μπορούσαν να εκλεγούν, η απόφαση έβγαινε με τον εξής τρόπο: Αφού συγκεντρωνόταν η εκκλησία του δήμου, άνδρες που είχαν οριστεί γι’ αυτό κλείνονταν σε ένα οίκημα εκεί κοντά, απ’ όπου δεν μπορούσαν να δουν, αλλά μόνο να ακούσουν τους συγκεντρωμένους, αφού και σε αυτή την περίπτωση η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε διά βοής και όχι με ψηφοφορία.
Τότε έμπαιναν στην εκκλησία οι υποψήφιοι, και περνούσαν ο ένας μετά τον άλλον μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος. Έτσι λοιπόν, η εκκλησία αποφάσιζε διά βοής για τον καθένα από αυτούς, οι έγκλειστοι γραμματείς σημείωναν την ένταση της βοής των συγκεντρωμένων για τον καθένα από αυτούς, και τελικά εκλεγόταν εκείνος για τον οποίο η ένταση της βοής ήταν η πιο δυνατή. Αν σε αυτά προσθέσουμε ότι οι γέροντες που εκλέγονταν ισόβια στη γερουσία πολύ συχνά κατέληγαν υπέργηροι, είναι εύλογο ότι συνήθως η γερουσία δεν μπορούσε να περιορίσει ουσιαστικά την πολιτική εξουσία των εφόρων.
Από την άλλη, στην εκκλησία του δήμου συμμετείχαν πολίτες που έχοντας ξεπεράσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους μπορούσαν να συμβάλουν στα συσσίτια, αλλά ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται από πολύ νωρίς επειδή πολλοί από αυτούς είχαν φτάσει στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης. Έτσι, κατά συνέπεια η εκκλησία του δήμου αριθμούσε λίγα μέλη – όσο πιο ολιγομελές είναι το βουλευτικό σώμα τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται. Άλλωστε σε αυτή την εκκλησία δεν υποβαλλόταν τίποτα χωρίς να έχει εγκριθεί προηγουμένως από τη γερουσία.
Κατά συνέπεια, η δικαιοδοσία της ήταν περιορισμένη. Τέλος, κανένας πολίτης δεν είχε δικαίωμα να μιλήσει στην εκκλησία του δήμου αν δεν του το επέτρεπαν οι άρχοντες. Επομένως, στην εκκλησία δεν γινόταν καμία συζήτηση ούτε πρόταση για τροπολογία, αλλά οι προτάσεις των αρχόντων είτε γίνονταν αποδεκτές είτε απορρίπτονταν. Αυτό εξηγείται εύκολα: Οι Σπαρτιάτες, λόγω της ανατροφής τους, δεν αγαπούσαν τη συζήτηση ούτε είχαν την ικανότητα για κάτι τέτοιο, σε σημείο μάλιστα που ο Θουκυδίδης μιλώντας για ένα διακεκριμένο άνδρα, τον Βρασίδα, αναφέρει με κάποια περιφρόνηση ότι, αν και Λακεδαιμόνιος, «δεν υστερούσε πολύ στο λόγο».
Από την άλλη, στη Σπάρτη επικρατούσε η αρχή της μυστικότητας στη διακυβέρνηση, «της πολιτείας το κρυπτόν», όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης. Αυτό βέβαια δεν είχε αντίκρισμα σε πολλές δημόσιες συζητήσεις. Ακόμα και σε εκείνη την περίφημη εκκλησία του δήμου που συγκλήθηκε για να αποφασιστεί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και επειδή η συγκεκριμένη απόφαση ήταν πολύ σημαντική και δεν κρίθηκε διά βοής αλλά κατ’ εξαίρεση με ψηφοφορία, δεν φαίνεται να μίλησε κανείς άλλος εκτός από το βασιλιά Αρχίδαμο, που ζήτησε να αναβληθεί η κήρυξη του πολέμου, και τον έφορο Σθενελαΐδα που υποστήριξε την άμεση κήρυξή του, πρόταση που έγινε αποδεκτή. Άρα, και στο συγκεκριμένο θέμα βλέπουμε την εκκλησία του δήμου να υποκύπτει στη θέληση των εφόρων.
Ωστόσο, ποιοι ήταν άραγε αυτοί οι παντοδύναμοι έφοροι; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εκλέγονταν από όλους τους πολίτες, ενέργεια που ικανοποιούσε τις επιθυμίες του λαού. Εάν όμως ο δήμος στη Σπάρτη είχε, μέσω των εφόρων, όλη την εξουσία στα χέρια του, τότε είναι σίγουρα απορίας άξιο πώς δεν ασκούσε έλεγχο στις πολιτικές εξελίξεις με τακτικές συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου. Επίσης πώς δεν απαιτούσε να δίνουν λόγο οι έφοροι στην εκκλησία του δήμου και πώς σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία ο δήμος δεν φαίνεται να επικράτησε ποτέ στη Σπάρτη, αλλά πάντα, όπως αναφέρουν όλοι οι ιστορικοί, έλεγχαν τα πράγματα οι πρώτοι άνδρες, οι άριστοι και οι «καλοί καγαθοί»;
Επιπλέον, είναι άγνωστος ο τρόπος με τον οποίο εκλέγονταν οι έφοροι, αλλά, όπως είδαμε ο Αριστοτέλης λέει ότι ήταν παιδαριώδης. Παιδαριώδη ονομάζει και τον τρόπο εκλογής των γερόντων, που γνωρίζουμε ήδη το μηχανισμό του. Είναι, επομένως, πολύ πιθανό ότι και ο τρόπος εκλογής των εφόρων, αν δεν ήταν απαράλλακτος, θα ήταν παραπλήσιος. Με αυτό το δεδομένο, εξίσου πιθανό είναι ότι όλοι οι πολίτες θεωρούνταν εκλέξιμοι στο αξίωμα του εφόρου.
Ωστόσο, οι λίγοι εκείνοι που έλεγχαν τα πράγματα κατάφερναν πάντα αυτοί που εκλέγονταν είτε να ανήκουν στην τάξη τους είτε να πειθαρχούν στις υποδείξεις τους, ενώ τους χειραγωγούσαν και με τη διάταξη εκείνη που όριζε ότι οι έφοροι λογοδοτούσαν στους διαδόχους τους, που σημαίνει πάλι στα τυφλά όργανα των λίγων.
Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, αναφέραμε στην αρχή ότι οι έφοροι ήταν απλοί θεματοφύλακες της ολιγαρχίας και ότι στις ενέργειές τους διέθεταν την απαραίτητη εκείνη ομοψυχία που δεν είχαν οι βασιλιάδες. Πράγματι, η βασιλεία από τη φύση της Σπάρτης κατά παράδοξο τρόπο όχι μόνο υπερίσχυσε αλλά και για πολλούς αιώνες διατήρησε αναλλοίωτη τη δύναμή της. Πού οφείλεται αυτή η διαφοροποίηση; Στο γεγονός ότι οι άρχοντες της Σπάρτης φρόντισαν να επιβάλουν ταυτόχρονα στο δήμο τέτοια ανατροφή και τέτοια πειθαρχία, που από τη μία τον έκαναν φοβερό εκτελεστικό όργανο των αποφάσεών.
Βιβλιογραφία:
Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.
Πηγή